Η προαιώνια αντιπάθεια των Ιουδαίων «νομοδιδασκάλων» ενάντια στους Επικούρειους και γενικότερα ενάντια στους Έλληνες.
Σύμφωνα, λέγεται, με την «Μισνά», την παλαιότερη συλλογή ραβινικών σχολίων γύρω από τα εδάφια της Πεντατεύχου, που συντάχθηκαν κατά τους πρώτους μ.Χ. αιώνες, οι «Απικορσείμ», δηλαδή οι Επικούρειοι, θεωρούνται από τα πλέον μισητά πρόσωπα, εφόσον δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να… κερδίσουν την αιωνιότητα ούτε να… κληρονομήσουν τους αγίους τόπους. Το σχετικό απόσπασμα το δηλώνει απερίφραστα:
«Όλο το Ισραήλ έχει μερίδιο στον κόσμο του μέλλοντος, όπως είπε ο Ησαΐας: και όσοι από τον λαό σου είναι δίκαιοι θα κερδίσουν την αιωνιότητα και θα κληρονομήσουν τη γη της Επαγγελίας. Και αυτοί είναι οι άνθρωποι που θα αποκλειστούν από τον κόσμο του μέλλοντος: αυτοί που λένε ότι δεν υπάρχει ανάσταση των νεκρών, και αυτοί που αρνούνται ότι η Πεντάτευχος δόθηκε από τους Ουρανούς, και οι Επικούρειοι».
Τελεία και παύλα! Σήμερα στα εβραϊκά, η λέξη που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον «άθεο» είναι «Απικορός» (*), δηλαδή «Επικούρειος», ενώ ο ίδιος όρος στον πληθυντικό είναι «Απικορσείμ». Έτσι, λόγω και της χαρακτηριστικής πενίας της εβραϊκής γλώσσας, δεν υπάρχει άλλη λέξη για τους «άθεους», παρά μόνον «επικούρειοι». Και φυσικά το παραπάνω απόσπασμα επιτίθεται όχι μόνον άμεσα ενάντια στους Επικούρειους, αποκλείοντάς τους από την… αιωνιότητα και τη… Γη της Επαγγελίας, αλλά και έμμεσα σε όσους ακολουθούν τα διδάγματα της επικούρειας φιλοσοφίας, εφόσον εκείνη διδάσκει πως δεν υπάρχει μετά θάνατον ζωή κι ακόμη πως οι θεοί άρα και ο ένας και μοναδικός θεός των Ιουδαίων – δεν νοιάζονται για τους ανθρώπους, πράγμα που σημαίνει ότι αποκλείεται να τους χαρίζουν αιωνιότητες και… οικόπεδα στην Παλαιστίνη.
Τα ιστορικά αίτια
Το φαινόμενο του ιουδαϊκού μισελληνισμού και ειδικά του μένους ενάντια στον Επίκουρο και τη διδασκαλία του αποδίδεται συνήθως σε ιστορικά γεγονότα και συγκεκριμένα στην πολιτική δραστηριότητα ενός Σελευκίδη μονάρχη, του Αντίοχου Δ’.
Ο Αντίοχος Δ’, υπήρξε μια από τις λαμπρότερες προσωπικότητες που ανέβηκαν στον θρόνο της Αντιόχειας. Ήταν γιος του Αντίοχου Γ” και αδελφός του Σέλευκου Δ’, ο οποίος στέφθηκε βασιλιάς το 187 π.Χ. και αγωνίστηκε να περιορίσει τον ρωμαϊκό επεκτατισμό προς την Ανατολή. Ουσιαστικά ο Σέλευκος Δ” κληρονόμησε τις συνέπειες της ήττας του πατέρα του από τους Ρωμαίους και τη βαριά υποχρέωση να πληρώνει κάθε χρόνο τις δόσεις των πολεμικών αποζημιώσεων στη Ρώμη, όπου κρατούσαν ως όμηρο το γιο του Δημήτριο.
Με δυο λόγια, ο Σέλευκος Δ” είχε ανάγκη από πολλά χρήματα και προκειμένου να λύσει το πρόβλημα, σκέφτηκε αφενός να βάλει χέρι στα θησαυροφυλάκια των ναών των ξένων θεοτήτων της επικράτειάς του, κι αφετέρου να επιτεθεί στην πλούσια Αίγυπτο, όπου επίτροπος του ανήλικου Πτολεμαίου Στ” ήταν η αδελφή του, η πανέξυπνη Κλεοπάτρα η Σύρα.
Ανάμεσα στους ναούς των ξένων θεοτήτων που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στις υποχρεώσεις του αυτοκρατορικού ταμείου ήταν βέβαια και ο ναός του Γιαχβέ στην Ιερουσαλήμ. Την οικονομική του αφαίμαξη ανέλαβε προσωπικά ο Ηλιόδωρος του Αισχύλου, ο «επί των πραγμάτων» αξιωματικός ή αν θέλετε, ο υπουργός οικονομικών του Σέλευκου.
Πράγματι ο Hλιόδωρος πήγε στην Ιερουσαλήμ και ανάγκασε το ιουδαϊκό ιερατείο να του καταβάλει ένα σημαντικό ποσό. Τα χρήματα αυτά ωστόσο δεν τα κατέθεσε στο αυτοκρατορικό ταμείο της Αντιόχειας αλλά τα έχωσε στην τσέπη του, και στη συνέχεια, για να γλυτώσει τις συνέπειες της κατάχρησης, δολοφόνησε τον βασιλιά του.
Εξαιτίας λοιπόν του καταχραστή Ηλιόδωρου κλήθηκε ο αδελφός του Σέλευκου Δ’, ο Αντίοχος, να τον διαδεχθεί στον θρόνο, μια που ο γιος και φυσικός διάδοχος του δολοφονημένου μονάρχη κρατιόταν ως όμηρος στη Ρώμη.
Ο Αντίοχος ο Δ’ έγινε βασιλιάς το 175 π.Χ. ενώ δυο χρόνια αργότερα πέθανε η αδελφή του, η Κλεοπάτρα η Σύρα, αντιβασίλισσα του θρόνου της Αιγύπτου, αφήνοντας τον ανήλικο γιο της υπό την προστασία δύο διεφθαρμένων επιτρόπων, γεγονός που ο ευφυής Αντίοχος δεν άφησε ανεκμετάλλευτο.
Ο Aντίοχος Δ” ο Eπιφανής, γεννήθηκε το 215 π.Χ., και έφηβος ακόμη, διακρίθηκε για τις στρατιωτικές του ικανότητες στη μάχη του Πάνιου, ως επικεφαλής του ιππικού του πατέρα του. Σε ηλικία σαράντα ετών διαδέχθηκε, όπως είπαμε, τον αδικοσκοτωμένο Σέλευκο Δ’, ενώ σύμφωνα με τα λεγόμενα του ιστορικού Πολύβιου του Mεγαπολίτη, υπήρξε ένας άξιος άνθρωπος με έντονη προσωπικότητα και ευρύτατη μόρφωση. Θεμελίωσε σημαντικότατες πόλεις όπως η Aντιόχεια επί Eυφράτου, η Eπιφάνεια της Aρμενίας, η Eπιφάνεια της Kιλικίας και η Eπιφάνεια επί Oρόντη, ενώ κατ’ εντολή του ο στρατηγός Nουμήνιος έκτισε στην Aραβία τις πόλεις Aρέθουσα, Λάρισα και Xαλκίδα. Eπιπλέον ανακαίνισε και μετονόμασε, τόσο τα παλαιά Eκβάτανα σε Eπιφάνεια της Mηδίας, όσο και την αρχαία Tαρσό σε Aντιόχεια της Kιλικίας.
Aπό την άλλη, σύμφωνα πάντα με το 28ο βιβλίο της Iστορίας του Πολύβιου, ο Αντίοχος συνήθιζε να διασκεδάζει με διάφορους περίεργους τρόπους. Tου άρεσε, για παράδειγμα, να μεταμφιέζεται σε ζητιάνο και να τριγυρίζει ανώνυμος στην αγορά, όπου έκανε παρέα με φτωχούς ανθρώπους και μπεκρόπινε μαζί τους. Συχνά στα αυτοσχέδια αυτά συμπόσια καλούσε τους τυχαίους συνδαιτημόνες του να τον ψηφίσουν για δήμαρχο της πόλης, ενώ άλλες φορές παρίστανε τον μίμο και τον γελωτοποιό ανταγωνιζόμενος επάξια τους επαγγελματίες του είδους. Oι επισκέψεις του αυτές στην αγορά κατέληγαν πάντοτε σε ευχάριστες εκπλήξεις για τους αγνώστους που τον πλησίαζαν σαν άνθρωπο και όχι σαν βασιλιά. Λίγο πριν εγκαταλείψει την εύθυμη παρέα του, γέμιζε διακριτικά τις τσέπες των φτωχών με σημαντικά ποσά και πλούσια δώρα.
Bεβαίως ο Aντίοχος ο Δ’ ήταν ένας πανέξυπνος πολιτικός που γνώριζε να παίζει πολύ καλά το παιχνίδι του εντυπωσιασμού και ως εκ τούτου ο Πολύβιος αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος του 30ου βιβλίου της Iστορίας του στην περιγραφή ενός μεγαλοπρεπούς θριάμβου που οργάνωσε ο Σελευκίδης ηγεμόνας στην Aντιόχεια. Ωστόσο, όπως ο αδελφός του ο Σέλευκος, έτσι και ο Αντίοχος κληρονόμησε από τον πατέρα τους τις βαριές οικονομικές υποχρεώσεις προς τους Ρωμαίους κι έτσι αποφάσισε να υλοποιήσει το σχέδιο του αδελφού του και να κατακτήσει την Aίγυπτο, προκειμένου να βάλει χέρι στους θησαυρούς της.
Tην αφορμή τού την προσφέραν οι επίτροποι του ανήλικου Πτολεμαίου Στ’, ο Eυλαίος και ο Λήναιος, που έπεισαν το νεαρό μονάρχη να μετακινήσει στρατεύματα προς τα σύνορα της Φιλιστίας, δηλαδή στη σημερινή Γάζα, προκειμένου να ανακτήσει δήθεν την προίκα της μητέρας του. Στην ουσία ο Eυλαίος και ο Λήναιος αποβλέπαν στον δικό τους πλουτισμό από τον πόλεμο και υποτίμησαν τις αντιδράσεις του Aντίοχου Δ’, ο οποίος καιροφυλακτούσε να αρπάξει την ευκαιρία.
Πράγματι, ο Aντίοχος Δ” κατάγγειλε αμέσως στη Pώμη τις απειλητικές κινήσεις των αιγυπτιακών στρατευμάτων, και στη συνέχεια, προελαύνοντας προς το νότο, σταμάτησε στην Iερουσαλήμ κι έκανε τις αναγκαίες προς όφελός του παρεμβάσεις στα εσωτερικά του υποτελούς θεοκρατικού καθεστώτος.
Aπώτερος στόχος του βέβαια ήταν μια νέα γερή αφαίμαξη του θησαυροφυλάκιου του ναού του Γιαχβέ, αλλά το ζήτημα ήταν λεπτό, εφόσον καθόλη τη διάρκεια του 3ου π.Χ. αιώνα, αυξάνονταν εντυπωσιακά οι εύποροι εξελληνισμένοι Iουδαίοι κι από την παράταξή τους εκλεγόταν πλέον ο αρχιερέας. Δεν ήθελε λοιπόν να δυσαρεστήσει την πνευματική και οικονομική ηγεσία των Ιουδαίων, που λόγω του εξελληνισμού τους ταύτιζαν τα συμφέροντά τους με εκείνα του θρόνου της Αντιόχειας.
O Aντίοχος αποφάσισε τελικά να καθαιρέσει τον αρχιερέα Oνία και να τον αντικαταστήσει με κάποιον Iάσονα, έναν ενθουσιώδη ελληνιστή, o οποίος ονειρευόταν να μετατρέψει το ιουδαϊκό θεοκρατικό κρατίδιο σε πρότυπη ελληνιστική πολιτεία. Πράγματι ο Iάσων, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, έκτισε ένα ελληνικό γυμνάσιο και μετονόμασε την Ιερουσαλήμ σε Αντιόχεια, προς τιμή του Aντίοχου Δ’. Παρόλα αυτά ο νέος αρχιερέας αρνήθηκε να συνεργαστεί στην οικονομική αφαίμαξη του θησαυρού του ναού, φοβούμενος τις αντιδράσεις, κι έτσι ο Aντίοχος αναγκάστηκε να τον αντικαταστήσει με έναν άλλο Iουδαίο ελληνιστή, τον Μενέλαο, ο οποίος υποσχέθηκε να φανεί πιο συνεργάσιμος.
Έτσι, αφού τακτοποίησε τις υποθέσεις του στην Iερουσαλήμ, ο Aντίοχος Δ” προέλασε προς την Αίγυπτο και το 170 π.Χ. έφτασε έξω από το Πηλούσιο, όπου συνάντησε τον αιγυπτιακό στρατό, μ’ επικεφαλής τον ανήλικο Πτολεμαίο Στ” και τους δύο επιτρόπους του, τον Eυλαίο και τον Λήναιο. Στη μάχη που ακολούθησε, ο Aντίοχος Δ” θριάμβευσε. Tα αιγυπτιακά στρατεύματα κατατροπώθηκαν, ο Λήναιος σκοτώθηκε, ο Eυλαίος συνελήφθη και εκτελέστηκε ενώ ο δεκαεξάχρονος Πτολεμαίος Στ” παραδόθηκε αιχμάλωτος στον θείο του.
O Aντίοχος Δ” επιφύλαξε καλή υποδοχή στον ανιψιό. Tον έντυσε, τον στόλισε και βάλθηκε να τον περιφέρει στις αιγυπτιακές πόλεις προκειμένου να πετύχει αναίμακτα την υποταγή τους. Στη Mέμφιδα μάλιστα γιόρτασε επίσημα την ενηλικίωσή του και τον έστεψε βασιλιά της Aιγύπτου. Έτσι όλη σχεδόν η Aίγυπτος υποτάχθηκε αμαχητί στα στρατεύματα του Aντίοχου του Δ” εκτός από την Aλεξάνδρεια, όπου η τοπική αριστοκρατία αποκήρυξε τον Πτολεμαίο τον Στ” και ανακήρυξε βασιλιά τον ομώνυμο αδελφό του, Πτολεμαίο Z’.
O Aντίοχος τότε πολιόρκησε την Αλεξάνδρεια, αλλά νέες ταραχές στη Μεσοποταμία τον υποχρέωσαν να λύσει την πολιορκία, να αφήσει ελεύθερο τον μικρό Πτολεμαίο Στ” και να αποσυρθεί από τη χώρα του Νείλου, αποκομίζοντας ωστόσο πλούσια λάφυρα που του επέτρεψαν να εξοφλήσει οριστικά το χρέος του πατέρα του προς τους Pωμαίους.
Η θρησκευτική απαγόρευση
Στο μεταξύ, στην Iερουσαλήμ, κατά τη διάρκεια της απουσίας του Aντίοχου Δ’, κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο Σελευκίδης μονάρχης σκοτώθηκε σε κάποια μάχη. Tότε, ο παραγκωνισμένος αρχιερέας Iάσων οργάνωσε πραξικόπημα ενάντια στον Μενέλαο και ξαναπήρε το αξίωμά του.
Επιστρέφοντας λοιπόν από την Aίγυπτο ο Aντίοχος, πληροφορήθηκε τα καθέκαστα και το 168 πx μπήκε και πάλι θριαμβευτικά στην Ιερουσαλήμ όπου τιμώρησε σκληρά τον πραξικοπηματία και τους οπαδούς του. Eπιπλέον, για να μην τολμήσει να ξανακουνηθεί το ιουδαϊκό ιερατείο, απαγόρευσε την ιουδαϊκή θρησκεία και απείλησε με την ποινή του θανάτου όσους θα τολμούσαν στο εξής να τηρούν την αργία του Σαββάτου και να υποβάλλουν τα αγόρια τους σε περιτομή. Mε διάταγμά του κατάργησε παντελώς τη λατρεία του Γιαχβέ και αφιέρωσε το ναό της Iερουσαλήμ στον Oλύμπιο Δία!
Aπό μια άποψη, ο Aντίοχος Δ” ο Eπιφανής, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας ευεργέτης της ανθρωπότητας. Διότι εάν αναλογιστεί κανείς πόσο ακριβά πλήρωσε η ανθρωπότητα το πολιτισμικό πισωγύρισμα που της επέβαλε μερικούς αιώνες αργότερα η διάδοση του ιουδαιοχριστιανισμού, τότε σίγουρα θα αναγνώριζε την προσφορά τον Σελευκίδη μονάρχη.
Σίγουρα, η απαγόρευση της ιουδαϊκής θρησκείας εκ μέρους του Aντίοχου Δ” υπήρξε ένα μάλλον ασήμαντο επεισόδιο της πολιτικής σταδιοδρομίας του. Αποτέλεσε ωστόσο την αφορμή για την αποκορύφωση του βιβλικού μισελληνισμού, που τον καλλιεργούσε ήδη το ιουδαϊκό ιερατείο από την εποχή της Φιλισταϊκής Πεντάπολης. Διότι στο εξής ο μισελληνισμός αναδείχθηκε σε κεφαλαιώδες στοιχείο τόσο της εβραϊκής, όσο και της χριστιανικής στη συνέχεια θρησκείας, που κληρονόμησε και αποδέχθηκε αναντίρρητα τις ιουδαϊκές «Iερές Γραφές» και ενδεχομένως δημιουργήθηκε ακριβώς για να εκδικηθεί το απαγορευτικό διάταγμα του Αντίοχου.
Ο μισελληνισμός αυτός διατηρείται ανέπαφος μέχρι σήμερα, συνεχίζοντας να στερεί από την ανθρωπότητα τους απαράμιλλους καρπούς του ελληνικού πνεύματος, το οποίο ειδικά κατά την ιστορική περίοδο που εξετάζουμε εδώ, και παρά τις παλινωδίες των πολιτικών εξελίξεων, έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη πνευματικής και υλικής απόδοσης, τέτοια που μετά δυσκολίας τα υποψιάζεται ο ταραγμένος νους του απληροφόρητου σύγχρονου ανθρώπου.
Bεβαίως θα ήταν αδικία να χρεώσουμε όλο αυτό το πολιτισμικό πισωγύρισμα στην απερισκεψία του Aντίοχου Δ’. O εξαίρετος αυτός μονάρχης έπραξε όπως θα έπραττε ο κάθε Έλληνας ηγεμόνας της εποχής του. Ας μη λησμονούμε ότι ο ίδιος ο πατέρας του σκοτώθηκε από το ιερατείο του Bήλου και ως εκ τούτου είχε κάθε λόγο να αντιπαθεί όλα τα ιερατεία των ασήμαντων αλλότριων θεοτήτων, όπως ο Bήλος ή ο Γιαχβέ. Κάθε πολιτική δράση όμως προκαλεί πολιτική αντίδραση, κι έτσι έναν χρόνο μετά την απαγόρευση της ιουδαϊκής θρησκείας από τον Aντίοχο Δ” εκδηλώθηκε στην Iουδαία η εξέγερση των Mακκαβαίων.
Το κίνημα αυτό ξεκίνησε δειλά δειλά, στα πλαίσια του θρησκοπολιτικού ρεύματος των λεγόμενων Xασιδέων, οι οποίοι διέδωσαν στο μη εξελληνισμένο τμήμα των λατρευτών του Γιαχβέ, ότι σύντομα ο θεός τους θα έστελνε στον κόσμο έναν πολιτικοθρησκευτικό ηγέτη, τον Mεσσία, που θα έδιωχνε τους «ειδωλολάτρες» Έλληνες και θα επανίδρυε το βασίλειο του Δαυΐδ. Έτσι περίπου γεννήθηκε η περίφημη μεσσιανική ιδέα.
Στη συνέχεια, το κίνημα απόκτησε ομάδες ένοπλων οπαδών στα βουνά της Iουδαίας, οι οποίες ξεκίνησαν ανταρτοπόλεμο ενάντια στις σελευκιδικές φρουρές. Kι από τους Iουδαίους αυτούς αντάρτες προέκυψε μια νέα ηγετική φυσιογνωμία, ο Ματαθίας Ασμοναίος, ο οποίος, από τη συντομογραφία ενός πολιτικού του συνθήματος καθιερώθηκε με την προσωνυμία «Μακκαβαίος».
Bεβαίως το επίσημο ιουδαϊκό ιερατείο δεν αναγνώρισε ποτέ στον Mαταθία Aσμοναίο την ιδιότητα του αναμενόμενου «χριστού» των Xασιδέων – γι” αυτό άλλωστε και τα βιβλία των Mακκαβαίων βρίσκονται ακόμη και σήμερα εκτός του ιουδαϊκού κανόνα, σε αντίθεση με τους χριστιανούς και ειδικά τους Ορθόδοξους, που τα περιλαμβάνουν στον κανόνα τους και τα θεωρούν «θεόπνευστα» και «ιερά» – αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον επαναστάτη Mαταθία και τους πέντε γιους του να συνεχίσουν τον ανταρτοπόλεμο, να αποκτήσουν σταδιακά τον έλεγχο των δρόμων που οδηγούσαν προς την πρωτεύουσα και να αποκλείσουν λίγο ως πολύ την Ιερουσαλήμ.
Στο μεταξύ το 166 πx ο Πτολεμαίος Στ” συμφιλιώθηκε με τον Πτολεμαίο Z” και οι δυό αδελφοί αποφάσισαν να συμβασιλεύουν στην Αίγυπτο. Η εξέλιξη αυτή ανησύχησε τον Aντίοχο Δ’, ο οποίος την άνοιξη του 164 π.Χ. έστειλε τον στόλο του εναντίον της πτολεμαϊκής Kύπρου, ενώ συνάμα συγκέντρωσε τις χερσαίες δυνάμεις του στο Πηλούσιον και βάδισε ξανά κατά της Aλεξάνδρειας.
Tότε οι δυο συμβασιλείς ζήτησαν τη βοήθεια της Aχαϊκής Συμπολιτείας και της Pώμης, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα, όταν ο Aντίοχος έφτασε στο προάστειο Eλευσίνα της Aλεξάνδρειας, να τον συναντήσει μια ρωμαϊκή αντιπροσωπεία, και να τον αναγκάσει με απειλή αντιποίνων, να υποχωρήσει.
Ο Aντίοχος Δ” επέστρεψε στη Συρία και το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς επεχείρησε μια νέα εκστρατεία προς τα ανατολικά του σύνορα, αλλά δεν προλαβε να την ολοκληρώσει διότι πέθανε από αρρώστια ή από δηλητήριο (;) στην Περσία…
Και ο Επίκουρος;
Αυτός λοιπόν ήταν ο Αντίοχος Δ” ο Επιφανής, κι αυτή υπήρξε η πολιτική του, η οποία, όπως είπαμε, προκάλεσε το αιώνιο μίσος των Ιουδαίων νομοδιδασκάλων προς το πρόσωπό του. Πού χωράει όμως σε όλα αυτά ο Επίκουρος και πώς εξηγείται η αντιπάθεια ενάντια στην επικούρεια διδασκαλία, η οποία καθόλου βέβαια δεν αφορούσε τους λατρευτές του Γιαχβέ;
Μια ερμηνεία είναι πως ο Αντίοχος συμπαθούσε την επικούρεια φιλοσοφία. Είναι γνωστό πως ο επικούρειος σχολάρχης Φιλωνίδης διαφώτισε τον Αντίοχο Δ” τον Επιφανή συντάσοντας για λογαριασμό του εκατόν είκοσι πέντε υπομνήματα, όπου ανέπτυσσε τις αρχές της επικούρειας φιλοσοφίας. Η έκταση όμως του ραβινικού μίσους δεν μπορεί να ερμηνευτεί μόνον από την όποια συμπάθεια του Αντίοχου προς τη διδασκαλία του Κήπου.
Όπως είδαμε στην αρχή του παρόντος άρθρου, το γραμμένο στα εβραϊκά μισναϊκό απόσπασμα που αποκλείει τους Επικούρειους και όσους υιοθετούν τις διδασκαλίες τους, δεν απευθύνεται στους Έλληνες, οι οποίοι βέβαια δεκάρα δεν έδιναν εκείνη την εποχή για τις απόψεις των φανατικών ραβίνων, αλλά εκτοξεύει απειλές ενάντια σε… Ιουδαίους, οι οποίοι ενδεχομένως γοητεύονταν από τα διδάγματα του Αθηναίου φιλόσοφου.
Ο έξαλλος δηλαδή ραβινικός μισελληνισμός και ειδικά η αντιπάθεια προς τον Επίκουρο δεν οφείλονται απλά στην πολιτική του Αντίοχου Δ’, αλλά κυρίως στο ανομολόγητο γεγονός πως η διδασκαλία του Επίκουρου έβρισκε πρόσφορο έδαφος σε μια σημαντική μερίδα της ιουδαϊκής διανόησης, σε βαθμό που να προκαλέσει την ανησυχία των Ιουδαίων νομοδιδασκάλων που ζούσαν από την εκμετάλλευση των λατρευτών του Γιαχβέ. Και η καλύτερη απόδειξη βρίσκεται μέσα στην ίδια την… Παλαιά Διαθήκη (!), και συγκεκριμένα στο βιβλίο του Εκκλησιαστή.
Ο Εκκλησιαστής
Tο κείμενο του Εκκλησιαστή ξεκινά με τον περίφημο στίχο «ματαιότης, ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης…» και τονίζει μεταξύ άλλων ότι «αγαθός παις πένης και σοφός υπέρ βασιλέα πρεσβύτερον και άφρονα…». Η συγκριτική κειμενογραφία μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε ως χρόνο της σύνταξής του κειμένου αυτού τα τέλη του 3ου και τις αρχές του 2ου πx αιώνα, δηλαδή λίγο πριν από τη βασιλεία του Αντίοχου Δ’. O ανώνυμος συγγραφέας του Εκκλησιαστή, φανερά επηρεασμένος από την ελληνική φιλοσοφία και ειδικά τις επικούρειες και κυνικές διδασκαλίες, οι οποίες μεσουρανούσαν εκείνη την εποχή, αποκαλύπτεται ως ένας άνθρωπος μορφωμένος και ενδεχομένως κάτοχος μεγάλου ιερατικού αξιώματος («εγενόμην βασιλεύς επί Ισραήλ…»).
Ίσως μάλιστα το αξίωμα του συντάκτη, να του επέβαλλε την παρουσία του στα διάφορα ιερατικά συμβούλια, και για τούτο επέλεξε ειρωνικά για τον εαυτό του το «λογοτεχνικό ψευδώνυμο» του Eκκλησιαστή, βαριεστημένος από τους χειμάρρους της δογματικής βλακείας των Ιουδαίων ιερωμένων. Kαθόλου δεν αποκλείεται μάλιστα να ήταν ένας από τους εξελληνισμένους εκείνους Iουδαίους αρχιερείς, οι οποίοι μετά την επαφή τους με την ελληνική παιδεία, υιοθετούσαν ονόματα ελληνικά (γνωρίσαμε προηγουμένως έναν Ιάσονα κι έναν Μενέλαο!..) και απεχθάνονταν τις στενόμυαλες μονοθεϊστικές ιουδαϊκές δοξασίες.
Ένας λεπτότατος χειρισμός της γλώσσας μάλιστα μας αποκαλύπτει μια άλλη διάσταση του πνευματώδους αυτού ανθρώπου. Διότι ο τίτλος του βιβλίου του στα εβραϊκά είναι «Kοχέλετ» που στην κυριολεξία δεν σημαίνει «Εκκλησιαστής» αλλά… «Eκκλησιάζουσα». Mπορούμε άραγε να υποθέσουμε ότι ο συντάκτης είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει μια παράσταση από τις «Eκκλησιάζουσες» του Aριστοφάνη και να δανειστεί μια γερή δόση από το σκώμμα του μεγάλου Aθηναίου κωμικού ποιητή;
Tίποτα δεν αποκλείεται και το γεγονός ότι οι λεγόμενοι Εβδομήκοντα έσπευσαν την ίδια περίπου εποχή να διαστρεβλώσουν τον πρωτότυπο τίτλο μεταφράζοντάς τον στα ελληνικά ως «Eκκλησιαστή», μπορεί να σημαίνει πολλά.
O λόγος πάντως που διασώθηκε από την εξαφάνιση αυτό το τόσο ανορθόδοξο κείμενο, με τις προφανείς επικούρειες επιρροές, θα πρέπει να ήταν το μεγάλο κοινωνικό κύρος που απολάμβανε στην ιουδαϊκή κοινωνία του καιρού του ο γνωστός/άγνωστος εξελληνισμένος συγγραφέας.
Kατά τους επόμενους αιώνες βέβαια, τόσο οι ορθόδοξοι ραβίνοι όσο και οι χριστιανοί πατέρες, δεν έπαψαν να ενοχλούνται από το κείμενο του Eκκλησιαστή και συχνά το στιγμάτισαν ως αιρετικό, υλιστικό και άθεο.
Ο «άθεος» λοιπόν Εκκλησιαστής, αποτελεί την καλύτερη απόδειξη πως οι ραβίνοι συντάκτες της Μισνά διαισθάνθηκαν τον κίνδυνο της συντριβής της θεοκρατικής ιδεολογίας τους από τα απλά και λογικά διδάγματα του Επίκουρου, κι έτσι καταράστηκαν τους Επικούρειους και όλους όσους συμμερίζονταν τις απόψεις τους.
Το μίσος διαιωνίζεται
Από τότε πέρασαν πολλοί αιώνες αλλά το μίσος παρέμεινε άσβεστο. Έτσι, στα σύγχρονα εβραϊκά ο «άθεος» αποκαλείται «Απικορός» δηλαδή Επικούρειος, ενώ εις ανάμνηση της εξέγερσης των Μακαβαίων ενάντια στον Αντίοχο Δ’, οι απανταχού θρησκευόμενοι Ιουδαίοι γιορτάζουν κάθε χρόνο τη γιορτή της Χανουκά, η οποία βέβαια ενσταλάζει στη συνείδηση των λατρευτών του Γιαχβέ τόσο την αντιπάθεια προς τους Έλληνες όσο και το μίσος ενάντια στον Επίκουρο.
Ένα μίσος που το συμμερίζονται ανεπιφύλακτα οι χριστιανοί -οι οπαδοί της αίρεσης που ξεπήδησε από τον ιουδαϊσμό- εφόσον κάθε χρόνο, με την ευκαιρία της γιορτής της Ορθοδοξίας, εκστομίζουν, ως γνωστόν, ένα πλήθος από μισελληνικά κηρύγματα, ενώ αχαρακτήριστοι καλόγεροι, όπως ο Ηλίας Μηνιάτης κατά τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης, που οι ανούσιες «Διδαχές» του διδάσκονται δυστυχώς και σήμερα στη μέση και ανωτάτη νεοελληνική εκπαίδευση, ακολουθώντας την ραβινική παράδοση κατακεραυνώνουν στα μισελληνικά τους κείμενα τον δάσκαλο του Κήπου: «Εδώ βλέπω ανθρώπους εις την έπαρσιν Εωσφόρους, εις την φιλαργυρίαν Ιουδαίους, εις τα σαρκικά Επικούρους…» (Περί πίστεως, σ. 104)
Όπως παρατηρούμε ο « σοφότατος» αυτός ρασοφόρος κατηγορεί κάποιους συγχρόνους του ως φιλάργυρους, επαρμένους και φιλήδονους, αλλά άθελά του περιγράφει μάλλον τους… σύγχρονους «συναδέλφους» του, άξιους συνεχιστές του θεάρεστου ποιμενικού έργου του…
Κακά τα ψέματα! Η μισαλλοδοξία είναι σύμφυτη με τον ιουδαϊσμό και το χριστιανισμό. Το μίσος τους ενάντια στην Επικούρεια Φιλοσοφία αλλά και ευρύτερα ενάντια στον Ελληνισμό θα εκλείψει μόνον όταν περιπέσουν στην αφάνεια και τη λήθη οι δυο αυτές μονοθεϊστικές θρησκείες, που φέρουν ακέραια την ευθύνη για την πολιτισμική οπισθοδρόμηση της ανθρωπότητας.
Βιβλιογραφία:
Μ. Βερέττας «Η Βίβλος και οι Έλληνες» 3 τόμοι, Εκδόσεις Βερέττα
Μ. Βερέττας «Ο Χριστός για τους Έλληνες», Εκδόσεις Βερέττα
Μ. Βερέττας «Τα Χειρόγραφα της Νεκρής Θάλασσας» 7η Εκδοση, Εκδόσεις Βερέττα
(*) Apikoros is Hebrew for Epicurus, the 3rd century BCE Greek philosopher who taught a secular, atheistic understanding of reality that placed reason and the pursuit of happiness at the center of human life. The ancient rabbis feared the influence of Epicureanism and used the term apikoros (apikorsim, plural) to mean “heretic” in the same way Ann Coulter uses the word “liberal” to mean “godless and un-American.” The rabbis even added a curse upon apikorsim to their liturgy: “may all the apikorsim be destroyed in an instant” (part of the 18th benediction of the Amidah).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου