Οι ενεστώτες σε i ̯ o
Γενικά
§ 175. Στα Ελληνικά σ' αυτή την ομάδα συνενώθηκαν πολύ διαφορετικές μορφές, που παλιότερα διακρίνονταν ξεκάθαρα (εν μέρει χάρη στον τονισμό): Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού αποθέματος κατέχουν τα μετονοματικά· τα μεταρηματικά αντιθέτως είναι πολύ περιορισμένα· ακόμη και οι πρωτογενείς σχηματισμοί επισκιάστηκαν από αυτά. Έτσι και οι διαφορές στην κλίση αυτών των σημασιολογικών ομάδων είναι τόσο μικρές και από την άλλη οι διασπάσεις σε νέα επεκταμένα επιθήματα τόσο έντονες, ώστε ως υπέρτατο κριτήριο διαχωρισμού δεν ενδείκνυται το ινδοευρωπαϊκό απόθεμα παρά το ελληνικό.
Εξάλλου τα πρωτογενή ρήματα είναι μάλλον μόνον ένα παλιότερο στρώμα μετονοματικών, αν μάλιστα τα πρότυπά τους δεν προέρχονται γενικά από μια περίοδο όπου δεν υπήρχε ακόμη διάκριση μεταξύ ονοματικών και ρηματικών θεμάτων· τα μεταρηματικά πάλι φαίνεται να αναφύονται από τα μετονοματικά· γι' αυτό η σαφής διάκριση μεταξύ των τριών τύπων παραγωγής είναι συχνά αδύνατη. Και εν πάση περιπτώσει ο ινδοευρωπαϊκός παθητικός σχηματισμός σε *- i ̯ é tai (γ΄ εν. ενεργ. ενεστ.) παρέδωσε στην ελληνική ρήματα σε i ̯ o, καθώς από το παθητικό σχηματίστηκε αναδρομικά ένα ενεργητικό.
§ 176. Η ανάμειξη των διαφόρων σχηματισμών έγινε γενικά με τον ακόλουθο τρόπο: Η εξαφάνιση της διαφοράς τονισμού είναι αποτέλεσμα της τονικής αναδιάταξης, που επιτελέστηκε στα ελληνικά με βάση το γνωστό "νόμο της τρισυλλαβίας", σύμφωνα με τον οποίο αποκλείεται ο τονισμός συλλαβής πριν από την προπαραλήγουσα· επιπλέον ο τόνος στις παρεμφατικές εγκλίσεις[1] υποχώρησε όσο το επέτρεπε ο νόμος της τρισυλλαβίας προς την αρχή της λέξης, καθώς οι παρεμφατικοί ρηματικοί τύποι παλιότερα ήταν πολύ συχνά εγκλιτικοί, και στους απαρεμφατικούς η διαφορά τονισμού με βάση την αντιδιαστολή λείπ-ειν (τονισμένη κανονική βαθμίδα): λιπ-εῖν (άτονη βαθμίδα) μεθερμηνεύτηκε ως ένδειξη του ενεστωτικού και του αοριστικού τρόπου ενέργειας,[2] με αποτέλεσμα τώρα ακόμη και οι ενεστώτες σε i ̯ o, χωρίς διάκριση των παλιότερων τύπων παραγωγής, να παρουσιάζουν ανέβασμα του τόνου σε όλες τις εγκλίσεις. Πρβ. ακόμη ιδίως σχετικά με τα ρήματα σε -εῖν.
§ 177. Μια ακόμη αιτία της ανάμειξης ήταν ότι στην περίπτωση των μετονοματικών και των μεταρηματικών, που αρχικά ήταν περιορισμένα στον ενεστώτα, παρουσιάστηκε η ανάγκη σχηματισμού χρόνων πέρα από τον ενεστώτα, και γι' αυτό τέτοια πρωτογενή ρήματα, που είχαν την ίδια θεματική απόληξη πριν από το -i̯o-, ήτανε τα κατάλληλα πρότυπα: κατά το φράσσω: φράξω (από το -k-j -:-k-s -) προέκυψε για το φυλάσσω (από το φύλαξ) ένα φυλάξω κτλ.
§ 178. Ιδιαίτερη θέση κατέχουν οι επεκτάσεις άλλων ενεστωτικών επιθημάτων (λαμβάνεται υπόψη, ας πούμε, μόνο το -n-· δες επίσης § 169) με το -i̯o-. Την παλιά κατάσταση αποδίδει το κρ ί̄̄ νω (από το *κρῐ-ν- ι̯ -ω): κέ-κρῐ-μαι· αλλά όπως σε αυτό το ρήμα εισχώρησε το ένρινο του ενεστώτα στα κρινῶ ἔκρινα, έτσι και σε όλα τα άλλα η διατήρηση του παλιού χρονικού σχηματισμού χωρίς n είναι το πολύ εξαίρεση.
Σχετικά με τη βάση των μετονοματικών πρέπει να παρατηρήσουμε ότι τα θέματα σε ο μπορεί να χάσουν το -ο- τους πριν από το -i̯o-: καθαρός - καθαίρειν, γογγύλος - γογγύλειν 'στρογγυλεύω', φάρμακον - φαρμάσσειν 'θεραπεύω χρησιμοποιώντας φάρμακα', βάσκανος - βασκαίνειν κτλ. Ο κανόνας όμως είναι φίλος - φιλεῖν.
----------------------------
[1] Δες τη σημείωση στην § 43.
[2] "Ενεστωτικός" και "αοριστικός τρόπος ενέργειας". Ισοδύναμοι καθορισμοί: μη συνοπτικό - συνοπτικό ποιο ενέργειας, μη συνοπτική - συνοπτική όψη του ρήματος.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου