ΞΕΝ Συμπ 4.29–4.44
Συζήτηση για τη φτώχεια και τον πλούτο
Κατά τη εξέλιξη του συμποσίου του Καλλία προς τιμή του παγκρατιαστή Αυτόλυκου (βλ. και ΞΕΝ Συμπ 2.24–2.27), ο καθένας από τους συνδαιτυμόνες κλήθηκε να κατονομάσει κάτι για το οποίο ένιωθε υπερήφανος.
[4.29] ὁ δὲ Καλλίας, Σὸν μέρος, ἔφη, λέγειν, ὦ Χαρμίδη, δι’ ὅ τι ἐπὶ
πενίᾳ μέγα φρονεῖς. Οὐκοῦν τόδε μέν, ἔφη, ὁμολογεῖται,
κρεῖττον εἶναι θαρρεῖν ἢ φοβεῖσθαι καὶ ἐλεύθερον εἶναι
μᾶλλον ἢ δουλεύειν καὶ θεραπεύεσθαι μᾶλλον ἢ θεραπεύειν
καὶ πιστεύεσθαι ὑπὸ τῆς πατρίδος μᾶλλον ἢ ἀπιστεῖσθαι.
[4.30] ἐγὼ τοίνυν ἐν τῇδε τῇ πόλει ὅτε μὲν πλούσιος ἦν πρῶτον
μὲν ἐφοβούμην μή τίς μου τὴν οἰκίαν διορύξας καὶ τὰ
χρήματα λάβοι καὶ αὐτόν τί με κακὸν ἐργάσαιτο· ἔπειτα δὲ
καὶ τοὺς συκοφάντας ἐθεράπευον, εἰδὼς ὅτι παθεῖν μᾶλλον
κακῶς ἱκανὸς εἴην ἢ ποιῆσαι ἐκείνους. καὶ γὰρ δὴ καὶ
προσετάττετο μὲν ἀεί τί μοι δαπανᾶν ὑπὸ τῆς πόλεως,
ἀποδημῆσαι δὲ οὐδαμοῦ ἐξῆν. [4.31] νῦν δ’ ἐπειδὴ τῶν ὑπερορίων
στέρομαι καὶ τὰ ἔγγεια οὐ καρποῦμαι καὶ τὰ ἐκ τῆς οἰκίας
πέπραται, ἡδέως μὲν καθεύδω ἐκτεταμένος, πιστὸς δὲ τῇ
πόλει γεγένημαι, οὐκέτι δὲ ἀπειλοῦμαι, ἀλλ’ ἤδη ἀπειλῶ
ἄλλοις, ὡς ἐλευθέρῳ τε ἔξεστί μοι καὶ ἀποδημεῖν καὶ
ἐπιδημεῖν· ὑπανίστανται δέ μοι ἤδη καὶ θάκων καὶ ὁδῶν
ἐξίστανται οἱ πλούσιοι. [4.32] καὶ εἰμὶ νῦν μὲν τυράννῳ ἐοικώς,
τότε δὲ σαφῶς δοῦλος ἦν· καὶ τότε μὲν ἐγὼ φόρον ἀπέφερον
τῷ δήμῳ, νῦν δὲ ἡ πόλις τέλος φέρουσα τρέφει με. ἀλλὰ
καὶ Σωκράτει, ὅτε μὲν πλούσιος ἦν, ἐλοιδόρουν με ὅτι
συνῆν, νῦν δ’ ἐπεὶ πένης γεγένημαι, οὐκέτι οὐδὲν μέλει
οὐδενί. καὶ μὴν ὅτε μέν γε πολλὰ εἶχον, ἀεί τι ἀπέ-
βαλλον ἢ ὑπὸ τῆς πόλεως ἢ ὑπὸ τῆς τύχης· νῦν δὲ ἀπο-
βάλλω μὲν οὐδέν (οὐδὲ γὰρ ἔχω), ἀεὶ δέ τι λήψεσθαι ἐλπίζω.
[4.33] Οὐκοῦν, ἔφη ὁ Καλλίας, καὶ εὔχῃ μηδέποτε πλουτεῖν, καὶ
ἐάν τι ὄναρ ἀγαθὸν ἴδῃς, τοῖς ἀποτροπαίοις θύεις; Μὰ Δία
τοῦτο μέντοι, ἔφη, ἐγὼ οὐ ποιῶ, ἀλλὰ μάλα φιλοκινδύνως
ὑπομένω, ἄν ποθέν τι ἐλπίζω λήψεσθαι. [4.34] Ἀλλ’ ἄγε δή,
ἔφη ὁ Σωκράτης, σὺ αὖ λέγε ἡμῖν, ὦ Ἀντίσθενες, πῶς
οὕτω βραχέα ἔχων μέγα φρονεῖς ἐπὶ πλούτῳ. Ὅτι νομίζω,
ὦ ἄνδρες, τοὺς ἀνθρώπους οὐκ ἐν τῷ οἴκῳ τὸν πλοῦτον
καὶ τὴν πενίαν ἔχειν ἀλλ’ ἐν ταῖς ψυχαῖς. [4.35] ὁρῶ γὰρ πολ-
λοὺς μὲν ἰδιώτας, οἳ πάνυ πολλὰ ἔχοντες χρήματα οὕτω
πένεσθαι ἡγοῦνται ὥστε πάντα μὲν πόνον, πάντα δὲ κίν-
δυνον ὑποδύονται, ἐφ’ ᾧ πλείω κτήσονται, οἶδα δὲ καὶ
ἀδελφούς, οἳ τὰ ἴσα λαχόντες ὁ μὲν αὐτῶν τἀρκοῦντα ἔχει
καὶ περιττεύοντα τῆς δαπάνης, ὁ δὲ τοῦ παντὸς ἐνδεῖται·
[4.36] αἰσθάνομαι δὲ καὶ τυράννους τινάς, οἳ οὕτω πεινῶσι χρη-
μάτων ὥστε ποιοῦσι πολὺ δεινότερα τῶν ἀπορωτάτων· δι’
ἔνδειαν μὲν γὰρ δήπου οἱ μὲν κλέπτουσιν, οἱ δὲ τοιχωρυ-
χοῦσιν, οἱ δὲ ἀνδραποδίζονται· τύραννοι δ’ εἰσί τινες οἳ ὅλους
μὲν οἴκους ἀναιροῦσιν, ἁθρόους δ’ ἀποκτείνουσι, πολλάκις δὲ
καὶ ὅλας πόλεις χρημάτων ἕνεκα ἐξανδραποδίζονται. [4.37] τούτους
μὲν οὖν ἔγωγε καὶ πάνυ οἰκτίρω τῆς ἄγαν χαλεπῆς νόσου.
ὅμοια γάρ μοι δοκοῦσι πάσχειν ὥσπερ εἴ τις πολλὰ ἔχοι καὶ
πολλὰ ἐσθίων μηδέποτε ἐμπίμπλαιτο. ἐγὼ δὲ οὕτω μὲν
πολλὰ ἔχω ὡς μόλις αὐτὰ καὶ [ἐγὼ ἂν] αὐτὸς εὑρίσκω· ὅμως
δὲ περίεστί μοι καὶ ἐσθίοντι ἄχρι τοῦ μὴ πεινῆν ἀφικέσθαι
καὶ πίνοντι μέχρι τοῦ μὴ διψῆν καὶ ἀμφιέννυσθαι ὥστε ἔξω
μὲν μηδὲν μᾶλλον Καλλίου τούτου τοῦ πλουσιωτάτου ῥιγοῦν·
[4.38] ἐπειδάν γε μὴν ἐν τῇ οἰκίᾳ γένωμαι, πάνυ μὲν ἀλεεινοὶ
χιτῶνες οἱ τοῖχοί μοι δοκοῦσιν εἶναι, πάνυ δὲ παχεῖαι
ἐφεστρίδες οἱ ὄροφοι, στρωμνήν γε μὴν οὕτως ἀρκοῦσαν
ἔχω ὥστ’ ἔργον μέγ’ ἐστὶ καὶ ἀνεγεῖραι. ἂν δέ ποτε καὶ
ἀφροδισιάσαι τὸ σῶμά μου δεηθῇ, οὕτω μοι τὸ παρὸν ἀρκεῖ
ὥστε αἷς ἂν προσέλθω ὑπερασπάζονταί με διὰ τὸ μηδένα
ἄλλον αὐταῖς ἐθέλειν προσιέναι. [4.39] καὶ πάντα τοίνυν ταῦτα
οὕτως ἡδέα μοι δοκεῖ εἶναι ὡς μᾶλλον μὲν ἥδεσθαι ποιῶν
ἕκαστα αὐτῶν οὐκ ἂν εὐξαίμην, ἧττον δέ· οὕτω μοι δοκεῖ
ἔνια αὐτῶν ἡδίω εἶναι τοῦ συμφέροντος. [4.40] πλείστου δ’ ἄξιον
κτῆμα ἐν τῷ ἐμῷ πλούτῳ λογίζομαι εἶναι ἐκεῖνο, ὅτι εἴ μού
τις καὶ τὰ νῦν ὄντα παρέλοιτο, οὐδὲν οὕτως ὁρῶ φαῦλον
ἔργον ὁποῖον οὐκ ἀρκοῦσαν ἂν τροφὴν ἐμοὶ παρέχοι. [4.41] καὶ
γὰρ ὅταν ἡδυπαθῆσαι βουληθῶ, οὐκ ἐκ τῆς ἀγορᾶς τὰ
τίμια ὠνοῦμαι (πολυτελῆ γὰρ γίγνεται), ἀλλ’ ἐκ τῆς ψυχῆς
ταμιεύομαι. καὶ πολὺ πλέον διαφέρει πρὸς ἡδονήν, ὅταν
ἀναμείνας τὸ δεηθῆναι προσφέρωμαι ἢ ὅταν τινὶ τῶν τιμίων
χρῶμαι, ὥσπερ καὶ νῦν τῷδε τῷ Θασίῳ οἴνῳ ἐντυχὼν οὐ
διψῶν πίνω αὐτόν. [4.42] ἀλλὰ μὴν καὶ πολὺ δικαιοτέρους γε εἰκὸς
εἶναι τοὺς εὐτέλειαν μᾶλλον ἢ πολυχρηματίαν σκοποῦντας.
οἷς γὰρ μάλιστα τὰ παρόντα ἀρκεῖ ἥκιστα τῶν ἀλλοτρίων
ὀρέγονται. [4.43] ἄξιον δ’ ἐννοῆσαι ὡς καὶ ἐλευθερίους ὁ τοιοῦτος
πλοῦτος παρέχεται. Σωκράτης τε γὰρ οὗτος παρ’ οὗ ἐγὼ
τοῦτον ἐκτησάμην οὔτ’ ἀριθμῷ οὔτε σταθμῷ ἐπήρκει μοι, ἀλλ’
ὁπόσον ἐδυνάμην φέρεσθαι, τοσοῦτόν μοι παρεδίδου· ἐγώ τε
νῦν οὐδενὶ φθονῶ, ἀλλὰ πᾶσι τοῖς φίλοις καὶ ἐπιδεικνύω τὴν
ἀφθονίαν καὶ μεταδίδωμι τῷ βουλομένῳ τοῦ ἐν τῇ ἐμῇ ψυχῇ
πλούτου. [4.44] καὶ μὴν καὶ τὸ ἁβρότατόν γε κτῆμα, τὴν σχολὴν
ἀεὶ ὁρᾶτέ μοι παροῦσαν, ὥστε καὶ θεᾶσθαι τὰ ἀξιοθέατα
καὶ ἀκούειν τὰ ἀξιάκουστα καὶ ὃ πλείστου ἐγὼ τιμῶμαι,
Σωκράτει σχολάζων συνδιημερεύειν. καὶ οὗτος δὲ οὐ τοὺς
πλεῖστον ἀριθμοῦντας χρυσίον θαυμάζει, ἀλλ’ οἳ ἂν αὐτῷ
ἀρέσκωσι τούτοις συνὼν διατελεῖ. οὗτος μὲν οὖν οὕτως
εἶπεν.
***
Ο δε Καλλίας είπε: «Σειρά σου είναι, Χαρμίδη, να λέγης διατί υπερηφανεύεσαι δια την πενίαν σου». «Όλοι βεβαίως συμφωνούν εις το ότι ανώτερον είναι να έχη κάνεις θάρρος παρά να φοβήται και να είναι μάλλον ελεύθερος παρά δούλος και να τον περιποιούνται μάλλον παρά αυτός να περιποιήται άλλους και να τον εμπιστεύεται η πατρίς μάλλον παρά να δυσπιστεί προς αυτόν. Εγώ λοιπόν εις αυτήν την πόλιν, όταν μεν ήμην πλούσιος, πρώτα μεν εφοβούμην.μήπως κανείς μου ανοίξη την οικίαν και κλέψη τα χρήματα και εμέ τον ίδιον κακοποίηση· έπειτα δε και τους συκοφάντας επεριποιούμην, διότι εγνώριζα ότι ήμην ικανός μάλλον να κακοποιηθώ απ' αυτούς παρά να τους βλάψω· αλλά και να εξοδεύω εκάστοτε με διέτασσεν η πόλις, δεν επέτρεπε δε να ταξιδεύω πουθενά. Ενώ τώρα, επειδή και τα μακράν της πόλεως κτήματά μου εστερήθην και τα εγχώρια δεν τα εκμεταλλεύομαι και τα οικιακά μου πράγματα έχω πωλήσει, ευχάριστα μεν εξαπλώνομαι και κοιμώμαι, αξιόπιστος δ' έγινα εις την πόλιν, δεν με φοβερίζουν πλέον, αλλά μάλλον εγώ φοβερίζω, ως ελεύθερος δε έχω άδειαν και να ταξιδεύω και να μένω εις την πόλιν∙ μου προσηκώνονται δε πλέον οι καθήμενοι πλούσιοι και μου κάμνουν τόπον να περάσω εις τους δρόμους· και τώρα μεν ομοιάζω προς τύραννον, ενώ τότε ολοφάνερα ήμην δούλος. Και τότε μεν εγώ εις τον δήμον κατέβαλλα φόρον, ενώ τώρα η πόλις αυτή δαπανά και με τρέφει. Αλλά και διότι συνανεστρεφόμην τον Σωκράτην όταν ήμην πλούσιος με ύβριζαν, ενώ τώρα, αφού έγινα πτωχός, τίποτε πλέον κανένα δεν τον μέλει. Εν τούτοις, όταν μεν είχα περιουσίαν, πολλάκις έχανα και κάτι είτε εξ αιτίας της πόλεως είτε και εκ τύχης∙ ενώ τώρα τίποτε δεν χάνω, διότι ουδέ έχω τίποτε, πάντοτε δε κάτι ελπίζω να λάβω». «Και εύχεσαι δια τούτο ―είπεν ο Καλλίας― ποτέ να μη πλουτήσης και αν καλόν όνειρον ίδης θυσιάζεις εις τους αποτρόπαιους θεούς;» «Όχι βέβαια, αυτό εγώ δεν το κάμνω, αλλά και με πολύν κίνδυνον υπομένω, αν από πουθενά ελπίζω κάτι να λάβω».
«Αλλά συ, Αντισθένη, είπεν ο Σωκράτης, έλα λοιπόν πάλιν και λέγε μας, πώς με τόσην ολίγην περιουσίαν υπερηφανεύεσαι δια τον πλούτον σου». «Διότι νομίζω, φίλοι μου, ότι οι άνθρωποι τον πλούτον και την πενίαν έχουν όχι εις την οικίαν, αλλ' εις τας ψυχάς των· επειδή βλέπω πολλούς μεν ιδιώτας, οι οποίοι ενώ έχουν πολλά χρήματα τόσον πτωχοί νομίζουν ότι είναι, ώστε αναλαμβάνουν παντός είδους κόπους και κίνδυνους, δια ν' αποκτήσουν περισσότερα. Γνωρίζω δε και αδελφούς, οι οποίοι κληρονομήσαντες ίσην περιουσίαν, ο μεν εξ αυτών έχει και όσα του είναι αρκετά εις την ζωήν και περίσσευμα από τα έξοδά του, ενώ ο άλλος στερείται απ' όλα. Μανθάνω δε ότι και μερικοί τύραννοι τόσην δίψαν έχουν χρημάτων, ώστε φέρονται χειρότερα από τους πλέον απόρους, διότι, ως γνωστόν, εξ αιτίας της ενδείας άλλοι μεν κλέπτουν, άλλοι δε γίνονται τοιχωρύχοι, άλλοι κάμνουν απαγωγάς, ενώ υπάρχουν μερικοί τύραννοι, οι οποίοι ολοκλήρους πόλεις δια χρήματα υποδουλώνουν. Τούτους λοιπόν εγώ και πολύ τους λυπούμαι δια την βαρυτάτην ασθένειάν των, επειδή μου φαίνεται ότι πάσχουν ό,τι και ο τρώγων πολλά αλλά, ο οποίος ποτέ δεν χορταίνει. Ενώ εγώ τόσα πολλά έχω, ώστε και ο ίδιος δύσκολα τα ευρίσκω· και όμως κατορθώνω και να φάγω τόσον ώστε να πεινώ, και να πίνω τόσον ώστε να διψώ, και να ενδύωμαι ώστε έξω μεν να μη κρυώνω περισσότερον τούτου εδώ του πλουσιωτάτου Καλλίου· όταν δε ευρεθώ εις την οικίαν μου πολύ ζεστά επανωφόρια μου φαίνονται ότι είναι οι τοίχοι, πολύ δε παχείαι εφεστρίδες οι όροφοι, στρώμα δε τόσον αρκετόν έχω, ώστε δυσκολεύομαι και να το σηκώσω∙ αν δε ποτέ το σώμα μου και της αφροδίτης αισθανθή την ανάγκην, τόσον αρκετή είναι η παρούσα κατάστασίς μου, ώστε όσας πλησιάσω υπερβολικά με περιποιούνται, διότι κανείς άλλος δεν δέχεται να τας πλησιάζη. Και όλα αυτά εν τούτοις τόσον μου φαίνονται ευχάριστα, ώστε με την εκτέλεσιν του καθενός εξ αυτών δεν θα ηυχόμην να δοκιμάζω μεγαλυτέραν ευχαρίστησιν, αλλά μάλλον ολιγωτέραν. Τόσον περισσότερον παρ' όσον συμφέρει ευχάριστα νομίζω ότι είναι μερικά εξ αυτών. Το δε αξιολογώτερον από όλα του πλούτου μου τα κτήματα θεωρώ το εξής: ότι δηλαδή αν κανείς ήθελε μ' αφαιρέσει και όσα τώρα έχω, δεν βλέπω ποίον εξευτελισμένον επάγγελμα δεν θα μου επρομήθευεν αρκετήν τροφήν, και όταν θελήσω να καλοπεράσω, δεν αγοράζω τα πολυτελή εκ της αγοράς, διότι εκεί είναι ακριβά, αλλά τα προμηθεύομαι εκ της ψυχής· και δια να ευχαριστηθώ μεγαλυτέρα διαφορά υπάρχει, όταν περιμείνω να παρουσιασθή ανάγκη και τότε πλησιάσω, παρά όταν μεταχειρίζωμαι κάποιο ακριβόν πράγμα, όπως και τώρα τον Θάσιον αυτόν οίνον, ευρισκόμενον εμπρός μου, τον πίνω χωρίς να διψώ. Είναι δε άλλως και πολύ δικαιότεροι φυσικά οι επιδιώκοντες την οικονομίαν μάλλον παρά την πολυχρηματίαν. Επειδή όσοι αρκούνται εις όσα έχουν τώρα διόλου δεν επιθυμούν τα ξένα. Αξίζει δε να εννοήση κανείς ότι ο τοιούτος πλούτος κάμνει και ελευθερίους τους ανθρώπους. Διότι και ο Σωκράτης εδώ, από τον οποίον τον πλούτον τούτον απέκτησα, ούτε πολλά ούτε βαριά μου έδιδε, αλλά, όσα ηδυνάμην να φέρω, τόσα μου παρέδιδε, και εγώ τώρα δεν αρνούμαι εις κανένα, αλλ' εις όλους τους φίλους και την αφθονίαν των όσα έχω παρουσιάζω και μεταδίδω από τον ψυχικόν μου πλούτον εις όποιον επιθυμεί· ακόμη δε και το αβρότατον κτήμα, την ελευθερίαν, βλέπετε ότι πάντοτε την έχω, ώστε και τα αξιοθέατα πράγματα να βλέπω και τα αξιάκουστα ν' ακούω και, το πολυτιμότερον δι' εμέ πράγμα, να έχω καιρόν να συναναστρέφωμαι όλην την ημέραν τον Σωκράτην, ο οποίος θαυμάζει όχι τους έχοντας πολύν χρυσόν, αλλ' όσοι του αρέσουν τούτους πάντα συναναστρέφεται». Αυτός λοιπόν τοιουτοτρόπως ωμίλησεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου