ΜΕΡΟΣ Α'
Η Βιωματική Γλώσσα του Παιδικού Νου
Μέσα από το παιχνίδι, τα παιδιά εκφράζουν συναισθήματα, δίνουν την ταυτότητα τους, επεξεργάζονται εμπειρίες, κατανοούν σχέσεις και κοινωνικούς ρόλους. Πρόκειται για μια «βιωματική γλώσσα», ένα κανάλι συμβολικής επικοινωνίας και ψυχικής οργάνωσης που προϋπάρχει του λόγου.
Η σημασία του παιχνιδιού αναγνωρίζεται πλέον και σε κλινικό επίπεδο. Η παιγνιοθεραπεία, ως εξειδικευμένη μορφή ψυχοθεραπείας για παιδιά αξιοποιεί ακριβώς αυτή την δύναμη του παιχνιδιού ως θεραπευτικό εργαλείο για την ανάδυση και επεξεργασία του ψυχισμού.
Στην αναπτυξιακή ψυχολογία, το παιχνίδι θεωρείται κρίσιμος δείκτης ψυχικής υγείας,κοινωνικής και ενσωμάτωσης και ωριμότητας.
Το παιχνίδι ως εργαλείο συμβολικής επεξεργασίας
Η λειτουργία του παιχνιδιού στη συναισθηματική ανάπτυξη είναι πρωτίστως συμβολική.
Κατά τον Piajet (1962),το παιχνίδι παρέχει στο παιδί τη δυνατότητα να πειραματιστεί με την πραγματικότητα,να την ανασυνθέσει και να την ερμηνεύσει με βάση τις εσωτερικές του ανάγκες και επιθυμίες.
Στο ελεύθερο παιχνίδι,το παιδί προβάλλει προσωπικά βιώματα,φόβους, επιθυμίες και συγκρούσεις, μετατρέποντας τα σε διαχειρίσιμες μορφές. Ετσι, αναπτύσσει έναν συμβολικό τρόπο κατανόησης και αναδόμηση του εσωτερικού και εξωτερικούς κόσμου του.
Στο πλαίσιο αυτό,το παιχνίδι λειτουργεί ως ψυχικός μηχανισμός επεξεργασίας επιτρέπει τη δοκιμή ρόλων, την αναπαράσταση συγκρουσιακών εμπειριών, την εξοικειωμένη με συναισθηματικά φορτισμένες καταστάσεις και τη βαθμιαία δημιουργία ψυχικής συνοχής.
Μέσα από την φαντασία,το παιδί αναπλαισιώνει την εμπειρία του και κατακτά νέες μορφές κατανόησης.
Ο Donald Winnicott (1971), από ψυχαναλυτική σκοπιά περιέγραψε το παιχνίδι ως μια δραστηριότητα που λαμβάνει χώρα σε έναν «ενδιάμεσο χώρο εμπειρίας» μια μεταβατική ζώνη μεταξύ της εσωτερικής πραγματικότητας του παιδιού και του εξωτερικού κόσμου.
Το παιχνίδι δεν είναι ούτε αποκλειστικά υποκειμενικό ούτε εντελώς αντικειμενικό. Αποτελεί έναν χώρο δημιουργικής διαμεσολάβησης, μέσα στον οποίο το παιδί μπορεί να εκφραστεί αυθεντικά και να αισθανθεί ότι έχει έλεγχο πάνω στον κόσμο του.
Το παιχνίδι ως συναισθηματική έκφραση και αποκωδικοποίηση του ανείπωτου
Πολλά παιδιά, ιδιαίτερα σε μικρή ηλικία ή υπό συνθήκες ψυχικής πίεσης δεν έχουν την ικανότητα να εκφράσουν λεκτικά όσα νιώθουν. Η έλλειψη αφηγηματικού λόγου ή συναισθηματικής αυτογνωσίας οδηγεί σε ανάγκη για άλλους δρόμους σε έκφρασης. Σε τέτοιες περιπέτειες το παιχνίδι αναδεικνύεται ως κατεξοχήν μέσο αποκωδικοποίησης του ανείπωτου.
Παιδιά που έχουν βιώσει τραυματικά γεγονότα ή ζουν σε περιβάλλοντα συναισθηματικής απορρύθμισης συχνά εκφράζουν τις εσωτερικές τους συγκρούσεις μέσα από επαναλαμβανόμενα μοτίβα παιχνιδιού.
Η χρήση φιγούρων, ιστοριών, αντικειμένων ή σχεδίων προσφέρει μια «ασφαλή απόσταση» για να προσεγγιστεί και να εξωτερικευτεί το ψυχικό φορτίο.
Σε θεραπευτικά πλαίσια, όπως η παιγνιοθεραπεία, ο ψυχολόγος λειτουργεί ως παρών και συντονισμένος συμπαίκτης, που με ενσυνειδητότητα ακολουθεί την πορεία αυτού του «ταξιδιού». Η θεωρητική κατάρτιση και η κλινική εμπειρία είναι αναγκαία προκειμένου να αποφευχθεί η προβολή ενηλίκων νοημάτων ή η υπεραπλούστευση της παιδικής έκφρασης ( Landreth,2012).
Αναπτυξιακές διαστάσεις του παιχνιδιού
Η ποιότητα, το περιεχόμενο και η λειτουργία του παιχνιδιού μεταβάλλονται ανάλογα με την αναπτυξιακή φάση του παιδιού.
Στην προσχολική ηλικία, κυριαρχεί το συμβολικό ή φανταστικό παιχνίδι ρόλων, μέσα από το οποίο το παιδί προβάλλει εσωτερικές αναπαραστάσεις εναλλάσσει ρόλους και πειραματίζεται με την ταυτότητα. Η ταύτιση με πρόσωπα ή φανταστικούς χαρακτήρες αποτελεί τρόπο εξερεύνησης του εαυτού και των ορίων του.
Στην μέση παιδική ηλικία εμφανίζονται πιο δομημένες μορφές παιχνιδιού με κανόνες, συνεργασία και διαπραγμάτευση που αντανακλούν τη σταδιακή κοινωνικοποίηση και την ικανότητα για συναισθηματική ρύθμιση και συμβιβασμό. Το παιδί αποκτά μεγαλύτερη επίγνωση των άλλων μαθαίνει να μοιράζεται, να περιμένει τη σειρά του και να αντέχει την ήττα, δείκτες αυξανόμενης συναισθηματικής ωριμότητας.
Έρευνες έχουν δείξει ότι τα παιδιά έχουν πρόσβαση σε ελεύθερο δημιουργικό και ποιοτικό παιχνίδι παρουσιάζουν υψηλότερα επίπεδα ενσυναίσθησης, αυτορρύθμισης και ψυχικής ανθεκτικότητας ( Pellegrini & Smith,2007). Στον αντίποδα, η αποστέρηση παιχνιδιού -ιδίως σε περιβάλλοντα παραμέλησης ή αυστηρής πειθαρχίας - συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο μαθησιακών, κοινωνικών και ψυχικών δυσκολιών.
Ο ρόλος του ενήλικα
Ο ενήλικας -είτε γονέας είτε ψυχολόγος -καλείται να παίξει υποστηρικτό και διακριτικό ρόλο στο παιχνίδι του παιδιού. Η σημασία του παιχνιδιού πρέπει να αναγνωρίζεται χωρίς να εργαλειοποιείται ή να ελέγχεται.
Το παιδί έχει ανάγκη από ασφαλή χώρο,σεβασμό και ελευθερία για να εκφραστεί αυθεντικά.
Η υπερβολική παρέμβαση, η καθοδήγηση ή η υπερερμηνεία μπορούν να καταπνίξουν τη δημιουργικότητα,να περιορίσουν τη φαντασία και να στερήσουν από το παιδί τη δυνατότητα αυτενέργειας.
Στο θεραπευτικό πλαίσιο, ο ψυχοθεραπευτικός λόγος κρατά τον «χώρο» ψυχικά και συμβολικά:
- υποδέχεται τις εκφράσεις του παιδιού,
- παρέχει σταθερότητα και ασφάλεια,
- ενθαρρύνει την εσωτερική του αφήγηση.
Συμπεράσματα
Το παιχνίδι δεν είναι προαιρετική πολυτέλεια αλλά ψυχοσυναισθηματική αναγκαιότητα. Είναι ο πρωταρχικός τρόπος με τον οποίο το παιδί επεξεργάζεται την πραγματικότητα, εκφράζει το ασυνείδητο και συνθέτει τον εαυτό του.
Η ποιότητα, η ελευθερία και η αυθεντικότητα του παιχνιδιού σχετίζονται άμεσα με την συνολική ψυχική του ανάπτυξη. Σε μια κοινωνία που συχνά επισπεύδει την παιδική ηλικία και την αντικαθιστά με προκαθορισμένες δραστηριότητες ή ψηφιακές ενασχολήσεις η υπεράσπιση του δικαιώματος του παιδιού στο ελεύθερο, δημιουργικό και ουσιαστικό παιχνίδι αποτελεί πράξη βαθιά παιδαγωγική και θεραπευτική.
ΜΕΡΟΣ Β'
Τα παιδιά, παίζουν όποτε βρίσκουν ευκαιρία, κάτω από διαφορετικές ή ακόμα και δύσκολες συνθήκες, ενώ μπορούν να ξεκινήσουν ένα παιχνίδι αυθόρμητα ή προγραμματισμένα, με πραγματικούς ή φανταστικούς συμπαίκτες.
Άλλοτε συντονίζονται και δημιουργούν μια δράση κάτω από την έμπνευση της στιγμής κι άλλοτε χρειάζονται συγκεκριμένα αντικείμενα, συγκεκριμένο θέμα, ειδικούς κανόνες και δομημένη δραστηριότητα με προκαθορισμένους στόχους, προκειμένου να επιδοθούν σε ένα παιχνίδι.
Και στις δύο περιπτώσεις, ο σκοπός είναι ένας: η μάθηση κι η ανάπτυξη μέσα από τις σωματικές και συναισθηματικές εμπειρίες της δραστηριότητας του παιχνιδιού.
Γιατί παίζουν τα παιδιά: Η εσωτερική και εξωτερική πραγματικότητα του παιδιού.
Το παιχνίδι, δεν αποτελεί μόνον μία ενστικτώδη παιδική πράξη, η οποία παίρνει συχνά τη μορφή ενός ελεύθερου ή δομημένου δρώμενου. Η αλήθεια είναι, ότι πίσω από την φαινομενικά άτυπη ή/και απείθαρχη μορφή δραστηριότητας, βρίσκεται μια συνεκτική εσωτερική οργάνωση, που δίνει στο παιχνίδι έναν σαφή και ενδιαφέροντα χαρακτήρα.
Ακόμη και πίσω από την έλλειψη κανόνων και του μέτρου, διαπιστώνεται μία εσωτερική λογική και οργάνωση, που εάν και αποκλίνει από τον κόσμο των ενηλίκων, χαρακτηρίζεται από την ελευθερία των παιδιών να εφευρίσκουν και να διαμορφώνουν αρμονικά τη συνέχεια ενός παιχνιδιού. Αυτή η ελευθερία και το φαινομενικά απρόβλεπτο, είναι τα στοιχεία που τελικά συνδέουν το παιδί με τον κόσμο της φαντασίας, στο χώρο και το χρόνο, μέσα από την ειλικρινή κι αβίαστη έκφραση του εαυτού του.
Για τον λόγο αυτόν, η δραστηριότητα του παιχνιδιού υπακούει αυστηρά και μόνο στους δικούς της κανόνες, που δεν ενσωματώνονται υποχρεωτικά στους κανόνες και τα πρότυπα της καθημερινής ενήλικης ζωής. Το παιχνίδι αντλεί πλήθος στοιχείων από την πραγματικότητα τόσο του παιδιού, όσο και του οικογενειακού και κοινωνικού του περίγυρου. Συνήθως, τα στοιχεία αυτά λαμβάνουν πλασματικές ή και ανεφάρμοστες μορφές, οι οποίες τοποθετούν το παιχνίδι σε έναν κόσμο όπου το πραγματικό συνυπάρχει με το μη πραγματικό και το αληθινό με το φανταστικό, βοηθώντας το παιδί να προσεγγίσει και να αφομοιώσει την πραγματικότητα, αλλά και να δοκιμάσει τα όρια της επιρροής του, καθώς ενώ παίζει, δημιουργεί ένα σύστημα από σκέψεις έκφρασης και δράσης αποκλειστικά δικό του, το οποίο αντιστοιχεί στη θέληση, τις ανάγκες και τις δυνατότητές του.
Σ’ αυτή την πορεία της εξερεύνησης του πραγματικού, το παιδί εξερευνά, ταυτόχρονα, και τον εαυτό του, εφόσον το ίδιο το παιχνίδι, στρέφει το παιδί να ανιχνεύσει τις εσωτερικές του δυνάμεις και προτιμήσεις και, συγχρόνως, το προσανατολίζει να αντιληφθεί τον περιβάλλοντα κόσμο, με διαλεκτικό τρόπο. Η διαλεκτική σχέση του παιδιού με τον εαυτό του και με το περιβάλλον του, αναδεικνύει το παιχνίδι σε ένα πολύ σημαντικό μέσο για την ωρίμανση του ίδιου του παιδιού. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, η συνύπαρξη των δυο κόσμων, του πραγματικού και του φανταστικού, ωθεί το παιδί να προσεγγίσει συμβολικά πραγματικές καταστάσεις, που σε κανονικές συνθήκες δεν θα του ήταν προσιτές. Ιδιαιτέρως, το συμβολικό παιχνίδι μπορεί να χρησιμεύσει στην υπέρβαση τυχόν αντιθέσεων και συγκρούσεων, αλλά και στην ανατροπή των ρόλων, ως αντιστάθμισμα σε ανεκπλήρωτες ανάγκες ή επιθυμίες του. Έτσι, το παιδί διαμορφώνει έναν τομέα δραστηριοτήτων, που μέσα από το παιχνίδι, του επιτρέπουν μετασχηματίσει συμβολικά την πραγματικότητα στην οποία ζει, για να την κατανοήσει και να την αφομοιώσει στις ανάγκες και την προσωπικότητα του.
Μέσα στο αυθόρμητο παιχνίδι, η διεργασία της αφομοίωσης και της ταξινόμησης της πληροφορίας, ενυπάρχει με τη διαδικασία της κοινωνικής μάθησης και συναισθηματικής ωρίμανσης του παιδιού, με αποτέλεσμα την γνωστική ανάπτυξη, την οργάνωση της σκέψης και τη δόμηση γνώσεων, μέσα από την κοινωνική αλληλεπίδραση με άλλα παιδιά και ρόλους.
Ο ρόλος των ενήλικων στο δρώμενο ενός παιχνιδιού, θα πρέπει να είναι εμψυχωτικός ή ακόμα και συμμετοχικός, εάν τα παιδιά το επιθυμούν. Η συμμετοχή, ειδικά, θα πρέπει να σχεδιαστεί και υλοποιηθεί πολύ προσεκτικά, ώστε να μην μετατραπεί το παιχνίδι σε ακόμη μία εκπαιδευτική ή/και καθοδηγούμενη δραστηριότητα.
Πρώτες Εμπειρίες: Μεταβατικά Αντικείμενα, Παιχνίδι με τους Γονείς, Συμβολικό Παιχνίδι.
Η προσωπική ωρίμανση κι ανεξαρτησία, ξεκινά αμέσως μετά τη γέννηση ενός παιδιού και εξαρτάται από το πόσο διευκολυντικό θα είναι το περιβάλλον στην πορεία της ζωής του.
Ανάμεσα στον τέταρτο και δωδέκατο μήνα της ζωής ενός παιδιού και με διάρκεια τουλάχιστον ενός έτους, παρατηρούμε την προσκόλληση του βρέφους σε ένα αντικείμενο μάλλον απαλό και μαλακό, στο οποίο έχει εύκολη πρόσβαση. Το αντικείμενο αυτό, είναι από τα πρώτα που το παιδί έρχεται σε επαφή, δεν αποτελεί μέρος του σώματος του και βασικό στόχο έχει τη δημιουργία μίας αυτόνομης σχέσης με τον εξωτερικό κόσμο. Τα παιδιά αντιλαμβάνονται τη διαφορά της εμπειρίας ανάμεσα στην υποκειμενική και την αντικειμενική πραγματικότητα και προοδευτικά μεταβαίνουν από τη σχέση συγχώνευσης με τη μητέρα, σε ένα αντικείμενο ξεχωριστό από αυτήν και το ίδιο. Σιγά-σιγά, μέσα από τον έλεγχο των μεταβατικών αντικειμένων, τα παιδιά ανεξαρτητοποιούνται από τη σχέση τους με τη μητέρα, ανακουφίζονται από την εξάρτηση μαζί της και στρέφουν την προσοχή τους και σε άλλα αντικείμενα του περιβάλλοντος χώρου που ζουν κι αναπτύσσονται.
Η χρήση των μεταβατικών αντικειμένων εμφανίζεται και είναι πιθανόν να συνεχισθεί πολύ περισσότερο ή ακόμα να επανεμφανίζεται και σε όλη την διάρκεια της παιδικής ζωής, συνοδεύοντας περιόδους συναισθηματική στέρησης. Καθώς το παιδί μεγαλώνει, το μεταβατικό αντικείμενο σταδιακά χάνει τη σημασία του, καθώς πλέον η προσοχή του έχει απλωθεί σε όλη την ενδιάμεση περιοχή της εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας.
Η μεταφορά της προσοχής στα μεταβατικά αντικείμενα, είναι μία έκφραση των συμβόλων του χρόνου (παρόν/παρελθόν) σε σχέση με τις ανάγκες του εαυτού (σχέση με τη μητέρα και άλλα σημαντικά πρόσωπα). Το παιδί, αναπαριστά ψυχικά τις σχέσεις αυτές και διευκολύνεται στην αίσθηση σταθερότητας της προσωπικότητας του, αυτονομείται, βιώνει περισσότερο τον αντικειμενικό χρόνο, μειώνοντας την αίσθηση απουσίας όταν η μητέρα του δεν βρίσκεται κοντά του. Μέσα από τα μεταβατικά αντικείμενα (στη βρεφική ηλικία ένα μαλακό παιχνίδι ή διάφορα αντικείμενα που τοποθετούνται πάνω από την κούνια του και σε μεγαλύτερες ηλικίες αντικείμενα που διαλέγει το ίδιο ως παιχνίδια), ένα παιδί στηρίζει την παρατήρηση του και οξύνει την αντίληψη του καθώς απομνημονεύει χρώματα, σχήματα, ενώ παράλληλα βοηθά την ανάπτυξη της κίνησης του σώματος του, καθώς το χρησιμοποιεί για να ανακαλύψει τον κόσμο γύρω του.
Εάν στο παιχνίδι συμμετέχουν ενεργά κι οι γονείς του, η σχέση του με αυτούς ενισχύεται σημαντικά, καθώς αλληλεπιδρά μαζί τους και το αποτέλεσμα του παιχνιδιού μπορεί να πάρει διαφορετικές τροπές, ανάλογα με τη διάθεση και τις συνθήκες, ενώ αναπτύσσεται η αίσθηση του χιούμορ κι η αίσθηση της μονιμότητας των αντικειμένων (το παιδί αρχίζει να κατανοεί ότι παρόλο που τα αντικείμενα δεν τα βλέπει αυτά συνεχίζουν να υπάρχουν, π.χ. πίσω από την πλάτη της μαμάς που τα κρύβει).
Αργότερα, στη νηπιακή ηλικία, όταν αναπτύσσεται η γλωσσική ικανότητα του παιδιού, μπορεί να μεταβιβάζει στα διάφορα αντικείμενα τα συναισθήματα του, αλλά και να τα χρησιμοποιεί συμβολικά (π.χ. μαγειρεύει με παιδικά κουζινικά, πίνει νερό από άδειο ποτήρι, χρησιμοποιεί μία βούρτσα ως μικρόφωνο). Στη φάση αυτή, αναπτύσσεται το συμβολικό παιχνίδι, μέσα από το οποίο το παιδί μπορεί να αναλάβει διάφορους ρόλους και συμπεριφορές που έχει καταγράψει από το περιβάλλον του, μπορεί να εκφράσει τις επιθυμίες του και να επεξεργαστεί τις σκέψεις και τους φόβους του.
Το συμβολικό παιχνίδι είναι πολύτιμο, καθώς διεγείρει κι ικανοποιεί τόσο τις νοητικές όσο και τις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού, καθορίζοντας σημαντικά την κατανόηση του συμβολικού και μεταφορικού λόγου.
Στη σχολική ηλικία, το ατομικό παιχνίδι υποχωρεί και σταδιακά αντικαθιστάται από το ομαδικό παιχνίδι. Μέσω του ομαδικού παιχνιδιού, το παιδί το μαθαίνει να συνυπάρχει αρμονικά με τους συνομήλικους του και να βρίσκει τρόπους επίλυσης των διαφορών που μπορούν να προκύψουν κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού. Κατά την περίοδο αυτή, κυριαρχεί το παιχνίδι των περιορισμών και των κανόνων. Αυτό το είδος παιχνιδιού συνήθως αναφέρεται σε παιχνίδια με συγκεκριμένη δομή, οργάνωση και οριοθετημένους κανόνες. Οι κανόνες, αυτοί, πρέπει να γίνονται αποδεκτοί και να τηρούνται από τους συμμετέχοντες, ενώ η μη αποδοχή και τήρηση τους ενδεχομένως να οδηγεί σε προκαθορισμένη ποινή. Τα παιχνίδια αυτά, βοηθούν το παιδί να διαμορφώσει και να αναπτύξει ηθικές και κοινωνικές αξίες, όπως η αναμονή της σειράς του, η επαφή με τα συναισθήματα της νίκης και της αποδοχής της ήττας.
Η εμπειρία των διαδικασιών αυτών, είναι συνάρτηση του χώρου και του χρόνου. Παίζοντας το παιδί προβάλλει τα δικά του χαρακτηριστικά προσωπικότητας και, έτσι, μπορεί να δώσει πρακτικές μορφές στην πρόσληψη ερεθισμάτων από το περιβάλλον, την επικοινωνία και την αλληλεπίδρασή του με τους άλλους, τη δημιουργικότητά του και την αναμόρφωση (συμβολική ή πραγματική) του κοινωνικού και υλικού του περίγυρου. Επιπλέον, το ομαδικό παιχνίδι δίνει κοινωνικά ερεθίσματα και προβάλει ηθικές αξίες επιβραβεύοντας ιδανικά όπως, τη δικαιοσύνη, την ειλικρίνεια, την αλήθεια, την καλοσύνη, τον αλτρουισμό και την ευγένεια, ενώ αποθαρρύνει μη αποδεκτές κοινωνικά συμπεριφορές, όπως το «κλέψιμο», τη δολιότητα, το ψέμα, την απάτη.
Οι Εμπειρίες του Παιχνιδιού.
Η ανάπτυξη ενός παιδιού, ακολουθεί κατά τον Piaget, στάδια στα οποία παρατηρούνται διαφορές στη συμπεριφορά, ενώ η μετάβαση από το ένα στάδιο στο άλλο υποδηλώνει θεμελιακές αναδιοργανώσεις σε σωματικό, συναισθηματικό και νοητικό επίπεδο. Αντίθετα με τον Piaget, o Vygotsky, θεώρησε πως το κοινωνικο-πολιτισμικό περιβάλλον είναι σημαντικότερο, καθώς εκείνο ενσωματώνει τις γνωστικές δομές ενός προσώπου (π.χ. φτωχό σε ερεθίσματα περιβάλλον, προβληματικές οικογενειακές σχέσεις, δρουν επιβαρυντικά στην ανάπτυξη του παιδιού).
Μέσα από το παιχνίδι, ένα παιδί, ανακαλύπτει τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει με το σώμα του και με τα διαθέσιμα στο παιχνίδι αντικείμενα. Μέσα από τον πειραματισμό στο περιβάλλον και από τη χρήση των αισθήσεων τους, τα παιδιά αποκτούν φυσικές εμπειρίες, οργανώνουν στη σκέψη τους, δομούν τις γνώσεις τους και αλληλεπιδρούν κοινωνικά με άλλα παιδιά ή/και μεγάλους.
Σε επόμενο αναπτυξιακό στάδιο, τα παιδιά συμμετέχουν σε δραστηριότητες που προϋποθέτουν κατανόηση και χειρισμό αφηρημένων εννοιών, όπως είναι το συμβολικό παιχνίδι και τα παιχνίδια με ρόλους. Αυτό προϋποθέτει ικανότητα για εσωτερικευμένη μίμηση και λειτουργία σε αναπαραστατικό επίπεδο των εννοιών που ανακαλύπτει, επεξεργάζεται και μοιράζεται με άλλους.
Η επιλογή των αντικειμένων και των συνθηκών που ένα παιδί επιλέγει να παίξει, μπορεί να μας δώσει πληροφορίες για τις συναισθηματικές και γνωστικές δομές και της νοητικής του δραστηριότητας.
Αναπτυξιακά στάδια και ηλικίες.
Ένα κριτήριο ανάπτυξης είναι η ηλικία του παιδιού. Ωφέλιμο, θεωρείται το παιχνίδι εκείνο που είναι προσαρμοσμένο στο αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού, τις σωματικές, τις συναισθηματικές και τις νοητικές του δυνατότητες.
Ηλικία 0 – 2 χρονών: διαφοροποίηση του παιδιού από τη μητέρα και εξερεύνηση του περιβάλλοντος
Κατάλληλα θα μπορούσαν να θεωρηθούν τα παιχνίδια με το σώμα του, με αντικείμενα, με κοντινά μέλη της οικογένειας του.
Ηλικία 3 – 5 χρονών: η γνωριμία με τον κόσμο
Κατάλληλα θα μπορούσαν να θεωρηθούν τα παιχνίδια ασφαλούς γνωριμίας με το σπίτι και τον κήπο
Ηλικία 5 – 7 χρόνων: κοινωνικοποίηση και εισαγωγή στο σχολείο
Κατάλληλα θα μπορούσαν να θεωρηθούν τα παιχνίδια ρόλων και κοινωνικής ενύπαρξης
Ηλικία 7 – 8 χρονών: ανάγκη υπεροχής
Κατάλληλα θα μπορούσαν να θεωρηθούν τα ομαδικά παιχνίδια με μικρότερα παιδιά ή κατοικίδια ζώα συντροφιάς
Ηλικία 8 – 10 χρόνων: ανάγκη αποδοχής κι αναγνώρισης
Κατάλληλα θα μπορούσαν να θεωρηθούν τα παιχνίδια που διδάσκουν την αυτορρύθμιση, τον αυτοέλεγχο, την υπευθυνότητα.
Ηλικία 10 – 12: κοινωνικοποίηση και συνύπαρξη
Κατάλληλα θα μπορούσαν να θεωρηθούν τα ομαδικά, δομημένα παιχνίδια.
Ηλικία 12 – 14: εφηβεία
Κατάλληλα θα μπορούσαν να θεωρηθούν τα παιχνίδια ατομικού και ομαδικού αθλητισμού
Η μεγάλη σημασία του παιχνιδιού είναι ότι οργανώνει τη σκέψη του παιδιού και το σχετίζει με την πραγματικότητα, του εαυτού και του περιβάλλοντός του, εφόσον του επιτρέπει να προσεγγίζει με προσωπικούς, παιδικούς, όρους τις εκφάνσεις της ζωής.
Μέσα από το ασφαλές, φιλικό, διασκεδαστικό κι ευχάριστο παιχνίδι, ένα παιδί βρίσκει το δρόμο του για τη ζωή, με τον τρόπο που το ίδιο επιλέγει, οργανώνει την πορεία του και θέτει τα θεμέλια για την ενήλικη αυτοπραγμάτωση του.

Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου