Ο κορυφαίος των Σοφιστών, ο Πρωταγόρας ο Αβδηρίτης, με το σύγγραμα του «Αλήθεια η Καταβάλλοντες» ρίχνει κάτω τους φαντασιοκοπικούς ισχυρισμούς των ιδεαλιστών. Άρχιζε με τη περιβόητη φράση: «πάντων χρημάτων μέτρον έστιν άνθρωπος, των μεν όντων ως έστιν, των δε ουκ όντων ως ουκ εστίν». Όλα καθορίζονται από τον άνθρωπο, πραγματική υπόσταση έχουν όσα βλέπει και όσα πιάνει. Η φράση αυτή αποτελεί θεμέλιο της δημοκρατίας αλλά και των ατομικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως θα επεξηγηθεί και πιο κάτω.
Για το επέκεινα ο μεγάλος Σοφιστής έφτασε στο συμπέρασμα: «περι μεν θεων ουκ έχω ειδέναι, ουθ΄ ως εισίν ουθ΄ ως ουκ εισίν ουθ΄οποίοι τινές ιδέαν, πολλά γαρ τα κωλύοντα ειδέναι ή τ΄ αδηλότης και βραχύς ων ο βίος του ανθρώπου». Δηλαδή επέμβαση των θεών αποκλείεται, αφού η ίδια η ύπαρξη τους είναι προβληματική. Ποτέ δεν φανερώθηκαν σε κανένα και η σύντομη ζωή μας δεν μας επιτρέπει να εξακριβώσουμε αν η λεγόμενη δικαιοσύνη τους είναι πραγματική. Συνεπώς είναι άτοπο το επιχείρημα ότι οι θεοί δεν εμφανίζονται σωματικά αλλά ότι τους ανάγνωρίζουμε από τα έργα τους. Ούτε έβαλαν αφέντες να κυβερνούν ανθρώπους. Πολιτεύματα και νόμοι είναι παροδικοί, ισχύουν όσο οι άνθρωποι τ” ανέχονται και όταν καταντούν τυρρανικοί αντικαθίστανται με άλλους πιο ανθρώπινους.
Η ανθρωπομετρική ιδεολογία ήταν για την ολιγαρχία μεγαλύτερο χτύπημα και από τη μηχανιστική αντίληψη της ιωνικής φυσικής για τον κόσμο. Της αφαιρούσε άσπλαχνα τη θεϊκή πρόνοια που είχε κανονίσει να είναι αυτοί αφέντες και άλλοι δούλοι. Ο γέρος Πλάτων γράφει νοσταλγικά: «ο δε θεός ημίν πάντων χρημάτων μέτρον αν είη μάλιστα.» (Νόμοι IV 716 C)
Έτσι ο Έλληνας δημοκρατικός άνθρωπος, άσκιαχτος από υπερφυσικές δυνάμεις, γίνεται από θεονόμος ανθρωπονόμος και παίρνει στα χέρια του την τύχη του. Ρυθμίζει την οικονομική και πολιτική ζωή με δικιά του πρωτοβουλία και αντιλαμβάνεται ότι η γλώσσα, η θρησκεία, οι νόμοι είναι θεσμοί – ανθρώπινα κατασκευάσματα. Την έννομη κοινωνική ζωή την οργάνωσε ο ίδιος με το φιλότιμο και το αίσθημα δικαίου(αιδώς και δίκη) που έχει από τη φύση μέσα του. Η πολιτεία προκόβει με την αλληλεγγύη, τη σωφροσύνη και τη δικαιοσύνη. Η αγάπη της δικαιοσύνης, το ιερό και το όσιο είναι συγκινήσεις του ανθρώπου ανεξάρτητες από πίστη σε θεό.
Οι θεοί έγιναν διακοσμητικοί, όπως έγινε πιο συνειδητά στον Επίκουρο. Τη θέση τους την πήρε το ανθρώπινο λογικό. Ο άνθρωπος δεν ενεργεί από φόβο κανενός θεού αλλά από εσωτερική ανάγκη να είναι ηθικός, γιατί το φωτισμένο μυαλό του λέει ότι είναι προς συμφέρον του να ενεργεί έτσι, γιατί ξέρει ότι χωρίς εκείνα τα κοινωνικά αισθήματα, χωρίς «αιδώ και δίκη» δεν υπάρχει ούτε κράτος ούτε άτομο. Για να αποδείξει τα παραπάνω ανατρέχει στη ζωή του παλιότερου ανθρώπου με το σύγγραμα: «Περί της εν αρχή καταστάσεως». Το έργο είχε μεγάλη απήχηση, ενώ ίχνη των ιδεών του βλέπουμε στη λογοτεχνία του καιρού, στο προοίμιο του Θουκυδίδη, στις κοσμογονικές και κοινωνικές αντιλήψεις του Δημόκριτου, στα δράματα του Ευριπίδη ιδιαίτερα εκεί που γίνεται σύγκριση ανάμεσα στα ελληνικά και βαρβαρικά ήθη.
Η σοφιστική είναι γεμάτη αισιοδοξία και πιστεύει ότι ο άνθρωπος οδεύει προς το καλύτερο. Το χρυσό αιώνα δεν τον αφήνουμε πίσω αλλά πάμε τον φτάσουμε σε αντίθεση με την ησιοδική, κοινή σ” όλες τις θρησκείες αντίληψη του χαμένου παραδείσου. Ο σοφιστικός διαφωτισμός δεν μπορεί να περιμένει παθητικά για τη πρόοδο και την ανάπτυξη, αλλά βοηθάει και σπρώχνει συνεχώς προς εκεί. Αυτή η αντίληψη έκανε τους σοφιστές να θέλουν να πάρουν στα χέρια τους τη μόρφωση των νέων. Ως βασική παράμετρο της μόρφωσης βλέπουν την ¨πολιτική αγωγή» καθότι ο Έλληνας των κλασικών χρόνων δεν μπορεί να νιώσει άλλη αγωγή εκτός από την προσανατολισμένη στη πόλη και το κράτος. Διδάσκουν στους νέους τη «πολιτική αρετή», τη «πολιτική σοφία και τέχνη», δηλαδή την ικανότητα να διαχειρίζονται τις υποθέσεις της πόλης. Τελικός σκοπός είναι η «ευβουλία» δηλαδή να δουλεύουν προς όφελος του δημόσιου και ιδιωτικού καλού, μιας και αυτά τα δύο είναι αχώριστα στην αρχαία πολιτεία.
Ένα τέτοιο παράδειγμα ανθρώπου προσπάθησε να κατασκευάσει ο Πρωταγόρας, και σαν τέτοιο είδε τον Περικλή. Με περήφανη αυτοπεπεποίθηση προφέρνει τις λέξεις: «ομολογώ τε σοφιστής είναι και παιδεύειν ανθρώπους» (Πλ., Πρωτ. 317 B). Το οποίο σημαίνει εμένα δε με κρατούν ψευτομετριοφροσύνες, παίρνω αποφασιστικά το τιμημένο τίτλο του σοφιστή. Η πολιτική τέχνη ως μεγάλη τιμή στην αρχαία Ελλάδα, πήρε ακόμη μεγαλύτερη αίγλη μετά από τα Μηδικά, γιατί εφοδίαζε το άτομο με μέσα για να πάρει ηγετικό μέρος στη ραγδαία ανάπτυξη των πόλεων. Με την πρωταγορική έννοια έγραψε ο μεγάλος συμπολίτης του Δημόκριτος: «την τε πολιτικήν τέχνην μεγίστην ούσαν εκδιδάσκεσθαι και τους πόνους διώκειν, αφ” ών τα μεγάλα και λάμπρά γίνονται τοις ανθρώποις» (Πλουτ., προς Κωλ. 32 p. 1126 A, 55 B 157).
Και έτσι φτάνουμε στη σημαντικότερη ίσως πτυχή της σοφιστικής, δηλαδή τη συμβολή της στη δημοκρατία. Η ετυμηγορία των σοφιστών – της δημοκρατικής Ελλάδας ότι η ¨αρετή είναι διδακτή» σήμαινε επανάσταση για το αριστοκρατικό δόγμα, πως αυτή η αρετή είναι κληρονομική, χάρισμα θεού, που μόνο κάποιοι την έχουν στο αίμα τους. Κοιτώντας πιο προσεκτικά την ανθρωπομετρική ρήση του κορυφαίου σοφιστή, βλέπουμε να κρύβει περισσότερα απ” όσα δείχνει. Με τη λέξη «άνθρωπος» ο Πρωταγόρας δεν προσπαθεί να εισάγει έναν υποκειμενισμό, αλλά να κατοχυρώσει τις ατομικές ελευθερίες και γενικά τα ατομικά δικαιώματα του ανθρώπου, ώστε να εξισώσει τους αδύναμους και τους ισχυρούς θεμελιώνοντας τις αρχές της ισονομίας και της ισηγορίας με βάση και κοινό παρονομαστή την κοινή φύση των ανθρώπων, και γι” αυτό ο Πρωταγόρας θεωρείται ο πρώτος θεωρητικός της δημοκρατίας – όπως μας μαρτυρά ο Δημήτρης Παπαδής.
Επιπλέον, στη λέξη «μέτρο» διαγράφεται η έννοια του κριτηρίου, ενώ με τη λέξη «χρήματα» οι ιδιότητες και οι ποιότητες που αποδίδονται στα πράγματα. Όταν λοιπόν ο Πρωταγόρας λέει ότι κριτήριο και μέτρο για όλα είναι ο άνθρωπος, εννοεί τον ιδιαίτερο τρόπο θεώρησης των πραγμάτων από κάθε άτομο, καθώς και τις ιδιότητες και τις ποιότητες που αποδίδει ο καθένας σε αυτά για την αξία τους και τη σχέση τους με τον ίδιο. Σε καμία περίπτωση δεν θεωρείται κριτήριο για την ύπαρξη ή όχι πραγμάτων, αφού τα πράγματα δεν εξαρτώνται από τις ανθρώπινες κρίσεις.
Ο αντίκτυπος των Σοφιστών στην εποχή τους ήταν τεράστιος. Η νέα γενιά μέσω της σοφιστικής πιστεύει στην χωρίς όρια μόρφωση του νου. Όπως με τη γυμναστική στις παλαίστρες ο δήμος αφαίρεσε από την αριστοκρατία το προνόμιο της πολεμικής αρετής, έτσι η νέα παιδαγωγική πάει να της αφαιρέσει την αποκλειστικότητα της πολιτικής αρετής. Η αγωγή προβάλλει σαν ιστορική ανάγκη και χρησιμοποιεί για μέσο όλη την ως τότε παραγωγή των Ελλήνων, με προοπτική να μορφώσει όχι μόνο το παιδί (παιδεία) αλλά ολόκληρο το έθνος. Ο Πρωταγόρας βάζοντας την πνευματική μόρφωση πάνω από την τεχνική, κάνει αισθητή την ανάγκη της εποχής γι” ανθρωπιστική μόρφωση. Ό,τι είπαν κατόπιν ανθρωπιστική μόρφωση, γεννήθηκε στην Ελλάδα με τους Σοφιστές. Ο ίδιος ο Πλάτων, ο αμάλαχτος πολέμιος των Σοφιστών ομολογεί: «και επί ταύτη τη σοφία ούτω σφόδρα φιλούνται, ώστε μόνον ουκ επί ταις κεφαλαίς περιφέρουσιν αυτούς οι εταίροι» δηλαδή μόνο που δεν τους σήκωναν στα κεφάλια τους οι μαθητές.
Γίνεται με μιας εύλογο λοιπόν, γιατί πολεμήσε η αριστοκρατία τόσο σκληρά τη σοφιστική. Ήταν πραγματικοί στοχαστές, που έθιξαν προβλήματα σχετικά με την ανθρώπινη φύση και συμπεριφορά, καθώς και τις κοινωνικές αντιδικίες της εποχής τους. Οι γνώσεις που έχουμε γι” αυτούς είναι αποσπασματικές ή ακόμα χειρότερα παραποιημένες από τους αντιπάλους τους. Ωστε κατάφεραν να παραμορφώσουν και να κάνουν αγνώριστες τις μεγάλες εκείνες φυσιογνωμίες. Όμως μέσα στο κλίμα που γέννησε τη σοφιστική, άνθισε ο αττικός πολιτισμός του 5ου αιώνα. Η πόλη της Παλλάδας γιγάντωσε από ανθρώπους ικανούς σε όλους τους τομείς, το αθηναϊκό ναυτικό κυριάρχησε στην Μεσόγειο, χτίστηκαν οι Παρθενώνες, το αττικό δράμα έφτασε στην ωριμότητα ενός Ευριπίδη ενώ μας έμεινε η ιστορία του Θουκυδίδη, το «κτήμα ες αεί». Κορύφωμα της πρώτης προσπάθειας του ανθρώπου να γίνει άνθρωπος.
Η ανθρωπομετρική ιδεολογία ήταν για την ολιγαρχία μεγαλύτερο χτύπημα και από τη μηχανιστική αντίληψη της ιωνικής φυσικής για τον κόσμο. Της αφαιρούσε άσπλαχνα τη θεϊκή πρόνοια που είχε κανονίσει να είναι αυτοί αφέντες και άλλοι δούλοι. Ο γέρος Πλάτων γράφει νοσταλγικά: «ο δε θεός ημίν πάντων χρημάτων μέτρον αν είη μάλιστα.» (Νόμοι IV 716 C)
Έτσι ο Έλληνας δημοκρατικός άνθρωπος, άσκιαχτος από υπερφυσικές δυνάμεις, γίνεται από θεονόμος ανθρωπονόμος και παίρνει στα χέρια του την τύχη του. Ρυθμίζει την οικονομική και πολιτική ζωή με δικιά του πρωτοβουλία και αντιλαμβάνεται ότι η γλώσσα, η θρησκεία, οι νόμοι είναι θεσμοί – ανθρώπινα κατασκευάσματα. Την έννομη κοινωνική ζωή την οργάνωσε ο ίδιος με το φιλότιμο και το αίσθημα δικαίου(αιδώς και δίκη) που έχει από τη φύση μέσα του. Η πολιτεία προκόβει με την αλληλεγγύη, τη σωφροσύνη και τη δικαιοσύνη. Η αγάπη της δικαιοσύνης, το ιερό και το όσιο είναι συγκινήσεις του ανθρώπου ανεξάρτητες από πίστη σε θεό.
Οι θεοί έγιναν διακοσμητικοί, όπως έγινε πιο συνειδητά στον Επίκουρο. Τη θέση τους την πήρε το ανθρώπινο λογικό. Ο άνθρωπος δεν ενεργεί από φόβο κανενός θεού αλλά από εσωτερική ανάγκη να είναι ηθικός, γιατί το φωτισμένο μυαλό του λέει ότι είναι προς συμφέρον του να ενεργεί έτσι, γιατί ξέρει ότι χωρίς εκείνα τα κοινωνικά αισθήματα, χωρίς «αιδώ και δίκη» δεν υπάρχει ούτε κράτος ούτε άτομο. Για να αποδείξει τα παραπάνω ανατρέχει στη ζωή του παλιότερου ανθρώπου με το σύγγραμα: «Περί της εν αρχή καταστάσεως». Το έργο είχε μεγάλη απήχηση, ενώ ίχνη των ιδεών του βλέπουμε στη λογοτεχνία του καιρού, στο προοίμιο του Θουκυδίδη, στις κοσμογονικές και κοινωνικές αντιλήψεις του Δημόκριτου, στα δράματα του Ευριπίδη ιδιαίτερα εκεί που γίνεται σύγκριση ανάμεσα στα ελληνικά και βαρβαρικά ήθη.
Η σοφιστική είναι γεμάτη αισιοδοξία και πιστεύει ότι ο άνθρωπος οδεύει προς το καλύτερο. Το χρυσό αιώνα δεν τον αφήνουμε πίσω αλλά πάμε τον φτάσουμε σε αντίθεση με την ησιοδική, κοινή σ” όλες τις θρησκείες αντίληψη του χαμένου παραδείσου. Ο σοφιστικός διαφωτισμός δεν μπορεί να περιμένει παθητικά για τη πρόοδο και την ανάπτυξη, αλλά βοηθάει και σπρώχνει συνεχώς προς εκεί. Αυτή η αντίληψη έκανε τους σοφιστές να θέλουν να πάρουν στα χέρια τους τη μόρφωση των νέων. Ως βασική παράμετρο της μόρφωσης βλέπουν την ¨πολιτική αγωγή» καθότι ο Έλληνας των κλασικών χρόνων δεν μπορεί να νιώσει άλλη αγωγή εκτός από την προσανατολισμένη στη πόλη και το κράτος. Διδάσκουν στους νέους τη «πολιτική αρετή», τη «πολιτική σοφία και τέχνη», δηλαδή την ικανότητα να διαχειρίζονται τις υποθέσεις της πόλης. Τελικός σκοπός είναι η «ευβουλία» δηλαδή να δουλεύουν προς όφελος του δημόσιου και ιδιωτικού καλού, μιας και αυτά τα δύο είναι αχώριστα στην αρχαία πολιτεία.
Ένα τέτοιο παράδειγμα ανθρώπου προσπάθησε να κατασκευάσει ο Πρωταγόρας, και σαν τέτοιο είδε τον Περικλή. Με περήφανη αυτοπεπεποίθηση προφέρνει τις λέξεις: «ομολογώ τε σοφιστής είναι και παιδεύειν ανθρώπους» (Πλ., Πρωτ. 317 B). Το οποίο σημαίνει εμένα δε με κρατούν ψευτομετριοφροσύνες, παίρνω αποφασιστικά το τιμημένο τίτλο του σοφιστή. Η πολιτική τέχνη ως μεγάλη τιμή στην αρχαία Ελλάδα, πήρε ακόμη μεγαλύτερη αίγλη μετά από τα Μηδικά, γιατί εφοδίαζε το άτομο με μέσα για να πάρει ηγετικό μέρος στη ραγδαία ανάπτυξη των πόλεων. Με την πρωταγορική έννοια έγραψε ο μεγάλος συμπολίτης του Δημόκριτος: «την τε πολιτικήν τέχνην μεγίστην ούσαν εκδιδάσκεσθαι και τους πόνους διώκειν, αφ” ών τα μεγάλα και λάμπρά γίνονται τοις ανθρώποις» (Πλουτ., προς Κωλ. 32 p. 1126 A, 55 B 157).
Και έτσι φτάνουμε στη σημαντικότερη ίσως πτυχή της σοφιστικής, δηλαδή τη συμβολή της στη δημοκρατία. Η ετυμηγορία των σοφιστών – της δημοκρατικής Ελλάδας ότι η ¨αρετή είναι διδακτή» σήμαινε επανάσταση για το αριστοκρατικό δόγμα, πως αυτή η αρετή είναι κληρονομική, χάρισμα θεού, που μόνο κάποιοι την έχουν στο αίμα τους. Κοιτώντας πιο προσεκτικά την ανθρωπομετρική ρήση του κορυφαίου σοφιστή, βλέπουμε να κρύβει περισσότερα απ” όσα δείχνει. Με τη λέξη «άνθρωπος» ο Πρωταγόρας δεν προσπαθεί να εισάγει έναν υποκειμενισμό, αλλά να κατοχυρώσει τις ατομικές ελευθερίες και γενικά τα ατομικά δικαιώματα του ανθρώπου, ώστε να εξισώσει τους αδύναμους και τους ισχυρούς θεμελιώνοντας τις αρχές της ισονομίας και της ισηγορίας με βάση και κοινό παρονομαστή την κοινή φύση των ανθρώπων, και γι” αυτό ο Πρωταγόρας θεωρείται ο πρώτος θεωρητικός της δημοκρατίας – όπως μας μαρτυρά ο Δημήτρης Παπαδής.
Επιπλέον, στη λέξη «μέτρο» διαγράφεται η έννοια του κριτηρίου, ενώ με τη λέξη «χρήματα» οι ιδιότητες και οι ποιότητες που αποδίδονται στα πράγματα. Όταν λοιπόν ο Πρωταγόρας λέει ότι κριτήριο και μέτρο για όλα είναι ο άνθρωπος, εννοεί τον ιδιαίτερο τρόπο θεώρησης των πραγμάτων από κάθε άτομο, καθώς και τις ιδιότητες και τις ποιότητες που αποδίδει ο καθένας σε αυτά για την αξία τους και τη σχέση τους με τον ίδιο. Σε καμία περίπτωση δεν θεωρείται κριτήριο για την ύπαρξη ή όχι πραγμάτων, αφού τα πράγματα δεν εξαρτώνται από τις ανθρώπινες κρίσεις.
Ο αντίκτυπος των Σοφιστών στην εποχή τους ήταν τεράστιος. Η νέα γενιά μέσω της σοφιστικής πιστεύει στην χωρίς όρια μόρφωση του νου. Όπως με τη γυμναστική στις παλαίστρες ο δήμος αφαίρεσε από την αριστοκρατία το προνόμιο της πολεμικής αρετής, έτσι η νέα παιδαγωγική πάει να της αφαιρέσει την αποκλειστικότητα της πολιτικής αρετής. Η αγωγή προβάλλει σαν ιστορική ανάγκη και χρησιμοποιεί για μέσο όλη την ως τότε παραγωγή των Ελλήνων, με προοπτική να μορφώσει όχι μόνο το παιδί (παιδεία) αλλά ολόκληρο το έθνος. Ο Πρωταγόρας βάζοντας την πνευματική μόρφωση πάνω από την τεχνική, κάνει αισθητή την ανάγκη της εποχής γι” ανθρωπιστική μόρφωση. Ό,τι είπαν κατόπιν ανθρωπιστική μόρφωση, γεννήθηκε στην Ελλάδα με τους Σοφιστές. Ο ίδιος ο Πλάτων, ο αμάλαχτος πολέμιος των Σοφιστών ομολογεί: «και επί ταύτη τη σοφία ούτω σφόδρα φιλούνται, ώστε μόνον ουκ επί ταις κεφαλαίς περιφέρουσιν αυτούς οι εταίροι» δηλαδή μόνο που δεν τους σήκωναν στα κεφάλια τους οι μαθητές.
Γίνεται με μιας εύλογο λοιπόν, γιατί πολεμήσε η αριστοκρατία τόσο σκληρά τη σοφιστική. Ήταν πραγματικοί στοχαστές, που έθιξαν προβλήματα σχετικά με την ανθρώπινη φύση και συμπεριφορά, καθώς και τις κοινωνικές αντιδικίες της εποχής τους. Οι γνώσεις που έχουμε γι” αυτούς είναι αποσπασματικές ή ακόμα χειρότερα παραποιημένες από τους αντιπάλους τους. Ωστε κατάφεραν να παραμορφώσουν και να κάνουν αγνώριστες τις μεγάλες εκείνες φυσιογνωμίες. Όμως μέσα στο κλίμα που γέννησε τη σοφιστική, άνθισε ο αττικός πολιτισμός του 5ου αιώνα. Η πόλη της Παλλάδας γιγάντωσε από ανθρώπους ικανούς σε όλους τους τομείς, το αθηναϊκό ναυτικό κυριάρχησε στην Μεσόγειο, χτίστηκαν οι Παρθενώνες, το αττικό δράμα έφτασε στην ωριμότητα ενός Ευριπίδη ενώ μας έμεινε η ιστορία του Θουκυδίδη, το «κτήμα ες αεί». Κορύφωμα της πρώτης προσπάθειας του ανθρώπου να γίνει άνθρωπος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου