Ήθελαν να αποδείξουν ότι η χριστιανική θρησκεία είναι μέρος του ευρύτερου σχεδίου της θείας πρόνοιας στην ιστορία. Γι’ αυτό και η έμφαση που έδωσαν στη χρονολογία και στην κατάρτιση συγχρονικών πινάκων, γι’ αυτό και μετρούσαν από Δημιουργίας Κόσμου και όχι από κάποια άλλη σημαντική χρονολογία, όπως οι Ολυμπιάδες ή η Κτίση της Ρώμης.
Η χρονολογία στη χριστιανική ιστοριογραφία δεν ήταν εργαλείο, όπως σήμερα, αλλά υποβάσταζε μια φιλοσοφία της ιστορίας. Αυτή τη φιλοσοφία της ιστορίας εκθέτουν τα χρονικά και οι χρονογραφίες τόσο του ελληνόφωνου, όσο και του λατινόφωνου χριστιανικού κόσμου.
Η χριστιανική χρονογραφία αναδύθηκε μέσα από το αλεξανδρινό περιβάλλον των πολιτισμικών ανταγωνισμών.
Η Αλεξάνδρεια παρουσίαζε το πλεονέκτημα της συμβίωσης τριών κοινοτήτων (ελληνικής, εβραϊκής και αιγυπτιακής) με μεγάλες ιστοριογραφικές παραδόσεις, αλλά και με ανταγωνισμούς για την ηγεμονία, που αποτυπώνονταν στις απόπειρες συγχρονισμού των τριών ιστοριών. Θεωρώντας ότι η αρχαιότητα ήταν επιχείρημα πρωτοκαθεδρίας, οι έριδες των αλεξανδρινών διανοουμένων των τριών κοινοτήτων στρέφονταν γύρω από τα ερωτήματα ποιος ήταν ο παλαιότερος πολιτισμός, ποιος προηγήθηκε και ποιον αντέγραψαν οι άλλοι. Αλλά οι χριστιανοί εμφανίζονταν ως ένα καινούργιο έθνος, διαφορετικό από τα άλλα, και επέμεναν σ’ αυτό.
O Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Ιούλιος Αφρικανός, ο Ιππόλυτος της Ρώμης μεταμόρφωσαν την ελληνιστική χρονογραφία σε χριστιανική επιστήμη. Μεταμόρφωσαν την ιστορία με τέτοιο τρόπο ώστε να αρθρωθεί γύρω από τον άξονα της Δημιουργίας και της Παλαιάς Διαθήκης, της ενσάρκωσης του Χριστού και της Δευτέρας Παρουσίας. Έτσι η χρονολόγηση του κόσμου στη χριστιανική της έννοια ήταν υποχρεωμένη να παίρνει υπόψη της όχι μόνο το παρελθόν και την αρχή του κόσμου, αλλά και το μέλλον και το τέλος του κόσμου. Χρονολογία και εσχατολογία συναιράθηκαν.
Επομένως, δεν ήταν μόνο το παρελθόν που απασχολούσε την ιστορία, αλλά ταυτόχρονα και το μέλλον.
Η ιστοριογραφία προσαρμόστηκε στη μεγάλη νοοτροπιακή αλλαγή της χρονικότητας που συνέβη με τον χριστιανισμό.
Το Χρονικόν του Ευσέβιου υπήρξε ένα από τα βιβλία με τη μεγαλύτερη επιρροή. Έγινε το πρότυπο για τις παγκόσμιες ιστορίες που γράφτηκαν έκτοτε και έδωσε το ιστοριογραφικό σχήμα μέσω του οποίου η κάθε ιστορία εγγραφόταν στο σχέδιο του Θεού για την ανθρωπότητα, στην προνοιακή, δηλαδή, ιστορία. Το Χρονικόν αντιγράφηκε, προσαρμόστηκε και μεταφράστηκε κατ’ επανάληψη τόσο στην ελληνική Ανατολή και στη λατινική Δύση όσο και στη συριακή, αρμενική, σλαβική και κελτική παράδοση.
Ο εκχριστιανισμός του ρωμαϊκού κόσμου έκαμε επιτακτικότερη την ανάγκη της αλλαγής στην αναπαράσταση και στην ερμηνεία του αρχαίου κόσμου. Αυτό το νέο είδος είχε έναν ιστοριογραφικό σκοπό διαφορετικό από την αφηγηματική ιστορική γραφή· δεν ήταν υποκατάστατο της και είχε ανεξάρτητη ζωή. Πολλοί μιμήθηκαν τον Ευσέβιο και έγραψαν παράλληλα με την αφηγηματική ιστορία και χρονικά.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου