“Γλώσσα του σώματος, πώς καταλαβαίνουμε αν κάποιος μας συμπαθεί ή όχι”
Η γλώσσα του σώματος βασίζεται στο σώμα που είναι κοινό για όλους. Όπως οι άλλες γλώσσες, έχει εκφράσεις οι οποίες αναγνωρίζονται από ορισμένες ομάδες ανθρώπων (π.χ.: Η μούτζα από τους Έλληνες).
Το σώμα είναι συνδεδεμένο με τον φορέα επικοινωνίας και παρατήρησης, το νου και άρα η γλώσσα του σώματος βάζει τα μέλη του σώματος να λάβουν κι αυτά μέρος στην επικοινωνία ή τα αναγκάζει να διαχειριστούν πράγματα που δεν πρέπει ή δεν θέλουμε να ειπωθούν.
Η έκφραση φανερώνεται ή ισούται με μια κίνηση. Οι κινήσεις αυτές όσον αφορά στη γλώσσα αποτελούν τα σύμβολα. Είναι γλωσσικές εφευρέσεις του ανθρώπου που βασίζονται α)στις φυσικές μας κινήσεις που γίνονται από τα μέλη του σώματος, β)τη φυσική μας τάση για έκφραση και γ)την εφευρετικότητά μας.
Δηλαδή χρειάζεται ο ανθρώπινος νους, προκειμένου αυτά τα σύμβολα να έχουν συνοχή, να δημιουργήσουν ένα κώδικα κοινό, δηλαδή αυτό που συνοψίζει εν προκειμένω τη γλώσσα του σώματος.
Η φυσική μας ανάγκη για έκφραση είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη φυσική μας κατάσταση ως όντα κοινωνικά. Δηλαδή την ανάγκη μας για κοινωνικοποίηση ή απόσυρση. Προκειμένου λοιπόν να υπάρξει ισορροπία, δηλαδή να αποφευχθεί το χάος της ασυνεννοησίας, έχουμε εφεύρει τα σύμβολα αυτά, που περιγράφουν και συνοψίζουν τα συναισθήματα, τη σκέψη μας, τις επιθυμίες ή ακόμα και τις φαντασιώσεις μας.
Η γλώσσα του σώματος με τις κινήσεις και τις εκφράσεις του προσώπου έρχεται πολλές φορές πριν τη λεκτική έκφραση. Για παράδειγμα:
Παρατηρώντας μόνο τις κινήσεις και τις γκριμάτσες δύο ανθρώπων που συναντιούνται στο δρόμο είναι πολύ πιθανό να αναγνωρίσουμε το είδος της σχέσης τους ή καλύτερα τη συμπάθεια/αντιπάθεια που υπάρχει μεταξύ τους, δηλαδή το βαθμό εγκύτητάς τους.
Η γλώσσα του σώματος επίσης ποικίλει ανάλογα και με τη σχέση που έχουν οι άνθρωποι μεταξύ τους.
Σύμβολα συμπάθειας/αντιπάθειας μπορεί να ποικίλουν από ομάδα σε ομάδα και εμβαθύνοντας από άτομο σε άτομο.
π.χ.: Δύο φίλοι που χαιρετιούνται στο δρόμο και αντί να δώσουν τα χέρια ρίχνουν μια γροθιά ο ένας στον άλλον.
Παραθέτουμε κάποια σύμβολα έκφρασης συμπάθειας/αντιπάθειας τα οποία αναγνωρίζονται και αναπαράγονται στη σύγχρονη κοινωνία και συγκεκριμένα στα πλαίσια μιας μη υποκριτικής συμπεριφοράς:
Το χαμόγελο είναι ένα σύμβολο παγκοσμίως αναγνωρίσιμο ως μια ένδειξη φιλικότητας, συμπάθειας ή και τρυφερότητας/συγκαταβατικότητας.
Το κλείσιμο του ματιού είναι μια ένδειξη συμπάθειας ή οικειότητας. (Κλείνω το μάτι συνθηματικά σε κάποιον όταν έχουμε συνεννοηθεί κάτι μεταξύ μας που δεν έχουμε την ευκαιρία ή τη διάθεση να μοιραστούμε με τους υπόλοιπους.)
Κάποιες φορές η γλώσσα του σώματος είναι ένας τρόπος να διοχετεύσουμε κάτι που “δεν λέμε”. Π.χ.: Αντί να πούμε σε κάποιον πως μας κουράζει το θέμα της κουβέντας μας, χασμουριόμαστε και συνεχίζουμε να ακούμε.
Σημαίνει αυτό πως τον αντιπαθούμε; Ή καλύτερα πως δεν θέλουμε να φανούμε ματαιωτικοί πράγμα που υποδηλώνει τη συμπάθειά μας χωρίς άμεση εκφορά; Εδώ φαίνεται ξεκάθαρα πως η γλώσσα του σώματος αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας συμπάθειας/αντιπάθειας σε προσωπικό επίπεδο και σύμφωνα με το πλαίσιο στο οποίο συμβαίνει.
Το κατσούφιασμα, δηλαδή το ανάποδο χαμόγελο, δείχνει ότι κάτι μας δυσαρεστεί ενώ το στράβωμα του στόματος δείχνει την απογοήτευση ή την απαξίωση.
Είναι δύσκολο να πάρουμε εκφράσεις σωματικές καθεαυτές και να τις χρησιμοποιήσουμε ως δείκτες συμπάθειας/αντιπάθειας έξω από όλα τα πλαίσια, όπως είναι δύσκολο στην επιστήμη της νομικής να καταδειχτεί ο “αθώος” ή “ο ένοχος” με βάση μια πράξη από μόνη της. Πρέπει να εξεταστεί το πλαίσιο στο οποίο συνέβη.
Παρ'όλη τη δυσκολία όμως είμαστε σε θέση πολλές φορές να αναγνωρίσουμε ή να υποθέσουμε με αρκετή βεβαιότητα πως οι κινήσεις κάποιου δείχνουν αν μας συμπαθεί η όχι.
Από που αντλούμε αυτή τη βεβαιότητα;
α)Από την πεποίθηση πως υπάρχει ένας κοινός κώδικας και από β)την ενσυναίσθηση.
Η ενσυναίσθηση είναι βασική προϋπόθεση ερμηνείας της γλώσσας του σώματος.
π.χ.: Πολλές φορές το σώμα μας το αφήνουμε πιο ελεύθερο, χυτό σε ένα χώρο που δε φοβόμαστε μήπως κριθούμε και άρα μεταδίδουμε διαφορετικά μηνύματα μέσω της γλώσσας του σώματος από περιπτώσεις όπου είμαστε σφιγμένοι επειδή φανταζόμαστε ότι δεν είμαστε αρεστοί.
Άρα το σώμα δεν είναι μόνο φορέας επικοινωνίας του αν συμπαθούμε ή όχι αλλά και του αν μας συμπαθούν ή όχι. Αυτό δημιουργεί είτε την προαγωγή της χαλαρότητας και της συμπάθειας είτε το φαύλο κύκλο της αντιπάθειας.
Η απαλότητα των κινήσεων ή η αργή εκφρορά του λόγου δείχνει την χαλαρότητα που απορρέει από εμπιστοσύνη και άρα συμπάθεια. Εϊτε συμπάθεια που προσπαθούμε να εγκαθιδρύσουμε είτε συμπάθεια που έχουμε εισπράξει και αναπαράγουμε.
Μέσα στην γλώσσα του σώματος, υπάρχουν εκφράσεις κυρίως του προσώπου, που δείχνουν τη θέση του ατόμου. Δηλαδή σε αντίθεση με άλλες εκφράσεις που δείχνουν προσαρμογή ή διάθεση, αυτές οι εκφράσεις δείχνουν στάση.
Το βλοσυρό βλέμμα δείχνει σοβαρότητα, τα μισόκλειστα μάτια δισπιστία ή ασάφεια, τα ανεβασμένα φρύδια απορία ή έκπληξη, το συνοφρύωμα εχθρότητα, επιφύλαξη, εσωστρέφεια.
Η γλώσσα του σώματος βασίζεται στο σώμα που είναι κοινό για όλους. Όπως οι άλλες γλώσσες, έχει εκφράσεις οι οποίες αναγνωρίζονται από ορισμένες ομάδες ανθρώπων (π.χ.: Η μούτζα από τους Έλληνες).
Το σώμα είναι συνδεδεμένο με τον φορέα επικοινωνίας και παρατήρησης, το νου και άρα η γλώσσα του σώματος βάζει τα μέλη του σώματος να λάβουν κι αυτά μέρος στην επικοινωνία ή τα αναγκάζει να διαχειριστούν πράγματα που δεν πρέπει ή δεν θέλουμε να ειπωθούν.
Η έκφραση φανερώνεται ή ισούται με μια κίνηση. Οι κινήσεις αυτές όσον αφορά στη γλώσσα αποτελούν τα σύμβολα. Είναι γλωσσικές εφευρέσεις του ανθρώπου που βασίζονται α)στις φυσικές μας κινήσεις που γίνονται από τα μέλη του σώματος, β)τη φυσική μας τάση για έκφραση και γ)την εφευρετικότητά μας.
Δηλαδή χρειάζεται ο ανθρώπινος νους, προκειμένου αυτά τα σύμβολα να έχουν συνοχή, να δημιουργήσουν ένα κώδικα κοινό, δηλαδή αυτό που συνοψίζει εν προκειμένω τη γλώσσα του σώματος.
Η φυσική μας ανάγκη για έκφραση είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη φυσική μας κατάσταση ως όντα κοινωνικά. Δηλαδή την ανάγκη μας για κοινωνικοποίηση ή απόσυρση. Προκειμένου λοιπόν να υπάρξει ισορροπία, δηλαδή να αποφευχθεί το χάος της ασυνεννοησίας, έχουμε εφεύρει τα σύμβολα αυτά, που περιγράφουν και συνοψίζουν τα συναισθήματα, τη σκέψη μας, τις επιθυμίες ή ακόμα και τις φαντασιώσεις μας.
Η γλώσσα του σώματος με τις κινήσεις και τις εκφράσεις του προσώπου έρχεται πολλές φορές πριν τη λεκτική έκφραση. Για παράδειγμα:
Παρατηρώντας μόνο τις κινήσεις και τις γκριμάτσες δύο ανθρώπων που συναντιούνται στο δρόμο είναι πολύ πιθανό να αναγνωρίσουμε το είδος της σχέσης τους ή καλύτερα τη συμπάθεια/αντιπάθεια που υπάρχει μεταξύ τους, δηλαδή το βαθμό εγκύτητάς τους.
Η γλώσσα του σώματος επίσης ποικίλει ανάλογα και με τη σχέση που έχουν οι άνθρωποι μεταξύ τους.
Σύμβολα συμπάθειας/αντιπάθειας μπορεί να ποικίλουν από ομάδα σε ομάδα και εμβαθύνοντας από άτομο σε άτομο.
π.χ.: Δύο φίλοι που χαιρετιούνται στο δρόμο και αντί να δώσουν τα χέρια ρίχνουν μια γροθιά ο ένας στον άλλον.
Παραθέτουμε κάποια σύμβολα έκφρασης συμπάθειας/αντιπάθειας τα οποία αναγνωρίζονται και αναπαράγονται στη σύγχρονη κοινωνία και συγκεκριμένα στα πλαίσια μιας μη υποκριτικής συμπεριφοράς:
Το χαμόγελο είναι ένα σύμβολο παγκοσμίως αναγνωρίσιμο ως μια ένδειξη φιλικότητας, συμπάθειας ή και τρυφερότητας/συγκαταβατικότητας.
Το κλείσιμο του ματιού είναι μια ένδειξη συμπάθειας ή οικειότητας. (Κλείνω το μάτι συνθηματικά σε κάποιον όταν έχουμε συνεννοηθεί κάτι μεταξύ μας που δεν έχουμε την ευκαιρία ή τη διάθεση να μοιραστούμε με τους υπόλοιπους.)
Κάποιες φορές η γλώσσα του σώματος είναι ένας τρόπος να διοχετεύσουμε κάτι που “δεν λέμε”. Π.χ.: Αντί να πούμε σε κάποιον πως μας κουράζει το θέμα της κουβέντας μας, χασμουριόμαστε και συνεχίζουμε να ακούμε.
Σημαίνει αυτό πως τον αντιπαθούμε; Ή καλύτερα πως δεν θέλουμε να φανούμε ματαιωτικοί πράγμα που υποδηλώνει τη συμπάθειά μας χωρίς άμεση εκφορά; Εδώ φαίνεται ξεκάθαρα πως η γλώσσα του σώματος αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας συμπάθειας/αντιπάθειας σε προσωπικό επίπεδο και σύμφωνα με το πλαίσιο στο οποίο συμβαίνει.
Το κατσούφιασμα, δηλαδή το ανάποδο χαμόγελο, δείχνει ότι κάτι μας δυσαρεστεί ενώ το στράβωμα του στόματος δείχνει την απογοήτευση ή την απαξίωση.
Είναι δύσκολο να πάρουμε εκφράσεις σωματικές καθεαυτές και να τις χρησιμοποιήσουμε ως δείκτες συμπάθειας/αντιπάθειας έξω από όλα τα πλαίσια, όπως είναι δύσκολο στην επιστήμη της νομικής να καταδειχτεί ο “αθώος” ή “ο ένοχος” με βάση μια πράξη από μόνη της. Πρέπει να εξεταστεί το πλαίσιο στο οποίο συνέβη.
Παρ'όλη τη δυσκολία όμως είμαστε σε θέση πολλές φορές να αναγνωρίσουμε ή να υποθέσουμε με αρκετή βεβαιότητα πως οι κινήσεις κάποιου δείχνουν αν μας συμπαθεί η όχι.
Από που αντλούμε αυτή τη βεβαιότητα;
α)Από την πεποίθηση πως υπάρχει ένας κοινός κώδικας και από β)την ενσυναίσθηση.
Η ενσυναίσθηση είναι βασική προϋπόθεση ερμηνείας της γλώσσας του σώματος.
π.χ.: Πολλές φορές το σώμα μας το αφήνουμε πιο ελεύθερο, χυτό σε ένα χώρο που δε φοβόμαστε μήπως κριθούμε και άρα μεταδίδουμε διαφορετικά μηνύματα μέσω της γλώσσας του σώματος από περιπτώσεις όπου είμαστε σφιγμένοι επειδή φανταζόμαστε ότι δεν είμαστε αρεστοί.
Άρα το σώμα δεν είναι μόνο φορέας επικοινωνίας του αν συμπαθούμε ή όχι αλλά και του αν μας συμπαθούν ή όχι. Αυτό δημιουργεί είτε την προαγωγή της χαλαρότητας και της συμπάθειας είτε το φαύλο κύκλο της αντιπάθειας.
Η απαλότητα των κινήσεων ή η αργή εκφρορά του λόγου δείχνει την χαλαρότητα που απορρέει από εμπιστοσύνη και άρα συμπάθεια. Εϊτε συμπάθεια που προσπαθούμε να εγκαθιδρύσουμε είτε συμπάθεια που έχουμε εισπράξει και αναπαράγουμε.
Μέσα στην γλώσσα του σώματος, υπάρχουν εκφράσεις κυρίως του προσώπου, που δείχνουν τη θέση του ατόμου. Δηλαδή σε αντίθεση με άλλες εκφράσεις που δείχνουν προσαρμογή ή διάθεση, αυτές οι εκφράσεις δείχνουν στάση.
Το βλοσυρό βλέμμα δείχνει σοβαρότητα, τα μισόκλειστα μάτια δισπιστία ή ασάφεια, τα ανεβασμένα φρύδια απορία ή έκπληξη, το συνοφρύωμα εχθρότητα, επιφύλαξη, εσωστρέφεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου