Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος σηματοδότησε την αρχή του τέλους για τον θεσμό της αρχαιοελληνικής πόλης. Σε αντίθεση με τους Περσικούς πολέμους, που όλοι μαζί αντιμετώπισαν με αξιοθαύμαστη γενναιότητα τον εξωτερικό εχθρό, τώρα στρέφονται η μία πόλη εναντίον της άλλης, διαλύοντας ό,τι είχε επιτύχει η ενότητα.
Η περιγραφή του Θουκυδίδη είναι αποκαλυπτική, όταν περιγράφει τη συμπεριφορά των Αθηναίων, από τον πρώτο κιόλας χρόνο του πολέμου, μετά το πρώτο κύμα του λοιμού: «... οι περισσότεροι, βλέποντας πόσο εφήμερος είναι ο πλούτος και αβέβαιος ο βίος, έσπευδαν να ξοδέψουν τα χρήματά τους και να τα χαρούν. Κανείς δεν ήταν πρόθυμος να υποβληθεί σε οποιονδήποτε κόπο για κάτι που άλλοτε θα φάνταζε χρήσιμο, επειδή σκεφτόταν πως μπορούσε να πεθάνει πριν ολοκληρώσει αυτό για το οποίο θα κοπίαζε. Κατάντησε να θεωρείται καλό και ωφέλιμο, το άμεσο κέρδος και η ευχαρίστηση της στιγμής. Δεν τους συγκρατούσαν ούτε ο φόβος των θεών ούτε οι ανθρώπινοι νόμοι».
Μέσα στον εμφύλιο σπαραγμό, η πολιτική τάξη διασαλεύτηκε, καθώς οι πολιτικοί ηγέτες δεν ενδιαφέρονταν πλέον για το κοινό καλό. Δημοφιλείς γίνονταν όσοι ούρλιαζαν έξαλλα και ο κομματικός φανατισμός έγινε αξία ισχυρότερη από τους οικογενειακούς δεσμούς. «Οι αρχηγοί των κομμάτων πρόβαλλαν ωραία συνθήματα», γράφει ο Θουκυδίδης: Ισότητα των πολιτών ευαγγελιζόταν οι δημοκρατικοί, σωφροσύνη των αριστοκρατών έταζαν οι ολιγαρχικοί. Η κτηνώδης, όμως, συμπεριφορά της μίας παράταξης προς την άλλη, φανέρωνε πως ήταν μόνο συνθήματα. Κι έτσι, «το ήθος, που είναι το κύριο γνώρισμα της ευγενικής ψυχής, κατάντησε να είναι καταγέλαστο κι εξαφανίστηκε» (Ιστορία, ΙΙ και ΙΙΙ).
Δεν είναι παράξενο που η δεύτερη δημοκρατία, μετά το τέλος του πολέμου, ήταν προβληματική και ανίκανη να θεραπεύσει τις πληγές. Η μεγάλη στροφή από το «εμείς» στο «εγώ» είχε επιτευχθεί και εξελισσόταν γοργά, καθώς οι αξίες της πόλης, στην οποία τα πάντα μεταβάλλονται συνεχώς προκαλώντας ανασφάλεια και φόβο, εγκαταλείπονται.
Η αλλαγή αυτή αποτυπώθηκε έντονα και στη θρησκευτικότητα. Σιγά–σιγά οι μυστηριακές, φυσικές λατρείες που κάτω από την επίδραση του ορθολογισμού είχαν ενσωματωθεί στις αστικές τελετές, άρχισαν να αναβιώνουν. Οι ταλαιπωρημένοι Έλληνες αναζήτησαν την χαμένη ενότητα και ασφάλεια στις αρχέγονες, χαρούμενες και εκστατικές λατρείες, εισάγοντας νέες θεότητες από την Ανατολή.
Αυτό συνέβη και με τη λατρεία του Διονύσου, που αν και πανάρχαιος, επανεμφανίζεται, ταυτισμένος με τον Σαβάζιο, ως θεότητα της Λυδίας. Στην ελληνική παράδοση είναι γιος του Δία και της εγγονής του βασιλιά Κάδμου, του γενάρχη των Θηβαίων.
Πουθενά δεν ήταν εντονότερο το αίσθημα της συλλογικότητας της πόλης όσο στο θέατρο, μία καθαρά διονυσιακή έμπνευση. Η ταύτιση με τον ήρωα που αγωνίζεται προϋποθέτει την εκμηδένιση της ατομικότητας μέσα στο σύνολο. Ή όπως γράφει ο Νίτσε στη «Γέννηση της τραγωδίας»: «Ο ήρωας (της τραγωδίας) είναι ο Διόνυσος των Μυστηρίων που υποφέρει, ο θεός που νιώθει μέσα του τις οδύνες της εξατομίκευσης».
Και ο Διόνυσος ανεβαίνει για πρώτη φορά στη σκηνή του θεάτρου στις Βάκχες του Ευριπίδη. Ως τότε, οι θεοί εμφανίζονται μόνο «από μηχανής», επάνω στο θεολογείο. Τώρα όμως, το 405 π.Χ, που διδάσκεται αυτό το δράμα, είναι η ώρα να διερευνηθούν αυτές οι οδύνες, του ανθρώπου που μαθαίνει να ζει μακριά από την ασφάλεια του συνόλου, αντιμετωπίζοντας τον εαυτό του ως μονάδα.
Η Υπόθεση
Ο Πενθέας, ο νεαρός βασιλιάς της Θήβας (εγγονός και αυτός του Κάδμου), είναι πραγματιστής, αντιπροσωπευτικό δείγμα του σκληροπυρηνικού ορθολογιστή του 5ου αιώνα, που καμαρώνει για την αδούλωτη στις δεισιδαιμονίες σκέψη του. Φυσικά, δεν δέχεται καν την ύπαρξη ούτε του Διονύσου ούτε κανενός άλλου θεού.
Αλλά ο Διόνυσος, έχει έρθει από την Ανατολή για να εδραιώσει στον τόπο αυτό την λατρεία του, η οποία έχει παραγκωνιστεί εξαιτίας των νέων ηθών. Στην αρχή είναι μεταμφιεσμένος, ώστε να μην καταλάβει κανείς πως είναι ο θεός.
Ο Πενθέας συνέλαβε όσες γυναίκες, πιστές του Διονύσου βρήκαν οι άνθρωποί του στο βουνό και χλευάζει τον παππού του και τον μάντη Τειρεσία που «βακχεύουν», μένοντας πιστοί στην αρχαία λατρεία. Ο Τειρεσίας προσπαθεί να τον συνετίσει: « ... δύο πρόσωπα είναι τα πιο σπουδαία στον κόσμο: το ένα είναι η θεά Δήμητρα –η γη, πες την εσύ με όποιο όνομα θέλεις – κι αυτή με τους ώριμους καρπούς τρέφει τους θνητούς· το άλλο αυτός ήρθε μετά· ο γιος της Σεμέλης βρήκε κι έφερε στους θνητούς το υγρό ποτό του σταφυλιού, που διώχνει τη λύπη απ’τους ταλαίπωρους ανθρώπους».
«Ο ίδιος αυτός ο θεός προσφέρεται ως σπονδή στον Δία για το καλό των ανθρώπων», συνεχίζει ο Τειρεσίας, αλλά ο Πενθέας είναι εξαγριωμένος! Ούτε στα λόγια του πατέρα του πείθεται , όταν τον παρακαλεί να είναι τουλάχιστον συγκαταβατικός κι ας μην πιστεύει ο ίδιος. Ο νεαρός βασιλιάς είναι αποφασισμένος να καταστρέψει ό,τι και όποιον σχετίζεται με τούτον τον θεό που παρασύρει τις γυναίκες στην ερωτική ακολασία και ανατρέπει την τάξη.
Συλλαμβάνει τον παράξενο ξένο (που δεν ξέρει ακόμα πως είναι ο Διόνυσος), μέχρι να μαζέψει από τον Κιθαιρώνα όλες τις γυναίκες που επιδίδονται στη λατρεία του (τις Βάκχες), αλλά εκείνος σπάει τα δεσμά και βγαίνει από τη φυλακή. Και δεν έφτανε αυτό, αλλά φτάνει και η είδηση πως ανάμεσα στις Βάκχες που εντόπισαν στο βουνό ήταν και η Αγαύη, η μητέρα του Πενθέα. Αυτός όμως, ούτε τώρα αλλάζει γνώμη.
Ο Διόνυσος θα οδηγήσει τον Πενθέα στην παράνοια. Θα τον ντύσει με ρούχα γυναικεία και θα τον οδηγήσει στον Κιθαιρώνα. Εκεί υπό την επήρεια της ιερής μανίας, η Αγαύη με τις αδερφές της θα τον διαμελίσουν. Η κατάληξη είναι δραματική τόσο για τον Πενθέα όσο και για την οικογένειά του, που εξορίζεται από την Θήβα (εκτός από τον Κάδμο και τη σύζυγό του, που λαμβάνουν την υπόσχεση πως, μετά από πολλά βάσανα, θα κατοικήσουν στη χώρα των Μακάρων).
Και ο χορός κλείνει το έργο με τα εξής λόγια: «πολλά τα τελειώνουν απροσδόκητα οι θεοί. Όσα απ’τον νου μας πέρασαν, δεν έγιναν και για εκείνα που δεν ελπίζαμε βρήκε τρόπο ο θεός».
Πίσω από τον μύθο
Ο Διόνυσος προσφέρει απλόχερα την ελευθερία από τα δεσμά του πολιτισμού σε όλους, ακόμα και στους δούλους. Δεν έχει ούτε ιερείς ούτε μάντεις. Είναι ανατρεπτικός, αχαλίνωτος και ανάλγητος, όπως η φύση. Είναι αυτό που πρόκειται να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος έξω από την ασφάλεια της πόλης. Σωστά είχε πει ο Αριστοτέλης πως αν κάποιος ζει εκτός της πόλης, δεν μπορεί να είναι άνθρωπος. Είναι είτε θηρίο είτε θεός.
Ο Πενθέας χειρίστηκε το ζήτημα επιπόλαια. Υπερεκτίμησε την δύναμη του ορθολογισμού και υποτίμησε τη δύναμη των άλογων δυνάμεων του ανθρώπινου πνεύματος, ακόμα και του δικού του. Γιατί ο Διόνυσος κατόρθωσε, χρησιμοποιώντας το υπερ-όπλο του ορθολογισμού, την πειθώ, να τον πείσει να υποκύψει στις δικές του άλογες ορμές. Και το διδάσκει αυτό ο «αρχιερέας» του ορθολογισμού, ο ποιητής του διαφωτισμού, ο Ευριπίδης!
Την ανάγκη να ξεκουράζεται το ανθρώπινο πνεύμα, εντρυφώντας στην Διονυσιακή εμπειρία, υποδήλωνε η λατρεία από κοινού στους Δελφούς του γλεντζέ Διονύσου και του ορθολογιστή Απόλλωνα. Ο άνθρωπος ως μονάδα, μέσα από τη φαντασία γνωρίζει τα μυστικά της ψυχής του, χαλαρώνει, ενδυναμώνεται και ύστερα είναι έτοιμος να δημιουργήσει και να μεγαλουργήσει για τη δική του πρόοδο, αλλά και της κοινότητας. Λατρεύει τον Διόνυσο για να προσεγγίσει και να κατανοήσει τον Απόλλωνα.
Αλλά πρέπει να το κάνει προσεκτικά, όπως επισημαίνει ο Νίτσε: «Από το διονυσιακό θεμέλιο δεν πρέπει να εισχωρήσει στη συνείδηση του ανθρώπου τίποτα παραπάνω απ΄ό,τι μπορεί να ξεπεράσει πάλι από την απολλώνια δύναμη της μεταμόρφωσης».
Μία σκέψη ακόμα...
Σε περιόδους έντονης ανησυχίας και δυστυχίας, οι άνθρωποι βιώνουν καταστάσεις τις οποίες δεν μπορούν να τιθασεύσουν με τη δύναμη της λογικής. Θυμώνουν, αρνούνται να σκεφτούν, να εξετάσουν. Εύκολα στρέφονται προς το παλιό, το γνωστό, το ασφαλές, οτιδήποτε τους κάνει να νιώθουν σημαντικοί και χαρούμενοι.
Ίσως, αυτό που θέλει να πει ο Ευριπίδης στους Αθηναίους είναι πως ο συνετός ηγέτης καλά θα κάνει να μην χλευάζει αυτή την επιλογή. Πως πουθενά δεν οδηγεί η επίδειξη ορθολογισμού, πως δεν μπορεί να νικήσει αυτό που δεν κατανοεί, πως δεν είναι σοφό να το υποτιμά. Τέτοιες ώρες, ο ικανός ηγέτης εντοπίζει το σημείο ισορροπίας ανάμεσα στην άλογη παρόρμηση και την ορθολογική σκέψη, τη μέση οδό που θα κατευνάσει τα πνεύματα, θα δώσει μιάν ανάσα και θα ανοίξει δρόμο για το μέλλον, με βήμα αργό και σταθερό. Ικανότητα που διέθεταν οι ηγέτες που οδήγησαν την Αθήνα στη μεγάλη της δόξα κατά τους Περσικούς πολέμους.
Αν δεν το κάνει, κι εκείνος θα καταστραφεί από το χέρι εκείνων που τον «γέννησαν», και οι γύρω του θα υποφέρουν εξαιτίας της δικής του αφροσύνης. Γιατί ο Διόνυσος, που είναι – όχι τυχαία – εξάδελφος του Πενθέα, θυμώνει πολύ όταν τον αγνοούν, οδηγεί τους πάντες στα άκρα και κερδίζει πάντα.
Η περιγραφή του Θουκυδίδη είναι αποκαλυπτική, όταν περιγράφει τη συμπεριφορά των Αθηναίων, από τον πρώτο κιόλας χρόνο του πολέμου, μετά το πρώτο κύμα του λοιμού: «... οι περισσότεροι, βλέποντας πόσο εφήμερος είναι ο πλούτος και αβέβαιος ο βίος, έσπευδαν να ξοδέψουν τα χρήματά τους και να τα χαρούν. Κανείς δεν ήταν πρόθυμος να υποβληθεί σε οποιονδήποτε κόπο για κάτι που άλλοτε θα φάνταζε χρήσιμο, επειδή σκεφτόταν πως μπορούσε να πεθάνει πριν ολοκληρώσει αυτό για το οποίο θα κοπίαζε. Κατάντησε να θεωρείται καλό και ωφέλιμο, το άμεσο κέρδος και η ευχαρίστηση της στιγμής. Δεν τους συγκρατούσαν ούτε ο φόβος των θεών ούτε οι ανθρώπινοι νόμοι».
Μέσα στον εμφύλιο σπαραγμό, η πολιτική τάξη διασαλεύτηκε, καθώς οι πολιτικοί ηγέτες δεν ενδιαφέρονταν πλέον για το κοινό καλό. Δημοφιλείς γίνονταν όσοι ούρλιαζαν έξαλλα και ο κομματικός φανατισμός έγινε αξία ισχυρότερη από τους οικογενειακούς δεσμούς. «Οι αρχηγοί των κομμάτων πρόβαλλαν ωραία συνθήματα», γράφει ο Θουκυδίδης: Ισότητα των πολιτών ευαγγελιζόταν οι δημοκρατικοί, σωφροσύνη των αριστοκρατών έταζαν οι ολιγαρχικοί. Η κτηνώδης, όμως, συμπεριφορά της μίας παράταξης προς την άλλη, φανέρωνε πως ήταν μόνο συνθήματα. Κι έτσι, «το ήθος, που είναι το κύριο γνώρισμα της ευγενικής ψυχής, κατάντησε να είναι καταγέλαστο κι εξαφανίστηκε» (Ιστορία, ΙΙ και ΙΙΙ).
Δεν είναι παράξενο που η δεύτερη δημοκρατία, μετά το τέλος του πολέμου, ήταν προβληματική και ανίκανη να θεραπεύσει τις πληγές. Η μεγάλη στροφή από το «εμείς» στο «εγώ» είχε επιτευχθεί και εξελισσόταν γοργά, καθώς οι αξίες της πόλης, στην οποία τα πάντα μεταβάλλονται συνεχώς προκαλώντας ανασφάλεια και φόβο, εγκαταλείπονται.
Η αλλαγή αυτή αποτυπώθηκε έντονα και στη θρησκευτικότητα. Σιγά–σιγά οι μυστηριακές, φυσικές λατρείες που κάτω από την επίδραση του ορθολογισμού είχαν ενσωματωθεί στις αστικές τελετές, άρχισαν να αναβιώνουν. Οι ταλαιπωρημένοι Έλληνες αναζήτησαν την χαμένη ενότητα και ασφάλεια στις αρχέγονες, χαρούμενες και εκστατικές λατρείες, εισάγοντας νέες θεότητες από την Ανατολή.
Αυτό συνέβη και με τη λατρεία του Διονύσου, που αν και πανάρχαιος, επανεμφανίζεται, ταυτισμένος με τον Σαβάζιο, ως θεότητα της Λυδίας. Στην ελληνική παράδοση είναι γιος του Δία και της εγγονής του βασιλιά Κάδμου, του γενάρχη των Θηβαίων.
Πουθενά δεν ήταν εντονότερο το αίσθημα της συλλογικότητας της πόλης όσο στο θέατρο, μία καθαρά διονυσιακή έμπνευση. Η ταύτιση με τον ήρωα που αγωνίζεται προϋποθέτει την εκμηδένιση της ατομικότητας μέσα στο σύνολο. Ή όπως γράφει ο Νίτσε στη «Γέννηση της τραγωδίας»: «Ο ήρωας (της τραγωδίας) είναι ο Διόνυσος των Μυστηρίων που υποφέρει, ο θεός που νιώθει μέσα του τις οδύνες της εξατομίκευσης».
Και ο Διόνυσος ανεβαίνει για πρώτη φορά στη σκηνή του θεάτρου στις Βάκχες του Ευριπίδη. Ως τότε, οι θεοί εμφανίζονται μόνο «από μηχανής», επάνω στο θεολογείο. Τώρα όμως, το 405 π.Χ, που διδάσκεται αυτό το δράμα, είναι η ώρα να διερευνηθούν αυτές οι οδύνες, του ανθρώπου που μαθαίνει να ζει μακριά από την ασφάλεια του συνόλου, αντιμετωπίζοντας τον εαυτό του ως μονάδα.
Η Υπόθεση
Ο Πενθέας, ο νεαρός βασιλιάς της Θήβας (εγγονός και αυτός του Κάδμου), είναι πραγματιστής, αντιπροσωπευτικό δείγμα του σκληροπυρηνικού ορθολογιστή του 5ου αιώνα, που καμαρώνει για την αδούλωτη στις δεισιδαιμονίες σκέψη του. Φυσικά, δεν δέχεται καν την ύπαρξη ούτε του Διονύσου ούτε κανενός άλλου θεού.
Αλλά ο Διόνυσος, έχει έρθει από την Ανατολή για να εδραιώσει στον τόπο αυτό την λατρεία του, η οποία έχει παραγκωνιστεί εξαιτίας των νέων ηθών. Στην αρχή είναι μεταμφιεσμένος, ώστε να μην καταλάβει κανείς πως είναι ο θεός.
Ο Πενθέας συνέλαβε όσες γυναίκες, πιστές του Διονύσου βρήκαν οι άνθρωποί του στο βουνό και χλευάζει τον παππού του και τον μάντη Τειρεσία που «βακχεύουν», μένοντας πιστοί στην αρχαία λατρεία. Ο Τειρεσίας προσπαθεί να τον συνετίσει: « ... δύο πρόσωπα είναι τα πιο σπουδαία στον κόσμο: το ένα είναι η θεά Δήμητρα –η γη, πες την εσύ με όποιο όνομα θέλεις – κι αυτή με τους ώριμους καρπούς τρέφει τους θνητούς· το άλλο αυτός ήρθε μετά· ο γιος της Σεμέλης βρήκε κι έφερε στους θνητούς το υγρό ποτό του σταφυλιού, που διώχνει τη λύπη απ’τους ταλαίπωρους ανθρώπους».
«Ο ίδιος αυτός ο θεός προσφέρεται ως σπονδή στον Δία για το καλό των ανθρώπων», συνεχίζει ο Τειρεσίας, αλλά ο Πενθέας είναι εξαγριωμένος! Ούτε στα λόγια του πατέρα του πείθεται , όταν τον παρακαλεί να είναι τουλάχιστον συγκαταβατικός κι ας μην πιστεύει ο ίδιος. Ο νεαρός βασιλιάς είναι αποφασισμένος να καταστρέψει ό,τι και όποιον σχετίζεται με τούτον τον θεό που παρασύρει τις γυναίκες στην ερωτική ακολασία και ανατρέπει την τάξη.
Συλλαμβάνει τον παράξενο ξένο (που δεν ξέρει ακόμα πως είναι ο Διόνυσος), μέχρι να μαζέψει από τον Κιθαιρώνα όλες τις γυναίκες που επιδίδονται στη λατρεία του (τις Βάκχες), αλλά εκείνος σπάει τα δεσμά και βγαίνει από τη φυλακή. Και δεν έφτανε αυτό, αλλά φτάνει και η είδηση πως ανάμεσα στις Βάκχες που εντόπισαν στο βουνό ήταν και η Αγαύη, η μητέρα του Πενθέα. Αυτός όμως, ούτε τώρα αλλάζει γνώμη.
Ο Διόνυσος θα οδηγήσει τον Πενθέα στην παράνοια. Θα τον ντύσει με ρούχα γυναικεία και θα τον οδηγήσει στον Κιθαιρώνα. Εκεί υπό την επήρεια της ιερής μανίας, η Αγαύη με τις αδερφές της θα τον διαμελίσουν. Η κατάληξη είναι δραματική τόσο για τον Πενθέα όσο και για την οικογένειά του, που εξορίζεται από την Θήβα (εκτός από τον Κάδμο και τη σύζυγό του, που λαμβάνουν την υπόσχεση πως, μετά από πολλά βάσανα, θα κατοικήσουν στη χώρα των Μακάρων).
Και ο χορός κλείνει το έργο με τα εξής λόγια: «πολλά τα τελειώνουν απροσδόκητα οι θεοί. Όσα απ’τον νου μας πέρασαν, δεν έγιναν και για εκείνα που δεν ελπίζαμε βρήκε τρόπο ο θεός».
Πίσω από τον μύθο
Ο Διόνυσος προσφέρει απλόχερα την ελευθερία από τα δεσμά του πολιτισμού σε όλους, ακόμα και στους δούλους. Δεν έχει ούτε ιερείς ούτε μάντεις. Είναι ανατρεπτικός, αχαλίνωτος και ανάλγητος, όπως η φύση. Είναι αυτό που πρόκειται να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος έξω από την ασφάλεια της πόλης. Σωστά είχε πει ο Αριστοτέλης πως αν κάποιος ζει εκτός της πόλης, δεν μπορεί να είναι άνθρωπος. Είναι είτε θηρίο είτε θεός.
Ο Πενθέας χειρίστηκε το ζήτημα επιπόλαια. Υπερεκτίμησε την δύναμη του ορθολογισμού και υποτίμησε τη δύναμη των άλογων δυνάμεων του ανθρώπινου πνεύματος, ακόμα και του δικού του. Γιατί ο Διόνυσος κατόρθωσε, χρησιμοποιώντας το υπερ-όπλο του ορθολογισμού, την πειθώ, να τον πείσει να υποκύψει στις δικές του άλογες ορμές. Και το διδάσκει αυτό ο «αρχιερέας» του ορθολογισμού, ο ποιητής του διαφωτισμού, ο Ευριπίδης!
Την ανάγκη να ξεκουράζεται το ανθρώπινο πνεύμα, εντρυφώντας στην Διονυσιακή εμπειρία, υποδήλωνε η λατρεία από κοινού στους Δελφούς του γλεντζέ Διονύσου και του ορθολογιστή Απόλλωνα. Ο άνθρωπος ως μονάδα, μέσα από τη φαντασία γνωρίζει τα μυστικά της ψυχής του, χαλαρώνει, ενδυναμώνεται και ύστερα είναι έτοιμος να δημιουργήσει και να μεγαλουργήσει για τη δική του πρόοδο, αλλά και της κοινότητας. Λατρεύει τον Διόνυσο για να προσεγγίσει και να κατανοήσει τον Απόλλωνα.
Αλλά πρέπει να το κάνει προσεκτικά, όπως επισημαίνει ο Νίτσε: «Από το διονυσιακό θεμέλιο δεν πρέπει να εισχωρήσει στη συνείδηση του ανθρώπου τίποτα παραπάνω απ΄ό,τι μπορεί να ξεπεράσει πάλι από την απολλώνια δύναμη της μεταμόρφωσης».
Μία σκέψη ακόμα...
Σε περιόδους έντονης ανησυχίας και δυστυχίας, οι άνθρωποι βιώνουν καταστάσεις τις οποίες δεν μπορούν να τιθασεύσουν με τη δύναμη της λογικής. Θυμώνουν, αρνούνται να σκεφτούν, να εξετάσουν. Εύκολα στρέφονται προς το παλιό, το γνωστό, το ασφαλές, οτιδήποτε τους κάνει να νιώθουν σημαντικοί και χαρούμενοι.
Ίσως, αυτό που θέλει να πει ο Ευριπίδης στους Αθηναίους είναι πως ο συνετός ηγέτης καλά θα κάνει να μην χλευάζει αυτή την επιλογή. Πως πουθενά δεν οδηγεί η επίδειξη ορθολογισμού, πως δεν μπορεί να νικήσει αυτό που δεν κατανοεί, πως δεν είναι σοφό να το υποτιμά. Τέτοιες ώρες, ο ικανός ηγέτης εντοπίζει το σημείο ισορροπίας ανάμεσα στην άλογη παρόρμηση και την ορθολογική σκέψη, τη μέση οδό που θα κατευνάσει τα πνεύματα, θα δώσει μιάν ανάσα και θα ανοίξει δρόμο για το μέλλον, με βήμα αργό και σταθερό. Ικανότητα που διέθεταν οι ηγέτες που οδήγησαν την Αθήνα στη μεγάλη της δόξα κατά τους Περσικούς πολέμους.
Αν δεν το κάνει, κι εκείνος θα καταστραφεί από το χέρι εκείνων που τον «γέννησαν», και οι γύρω του θα υποφέρουν εξαιτίας της δικής του αφροσύνης. Γιατί ο Διόνυσος, που είναι – όχι τυχαία – εξάδελφος του Πενθέα, θυμώνει πολύ όταν τον αγνοούν, οδηγεί τους πάντες στα άκρα και κερδίζει πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου