Βρισκόμαστε μπροστά στο αιώνιο ζήτημα της ταξικής πάλης, που αφορά τη σύγκρουση ανάμεσα στην κατανομή της εργασίας και την κατανάλωση των αγαθών που προκύπτουν από αυτή. Οι δούλοι είναι οι άνθρωποι που θα δουλεύουν και ταυτόχρονα θα αποκλείονται από τις αντίστοιχες απολαβές που οι ίδιοι παράγουν, ή τουλάχιστο, θα συμμετέχουν το λιγότερο δυνατό. Φυσικά, στη σπαρτιατική κοινωνία, αυτό δε σημαίνει ότι οι ελεύθεροι πολίτες απολάμβαναν την τρυφηλότητα της δίχως μόχθο κατανάλωσης. Γιατί όλοι οι Σπαρτιάτες επωμίζονται τα στρατιωτικά τους καθήκοντα, που απέχουν πολύ απ’ αυτό που ονομάζουμε τεμπελιά ή καλοπέραση. «οι γνήσιοι Σπαρτιάτες δεν ήταν τεμπέληδες, κάθε άλλο μάλιστα, αφού όλοι τους ήταν ισόβιοι επαγγελματίες πολεμιστές. Και καμιά δουλειά δεν είναι πιο σκληρή απ’ αυτή του στρατιωτικού, που κάθε τόσο παίζει το κεφάλι του κορόνα γράμματα προκειμένου να σώσει, έναντι αμοιβής φυσικά, την πατρίδα».
Όμως, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι η σκληρή στρατιωτική ζωή των Σπαρτιατών ισοδυναμεί με κάτι σαν καταμερισμό εργασίας (εμείς πολεμάμε, εσείς δουλεύετε), και πάλι είναι αδύνατο να αποφευχθεί η μοιραία σύγκρουση των συμφερόντων που γεννιούνται μέσα από την ίδια τη διαμόρφωση της δομής των παραγωγικών δυνάμεων. Γιατί οι είλωτες διαρκώς καραδοκούν για ευκαιρίες προς ξεσηκωμό, όπως παραδέχεται κι ο Αριστοτέλης. Η κοινωνική αδικία σε βάρος των ανθρώπων που δουλεύουν χωρίς να απολαμβάνουν αυτά που δικαιούνται, είναι αδύνατο να παραβλεφθεί όπως κι αν το θέσει κανείς. Βρισκόμαστε μπροστά στην ανισότητα που δεν πρέπει ποτέ ομολογηθεί. Κι αυτός είναι ο δρόμος της καταπίεσης. Η ελευθερία δεν αφορά μόνο τη δυνατότητα της έκφρασης των απόψεων ή της συμμετοχής στα πολιτικά δρώμενα ή της ισότιμης πρόσβασης σε θεσμούς όπως η εκπαίδευση ή η δικαιοσύνη (φυσικά και δεν αποκλείονται όλα αυτά), αλλά και στην ίδια την καταναλωτική ισχύ που αποδίδεται στους πολίτες. Γιατί η πρόσβαση στα αγαθά αφορά την πραγμάτωση της δικαιοσύνης. Αυτός που δουλεύει και δεν απολαμβάνει νιώθει αδικημένος, γιατί είναι αδικημένος. Οι δούλοι, εκπροσωπώντας τα μέσα παραγωγής της εποχής, είναι οι άνθρωποι που πρέπει να δουλέψουν προς όφελος των άλλων. Από τη στιγμή που ο Αριστοτέλης ομολογεί ότι «αν οι σαΐτες ύφαιναν από μόνες τους και οι χορδές της κιθάρας έπαιζαν από μόνες τους, τότε ούτε οι αρχιτεχνίτες θα χρειάζονταν υπηρέτες ούτε οι ελεύθεροι δούλους» αυτομάτως παραδέχεται ότι είναι ο τρόπος της παραγωγής που επιβάλλει τη δουλεία. Υπό αυτές τις συνθήκες οι δούλοι πρέπει να παραμείνουν δούλοι, γιατί αυτό ορίζουν οι οικονομικές ανάγκες. Μόνο η επανάσταση της αυτοματοποιημένης παραγωγής μπορεί να τους απελευθερώσει. (Το κατά πόσο, με την εμφάνιση της μηχανής, οι εργάτες που τη χειρίζονται είναι πράγματι απελευθερωμένοι, είναι μια άλλη ιστορία). Μέχρι τότε, αυτό που μένει ως κύριο ζήτημα, είναι η διαχείριση των δούλων, ώστε να μην ξεσηκώνονται. «Άλλοι πάλι νομίζουν ότι η εξουσία του δουλοκτήτη πάνω στο δούλο είναι ένα είδος τέχνης – επιστήμης και ότι, όπως είπαμε στην αρχή, κατά τη γνώμη τους η τέχνη – επιστήμη του οικοδεσπότη, του δουλοκτήτη, του πολιτικού και του βασιλιά ταυτίζονται». Με άλλα λόγια αυτό που προέχει είναι η διασφάλιση της κοινωνικής ισορροπίας, που συνίσταται σε μεγάλο βαθμό, στη διαχείριση των δούλων: «Διότι, αν τους αφήσει κανείς ελεύθερους, συμπεριφέρονται με αναίδεια και απαιτούν να εξισωθούν με τους κυρίους τους, και όταν κακοπάθουν τους επιβουλεύονται και τους μισούν».
Το ότι ο Αριστοτέλης δεν μπαίνει ποτέ στο ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης σε σχέση με το θεσμό της δουλείας, είναι η σιωπηλή του παραδοχή ότι οι παραγωγικές δομές της κάθε εποχής ορίζουν και τη δικαιοσύνη. Γι’ αυτό και οι απόψεις του σχετικά με τη δουλεία (ότι είναι σύμφωνη με τη φύση) και τους ανθρώπους (ότι από τη φύση τους είναι πλασμένοι να άρχουν ή άρχονται). Γιατί πρέπει να υποστηρίξει αυτό που ο Μαρξ θα χαρακτήριζε εποικοδόμημα, δηλαδή τις αντιλήψεις (ηθικές, θρησκευτικές, κλπ), που διαμορφώνονται πάνω στην υλική βάση που ορίζει ο τρόπος της παραγωγής. Κι εδώ είναι και η απαρχή των αντιφάσεών του Αριστοτέλη, αφού, παρόλο που οι δούλοι είναι από τη φύση τους δούλοι, διαρκώς προσπαθούν να ανατρέψουν αυτή την κατάσταση. (Θα έλεγε κανείς ότι οι δούλοι πάνε κόντρα στη φύση τους). Κάτι τέτοιο όμως σύμφωνα με την αριστοτελική τελεολογία, όπου κάθε πλάσμα από τη φύση του έχει ως στόχο να φτάσει στην τέλεια κατάστασή του ώστε να υπηρετήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το έργο για το οποίο είναι πλασμένο, είναι αδύνατο να συμβεί. Εφόσον ο δούλος είναι δούλος από τη φύση, τότε η ίδια η φύση όφειλε να τον καθοδηγήσει στο δρόμο της υπακοής και της υποτέλειας. Ο Αριστοτέλης προτιμά να προσπεράσει το θέμα μεταθέτοντάς το στη διαχείριση της εξουσίας. Σωστή εξουσία είναι αυτή που εξασφαλίζει την κοινωνική συνοχή. Και η κοινωνική συνοχή στηρίζεται κατά πολύ και στη συμπεριφορά των δούλων. Η σωστή διακυβέρνηση οφείλει να το λύσει αυτό, και η Σπαρτιάτες δε φαίνεται να το έχουν πετύχει: «Είναι λοιπόν φανερό ότι όσοι ζουν, όπως οι Σπαρτιάτες με τους είλωτες, δεν έχουν βρει τον πιο καλό τρόπο ζωής».
Όμως ο Αριστοτέλης, πέρα από τους δούλους, βλέπει ακόμη ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα της σπαρτιατικής διακυβέρνησης: «Έπειτα η ελευθεριότητα των γυναικών είναι βλαβερή και για το στόχο του πολιτεύματος και για την ευδαιμονία της πόλης». Οι γυναίκες στη Σπάρτη, κατά τον Αριστοτέλη, είχαν τόσα δικαιώματα που ετίθετο ζήτημα νομοθετικής ρύθμισης για την ισότητα των δύο φίλων: «Στην αρχή βεβαίως η ελευθεριότητα των γυναικών στους Σπαρτιάτες φαίνεται να υπήρξε δικαιολογημένη. Διότι οι Σπαρτιάτες λόγω των εκστρατειών τους ζούσαν μακριά από την πατρίδα τους για πολύ καιρό διεξάγοντας πόλεμο εναντίον των Αργείων και κατόπιν εναντίον των Αρκάδων και των Μεσσηνίων. Όταν δε ησύχασαν, έθεσαν τους εαυτούς τους, ώριμους μέσα από τη στρατιωτική ζωή, στη διάθεση του νομοθέτη (γιατί η στρατιωτική ζωή συμβάλλει στην απόκτηση πολλών αρετών). Ενώ τις γυναίκες, λένε, προσπάθησε βεβαίως ο Λυκούργος να τις υπαγάγει στους νόμους, όταν όμως αυτές εναντιώθηκαν, αναγκάστηκε να υποχωρήσει». Για να ολοκληρώσει: «Όπως ακριβώς ο άντρας και η γυναίκα είναι μέρη της οικογένειας, έτσι είναι φανερό ότι πρέπει να δεχτούμε ότι και η πολιτεία κατά κάποιο τρόπο διαιρείται σε δυο μέρη, στον αντρικό και το γυναικείο πληθυσμό, ώστε σε όσα πολιτεύματα η σχετική με τις γυναίκες νομοθεσία είναι ανεπαρκής, πρέπει να ομολογήσουμε ότι η μισή πολιτεία είναι ουσιαστικά χωρίς νομοθετικό πλαίσιο. Αυτό ακριβώς συνέβη εκεί, δηλαδή στη Σπάρτη. Διότι, αν και ο νομοθέτης θέλει να γίνει όλος ο πληθυσμός της πολιτείας ανθεκτικός στις δυσκολίες, το έπραξε αυτό προφανώς μόνο για τους άντρες, ενώ για τις γυναίκες δε φρόντισε. Διότι ζουν κατά τρόπο αχαλίνωτο και μαλθακό». «Η Σπαρτιάτισσα ήταν σχεδόν πλήρως ισότιμη με το Σπαρτιάτη και δεν καθόταν κλεισμένη στο σπίτι της, όπως η κακόμοιρη η Αθηναία, αλλά εν πολλοίς και η σημερινή Νεοελληνίδα. Έπαιρνε ενεργό μέρος στην πολιτική ζωή, είχε λόγο για όλα και κανείς σύζυγος δεν κατάφερε να της καθίσει στο σβέρκο».
Ο Αριστοτέλης εκπροσωπώντας μάλλον την αθηναϊκή αντίληψη σχετικά με τη γυναίκα αδυνατεί να καταλάβει τη σπαρτιατική συμπεριφορά. Την ελευθερία των γυναικών την αντιλαμβάνεται μόνο ως πηγή κινδύνων και συμφορών. Όσο για τη γενναιότητα της Σπαρτιάτισσας, ο Αριστοτέλης παρουσιάζει μια εντελώς διαφορετική εικόνα: «Και ενώ η θρασύτητα δεν είναι χρήσιμη σε καμία από τις καθημερινές ασχολίες, παρά μόνο, αν αυτό αληθεύει, στον πόλεμο, οι γυναίκες των Σπαρτιατών και σ’ αυτό το πεδίο προκάλεσαν μεγάλη ζημιά. Και το έδειξαν κατά την εισβολή των Θηβαίων. Όχι μόνο δεν πρόσφεραν τίποτε, όπως εντούτοις συμβαίνει σε άλλες πολιτείες, αλλά προκάλεσαν μεγαλύτερη σύγχυση απ’ ό,τι οι εχθροί». Όμως ο Αριστοτέλης δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτά. Προχωρά ακόμη περισσότερο θεωρώντας τη γυναίκα υπεύθυνη για τη φιλαργυρία και εξεγείρεται για την άνιση διανομή του πλούτου, που πλέον έχει περιπέσει στα χέρια των γυναικών: «Οι κακές όμως καταστάσεις σχετικά με τις γυναίκες δε φαίνεται να συνιστούν, καθώς ήδη ελέχθη, μόνον απρέπεια για το ίδιο το πολίτευμα, αλλά φαίνεται να προκαλούν σ’ έναν βαθμό και αύξηση της φιλοχρηματίας». Και συμπληρώνει: «Και έτσι σχεδόν τα δύο πέμπτα της χώρας, δηλαδή της εγγείου ιδιοκτησίας, ανήκουν στις γυναίκες και επειδή πολλές είναι μοναδικές κληρονόμοι και επειδή συμβαίνει να δίνουν (ενν. στις γυναίκες) μεγάλες προίκες. Και βεβαίως θα ήταν καλύτερα να οριστεί ή να μη δίνεται καθόλου προίκα ή να δίνεται μικρή ή μέτρια».
Είναι φανερό ότι ο Αριστοτέλης αδυνατεί να προσεγγίσει τις γυναίκες με ισότιμο τρόπο. Το ότι κατέχουν τα δύο πέμπτα της γης του φαίνεται αδιανόητο, ενώ παραδέχεται ότι αποτελούν το ήμισυ του πληθυσμού. (Θα έλεγε κανείς ότι δικαιούνταν τα δυόμιση πέμπτα). Τις θεωρεί μάλλον ανάξιες εμπιστοσύνης και πηγή κακών. Ο τρόπος της διανομής της γης – που, κατά τον Αριστοτέλη, ευνοεί τις γυναίκες – είναι η βασικότερη αιτία της μείωσης του πληθυσμού: «Λοιπόν, αν και η χώρα μπορούσε να θρέψει χίλιους πεντακόσιους ιππείς και τριάντα χιλιάδες οπλίτες, είχε λιγότερους από χίλιους λένε ότι κάποτε οι Σπαρτιάτες έφταναν τις δέκα χιλιάδες. Αλλά είτε αυτά αληθεύουν είτε όχι είναι καλύτερα να εξασφαλίζει η πόλη τον ανδρικό πληθυσμό της με την εξισωτική κατανομή της περιουσίας». Η θέση που διεκδίκησε και πέτυχε η Σπαρτιάτισσα μέσα στην κοινωνία είναι προφανές ότι ενοχλεί τον Αριστοτέλη. Οι απόψεις αυτές προδίδουν ότι δεν επιχείρησε να εμβαθύνει στις σχέσεις των δύο φύλων, ούτε ασχολήθηκε ποτέ σοβαρά με την γυναικεία προσωπικότητα. Ο Jostein Gaarder σχολιάζει: «Είναι εκπληκτικό και ταυτόχρονα λυπηρό το γεγονός ότι ένας τόσο έξυπνος άνθρωπος μπόρεσε να κάνει τέτοια χοντρά λάθη, όσον αφορά στις σχέσεις των δύο φίλων. Δείχνει, όμως, δύο πράγματα: πρώτον, ότι ο Αριστοτέλης δεν είχε πείρα από τη ζωή των γυναικών και των παιδιών, και δεύτερον, πόσο στραβά μπορούν να πάνε τα πράγματα, όταν οι άντρες διεκδικούν για τον εαυτό τους την αποκλειστικότητα στη φιλοσοφία και στην επιστήμη».
Εξετάζοντας τη θέση της γυναίκας στην Αθήνα και τη Σπάρτη επικαλείται τον όρο “εσωτερική δημοκρατία”, που εμπεριέχει και το αντίθετό του, την “εσωτερική δικτατορία”: «το κράτος των Λακεδαιμονίων δεν ήταν ούτε αντιδραστικό ούτε προοδευτικό, όπως θα λέγαμε με τη σύγχρονη γλώσσα. Ήταν ολιγαρχικό και στρατοκρατικό, αλλά με μια αξιοθαύμαστη “εσωτερική δημοκρατία”. Που όμως επειδή αφορούσε λίγους, δεν ήταν ακριβώς δημοκρατία, δηλαδή εξουσία του λαού. Πάντως, το καινούργιο που προσφέρει η Σπάρτη στη σύγχρονη σκέψη είναι ακριβώς η έννοια της “εσωτερικής δημοκρατίας” (τα κόμματα τη λένε “εσωκομματική δημοκρατία”). Η εσωτερική δημοκρατία αναφέρεται σε μικρές και κλειστές κοινωνικές ομάδες, όπως για παράδειγμα η οικογένεια. Μια Σπαρτιάτισσα ποτέ δε θα τα σήκωνε κάτι τέτοια (εννοείται υποτιμητικές κι εξουσιαστικές συμπεριφορές), προσιδιάζοντα στην “εσωτερική δικτατορία” – γιατί υπάρχει και τέτοια, και λειτουργεί ερήμην της εξωτερικής δημοκρατίας οι Σπαρτιάτες, ενώ ήταν δημοκράτες στο “σπίτι” τους, δεν τα κατάφερναν να γίνουν και εκτός αυτού. Ακριβώς το αντίθετο με τους Αθηναίους, που δεν ήταν καθόλου δημοκράτες στο σπίτι τους, αλλά ήταν άψογοι δημοκράτες εκτός αυτού. Προσωπικά, αν με ρωτάτε, χρειάζομαι και τις δύο μορφές δημοκρατίας. Γι’ αυτό και αγαπώ τους Σπαρτιάτες, όσο και τους Αθηναίους».
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου