Από αυτή την άποψη, ο νομοθέτης αναδεικνύεται σε πολιτικό πρόσωπο υψίστων ευθυνών, καθώς, σε τελική ανάλυση, είναι το πρόσωπο που θα ορίσει όλες τις υποθέσεις στο εσωτερικό της πόλης: «Μιλήσαμε πιο πάνω για τη σχέση αμοιβαιότητας–δικαίου. Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει ότι το θέμα που εξετάζουμε δεν είναι μόνο το δίκαιο γενικά, αλλά και το δίκαιο στο εσωτερικό της πόλης. Αυτό πραγματοποιείται μεταξύ ανθρώπων που η κοινή ζωή τους έχει ως σκοπό την αυτάρκεια –ανθρώπων ελεύθερων και ίσων ή κατά την αναλογία ή κατά τον αριθμό» (1134a 6, 27-31).
Με άλλα λόγια, το δίκαιο είναι η δικλείδα που θα εξασφαλίσει και την αξιοκρατία και την ισότητα, δηλαδή την ισότητα με βάση την αξία του καθενός. Γι’ αυτό πρέπει να αποδίδει σωστά όλες τις αναλογίες σεβόμενη, όμως, πάντα την αρχή της πλειοψηφίας. Η πλειοψηφία διασφαλίζει την ισότητα σε αριθμό· η αξιοκρατία τη δίκαιη ανάδειξη των ανθρώπων που αξίζουν.
Αυτοί οι δύο παράγοντες είναι η εξασφάλιση της ατομικής ελευθερίας μέσα στη συλλογικότητα. Θα έλεγε κανείς ότι η διευθέτηση αυτών των λεπτών ισορροπιών αποτελεί –αριστοτελικά τουλάχιστον– τον ορισμό του πολιτικού δικαίου: «Αυτό θα πει ότι στους ανθρώπους που αυτό δεν υπάρχει, δεν υπάρχει μεταξύ τους πολιτικό δίκαιο, αλλά κάποια μορφή δικαίου, που απλώς μοιάζει με το πολιτικό δίκαιο» (1134a 6, 32-34).
Όσο για το ρόλο του άρχοντα, ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «Ο άρχοντας, από την άλλη, είναι φύλακας του δικαίου, και αν είναι φύλακας του δικαίου, τότε είναι και της ισότητας. Δεδομένου τώρα ότι κατά την κοινή αντίληψη ο άρχοντας δεν έχει κανένα ιδιαίτερο προσωπικό πλεονέκτημα, εφόσον, βέβαια, είναι δίκαιος (γιατί δεν παραχωρεί ποτέ στον εαυτό του μεγαλύτερο μέρος από αυτά που είναι καθεαυτά αγαθά, εκτός και αν ένα τέτοιο μερτικό είναι ανάλογο προς την αξία του, πράγμα που θα πει ότι κοπιάζει για τους άλλους), πρέπει, άρα, να δίνεται στον άρχοντα κάποιος μισθός, και ο μισθός αυτός είναι οι τιμές και τα προνόμια· κι αν κάποιου δεν του φτάνουν αυτά, αυτοί γίνονται τύραννοι» (1134b 6, 1-9).
Ο ορισμός του άρχοντα ως προσώπου που διαφυλάττει το δίκαιο καταδεικνύει την αμετάκλητα πολιτική διάσταση της δικαιοσύνης. Κι επειδή οφείλει να τη διαφυλάττει, οφείλει πρωτίστως να την εκφράζει προσωπικά. Γι’ αυτό πρέπει εξίσου δίκαια να καθορίζει και τη δική του αμοιβή σε σχέση με τις υπηρεσίες που προσφέρει. Αν συμπεριφέρεται άδικα εισπράττοντας περισσότερα από αυτά που πράγματι του αναλογούν, δεν είναι άρχοντας αλλά τύραννος.
Θα έλεγε κανείς ότι η πραγμάτωση της δικαιοσύνης είναι το στοιχείο που καθορίζει τα πολιτεύματα. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη δικαιοσύνη από τη διαχείριση της εξουσίας προς όφελος των συμφερόντων όλων των πολιτών. Η δικαιοσύνη που εξυπηρετεί τα συμφέροντα ορισμένων σε βάρος του συνόλου δεν είναι δικαιοσύνη. Γι’ αυτό και οι πρακτικές αυτού του είδους αρμόζουν περισσότερο στους τυράννους. Σε τελική ανάλυση, ο σωστός κυβερνήτης είναι εκείνος που εφαρμόζει τις αρχές του πολιτικού δικαίου.
Για τον Αριστοτέλη το πολιτικό δίκαιο χωρίζεται σε δύο είδη: «Το πολιτικό δίκαιο είναι δύο ειδών: φυσικό και νομικό. Φυσικό είναι αυτό που έχει παντού την ίδια ισχύ και δεν εξαρτάται από τις θετικές ή αρνητικές γνώμες του κόσμου, ενώ νομικό είναι αυτό που αρχικά μπορεί να είναι έτσι ή έτσι αδιάφορα, όταν όμως υπάρξει σχετική νομοθεσία, τότε ο καθένας πρέπει να ενεργεί με αυτόν τον καθορισμένο τρόπο. Παραδείγματα: το ποσό για την εξαγορά ενός αιχμαλώτου θα είναι μία μνα, ή η θυσία θα είναι θυσία μιας κατσίκας και όχι δύο προβάτων» (1134b 7, 21-26).
Με άλλα λόγια, το φυσικό δίκαιο έχει να κάνει με το αμετάβλητο, ενώ το νομικό έχει να κάνει με την υποκειμενική εκδοχή των ανθρώπων που το εφαρμόζουν: «Κάποιοι είναι της γνώμης ότι όλοι οι κανόνες δικαίου έχουν αυτό το χαρακτήρα. Το λένε αυτό επειδή τα φυσικά πράγματα είναι αμετάβλητα και ισχύουν παντού με τον ίδιο τρόπο (η φωτιά π.χ. καίει και σε μας και στους Πέρσες), ενώ στις απόψεις για το δίκαιο βλέπουν διαφορές από τόπο σε τόπο» (1134b 7, 28-31).
Το μεταβλητό του νομικού δικαίου κάνει τον Αριστοτέλη να το παρομοιάζει με το μέτρο που ορίζει την αξία των προϊόντων: «Οι κανόνες δικαίου που έχουν θεσπισθεί με κοινή συμφωνία και για την εξυπηρέτηση του συμφέροντος μοιάζουν με τις μονάδες μέτρησης· τα μέτρα, πράγματι, με τα οποία μετριούνται το κρασί και το σιτάρι δεν είναι παντού ίσα: όταν αγοράζουν είναι μεγαλύτερα, όταν πουλούν είναι μικρότερα. Παρόμοια και οι κανόνες δικαίου που δεν έχουν την αρχή τους στη φύση αλλά είναι κατασκευάσματα των ανθρώπων δεν είναι παντού οι ίδιοι, γιατί δεν είναι ίδια και τα πολιτεύματα» (1134b 7, 40 και 1135a 7, 1-5).
Η αναλογία με τη διαφορετικότητα των μονάδων μέτρησης της αξίας, που είναι άλλες κατά την αγορά κι άλλες κατά την πώληση, προφανώς έχει να κάνει με τα παιχνίδια των εμπόρων που φροντίζουν να πουλούν ακριβότερα από ό,τι αγοράζουν. Αυτό όμως που ξεκαθαρίζει απόλυτα την αριστοτελική αντίληψη για τους κανόνες δικαίου είναι ότι τις νομοθετικές διαφορές που υπάρχουν από μέρος σε μέρος τις αποδίδει στη διαφορετικότητα των πολιτευμάτων.
Κι εδώ δεν πρόκειται μόνο για τη νομοθεσία που σχετίζεται με τη διαχείριση της εξουσίας (η οποία είναι αναμφίβολα πολιτικό θέμα, αφού καθορίζει τη μορφή του πολιτεύματος), αλλά τη νομοθεσία στο σύνολό της, η οποία ορίζει το καλό και το κακό, το δίκαιο και άδικο. Με άλλα λόγια, αν ο νόμος αποδίδει την τρέχουσα ηθική, είναι φανερό ότι και οι μικρές του αποκλίσεις αποδίδουν, επίσης, τις ηθικές αποκλίσεις που υπάρχουν από μέρος σε μέρος. Κι αυτό για τον Αριστοτέλη είναι θέμα πολιτικό, αφού αποδίδεται στο ότι «δεν είναι ίδια και τα πολιτεύματα».
Η αναγνώριση ότι ακόμη και στις μεγαλύτερες πολιτειακές αποκλίσεις (όπως της δημοκρατίας και της τυραννίας) η αδικία θεωρείται πάντα κάτι κακό (η κλοπή είναι κλοπή και επιφέρει ποινές σε όλα τα πολιτεύματα) δεν αλλάζει την ουσία του συλλογισμού, αφού το δίκαιο δεν ορίζεται μόνο από τον καθορισμό της άδικης πράξης, αλλά και από το μέγεθος των ποινών που προβλέπει σε κάθε περίπτωση. Σε γενικές γραμμές οι πολύ αυστηρές–εξοντωτικές ποινές παραπέμπουν περισσότερο σε απολυταρχικά καθεστώτα. Ο τύραννος είναι πιο ήσυχος όταν ξέρει ότι οι πολίτες είναι φοβισμένοι. Γι’ αυτό και θέλει τους νόμους αυστηρούς.
Με άλλα λόγια, θέλει να επιβάλλει τη δική του ηθική, δηλαδή την ηθική που τον συμφέρει, φέρνοντας ως πρόσχημα τη διατήρηση της τάξης ή το άτεγκτο που δήθεν ο ίδιος εκπροσωπεί. Το ότι οι μεγαλύτερες αδικίες διαπράττονται από αυτόν και το περιβάλλον του (κι ως εκ τούτου μένουν ατιμώρητες), δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η επιβολή της συμφέρουσας ηθικής τάξης που θα εκπροσωπηθεί και νομικά.
Όμως, και πέρα από αυτό το εξόφθαλμο παράδειγμα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το νομοθετικό πλαίσιο ρυθμίζει τις διαφορές που προκύπτουν ανάμεσα στους πολίτες κι έχει μεγάλη σημασία το αν θα δικαιώσει τα συμφέροντα της μιας ή της άλλης μερίδας. Αποδεχόμενοι ότι οι πλούσιοι είναι συνήθως αυτοί που δανείζουν και οι φτωχοί αυτοί που δανείζονται, πώς πρέπει ο νόμος να ρυθμίσει το ζήτημα των χρεών; Όσο περισσότερο δικαιώνει τα συμφέροντα του πλούσιου δανειστή ορίζοντας αυστηρές ποινές σ’ αυτόν που αδυνατεί να πληρώσει, τόσο περισσότερο το πολίτευμα τείνει στην ολιγαρχία που προστατεύει τα συμφέροντα των λίγων πλουσίων. Αντιθέτως, όσο χαλαρώνει τις δεσμεύσεις του οφειλέτη, τείνει προς τη δημοκρατία, που μεριμνά για τους πολλούς φτωχούς.
Τελικά και η ηθική είναι ταξικό μέγεθος. Άλλη η ηθική του πλούσιου κι άλλη του φτωχού. Για τον πλούσιο το ηθικό είναι η αποπληρωμή του χρέους, ακόμη κι αν οι όροι είναι εξόφθαλμα δυσβάσταχτοι. Την ευθύνη την έχει ο φτωχός που έκανε τη συμφωνία. Για το φτωχό το πράγμα τίθεται εντελώς διαφορετικά, αφού ο πλούσιος δανειστής δεν έκανε μια δίκαιη συμφωνία, αλλά προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την ανάγκη του με ανήθικο τρόπο.
Γι’ αυτό η ηθική που εκφράζεται με τους νόμους δεν είναι ίδια για όλα τα πολιτεύματα (κι αντιστρόφως οι νομοθετικές διαφορές που σηματοδοτούν ηθικές διαφοροποιήσεις δεν είναι παρά πολιτειακές διαφοροποιήσεις). Γιατί άλλο πολίτευμα εκφράζει την ηθική των πλουσίων κι άλλο των φτωχών. Κι άλλη η νομοθεσία για τα χρέη στη μία περιοχή κι άλλη στην άλλη. Το ζήτημα είναι ποιος κυριαρχεί στην πάλη των συμφερόντων. Γιατί αυτός που κυριαρχεί θα επιβάλει και την ηθική του. Γι’ αυτό και «οι κανόνες δικαίου που έχουν θεσπισθεί με κοινή συμφωνία και για την εξυπηρέτηση του συμφέροντος μοιάζουν με τις μονάδες μέτρησης».
Για τον Αριστοτέλη είναι απόλυτα σαφές ότι το δίκαιο είναι εκείνο που θα επιφέρει τη χρυσή τομή, ώστε ούτε να απαξιώνεται το χρέος ούτε όμως να επιτρέπεται η εξαθλίωση του δανειζόμενου, ώστε να πέφτει θύμα εκμετάλλευσης. Καμία κοινωνική τάξη δεν πρέπει να επιβάλλει τα συμφέροντά της, αλλά όλα πρέπει να κρίνονται με βάση τις αντικειμενικές αρχές του δικαίου, δηλαδή τη μεσότητα.
Όπως είναι άδικο ο πλούσιος να αισχροκερδεί σε βάρος του φτωχού με τοκογλυφικούς δανεισμούς, έτσι είναι επίσης άδικο να δανείζεται ο φτωχός λεφτά για να τα σπαταλήσει σε ανούσια πράγματα αρνούμενος μετά να τα ξεπληρώσει. Από αυτή την άποψη, ο πραγματικά δίκαιος άνθρωπος είναι αυτός που μπορεί να διακρίνει τη μεσότητα σε όλες τις διενέξεις χωρίς να παρασύρεται από την ηθική της τάξης στην οποία ανήκει.
Ωστόσο, ενώ ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει με πληρότητα το νομικό είδος του πολιτικού δικαίου, δεν κάνει το ίδιο και με το φυσικό δίκαιο. Το παράδειγμα της φωτιάς που καίει το ίδιο και στους Έλληνες και στους Πέρσες είναι διαφωτιστικό ως προς τον αμετάκλητο τρόπο με τον οποίο τίθεται το φυσικό δίκαιο (σε αντίθεση με το νομικό δίκαιο που διαφέρει), αλλά δεν επεξηγεί πώς συνδέεται αυτό με τις σχέσεις των ανθρώπων. Προφανώς εννοεί την πλήρη ισότητα απέναντι στις επιταγές της φύσης. Από αυτή την άποψη, ο θάνατος αποτελεί στοιχείο του φυσικού δικαίου. Γι’ αυτό και το φυσικό δίκαιο είναι πάντα το ίδιο για όλους.
Κι ενώ φαίνεται ξεκάθαρο ότι το φυσικό δίκαιο, ακριβώς επειδή προέρχεται από τη φύση, δε μεταβάλλεται από μέρος σε μέρος, καθώς είναι αδύνατο να αλλάξει, ο Αριστοτέλης προσθέτει: «σε μας όμως τους ανθρώπους υπάρχει και κάτι που είναι δίκαιο εκ φύσεως, στο σύνολό του όμως υπόκειται σε αλλαγή» (1134b 7, 33-34).
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και το τελικό συμπέρασμα αποδεικνύεται επίσης ασαφές: «Είναι, τώρα, φανερό ποιο δίκαιο, μέσα στις διάφορες ρυθμίσεις και τακτοποιήσεις που μπορούν να έχουν αυτή ή εκείνη τη μορφή, έχει την αρχή του στη φύση και ποιο δεν έχει την αρχή του στη φύση, αλλά στους νόμους και στις κοινές συμφωνίες, με την παραδοχή ότι και τα δύο υπόκεινται εξίσου στη μεταβολή» (1134b 7, 35-37).
Από τη μια το φυσικό δίκαιο «έχει παντού την ίδια ισχύ και δεν εξαρτάται από τις θετικές ή αρνητικές γνώμες του κόσμου» κι από την άλλη «στο σύνολό του υπόκειται σε αλλαγή». Από τη μια «τα φυσικά πράγματα είναι αμετάβλητα και ισχύουν παντού με τον ίδιο τρόπο» σε αντίθεση με το νομικό δίκαιο που «μπορεί να είναι έτσι ή έτσι αδιάφορα» κι από την άλλη «και τα δύο υπόκεινται εξίσου στη μεταβολή».
Ειδικά για την τελευταία φράση στα σχόλια παραθέτει: «Η φράση αυτή κυριολεκτικά καταταλαιπώρησε τους ερμηνευτές–μεταφραστές. Δεν είναι μόνο η απόδοσή της σε μιαν άλλη γλώσσα δύσκολη· πριν από αυτήν εξίσου δύσκολη και αμφίβολη είναι και η διακρίβωση του νοήματος. Και η δική μας λοιπόν απόδοση δεν είναι, στην πραγματικότητα, κάτι παραπάνω από μια απλή δοκιμή».
Τίθεται θέμα μεταφραστικής δυσκολίας ειδικά στη φράση «και τα δύο υπόκεινται εξίσου στη μεταβολή» («άμφω κινητά ομοίως» γράφει ο Αριστοτέλης στο πρωτότυπο) κι αυτός είναι ίσως ο λόγος της συνακόλουθης δυσερμηνείας. Για άλλους, ίσως να πρόκειται για απροσεξία του Αριστοτέλη, καθώς είναι γνωστό ότι τα «Ηθικά Νικομάχεια» στο σύνολό τους αποτελούν σημειώσεις που χρησιμοποιούσε στις παραδόσεις των μαθημάτων του και δεν τα επιμελήθηκε ποτέ συστηματικά, ώστε να εκδοθούν. Υπάρχουν κι άλλα σημεία που παρατηρούνται ατέλειες κι αποδίδονται ακριβώς στην προφορικότητα του έργου. Οι ατέλειες αυτού του είδους θεωρούνται απολύτως λογικές για ένα έργο που δε γνώρισε ποτέ τη σχολαστική επιμέλεια που επιβάλλει μια επικείμενη έκδοση.
Επιχειρώντας μια προσωπική ερμηνεία οφείλουμε να συνοψίσουμε ότι το φυσικό δίκαιο είναι πάντα το ίδιο για όλους και κρίνεται αμετάβλητο, αλλά ως σύνολο υπόκειται σε αλλαγή, ενώ το νομικό δίκαιο αλλάζει όχι μόνο από εποχή σε εποχή, αλλά και από τόπο σε τόπο την ίδια χρονική περίοδο. Υπάρχει δηλαδή το αμετάβλητο (ή το μεταβλητό) τόσο του χρόνου, όσο και του τόπου. Ενδεχομένως το αμετάβλητο του φυσικού δικαίου να αφορά πρωτίστως τον τόπο (είναι παντού το ίδιο), ενώ η αλλαγή στην οποία υπόκειται ως σύνολο να αφορά κυρίως το χρόνο. Είναι βέβαιο (αμετάκλητο) ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν. Το ορίζει το φυσικό δίκαιο, και το δεδομένο αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει.
Όμως, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι η ανθρώπινη δράση με το πέρασμα του χρόνου έχει καταφέρει να επηρεάζει (ως ένα βαθμό) τις φυσικές επιταγές. Όχι ότι αναιρεί το θάνατο, αλλά τουλάχιστον μπορεί να παρατείνει τη ζωή γιατρεύοντας κάποιες θανατηφόρες αρρώστιες του παρελθόντος. Αν, λοιπόν, σε μια δεδομένη εποχή κάποια συγκεκριμένη αρρώστια όριζε ως φυσικό δίκαιο το θάνατο, σε μια άλλη εποχή η ίδια αρρώστια δεν το έκανε, αφού η πρόοδος της ιατρικής την είχε εξουδετερώσει. Από αυτή την άποψη έχουμε μια ελαφρά μετατόπιση του φυσικού δικαίου, αφού το φυσικό δίκαιο του ασθενή της πρώτης περίπτωσης είναι εντελώς διαφορετικό από τον ασθενή της δεύτερης. Αποδεχόμενος αυτό θα μπορούσε κάποιος να συμπεράνει ότι άλλο το φυσικό δίκαιο των σύγχρονων ημερών κι άλλο της αρχαιότητας.
Κι αν δεχτούμε ότι η πρόοδος των επιστημών που αλλάζει το φυσικό δίκαιο δεν είναι ίδια σε όλες τις χώρες, μπορούμε να πούμε ότι το φυσικό δίκαιο δεν αλλάζει μόνο μέσα στο χρόνο, αλλά και από περιοχή σε περιοχή. Άλλο το φυσικό δίκαιο στην Αφρική κι άλλο στην Ευρώπη. Κατ’ επέκταση μπορούμε να πούμε ότι το φυσικό δίκαιο αποκτά και πάλι ταξικό περιεχόμενο, καθώς ο πλούσιος και ο φτωχός δεν έχουν την ίδια μοίρα στις αρρώστιες (οπότε και στο θάνατο) – ασχέτως αν τελικά και οι δύο θα πεθάνουν. Θα έλεγε κανείς ότι γεννιέται ένα φυσικό δίκαιο δύο ταχυτήτων. Βεβαίως, όλα αυτά δεν είναι παρά υποθέσεις.
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου