Ο τρόπος λειτουργίας των τριών εξουσιών – βουλευτική, νομοθετική, εκτελεστική – ως καταμερισμός των καθηκόντων για τη διασφάλιση της ορθής διαχείρισης των δημόσιων ζητημάτων, δε θα μπορούσε να μην είναι αλληλένδετος με την ποιότητα και τη φιλοσοφία του εκάστοτε πολιτεύματος. Αν θεωρήσουμε ότι το πολίτευμα είναι ο τρόπος οργάνωσης της πολιτείας, τότε ο διαχωρισμός των επιμέρους εξουσιών και οι αρμοδιότητες που προκύπτουν σε συνδυασμό με το πλέγμα των διαφοροποιήσεων που εντοπίζονται από περίπτωση σε περίπτωση, δεν είναι τίποτε άλλο από τον αντίκτυπο των διαφορών που έχουν τα πολιτεύματα μεταξύ τους και που φυσικά θα ήταν αδύνατο να μην είναι ορατές μέσα στην ίδια τη δομή τους. Με άλλα λόγια ο τριμερής διαχωρισμός της εξουσίας νοείται αλλιώς στη δημοκρατία κι αλλιώς στην ολιγαρχία – και κατ’ επέκταση αλλιώς στην αριστοκρατία και την πολιτεία: «Κάθε πολίτευμα διαθέτει τρία στοιχεία των οποίων τη σκοπιμότητα για το καθένα οφείλει να εξετάζει ο σπουδαίος νομοθέτης. Αν αυτά λειτουργούν σωστά, και το πολίτευμα οπωσδήποτε λειτουργεί σωστά. Στο βαθμό, πάλι, που παρατηρούνται διαφορές στο καθένα από αυτά, διαφέρουν και τα πολιτεύματα μεταξύ τους».
Η βουλευτική εξουσία είναι το σώμα που πρέπει να πάρει τις κρίσιμες αποφάσεις, οι οποίες, εν πολλοίς, θα χαράξουν την πορεία της πόλης. Είναι οι επιλογές στα φλέγοντα ζητήματα της πολιτικής επικαιρότητας που θα έχουν καθοριστική σημασία για το μέλλον: «Το βουλευτικό αποφασίζει για πόλεμο και ειρήνη, για σύναψη συμμαχιών και διάλυσή τους, για νόμους, για ποινές θανάτου, εξορίας και δήμευσης και τέλος για εκλογές αρχόντων και για απόδοση των ευθυνών τους». Το ζήτημα είναι ποιοι ακριβώς θα αποτελούν το βουλευτικό σώμα, ποιοι δηλαδή θα συμμετέχουν στη λήψη τόσο σπουδαίων αποφάσεων: «Αναγκαστικά έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν ή όλοι οι πολίτες για όλα αυτά ή μερικοί μόνο για όλα (π.χ. μία μόνο αρχή, ή περισσότερες ή διάφορες αρχές να αποφασίζουν για διάφορα ζητήματα) ή όλοι για μερικά θέματα ή κάποιοι για κάποια θέματα». Κι εδώ ακριβώς έγκειται ο εντοπισμός των προθέσεων του εκάστοτε πολιτεύματος που είτε επιδιώκει την καθολική συμμετοχή των πολιτών είτε αξιώνει τον αποκλεισμό κάποιων. Είναι προφανές ότι όσο περισσότερα εμπόδια προβάλλει στη λαϊκή συμμετοχή τόσο πιο ολιγαρχικά κινείται.
Μια γνήσια δημοκρατία οφείλει όχι να επιτρέπει, αλλά να επιδιώκει, θα λέγαμε να εξασφαλίζει, τη συμμετοχή όλων: «Γνώρισμα της δημοκρατίας είναι να αποφασίζουν όλοι για όλα τα ζητήματα ανεξαιρέτως, καθώς την ισότητα αυτή επιδιώκει ο λαός». Το ζήτημα είναι με ποιο τρόπο θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτό, αφού «υπάρχουν πολλοί τρόποι να αποφασίζουν όλοι». Ο Αριστοτέλης παρατηρώντας τη δομή και τη λειτουργία των δημοκρατικών συστημάτων καταγράφει τέσσερις τρόπους που επιτυγχάνεται η λαϊκή συμμετοχή: «Ένας είναι να αποφασίζουν οι πολίτες εκ περιτροπής και όχι όλοι μαζί σε σώμα». Φέρνοντας ως παράδειγμα το πολίτευμα του Τηλεκλέους του Μιλησίου καταδεικνύει έναν τρόπο διοίκησης που λειτουργεί περισσότερο αντιπροσωπευτικά, που όμως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συγχέεται με τα σύγχρονα δεδομένα, αφού εκ περιτροπής το ρόλο του αντιπροσώπου θα τον έπαιζαν όλοι οι πολίτες. Είναι η δημοκρατία που χωρίς να αποκλείει κανέναν από τις πολιτικές αποφάσεις τελικά αποφασίζει μάλλον μειοψηφικά, καθώς η κάθε μεμονωμένη απόφαση αφορά τους πολίτες που συμμετέχουν στη διαμόρφωσή της. Αυτό που μένει είναι η διασφάλιση της ορθής επιλογής στην αναλογία των συμμετεχόντων (οικονομική κατάσταση, καταγωγή, περιοχή διαμονής, επάγγελμα κλπ.), ώστε η απόφαση να εκφράζει πράγματι τη λαϊκή βούληση κι όχι τα συμφέροντα μιας φράξιας που έτυχε να βρεθεί σε θέση ισχύος.
Ο δεύτερος τρόπος εξασφάλισης της λαϊκής συμμετοχής που εντοπίζει ο Αριστοτέλης αφορά την απόλυτη συμμετοχή των πολιτών σε συγκεκριμένα ζητήματα και πέρα αυτών να αποφασίζουν αρμόδιοι είτε αιρετοί είτε κληρωτοί: «Άλλος τρόπος είναι να συνέρχονται όλοι σε σώμα, μόνο για να εκλέγουν τους άρχοντες, να νομοθετούν, να αποφασίζουν για πόλεμο και ειρήνη, και να διεξάγουν τη διαδικασία της απόδοσης των ευθυνών στους άρχοντες. Για όλα τα άλλα ζητήματα αποφασίζουν οι αρμόδιοι για το καθένα άρχοντες, που είναι αιρετοί από όλους τους πολίτες ανεξαιρέτως, ή κληρωτοί». Στο ίδιο περίπου μήκος κύματος κινείται και ο τρίτος τρόπος λήψης των αποφάσεων μιας δημοκρατικά οργανωμένης πόλης: «Άλλος τρόπος είναι να συνέρχονται όλοι οι πολίτες για τα αξιώματα και τις λογοδοσίες των αρχόντων και με σκοπό να διαβουλεύονται για ζητήματα πολέμου και συμμαχιών, τα άλλα όμως θέματα να τα ρυθμίζουν αιρετές αρχές, όσες απαιτούνται, και τέτοιες είναι όσες ανατίθενται κατ’ ανάγκη σε εκείνους που γνωρίζουν να ασκούν εξουσία». Και οι δύο αυτές περιπτώσεις αφορούν την πραγμάτωση της άμεσης δημοκρατίας, που όμως, κυρίως για λόγους λειτουργικότητας, εναποθέτει αρμοδιότητες σε εκλεγμένους – εξασφαλίζοντας καθολικό δικαίωμα ψήφου – ή σε κληρωτούς, θεωρώντας ότι όλοι οι πολίτες είναι σε θέση να διεκπεραιώσουν ορθά τα δημόσια ζητήματα.
Ως προς την τέταρτη περίπτωση εξασφάλισης της συμμετοχικότητας στη λήψη των αποφάσεων ο Αριστοτέλης είναι ξεκάθαρος: «Τέταρτος τρόπος είναι να συγκεντρώνονται και να διαβουλεύονται όλοι για όλα, οι δε άρχοντες να μην αποφασίζουν για τίποτε, αλλά μόνο να προτείνουν προς έγκριση ή μη». Κι αν αυτός ο τελευταίος τρόπος φαίνεται ότι εξασφαλίζει την απόλυτη συμμετοχή, δίνει δηλαδή την εντύπωση της ιδανικότερης δημοκρατικής εκδοχής, η εικόνα αυτή γκρεμίζεται αμέσως από τις συνακόλουθες διευκρινίσεις: «Με τον τρόπο αυτό διοικείται το τελευταίο είδος δημοκρατίας στις μέρες μας, το οποίο υποστηρίζουμε ότι είναι ανάλογο με τη δυναστευτική ολιγαρχία και την τυραννική μοναρχία».
Πρόκειται για τη στρεβλή δημοκρατία των ψηφισμάτων και των δημαγωγών, τη δημοκρατία που απαξιώνει το δημόσιο συμφέρον αντικαθιστώντας το με τα συμφέροντα της κάθε συντεχνίας που προσπαθεί να επιβληθεί. Είναι η περίπτωση που οι νόμοι ατροφούν καθιστώντας φαινομενικά το λαό κυρίαρχο, ενώ στην πραγματικότητα τα ηνία τα έχουν οι ρήτορες που αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων. Η ακύρωση του νόμου είναι η υπονόμευση της ελευθερίας, αφού η ελευθερία δεν μπορεί να νοηθεί ως κάτι αποκομμένο απ’ το δημόσιο συμφέρον. Η ελευθερία αναγκαστικά ταυτίζεται με το νόμο ως κατοχύρωση του λαϊκού συμφέροντος. Η αξιοκρατία, η αξιοπρέπεια της καθημερινής διαβίωσης, η πολιτική εντιμότητα, η φερεγγυότητα των πολιτικών προσώπων, η διαφάνεια, με δυο λόγια η διασφάλιση της συλλογικής ευημερίας αποτελούν αναφαίρετα δικαιώματα του πολίτη. Η ελευθερία δεν είναι τίποτε άλλο από την κατοχύρωση αυτών των δικαιωμάτων. Η δημοκρατία οφείλει να προασπίσει τη συμμετοχή του λαού στη λήψη των αποφάσεων μόνο με την προϋπόθεση της εκ των προτέρων διασφάλισης της ομαλής λειτουργίας των θεσμών. Η λαϊκή συμμετοχή που επιφέρει την κατάλυση των θεσμών δεν είναι παρά η στρέβλωση, δηλαδή η δημοκρατική επίφαση που θα δώσει το άλλοθι στην ασυδοσία. Κι αυτός, κατά τον Αριστοτέλη, είναι ο πιο επαίσχυντος λαϊκισμός.
Από την άλλη, ενώ είναι δεδομένο ότι οι ολιγαρχίες θέλουν να περιορίσουν τη λαϊκή συμμετοχή στις αποφάσεις, πρέπει να καταστεί σαφές ότι κάθε περιορισμός δε συνεπάγεται αυτομάτως και ολιγαρχία. Όταν το βουλευτικό σώμα διαμορφώνεται με κριτήριο το εισόδημα, έχει μεγάλη σημασία το ύψος του εισοδήματος που τίθεται ως αναγκαία προϋπόθεση. Όταν είναι μέτριο επιτρέποντας τη συμμετοχή των περισσότερων, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση εφαρμόζουν και δεν καταπατούν το νόμο, και ταυτόχρονα διασφαλίζεται η συμμετοχή όλων όσων θα αποκτήσουν αυτό το εισόδημα ανεξαρτήτως καταγωγής ή πρότερης οικονομικής κατάστασης «η ολιγαρχία αυτού του είδους πλησιάζει την πολιτεία, επειδή διέπεται από μέτρο». Είναι η πάγια θέση της αριστοτελικής μεσότητας, που θέλει τη μεσαία τάξη κυρίαρχο και ρυθμιστή της πολιτικής κατάστασης: «Όταν όμως δε μετέχουν όλοι στο βουλευτικό σώμα, αλλά αυτοί που εκλέγονται, ασκούν την εξουσία σύμφωνα με το νόμο, όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, τότε το πολίτευμα είναι ολιγαρχικό».
Το γεγονός ότι αυτοί που μετέχουν στο βουλευτικό σώμα εκλέγονται, για τον Αριστοτέλη, δεν αλλάζει την ουσία της ολιγαρχικής λογικής που δρα με τη μέθοδο του αποκλεισμού. Εξάλλου δε διευκρινίζεται αν το δικαίωμα της ψήφου είναι καθολικό ή υπάρχουν κι εκεί κριτήρια αποκλεισμού που από θέση αρχής καθιστούν τους εκλεγμένους λιγότερο δημοφιλείς. Το σίγουρο είναι ότι αυτή παρουσιάζεται ως ήπια εκδοχή της ολιγαρχίας, αφού δεν καταλύει απόλυτα τη λαϊκή βούληση και σέβεται το νόμο. Τα πράγματα σκληραίνουν στην περίπτωση που ο λαός αποκλείεται σχεδόν απόλυτα από τη συγκρότηση του βουλευτικού σώματος και ο νόμος απαξιώνεται από τη βούληση των ισχυρών: «Όταν ωστόσο τα ίδια τα μέλη του βουλευτικού εκλέγουν μόνο τους εαυτούς τους και όταν ισχύει κληρονομική διαδοχή του αξιώματος από τον πατέρα στο γιο και είναι αυτοί υπεράνω των νόμων, τότε πρόκειται για ολιγαρχική πολιτειακή οργάνωση σε υπερθετικό βαθμό». Σε κάθε περίπτωση, είτε από το δρόμο της δημοκρατίας είτε από το δρόμο της ολιγαρχίας, η ακύρωση του νόμου οδηγεί στον απόλυτο συγκεντρωτισμό, δηλαδή στην αυθαιρεσία των λίγων. Κι αυτός είναι ο δρόμος προς την τυραννία.
Όσο για τον τρόπο που διαχειρίζονται τη βουλευτική εξουσία τα πολιτεύματα της αριστοκρατίας και της πολιτείας καθίσταται σαφές ότι η λαϊκή βούληση παίζει σπουδαίο ρόλο στα καθοριστικά ζητήματα της πόλης, όμως πέρα από αυτά τις αποφάσεις τις παίρνουν αιρετοί κι όχι κληρωτοί άρχοντες: «Αντίθετα, όταν ορισμένοι αποφασίζουν για ορισμένα θέματα, όπως για παράδειγμα όλοι οι πολίτες αποφασίζουν για ζητήματα πολέμου, ειρήνης και λογοδοσίας αρχόντων, αλλά οποιοδήποτε άλλο θέμα αποφασίζουν οι άρχοντες, και αυτοί είναι αιρετοί και όχι κληρωτοί, το πολίτευμα είναι αριστοκρατία». Για μια ακόμη φορά ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει ότι η αριστοκρατία νοείται μόνο ως αξιοκρατία, δηλαδή ως διαχείριση της εξουσίας από τους άριστους, και δεν έχει καμία σχέση ούτε με την καταγωγή ούτε με την υπερβολική περιουσία. Κι αυτός είναι και ο λόγος που λαός συμμετέχει ευθέως στη βουλευτική εξουσία σε ζητήματα υψίστης σημασίας όπως της ειρήνης ή του πολέμου: «Εάν, τέλος, άλλοι φορείς εξουσίας είναι αιρετοί και άλλοι κληρωτοί, και εάν είναι κληρωτοί ή άμεσα ή από τον κατάλογο εγκεκριμένων υποψηφίων, ή εάν είναι από κοινού αιρετοί ή κληρωτοί, τότε άλλα από αυτά είναι γνωρίσματα αριστοκρατικού πολιτεύματος και άλλα της πολιτείας».
Η πολιτεία, ως πολίτευμα που συνδυάζει στοιχεία και ολιγαρχικά και δημοκρατικά δε θα μπορούσε παρά να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο και στον τρόπο αντιμετώπισης της βουλευτικής εξουσίας. Ενώ ενέχει τον αποκλεισμό μην επιτρέποντας σε όλους τη συμμετοχή (στοιχείο ολιγαρχικό), ακολουθεί τις δημοκρατικές μεθόδους της εκλογής και του κλήρου. Από την άλλη, ως πολίτευμα που δεν απέχει πολύ από την αριστοκρατία κινείται και πάλι μέσα σε δυσδιάκριτα όρια, που κι ο Αριστοτέλης δεν αναλαμβάνει να τα διαχωρίσει με πληρότητα. Το σίγουρο είναι ότι ο θεσμός των κληρωτών αξιωματούχων αντίκειται από θέση αρχής στην αριστοκρατία που θέλει την ανάδειξη των πιο άξιων. Η κλήρωση προϋποθέτει την αντίληψη της πλήρους ισότητας των πολιτών ως προς την ικανότητα διαχείρισης της εξουσίας, άποψη εκ διαμέτρου αντίθετη με την ιδεολογία της διαρκούς αναζήτησης του καλύτερου.
Αυτό που ο Αριστοτέλης προτείνει για την καλύτερη δυνατή απόδοση της βουλευτικής εξουσίας είναι η εξασφάλιση της μέγιστης δυνατής συμμετοχής στις αποφάσεις. Ορμώμενος από τη δημοκρατία της Αθήνας που παρακολουθεί, την οποία – ως γνωστόν – θεωρεί απολύτως στρεβλή, παρατηρεί ότι ο λαϊκισμός και η δημαγωγία έχουν περιθωριοποιήσει τους επιφανείς πολίτες και η απογοήτευση τους κάνει να απομακρύνονται όλο και περισσότερο απ’ τα κοινά. Από τη στιγμή που αυτοί είναι οι άνθρωποι που απέχουν, το πολίτευμα πρέπει να φροντίσει και για τη δική τους συμμετοχή. Η λύση που υποδεικνύει έρχεται από τις μεθόδους της ολιγαρχίας που επιβάλλει πρόστιμα σ’ αυτούς που αρνούνται τη συμμετοχή.
Κι ας μη βιαστεί να καταλήξει κανείς σε συμπεράσματα επειδή υποδεικνύει μεθοδεύσεις της ολιγαρχίας, αφού ο Αριστοτέλης καταφεύγει σ’ αυτή τη λύση γιατί αυτό επιβάλλουν οι συγκεκριμένες περιστάσεις. (Μην ξεχνάμε ότι στις ολιγαρχίες είχε προτείνει να αποδίδουν μισθό στους φτωχότερους για να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή τους). Το ζήτημα είναι η συμμετοχή των περισσοτέρων και τα μέτρα που πρέπει να παρθούν είναι ανάλογα με τις περιστάσεις: «Συμφέρει στο είδος της δημοκρατίας που σήμερα θεωρείται κατ’ εξοχήν δημοκρατία (εννοώ το είδος στο οποίο ο δήμος είναι υπεράνω και των νόμων ακόμη), προκειμένου να λαμβάνονται σωστότερες αποφάσεις, να κάνει αυτό που κάνουν τα ολιγαρχικά πολιτεύματα για τη λειτουργία των δικαστηρίων (επιβάλλουν πρόστιμο σε όσους δε θέλουν να δικάζουν για να τους υποχρεώσουν να δικάζουν. Αντίθετα οι δημοκρατικοί αμείβουν με μισθό τους άπορους πολίτες)». Και συνεχίζει υποδεικνύοντας και τον τρόπο λειτουργίας της εκκλησίας του δήμου: «Αυτό προτείνω να γίνει και για τις εκκλησίες (θα αποφασίζουν σωστότερα, αν αποφασίζουν από κοινού όλοι, ο λαός μαζί με τους επιφανείς πολίτες και οι επιφανείς πολίτες μαζί με το λαό).
Όμως η ισότιμη εκπροσώπηση που πρέπει να διασφαλιστεί με τη συμμετοχή των πολλών, σε τελική ανάλυση δεν είναι τίποτε άλλο από την εκπροσώπηση όλων των συμφερόντων. Με άλλα λόγια όλες οι κοινωνικές τάξεις πρέπει να έχουν φωνή στη διαχείριση της βουλευτικής εξουσίας, αφού μόνο έτσι θα επιτευχθεί η κοινωνική πολυφωνία. Η βουλευτική εξουσία που επιτρέπει μόνο τη συμμετοχή των πλουσίων δεν μπορεί παρά να δράσει συντεχνιακά: «Συμφέρει επίσης τα μέλη του βουλευτικού να είναι αιρετά ή κληρωτά μεν, αλλά να ισχύει ισότητα ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Συμφέρει επίσης και στην περίπτωση που οι δημοκρατικοί ως πολυπληθέστεροι κυριαρχούν αριθμητικά ανάμεσα στους πολίτες, ή να μη δίνεται σε όλους μισθό, αλλά σε πλήθος αντίστοιχο με το πλήθος των επιφανών πολιτών, ή να αφαιρούν με κλήρο το δικαίωμα συμμετοχής σε όσους υπερβαίνουν αυτό τον αριθμό». Κι αν ο αποκλεισμός των φτωχών δημοκρατικών, προκειμένου να διασφαλιστούν οι ισορροπίες στη βουλευτική εκπροσώπηση, ξενίζει, ο Αριστοτέλης προτείνει ακριβώς το ίδιο και στην αντίθετη περίπτωση: «Αντίθετα στις ολιγαρχίες ωφελεί ή να προσθέσουν με εκλογές μερικούς απ’ το λαό στο βουλευτικό ή, όπως γίνεται σε άλλα πολιτεύματα, αφού συστήσουν ένα σώμα από πολίτες με το όνομα πρόβουλοι ή νομοφύλακες, να ασχολούνται με τα θέματα που επεξεργάστηκαν οι πρόβουλοι (γιατί έτσι ο λαός θα μετέχει στο βουλευτικό, αλλά δε θα έχει δύναμη να καταλύσει κανένα στοιχείο από το πολίτευμα)».
Οι πρόβουλοι και οι νομοφύλακες ήταν σώματα των αριστοκρατικών πολιτευμάτων. Ειδικότερα οι πρόβουλοι ήταν βουλευτικό σώμα και οι νομοφύλακες πολιτική αρχή με κύρια αρμοδιότητα να ελέγχουν την τήρηση των νόμων. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης στο τέλος του έκτου βιβλίου των Πολιτικών του αναφέρει: «τρεις είναι οι αρχές στις οποίες μερικά πολιτεύματα αναθέτουν την ευθύνη για την εκλογή των αρχόντων, δηλαδή η αρχή των νομοφυλάκων, των προβούλων και της βουλής. Από αυτές τις αρχές εκείνη των νομοφυλάκων είναι αριστοκρατικός θεσμός, των προβούλων ολιγαρχικός και της βουλής δημοκρατικός». (1323a, 6), ενώ επίσης στο έκτο βιβλίο (1322b, 16) αναφέρει: «ονομάζονται πρόβουλοι, επειδή προβουλεύονται, ενώ όπου υπάρχει δημοκρατία, βουλή μάλλον». (1322b, 16). Πιο ξεκάθαρος όμως γίνεται στο τέταρτο βιβλίο των Πολιτικών του (1299b, 30): «Εξάλλου υπάρχουν και ειδικές αρχές σε ορισμένα είδη πολιτευμάτων, όπως η αρχή των προβούλων. Η αρχή αυτή δεν είναι δημοκρατική. Το βουλευτικό σώμα όμως είναι λαϊκό. Γιατί πρέπει να υπάρχει κάποιο όργανο το οποίο να επεξεργάζεται τα θέματα πριν από το δήμο, για να μην απασχολείται αυτός. Αν είναι ολιγάριθμο αυτό, έχει ολιγαρχικό χαρακτήρα. Οι πρόβουλοι αναγκαστικά είναι λίγοι και επομένως ο θεσμός είναι ολιγαρχικός»
Τελικά, αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία για τον Αριστοτέλη στη βουλευτική εξουσία είναι οι πολιτικές ζυμώσεις που θα προέλθουν από την ισότιμη αντιπαράθεση των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων. Η συνύπαρξη των κοινωνικών τάξεων είναι ζήτημα υψίστης σημασίας για την ευημερία της πόλης και σε καμία περίπτωση δε θα ήταν λύση η επιβολή της περιουσιακής ισότητας. Γιατί η ισότητα αυτού του είδους τείνει στην ισοπέδωση και η αξία του καθενός οφείλει να έχει και περιουσιακή υπόσταση. Αν το σύστημα της δικαιοσύνης λειτουργεί ορθά κι ανεπηρέαστα τότε ο πλούτος του καθενός θα καθρεφτίζει την αξία του, αφού δε θα υπάρχει περίπτωση καταπάτησης των περιουσιακών δικαιωμάτων του άλλου. Κι αν στ’ αλήθεια ισχύουν όλα αυτά θα είναι αδύνατο να συναντήσουμε περιπτώσεις του άμετρου πλούτου, αφού κανείς δε μπορεί να πλουτίσει άμετρα ακολουθώντας πιστά το νόμο. Εξάλλου, ακόμη κι αν ήταν δυνατό να συμβεί αυτό, ο νόμος θα μπορούσε να πάρει μέτρα ώστε να το αποτρέψει. Η πόλη που ακολουθεί το μέτρο και στον πλούτο και στη φτώχεια δεν έχει να φοβηθεί τίποτε κι όταν ο πλούτος συνοδεύεται από την αξία μπορεί να γίνει αποδεκτός. Όπως και η φτώχεια που δεν ξεπερνά τα όρια της αξιοπρέπειας. Υπό αυτές τις συνθήκες η εκπροσώπηση όλων των κοινωνικών τάξεων στη βουλευτική εξουσία και οι συγκρούσεις που αναπόφευκτα θα υπάρξουν δεν μπορούν παρά να δράσουν ευεργετικά. Γιατί θα εξισορροπήσουν τις περιουσιακές αποστάσεις. Δηλαδή θα συμβάλουν στην αναζήτηση και την πραγμάτωση του μέτρου.
Η τελευταία παρατήρηση του Αριστοτέλη σε σχέση με τη λειτουργία της βουλευτικής εξουσίας αφορά την αντιστροφή της διαδικασίας ως προς τη λήψη και την επικύρωση των αποφάσεων: «Επίσης χρειάζεται να γίνεται το αντίθετο από αυτό που παρατηρείται στις πολιτείες. Όταν δηλαδή το πλήθος δίνει την έγκρισή του, η απόφασή του να είναι έγκυρη, αν όμως καταψηφίζει, η απόφασή του να μη θεωρείται έγκυρη και να επανεξετάζουν το ζήτημα οι άρχοντες. Γιατί στις πολιτείες γίνεται το αντίστροφο από αυτό. Εάν, δηλαδή, οι λίγοι εγκρίνουν, η έγκριση είναι έγκυρη, αν καταψηφίσουν, δεν είναι έγκυρη η απόφαση και επανεξετάζεται από το δήμο πάντα». Η αντιστροφή των λειτουργιών που προτείνει ο Αριστοτέλης δεν είναι τίποτε άλλο από την πεποίθηση ότι ο λαός πρέπει να είναι ο κυρίαρχος στις τελικές αποφάσεις. Η επικρατούσα αντίληψη που θέλει τους άρχοντες να έχουν τον πρώτο λόγο και τη συμμετοχή του λαού μόνο σε περίπτωση διαφωνίας των αρχόντων μετατρέπει τη βουλευτική εξουσία σε συναλλαγή, αφού οι ισχυροί έχουν όλο το πεδίο να προβούν σε συμφωνίες, δηλαδή να διαπραγματευτούν τα συμφέροντά τους και να κλείσουν συμφωνίες, στο πλαίσιο των πολιτειακών αποφάσεων, ερήμην του λαού που αδυνατεί να παρακολουθήσει. Κι αυτός είναι ο ορισμός της αδιαφάνειας, καθώς αφήνει τους ισχυρούς να αποφασίζουν κατά το δοκούν μετατρέποντας την εξουσία σε αλισβερίσι. Με την αντιστροφή της διαδικασίας ο λαός όχι μόνο έχει την πρωτοβουλία των αποφάσεων, αλλά είναι και πλήρως ενημερωμένος, αφού αναγκαστικά συμμετέχει στις συζητήσεις. Με αυτό τον τρόπο, ακόμη κι αν η τελική απόφαση περάσει στα χέρια των αρχόντων, ο καθένας θα είναι σε θέση να την κρίνει, ως γνώστης του ζητήματος που διακυβεύτηκε. Ο έλεγχος της εξουσίας προϋποθέτει την αληθινή γνώση των δημόσιων υποθέσεων και η διαρκής συμμετοχή είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για την επίτευξή της.
Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία της αριστοτελικής αντίληψης για τη βουλευτική εξουσία, που εστιάζει στη διασφάλιση της πολυφωνίας στις διαδικασίες για τη λήψη των πολιτειακών αποφάσεων. Και η πολυφωνία δεν αφορά μόνο τη λαϊκή συμμετοχή, που πρέπει να έχει τον πρώτο λόγο, αλλά και την εγγύηση της ισοδύναμης εκπροσώπησης όλων των κοινωνικών τάξεων. Η βουλευτική εξουσία δεν είναι παρά η διαμάχη των συμφερόντων που πρέπει να εξισορροπηθούν μέσα στο πλαίσιο της ορθής λειτουργίας της πόλης. Η μεροληπτική στάση απέναντι στα συμφέροντα του ενός ή του άλλου δεν μπορεί παρά να είναι ζημιογόνα. Από αυτή την άποψη, η βουλευτική εξουσία που εκπροσωπείται από διαμορφωμένες κάστες που αναπαράγουν συγκεκριμένα συμφέροντα δεν είναι μόνο άδικη, αλλά και άκρως επιζήμια για την πόλη. Είναι ο ορισμός της αδιαφάνειας και της διαπλοκής, που μετατρέπει την εξουσία σε παζάρι συμφερόντων. Είναι το περίγραμμα της ολιγαρχικής εκδοχής, όπως το απέδωσε ο Αριστοτέλης. Κι όσο πιο συγκεκριμένες είναι οι κάστες, τόσο πιο αδιαπραγμάτευτα γίνονται και τα συμφέροντα, τόσο περισσότερο δηλαδή σκληραίνει η ολιγαρχία. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι μάλλον αστείο να μιλά κανείς για δημοκρατικά προσχήματα.
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου