Αρχαιοκαπηλίες και Αρχαιοκαταστροφές στην τουρκοκρατουμένη Ελλάδα.
«Είναι δύσκολο να αποκτήσουμε χειρόγραφα. Οι Έλληνες κληρικοί κλονίζονται, ακόμα και με την προσφορά μικρών ποσών. Μας αντιμετωπίζουν με το επιχείρημα ότι οι παλαιοί πατριάρχες είχαν αφορίσει εκείνους που πούλησαν πολύτιμα αντικείμενα των μοναστηριών. Ένας απεσταλμένος του γερμανού αυτοκράτορα έφθασε στην Ανατολή για τον ίδιο σκοπό. Πήγε στην Νέα Μονή της Χίου και πρόσφερε στους μοναχούς 1.100 τσεκίνια για επτά χειρόγραφα. Οι μοναχοί χρηματιζόντουσαν. Και συμβαίνει όμως το ίδιο για κάθε καλόγερο χωριστά. Πολλοί αγαπούν το χρυσάφι περισσότερο απ’ όσο φοβούνται τον αφορισμό. Σ’ αυτούς πρέπει να απευθυνθεί κανείς για να πετύχει. Άλλωστε, για τους Έλληνες είναι ολότελα άχρηστοι αυτοί οι θησαυροί. Να τους χρησιμοποιήσουν δεν μπορούν. Έπειτα, θα αφανισθούν τα καλύτερα αρχαία χειρόγραφα» Henri Omont, issions archéologiques françaises en Orient aux XVIIe et XVIIIe siècles, Παρίσι, 1902.
«Το άγαλμα μεταφέρθηκε στον γιαλό του νησιού… Αν από θαύμα ζωντάνευε η Θεά, θα έκλαιγε πικρά καθώς την έσερναν στα βράχια, την αναποδογύριζαν και την κατρακυλούσαν άνθρωποι σε έξαλλη κατάσταση. Παραλίγο να γκρεμισθεί στην θάλασσα… Ακολούθησε πανδαιμόνιο γύρω από το κασόνι που την μετέφεραν. Οι Έλληνες δεν ήθελαν να το δώσουν. Ο κυβερνήτης του πολεμικού πλοίου κραύγασε στους ναύτες να ρίξουν το κασόνι στην λέμβο. Τότε άρχισε η μάχη. Σπαθιά και ρόπαλα ανέμισαν. Ο παπάς του νησιού δέχθηκε πολλά χτυπήματα στο κεφάλι και την ράχη. Το ίδιο και οι Έλληνες, που ζητούσαν βοήθεια από τον Θεό και αγωνίζονταν. Ο πρόξενος της Γαλλίας πολεμούσε καλά κρατώντας στο ένα χέρι σπαθί και στο άλλο ρόπαλο. Οι ναύτες τραβολογούσαν το κασόνι, που χτυπιόταν δεξιά-αριστερά. Τότε, σ’ αυτήν την μεταφορά έχασε η Αφροδίτη (της Μήλου) το αριστερό της χέρι, που βλέπομε σήμερα κομμένο… Αργότερα έσπασε και το άλλο χέρι» Αθανάσιος Δέμος.
Η αρπαγή των μνημειακών θησαυρών του Ελληνισμού είναι ένα κεφάλαιο με μακραίωνο ιστορικό.
Οι απαρχές του τοποθετούνται χρονολογικά στην προχριστιανική εποχή και δη στην περίοδο των Μηδικών Πολέμων, οπότε οι εξ ανατολών βάρβαροι δήλωναν συστηματικά τις ελληνικές πόλεις κατά τις επιδρομές τους. Το ίδιο έπρατταν και οι εκ νότου ορμώμενοι Καρχηδόνιοι στις ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας1. Εξ ίσου ζοφερή περίοδος για την πολιτισμική μας κληρονομιά υπήρξε η Ρωμαϊκή κατάκτηση του κυρίως Ελλαδικού χώρου.
Οι πληροφορίες που παραδίδουν ο Παυσανίας, ο Στράβων και ο Πολύβιος για τις εκτεταμένες επιχειρήσεις αρπαγής ελληνικών έργων τέχνης εντυπωσιάζουν, όσον αφορά στους αριθμούς και την αξία των μνημείων που μεταφέρθηκαν στη Ρώμη. Πεντακόσια αγάλματα από τους Δελφούς, τρεις χιλιάδες από την Ρόδο και εκατοντάδες γλυπτά και έργα ζωγραφικής από την Κόρινθο έγιναν λεία των κατακτητών. Από την επικράτηση του Χριστιανισμού, ως επίσημης θρησκείας, και την μεταφορά της πρωτεύουσας από την Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, ακολούθησαν πολλές βαρβαρικές επιδρομές, όπου οι εισβολείς λαφυραγωγούσαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.
Δεν έλειψαν όμως και οι μιαρές πράξεις από ντόπιους. Κάποιοι, υποκινούμενοι, όχι μόνο κατέστρεφαν κτήρια και ακρωτηρίαζαν αγάλματα, αλλά πωλούσαν «δι’ ολίγα τάλλαρα» τα τεμάχιά τους σε ξένους επισκέπτες. Κάποιες μάλιστα πηγές αναφέρουν ότι «είχαν ξεπεράσει και τους –μετέπειτα κατακτητές– Οθωμανούς σε καταστροφικό μένος». Η άποψη αυτή βέβαια είναι αβάσιμη, καθώς οι Τούρκοι δεν είναι δυνατόν να αποτελούν ιστορικά δεύτερο όρο συγκρίσεως, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις επαφής τους με αρχαιολογικά στοιχεία και υλικό, όχι μόνο δεν τα πείραζαν, αλλά τα περιφρουρούσαν.
Ο αείμνηστος ιστορικός συγγραφέας Κυριάκος Σιμόπουλος, στο τετράτομο έργο του Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα (τ. Α΄, σελ. 126), μεταφέρει την μαρτυρία του Ισπανού ευγενούς Πέντρο Ταφούρ κατά το ταξίδι του τελευταίου στην Τροία το 1435:
“Όλη η περιοχή είναι γεμάτη από αγροτικές κατοικίες. Οι Τούρκοι θεωρούν μνημεία τα αρχαία οικοδομήματα και δεν τα γκρεμίζουν. Συνηθίζουν μάλιστα να κτίζουν τα σπίτια τους πλάι στις αρχαιότητες. Ομοίως, και ο Γάλλος περιηγητής Βιλλαμόν γράφει ότι, ενώ κατά την περίοδο του καλβινιστικού θρησκευτικού κινήματος στην Δύση καταστρέφονταν τα έργα τέχνης, «οι Τούρκοι είχαν εκδηλώσει την αγανάκτησή τους» και προσθέτει: «δεν διστάζω να πω ότι οι Τούρκοι δεν έχουν την αγριότητα των αιρετικών χριστιανών”.
Τα ίδια περίπου γράφει και ο Λεμπρούν:
“Οι Τούρκοι ήσαν μετριοπαθείς κατακτητές και μετά την κατάληψη των Αθηνών (1456) έδειξαν πως εκτιμούν την αξία των αρχαίων έργων τέχνης”
Όσο για τους υπαινιγμούς που αφήνει ο περιηγητής E. Beule στο έργο του Athenes et les Grecs Modernes (Paris, 1855) περί ακρωτηριασμού αγαλμάτων από τους Οθωμανούς, λόγω της δεδομένης θρησκευτικής τους αντιθέσεως στην ανθρωπομορφική τέχνη, ο Λεμπρούν γράφει:
“Λάθος! Απέδειξα ότι οι ακρωτηριασμοί που υπαινίσσεται ο Baule, έγιναν από φανατικούς χριστιανούς των πρώτων χριστιανικών αιώνων.”
Την αντίθετη ακριβώς άποψη έχουν οι Ευρωπαίοι ιστοριοδίφες για τους «πολιτισμένους» Δυτικούς της προ της Τουρκοκρατίας περιόδου. Τόσο ο πάστορας Ludolph Suchen, όσο και ο G. Herzberg, αναφέρουν παραστατικά την σύληση Ελληνικών μνημείων. Ο μεν πρώτος γράφει, χαρακτηριστικά, ότι:
«Ολόκληρη η πολιτεία της Γένοβας είναι κτισμένη από τα μάρμαρα και τους κίονες που έχουν μεταφερθεί από την Αθήνα», ο δε δεύτερος, για την ίδια περίπτωση, ότι «οι Ιταλοί και πολύ περισσότερο οι Γενοβέζοι, μετέφεραν, όπως φαίνεται, όγκο οικοδομικών υλικών από τα ανεξάντλητα αρχαιολογικά μνημεία των Αθηνών, κυρίως ωραιότατους μαρμάρινους κίονες».
Στο καίριο ερώτημα περί των γενεσιουργών αιτίων της αρχαιοκαπηλίας κυρίως, η απάντηση είναι μάλλον σύνθετη. Ο κύριος αντικειμενικός σκοπός των κατ’ επίφαση «φιλοτέχνων» επισκεπτών της τουρκοκρατούμενης χώρας μας ήταν, φυσικά, το κέρδος από την εκποίηση των θησαυρών που συνέλεγαν. Την ζήτηση των Αρχαίων Ελληνικών Μνημείων και έργων τέχνης φρόντιζαν να υποδαυλίζουν καλά οργανωμένα κυκλώματα που δρούσαν με τις κρατικές ευλογίες στην Αγγλία, την Γαλλία, την Γερμανία και την Ολλανδία.
Οι «πελάτες» τους ήταν συνήθως ευγενείς, πολιτικοί, στρατιωτικοί, και άλλοι κρατικοί αξιωματούχοι. Τα εκτελεστικά τους όργανα αποτελούνταν από διπλωματικούς απεσταλμένους στην Υψηλή Πύλη, πρεσβευτές και μεγαλεμπόρους, οι οποίοι ανέθεταν «ειδικές αποστολές» στα πληρώματα των πλοίων τους. Οι τελευταίοι φρόντιζαν να συνάπτουν και να διατηρούν καλές σχέσεις με Τούρκους τοπάρχες αλλά και ντόπιους παραδόπιστους Ρωμιούς που διέθεταν αξιόπιστες πληροφορίες για την ύπαρξη λειψάνων της αρχαιότητας και που λειτουργούσαν ως μεσάζοντες –με το αζημίωτο, φυσικά– για την ανασκαφή, εύρεση, φόρτωση και μεταφορά των πολυτίμων αντικειμένων στο εξωτερικό. Όσο για τον απλοϊκό κόσμο που τυχόν εμπλεκόταν σε οιοδήποτε στάδιο αυτής της διαδικασίας, η ψυχολογία του «ραγιά», και κυρίως η παντελής έλλειψη σχετικής παιδείας, τον απέτρεπαν από κάθε ιδέα αντιστάσεως.
Η «μόδα» της αρπαγής αρχαιοτήτων από τον Ελλαδικό χώρο ξεκίνησε από τις αρχές του 17ου αιώνα. Η Αναγέννηση, που ως ρεύμα είχε παρέλθει προ πολλού, φυσικά, αλλά είχε διηνεκή απόηχο με την άνθηση των ανθρωπιστικών επιστημών, οι ρίζες των οποίων εντοπίζονται στην αρχαία Ελληνική «λογιοσύνη», ο εμπορικός ανταγωνισμός των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, η μετανάστευση Ελλήνων στην Δύση, αλλά και ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός προς το τέλος του 18ου αιώνα, υπήρξαν οι κύριες συνιστώσες της στροφής του ευρωπαϊκού κόσμου στα ιδεολογικά και πολιτιστικά πρότυπα της κλασσικής αρχαιότητας. Όπως είναι εύλογο, η «συλλεκτική» όρεξη είχε ανοίξει σε πολλά βορειοευρωπαϊκά σαλόνια, με δεδομένο ασφαλώς και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που τους διακατείχε απέναντι στην πάλαι ποτέ λαμπρότητα του ελληνικού πολιτισμού.
Άρπαγες και καταστροφείς κατά τον 17ο αιώνα
Βασιλικοί Οίκοι αλλά και οικογένειες ευγενών ανέθεταν σε τολμηρούς και έξυπνους ταξιδευτές αποστολές στην Ανατολή με σκοπό την συλλογή αρχαιοτήτων. Οι τυχοδιώκτες αυτοί έπρεπε να επιλέξουν την διαδρομή προς τα εδάφη μας μεταξύ της χερσαίας οδού (Κεντρική Ευρώπη – Δαλματία – Ελλάδα) ή της θαλασσίας (Μασσαλία – Μάλτα – Αιγαίο – Δαρδανέλια, ή Βενετία – Κέρκυρα – Αιγαίο). Την δεύτερη προτίμησε ο Paul Lucas, Γάλλος «περιηγητής» που ταξίδεψε ως την Ίμβρο προς το τέλος του 17ου αιώνα, απ’ όπου, άγνωστο πώς, απέσπασε 222 αρχαία νομίσματα και άγνωστο αριθμό άλλων κινητών αρχαιοτήτων, που προορίζονταν να εμπλουτίσουν τις συλλογές των Βερσαλλιών. Η επιτυχία του αυτή ήταν αρκετή για να του δοθεί μια επίσημη άδεια αρχαιοπώλη. Στάθηκε όμως κι άτυχος, καθώς κατά την επιστροφή του από μεταγενέστερη αποστολή, ληστεύθηκε από έναν, επίσης Γάλλο, κουρσάρο…
Στο κυνήγι των αρχαίων αντικειμένων, ωστόσο, και οι Άγγλοι είχαν εισέλθει δυναμικά, δεκαετίες πριν από τον Lucas. Ο Thomas Roe, άτομο κυνικό και φιλάργυρο, υπήρξε για μία επταετία (1622-1628) πρεσβευτής του βρετανικού θρόνου στην Κωνσταντινούπολη. Η θέση του τον καθιστούσε εξαιρετικά επικίνδυνο για τα αρχαία μνημεία στην οθωμανική επικράτεια, δεδομένου ότι και η προηγούμενη θητεία του ως διπλωματικού εκπροσώπου της Αγγλίας στην Αυλή των Μογγόλων είχε σημαδευτεί από την μεταφορά και μεταπώληση σε συλλέκτες, πλήθους ασιατικών θησαυρών.
Ο Roe, εμφορούμενος από φιλοτουρκικά αισθήματα και φανατικός μισέλληνας, εκμυστηρευόταν το 1625 στον… πελάτη του, αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ, την προσπάθειά του να εξαπατήσει τον Πατριάρχη2 για να του αποσπάσει αρχαία χειρόγραφα και βιβλία από τη Βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου. Εκτός από τον Προκαθήμενο της Ορθοδοξίας, όμως, ο Roe προσεταιρίστηκε κι άλλους κληρικούς, επενδύοντας στην αδιαφορία ή και την αμάθεια του Κλήρου, όπως π.χ. τον επίσκοπο Άνδρου, ο οποίος του υπέδειξε τη Δήλο ως χώρο άγρας αρχαιοτήτων.
Εκτός από τον αρχιεπίσκοπό του, ο Roe εξυπηρετούσε ακόμη δύο επιφανείς άνδρες στην Αγγλία: τον κόμητα Howard του Arundel και τον δούκα του Μπάκιγχαμ. Για να ικανοποιήσει τις ορέξεις και των δύο, στοχοποιεί, εκτός από την Δήλο, τους Δελφούς3, αλλά και την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Έχει «βάλει στο μάτι» τα γλυπτά της Χρυσόπορτας4. Στο μεταξύ, όμως, αποκτά κι έναν –κατ’ επίφαση– συνεργό, στην πραγματικότητα όμως ανταγωνιστή, τον Petty, γραμματέα του Howard.
Ο τελευταίος αποδεικνύεται κατά πολύ αποτελεσματικότερος, αφού ύστερα από πολλές περιπέτειες κατορθώνει να συλλέξει τεράστιο όγκο ελληνικών αρχαιοτήτων (περίπου 200 τεμάχια), αλλά και να πάρει στην κατοχή του μια παρτίδα από κατασχεμένες αρχαιότητες (που θα κατέληγαν στη Γαλλία). Μέσα στην παρτίδα αυτή ήταν και το περίφημο Πάριον Χρονικόν5. Εν τω μεταξύ ο Roe στέλνει «συστημένους» ανθρώπους του για έρευνα στην Θράκη, την Θάσο, την Καβάλα και τους Φιλίππους.
Δεν διστάζει να αποκαλεί «απατεώνες» τους Έλληνες, καθώς αισθάνεται ότι τον εμπαίζουν με τις πληροφορίες που του δίνουν. Οι «κόποι» του, πάντως, ανταμείβονται όταν, ύστερα από επίσκεψή του στην Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο, καταφέρνει να αποσπάσει άφθονα αρχαία αντικείμενα, τα οποία φορτώνονται σε πλοία στην Πάτρα, τον Πειραιά και τις Κυκλάδες, με προορισμό την Αγγλία. Είναι αμφίβολο όμως αν έφθασαν ποτέ εκεί…
Το τελευταίο τέταρτο του 17ου αιώνα, οι Γάλλοι ήταν εκείνοι που είχαν την πρωτοβουλία των κινήσεων στην έρευνα και αρπαγή αρχαιοτήτων. Ο Κολμπέρ, υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας και ακόρεστος συλλέκτης καλλιτεχνικών θησαυρών, είχε αποστείλει τον Γερμανό θεολόγο Johann Michael Wansleben το 1673 στην Χίο για σχετική αναζήτηση, αφού του υποσχέθηκε ως ανταμοιβή μια επισκοπική έδρα. Το γεγονός ότι τελικά του έδωσε μια θέση απλού εφημερίου προδίδει ότι μάλλον δεν στέφθηκε με τόση επιτυχία η αποστολή του…
Σε αντίθεση με αυτόν, τον αμέσως επόμενο χρόνο (1674), ένας άλλος Γάλλος «επισκέπτης» κατέστησε το όνομά του συνώνυμο με το πλιάτσικο. Πρόκειται για τον πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, Charles Marie Francois Olier, μαρκήσιο του Νουαντέλ, ο οποίος, με μεθόδους που θα ζήλευε ακόμα και σήμερα το οργανωμένο έγκλημα, προσεταιρίστηκε το σύνολο του διεθνούς υποκόσμου της εποχής του (πειρατές, τοκογλύφους, κλέφτες), αλλά και υπόπτους κληρικούς διαφόρων ομολογιών και μοναχικών ταγμάτων. Πολύ συχνά κουρσάρικες γαλιότες συνόδευαν τιμητικά το καράβι του και ενίοτε το ρυμουλκούσαν.
Περνώντας από τον Άθω, την Νάξο, την Πάρο, την Αντίπαρο και την Μάνη, κατέληξε στον Πειραιά και την Αθήνα, αποσπώντας ικανές ποσότητες γλυπτών και τεμαχίων αυτών. Συγκεκριμένα, στην Πάρο γέμισε ασφυκτικά το αμπάρι του πλοίου του με αγάλματα και μαρμάρινα θραύσματα. Σε ολόκληρη την Ανατολή, μέχρι την Παλαιστίνη, οργάνωσε περαιτέρω εκστρατείες αρπαγής ή αγοράς αρχαιοτήτων, ειδών τέχνης και σπανίων ελληνικών χειρογράφων για την προσωπική συλλογή του ή για λογαριασμό του Λουδοβίκου ΙΔ΄ ή του Κολμπέρ6.
Υπήρξε ο τελευταίος περιηγητής που είδε ολόκληρο τον Παρθενώνα, ενώ σε δική του πρωτοβουλία οφείλονται και τα πρώτα σχέδια του αρχαίου ναού, που φιλοτέχνησε ένας ζωγράφος της ακολουθίας του. Ήταν ίσως μια παρηγοριά γι’ αυτόν, δεδομένου ότι, παρά τα πεσκέσια που προσέφερε στον Τούρκο δισδάρη (υφάσματα και χήνες..!) κι εξασφάλισε την κάλυψη της φρουράς, δεν κατόρθωσε τελικά να αποσπάσει τεμάχια από τον Ναό της Παλλάδος Αθηνάς. Του προκάλεσε, πάντως, πολύ σοβαρές φθορές. Τελικώς, αρκέστηκε σε λίγα γλυπτά.
Ένας από τους ακολούθους του μαρκησίου του Νουαντέλ, ο Ιταλός Cornelio Magni, το 1674 και περί το 1688 δημοσίευσε τα αξιόλογα οδοιπορικά του, όπου χαρακτηριστικά αναφέρει:
“Όσοι ξένοι δεν μπορούσαν να μεταφέρουν τα μεγάλα αγάλματα, τους έκοβαν τα κεφάλια. Τα προόριζαν για τα σαλόνια και τα γραφεία των μεγιστάνων και φιλότεχνων της Ιταλίας – Γαλλίας – Ισπανίας – Γερμανίας.”
Τα τελευταία χρόνια του 17ου αιώνα έχουν σημαδευτεί από την καταστροφή του Παρθενώνα, από τον βομβαρδισμό των Βενετών. Τον Σεπτέμβριο του 1687, τα μισθοφορικά στρατεύματα του Μοροζίνι κατέλαβαν την Αθήνα. Οι Τούρκοι υποχώρησαν και οχυρώθηκαν στην Ακρόπολη. Από την 21η έως την 25η του μήνα, καθώς το συνεχές σφυροκόπημα από τα βενετικά πυροβόλα δεν απέδιδε κι ο υπαρχηγός της βενετικής αρμάδας, κόμης Κένιξμαρκ, που ανησυχούσε για ενδεχόμενη άμεση άφιξη ενισχύσεων των Τούρκων, ενέτεινε τον βομβαρδισμό, η «εύστοχη» βολή ενός λοχαγού του έστειλε ένα βλήμα στην κορυφή του ναού.
Η μπάλα διαπέρασε την στέγη και κατέληξε στο μέσον του Παρθενώνα, όπου εξερράγη, ανατινάζοντας, μαζί με το οθωμανικό οπλοστάσιο, και το εσωτερικό του7. Η ισχυρότατη έκρηξη θύμισε στους παλαιότερους Αθηναίους εκείνην της παραμονής του αγ. Δημητρίου του 1640 (από την πτώση ενός κεραυνού), που κατέστρεψε μεγάλο τμήμα των Προπυλαίων και φόνευσε την οικογένεια του Τούρκου διοικητή και πολλούς από την ακολουθία του.
Ο Βενετός δόγης, πάντως, εμφορούνταν και από «αρχαιολατρικό» πνεύμα… Εκτός από την απόπειρα αφαίρεσης τεμαχίων από τον Παρθενώνα8, έναν χρόνο μετά το ηροστράτειο έγκλημα στην Ακρόπολη, φρόντισε να αφαιρέσει από το βάθρο του (στον Τινάνειο Κήπο) τον ευμεγέθη αρχαίο Λέοντα του Πειραιώς και να τον μεταφέρει στη Βενετία, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται ακόμη, πάνω σε νησίδα του ναυστάθμου της πόλης9. Παράλληλα, όλοι οι μισθοφόροι γέμιζαν τα δισάκκια τους με αρχαιότητες, οπουδήποτε τις εντόπιζαν. Ο γραμματικός του αρχιστράτηγου, κάποιος San Gallo, κράτησε για τον εαυτό του την κεφαλή της Νίκης από το δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα, ενώ ο Δανός λοχαγός Hartmand απέσπασε δύο κεφάλια από τη μετώπη.
Στα ίχνη του μαρκησίου τού Nointel βάδιζε, παράλληλα με τον Μοροζίνι, και ο Γάλλος περιηγητής Corneille Le Brun. Κατά την περιοδεία του στα νησιά του Αιγαίου το 1687, του δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσει ότι οι ελληνικές αρχαιότητες είναι εξόχως προσοδοφόρο εμπόρευμα. Πρώτη του υπολογίσιμη «δουλειά» ήταν η αρπαγή ενός αναγλύφου γυναίκας από την Δήλο, που κατέστη δυνατή με την μεσολάβηση δύο κληρικών από την Μύκονο, που του είχαν δώσει και τις σχετικές πληροφορίες. Το γλυπτό κατέληξε στην Ολλανδία. Εκτός αυτού, είχε αποσπάσει κι ένα τεμάχιο από τον κορμό ενός κολοσσιαίου αγάλματος του Απόλλωνος, επίσης από την Δήλο. Όπως χαρακτηριστικά γράφει στο ημερολόγιό του:
«Όσοι πέρασαν από ’δω, έκοβαν κι ένα κομμάτι… Έκοψα λοιπόν κι εγώ ένα και το πήρα για ενθύμιο»10.
Οι βάνδαλοι του 18ου αιώνα
Το ιδιοτελές ενδιαφέρον των ξένων βασιλικών αυλών και των ευγενών για αρχαία Ελληνικά έργα τέχνης εντάθηκε κατά κόρον αυτήν την εποχή, καθώς υποδαυλιζόταν διαρκώς από συνεχείς αναφορές διαφόρων περιηγητών που έφθαναν με την μορφή επιστολών ή ταξιδιωτικών αφηγήσεων σε άπληστους και «ορεξάτους» παραλήπτες.
Ο τυχοδιώκτης Paul Lucas, χωρίς να έχει ούτε καν στοιχειώδεις γνώσεις Ιστορίας και Αρχαιολογίας, αλλά με εκπληκτικές ικανότητες εκτιμητή, έκανε μια δυναμική επανεμφάνιση στον ελλαδικό χώρο, για λογαριασμό, κυρίως, του βασιλιά του. Τα στοιχεία που συγκέντρωνε γίνονταν πλήρη συγγράμματα, κάθε φορά που επέστρεφε στο Παρίσι – μόνο που τα συνέγραφαν Γάλλοι ακαδημαϊκοί κι όχι ο ίδιος, συμμετέχοντας έτσι σε μια ιδιότυπη απάτη.
Με την μεσολάβηση της προστάτιδάς του, δούκισσας της Βουργουνδίας, απεστάλη εκ νέου στην υπόδουλη Ελλάδα, όπου και περιπλανιόταν από το 1704 για περισυλλογή αρχαιοτήτων, σημαντικών σε είδος και ποσότητα, τις οποίες προωθούσε συσκευασμένες μέσω Μασσαλίας. Περνώντας από την Ανατολία, την Κωνσταντινούπολη, την Θεσσαλονίκη και τα νησιά, συγκέντρωνε κυρίως μετάλλια και νομίσματα, βυζαντινά ως επί το πλείστον, αλλά και επιγραφές. Όσα δε, για πρακτικούς λόγους, αδυνατούσε να πάρει κατά τις επισκέψεις του, τα κατέγραφε, ώστε να τα έχει κατά νου σε επόμενο ταξίδι του11.
Ο Lucas,παράλληλα, εκμεταλλευόταν και την ιδιότητά του ως… ιατρού (μολονότι ήταν εντελώς ανίδεος από Ιατρική, αλλά το διαβατήριό του ανέφερε αυτήν ως επάγγελμα), προκειμένου να αποσπά παλαιά νομίσματα από εύπορες οικογένειες ασθενών στην Θεσσαλονίκη, καθώς απαιτούσε να πληρώνεται με αυτά για τις υπηρεσίες του. Μέχρι το 1708, ο Γάλλος συλλέκτης είχε αποστείλει στις Βερσαλλίες περί τα 900 αργυρά και ορειχάλκινα νομίσματα (χωρίς να υπολογίζονται άλλα τόσα που του είχαν αρπάξει οι πειρατές), 22 αρχαία χειρόγραφα και 52 επιγραφές.
Το 1714 έλαβε νέα βασιλική διαταγή, συνοδευόμενη βεβαίως και με την δέουσα συστατική επιστολή, για να επιστρέψει και να συνεχίσει το σύνηθες «έργο» του στον ελλαδικό χώρο. Προκλητικότατος και θρασύς, αρνούμενος κάθε έλεγχο αποσκευών και κάθε πληρωμή δασμών, ξεκινά από την Πόλη και, περνώντας από την Καβάλα, την Θεσσαλονίκη και τον Πλαταμώνα, φθάνει ώς την Λάρισα, όπου βρίσκει άφθονα χρυσά και ασημένια μετάλλια όλων των βασιλέων της Μακεδονίας12.
Δέκα χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 1724, σε αναφορά του κατά την διάρκεια μιας άλλης αποστολής του, παραδέχεται:
«Βρίσκω την χώρα πολύ αλλαγμένη. Τα πολύτιμα αντικείμενα σπανίζουν. Όλα τα έθνη βρίσκονται εδώ και αναζητούν αρχαιότητες»13.
Όταν, οκτώ μήνες μετά, επέστρεψε στο Παρίσι με 500 ακόμα αρχαία μετάλλια και νομίσματα στις αποσκευές του, κι αφού δεν βρήκε χρηματοδότη για επόμενη εξόρμηση, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην γαλλική πρωτεύουσα, όπου και άνοιξε κατάστημα, στο οποίο πωλούσε τους αρχαιολογικούς θησαυρούς που είχε συγκεντρώσει/κλέψει κατά τα προηγούμενα χρόνια.
Στα χρόνια του Λουδοβίκου ΙΕ΄ η αρχαιογνωσία είχε πλέον εξελιχθεί σε κανονική επιστήμη. Το ενδιαφέρον ολοένα αυξανόταν, οι λόγιοι έγραφαν συνεχώς πραγματείες και οι διπλωμάτες ανελάμβαναν τη διευκόλυνση των αρχαιοδιφικών αποστολών. Η αρχαιολογία και η αρχαιοκαπηλία δεν είχαν πλέον σαφή όρια, αφού ο αγώνας μεταξύ των διεκδικητών έργων αρχαίας τέχνης είχε καταστεί αδυσώπητος. Μέσα σε αυτό το κλίμα ξεκίνησε τη δραστηριότητά του και ο βασιλικός βιβλιοθηκάριος, αββάς Jean Paul Bignon.
Με την συνεργασία του πρέσβεως μαρκησίου de Bonnac, είχε θέσει σε εφαρμογή ένα μεγαλόπνοο σχέδιο: την απόσπαση βυζαντινών χειρογράφων που, κατ’ εικασία, φυλάσσονταν στην βιβλιοθήκη του σουλτανικού ανακτόρου14! Η ευκαιρία τούς δόθηκε το 1727, όταν, κατόπιν αιτήματος του διευθυντού του πρώτου οθωμανικού τυπογραφείου, που –ως γιος διπλωμάτη– διατηρούσε άριστες σχέσεις με τους Γάλλους, οι επιστήμονες Francois Sevin και Étienne Fourmont απεστάλησαν ως ειδικοί για να εργαστούν στο σεράι ως βιβλιοθηκονόμοι. Εκτός αυτού, βεβαίως, είχαν επιφορτισθεί και με το καθήκον να μεταβούν στο Άγιο Όρος, αλλά κι όπου αλλού κρίνουν απαραίτητο, με τον ίδιο σκοπό, για την εκπλήρωση του οποίου τους είχε πιστωθεί το ποσόν των 10.000 λιβρών.
Στην Πόλη αρχικά απογοητεύθηκαν, ακούγοντας τον γιατρό του μεγάλου βεζύρη, Πορτογαλο-εβραίο Daniel de Fonseca, να τους διαβεβαιώνει ότι, με εντολή του σουλτάνου, τα βιβλία είχαν καταστραφεί προ πολλού. Στράφηκαν προς τα μοναστήρια για αγορά χειρογράφων, αλλά η συγκομιδή τους ήταν πενιχρή, όπως ανέφερε στους ανωτέρους του ο Sevin15. Άλλωστε, είχε προηγηθεί ένας Έλληνας, επίσης ενδιαφερόμενος, που φέρεται να διέθεσε συνολικά 200.000 τάλιρα για την αγορά χειρογράφων.
Πρόκειται για τον λόγιο ηγεμόνα Νικόλαο Μαυροκορδάτο, οσποδάρο της Βλαχίας (1719-1730). Παρ’ όλα αυτά, τελικά, ώς τα τέλη του 1729, οι απεσταλμένοι του Bignon κατόρθωσαν να συλλέξουν από την κυρίως Ελλάδα, την Μ. Ασία και την Παλαιστίνη (από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και τα μετόχια αυτού) περίπου 500 τόμους, που τακτοποιήθηκαν σε πέντε κασόνια και προωθήθηκαν. Όσο για την πολυσυζητημένη και πολυδιεκδικούμενη συλλογή του Μαυροκορδάτου, κατέληξε να καταστραφεί ολοκληρωτικά από τη μεγάλη πυρκαϊά που ξέσπασε στην Πόλη στις 27 Ιουλίου του έτους εκείνου.
Το κυνήγι των αρχαιοτήτων συνέχισε και ο έτερος απεσταλμένος του Γάλλου βασιλιά, αββάς Michel Fourmont, του οποίου το καταστροφικό μένος έμεινε παροιμιώδες. Έφθασε στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 1729 και εφοδιάσθηκε με φιρμάνι του σουλτάνου Αχμέτ Γ΄, με το οποίο αποκτούσε το δικαίωμα να ερευνήσει και να μελετήσει όσους χώρους με αρχαιολογικό ενδιαφέρον ήθελε εντός της επικρατείας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Με αυτό το έγγραφο στο χέρι, ο Γάλλος ιερωμένος κατέστη κυριολεκτικά ασύδοτος και επί δύο περίπου έτη διήλθε την κυρίως Ελλάδα, όχι μελετώντας, αλλά, αντιθέτως, καταστρέφοντας συστηματικά σπάνιες αρχαιότητες. Στην Λέσβο, για πρώτη φορά προσανατολίστηκε στην αναζήτηση επιγραφών και αναγλύφων. Σταθμεύοντας στην Αθήνα, άρχισε να δείχνει τον πραγματικό του, διαταραγμένο, χαρακτήρα. Οργώνοντας, κυριολεκτικά, την πόλη, αποσπούσε από υπόγεια, από σπίτια, από περιβόλους, και ξέθαβε, κάθε κομμάτι μάρμαρο με επιγραφή, το οποίο, αφού αντέγραφε, το εγκατέλειπε πεταμένο, για να καταλήξει συνήθως στα ασβεστοκάμινα, ή το κατέστρεφε, για να μη γίνει αντικείμενο έρευνας από άλλους και χάσει έτσι αυτός την δόξα του ως ερευνητή και μελετητή… Το δυστύχημα είναι ότι πολλοί αργυρολόγοι κι απολίτιστοι Ρωμιοί τον βοηθούσαν «δι’ ολίγους παράδας», υποδεικνύοντάς του, σε κάθε σημείο της Αττικής που επισκεπτόταν, σημεία όπου υπήρχαν αρχαία μνημεία…
Μετά την Αθήνα και την Αίγινα, o Fourmont πέρασε στην Πελοπόννησο. Φθάνοντας στην Κόρινθο, επιχείρησε έναν πρώτο απολογισμό του υλικού που είχε συγκεντρώσει: 750 επιγραφές, 150 σχέδια αναγλύφων και 100 ασημένια μετάλλια που αγόρασε εκεί. Συνεχίζοντας στην Ερμιόνη, στο ύψωμα του ακρωτηρίου, βρήκε ένα παλιό κάστρο, το οποίο γκρέμισε συθέμελα, για να βρει επιγραφές, όταν πληροφορήθηκε ότι ήταν κτισμένο με λείψανα αρχαίων ναών16.
Η αρχαιοθηρική του πορεία συνεχίστηκε ως τον νότο του Μωριά, όπου, φοβισμένος από τα ήθη των Μανιατών, επέστρεψε μέσω Καλαμάτας και Μεγαλοπόλεως στον Μυστρά, με απωθημένο πλέον το να καταστρέψει από την Αρχαία Σπάρτη ο,τιδήποτε δεν μπορούσε να μετακινηθεί και να σταλεί στη Γαλλία. Αμέριμνοι οι δημογέροντες του τόπου, τον υπεδέχθησαν φιλικά και του παρείχαν διευκολύνσεις, καθώς ξήλωνε από τα μεσαιωνικά τείχη μερικά εντοιχισμένα ενεπίγραφα σπαρτιατικά βάθρα και, αργότερα, είκοσι ακόμη επιγραφές. Το συνεργείο του Γάλλου αββά ήταν πολυπληθέστατο, περίπου 60 εργάτες.
Επί 53 συνεχείς ημέρες σάρωσε σχεδόν τα πάντα στον Μυστρά, την Σπάρτη και τις Αμύκλες. Κατεδαφίζοντας και ανασκάπτοντας μανιωδώς, απεκάλυψε περίπου 300 επιγραφές, τις οποίες αντέγραψε και μετά άφησε έκθετες ή κατέστρεψε, καθώς και διάφορα άλλα ανάγλυφα, αναθήματα και μικροτεχνήματα, τα οποία φόρτωσε αμέσως σε πλοία και τα έστειλε στην Γαλλία.
Στην ίδια την Σπάρτη, το καταστροφικό έργο του Γάλλου αρχαιοκάπηλου εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη σφοδρότητα και βαρβαρότητα, όπως φαίνεται μέσα από επιστολή του, τού Απριλίου 1730, προς τον φίλο του Φρενέ:
“Τα ισοπέδωσα όλα, τα εκθεμελίωσα όλα… από την μεγάλη αυτή πολιτεία δεν απέμεινε πλέον λίθος επί λίθου. Εδώ και πάνω από ένα μήνα, συνεργεία μου από 30 και μερικές φορές 40 ή 60 εργάτες γκρεμίζουν, καταστρέφουν, εξολοθρεύουν την Σπάρτη. Ο γδούπος από το γκρέμισμα των τειχών, η πτώση των ογκολίθων έως τις όχθες του Ευρώτα, ακούγεται όχι μονάχα στην Λακωνία αλλά και σ’ ολόκληρο τον Μοριά και παραπέρα ακόμη. Τούρκοι, Εβραίοι και Γραικοί έρχονται να δουν από πενήντα λεύγες μακριά, αλλά το μόνο που βλέπουν είναι διάσπαρτα χιλιάδες ενεπίγραφα μάρμαρα”17.
Παρακάτω συνεχίζει:
“Προτίθεμαι να μην αφήσω λίθο επί λίθου. Δεν γνωρίζω, κύριε και αγαπητέ φίλε, εάν υπάρχει στον κόσμο πράγμα ικανό να δοξάσει μια αποστολή περισσότερο από το να έχει την δυνατότητα να σκορπίσει στους ανέμους την στάχτη του Αγησιλάου, από το ν’ ανακαλύψει τα ονόματα των Εφόρων, των Γυμνασιαρχών, των Αγορανόμων, των φιλοσόφων, των ιατρών, των ποιητών, των ρητόρων, ονόματα διασήμων γυναικών, ψηφίσματα της Γερουσίας, την Ρήτρα του Λυκούργου. Οι Αμύκλες, επίσης, ήσαν πολύ εγγύς για να τις αφήσω. Έστειλα και εκεί εργάτες και ισοπέδωσαν τα λείψανα του περίφημου ναού του Απόλλωνος. Φανταστείτε την χαρά μου, η οποία θα ήταν βεβαίως μεγαλύτερη αν είχα λίγο περισσότερο χρόνο ν’ αφιερώσω, διότι υπάρχουν ακόμη η Μαντινεία, η Στύμφαλος, το Παλλάδιον, η Τεγέα και, κυρίως, η Νεμέα και η Ολυμπία. Θα άξιζε να τις φέρω και αυτές άνω-κάτω, από τα θεμέλια έως την κορυφή. Έχω όλη την δύναμη να το πράξω, κι επιπλέον απέκτησα μια οξυδέρκεια σε αυτού του είδους την δράση. Δεν ομοιάζω με εκείνους που τρέχουν από πόλη σε πόλη απλώς για να ιδούν, εγώ επιδιώκω να παίρνω όλα τα χρήσιμα πράγματα”18.
Στις 20 Απριλίου 1730, ο Γάλλος καταστροφέας γράφει από την Σπάρτη στον πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη, Villeneuve, δικαιολογώντας τους βανδαλισμούς του σε επιθυμία εκδικήσεως για την κακή τάχα συμπεριφορά των Μανιατών απέναντί του:
“Πέρασα από έναν φοβερό τόπο, την περιβόητη Μάνη, που κατοικείται από έναν αιμοβόρο λαό. Είμαι πολύ ευτυχής που γλίτωσα. Έφυγα από την βάρβαρη πατρίδα τους χωρίς να αποκομίσω τίποτε το αξιόλογο, τίποτε για να βγουν τουλάχιστον τα έξοδά μου. Για να ξεσπάσω και για να εκδικηθώ αυτό το σκυλολόι, έριξα την θλίψη μου επάνω στην Αρχαία Σπάρτη. Δεν ήθελα να μείνει τίποτε από την πόλη που έκτισαν οι πρόγονοί τους. Την έσβησα, την κατέσκαψα, την εκθεμελίωσα, δεν της άφησα λίθο επί λίθου. Και γιατί, θα ερωτήσει η εξοχότης σας, επέπεσα με τόση μανία επάνω σε αυτή την αρχαία πόλη, ώστε να την κάνω αγνώριστη, υποχρεώνοντάς τη να πληρώσει τις αμαρτίες των απογόνων της;
Έχω την τιμή να σας απαντήσω ότι ήταν πολύ αρχαία και έκρυβε με φιλαυτία κάτω από τα χώματά της πολλούς θησαυρούς, πράγμα που δεν μπορούσα να συγχωρέσω. Μέχρι τώρα κανείς ταξιδιώτης δεν τόλμησε να τους αγγίξει· ακόμη και οι Βενετοί, παρά το ότι υπήρξαν κάποτε κυρίαρχοι αυτής της χώρας, τους σεβάσθηκαν. Εγώ έκρινα πως δεν έπρεπε να τρέφω ανάλογο σεβασμό και την ισοπέδωσα λοιπόν με κάθε επισημότητα, πράγμα που προκάλεσε τον θαυμασμό των Τούρκων, ενώ οι Γραικοί θύμωσαν και οι Εβραίοι έμειναν κατάπληκτοι. Είμαι ικανοποιημένος, διότι απέκτησα από αυτό το ταξίδι μου πράγματα ικανά να θαμπώσουν όλους τους σοφούς”19.
Η ολέθρια παρουσία του μοχθηρού αββά στην Ελλάδα κράτησε συνολικά δεκαέξι μήνες. Μπαρκάροντας από το Ναύπλιο, ο ίδιος έδωσε τον απολογισμό του ταξιδιού του: αντίγραφα 2.600 επιγραφών και 300 αναγλύφων, μετάλλια, σχέδια, απόψεις πόλεων και μνημείων. Ερεύνησε για αρχαιότητες σε 63 μοναστήρια και 122 μετόχια. Ύστερα απ’ όλα αυτά, με την επιστροφή του στην Γαλλία, αντί για δόξα και επιστημονικές «δάφνες», τον περίμεναν η χλεύη, η αποδοκιμασία και η γενική κατακραυγή. Σ’ αυτές προστέθηκαν και οι κατηγορίες για πλαστογραφία, απάτη και καταστροφή πολιτισμικών μνημείων. Ο ίδιος, οι συνεργάτες και οι «πάτρωνές» του είχαν στιγματιστεί ανεπανόρθωτα…
Έξι χρόνια μετά (1738), ο καταδηωμένος ελληνικός χώρος δέχτηκε ακόμα έναν επισκέπτη με αρπακτικές διαθέσεις, τον John Montague Earl of Sandwich. Νεώτατος, τολμηρός και ευκατάστατος, κατάφερε να συλλέξει μούμιες, μετάλλια και παπύρους από την Αίγυπτο, που επισκέφθηκε πρώτη, αλλά και αρχαία αγγεία, ανάγλυφα και επιγραφές από την ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο χρονικό του ταξιδιού του, γραμμένο από τον ίδιο, στην Σαλαμίνα είχε επιστρατεύσει ντελάληδες να γνωστοποιήσουν ότι “αγοράζει μετάλλια έναν παρά το κομμάτι”20…
Ο Pωσοτουρκικός Πόλεμος της περιόδου 1770-1774 δεν υπήρξε λιγότερο κρίσιμος για τις αρχαιότητες. Oι Ρώσοι αξιωματικοί κατηγορήθηκαν όχι μόνον ότι αφαίρεσαν λείψανα του ελληνικού πολιτισμού, αλλά ότι, με την μανία της αρπαγής, έσπασαν και κατέστρεψαν πολλές φορές μνημεία. O Ολλανδός κόμης H. L. Pasch Van Krienen, για χρόνια στον ρωσικό στρατό, είναι γνωστό ότι μετέφερε στο Λιβόρνο τέσσερα κιβώτια με αρχαία από τα νησιά του Αιγαίου.
Μέχρι το 1780 η αρχαιοσυλλεκτική βουλιμία Άγγλων και Γάλλων είχε μετατρέψει την Ελλάδα σε κέντρο διερχομένων, με στόχο την επισήμανση αρχαιολογικών χώρων που μέχρι τότε είχαν παραμείνει σχεδόν ανεξερεύνητοι. Το 1785 ο πρεσβευτής της Γαλλίας στην Πόλη, Marie Gabriel Florent Auguste de Choiseul-Gouffier, εφοδιασμένος με σουλτανικό φιρμάνι, επιχειρεί, διαμέσου του προξένου της Γαλλίας στην Αθήνα Louis Sebastian Fauvel, επίσης αρχαιοκαπήλου και μεγάλου τοκογλύφου, να αποσπάσει γλυπτά από τον Παρθενώνα. Κατά την διάρκεια των εργασιών στην κορυφή του ναού κατέρρευσε μια μετόπη. Το περιστατικό αναφέρεται σε υπόμνημα (σχετικά με την καταστροφική επιδρομή του Έλγιν στην Ακρόπολη, είκοσι χρόνια αργότερα):
“Γάλλοι τεχνίτες προσπάθησαν να αφαιρέσουν πολλά γλυπτά από διάφορα κτίσματα του φρουρίου και κυρίως από τον Παρθενώνα. Αλλά ενώ κατέβαζαν μια μετόπη, η συσκευή αστόχησε και τα γλυπτά κατέπεσαν και θρυμματίσθηκαν. Τα υλικά και τα εργαλεία των Γάλλων, τους ματρακάδες, τις σκάλες κ.λπ., θα χρησιμοποιήσουν οι πράκτορες του Έλγιν το 1801. Όχι τυχαία, λοιπόν, ο Λόρδος του Έλγιν τον χαρακτήριζε «δάσκαλό του”21…
Το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα, όπου και παρέμεινε για έναν χρόνο, το είχε πραγματοποιήσει το 1776, και είχε συγκεντρώσει πολύτιμο υλικό για τις ελληνικές αρχαιότητες και για τον τρόπο ζωής των Ελλήνων της εποχής του, το οποίο δημοσιεύτηκε λίγα χρόνια αργότερα. Τα κείμενά του συνοδεύονταν από χαλκογραφίες και σχεδιαγράμματα22. Παρά την κατ’ επίφαση συμπάθεια προς την Ελλάδα, ως πολιτισμικό μέγεθος, δεν έπαυε να είναι ένας κοινός αρχαιοκάπηλος. Είχε αναγάγει τη σύληση σε βασική απασχόλησή του. Διενεργούσε ανασκαφές και συγκέντρωνε αρχαία αντικείμενα στην κατοικία του. Με την ιδιότητα του προξένου υποδεχόταν τους περιηγητές, τους οδηγούσε στους αρχαιολογικούς χώρους και φρόντιζε να ξεπουλήσει το εμπόρευμά του. Φόρτωσε ολόκληρα καράβια με γλυπτά από τους αρχαιολογικούς χώρους της Αττικής. Στον φίλο και συνεργό του Fauvel έγραφε, χαρακτηριστικά, το 1789:
Άρπαξε ό,τι μπορέσεις. Μην αφήσεις καμιά ευκαιρία για λαφυραγωγία στην Αθήνα και στην περιοχή της. Ξεσήκωσε ό,τι περνάει από το χέρι σου. Μην λυπάσαι ούτε ζωντανούς, ούτε πεθαμένους23.
Στο ενεργητικό της συνεργασίας των Gouffier και Fauvel, εκτός από την μεταφορά στην Γαλλία ολοκλήρου του ναού του Ηφαίστου (Θησείο), ενός σχεδίου του οποίου την εκτέλεση είχε αναθέσει ο πρώτος στον δεύτερο, κι ευτυχώς δεν τελεσφόρησε, περιλαμβάνονταν επίσης οι ανασκαφές –και συνακόλουθες λεηλασίες, φυσικά– στην Αθήνα, τον Φεβρουάριο του 1787 (με λεία άγνωστο αριθμό αρχαιοτήτων, που συσκευάστηκαν σε 26 κασόνια και απεστάλησαν σε αποθήκη της Μασσαλίας, όπου κατασχέθηκαν από την Γαλλική Επανάσταση κατόπιν), οι αποστολές στην Ολυμπία, στην Βερβίτσα (αρχαίες Βάσσες Ηλείας) και στη Μεγαλόπολη, το καλοκαίρι του 1787, η ανακάλυψη και αρπαγή του αγάλματος της Μούσας Ουρανίας από τον λόφο του Αγίου Στεφάνου στην Σαντορίνη, τον Ιούνιο του 1788, νέες ανασκαφές στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1789, με την αρπαγή αγαλμάτων και ενεπιγράφων πλακών, αλλά και η αφαίρεση μίας κολόνας του Ερεχθείου, ενός ενεπιγράφου βάθρου, ενός σπονδύλου και μίας φιάλης από τον Παρθενώνα24.
Μετά τον θάνατο του Choiseul Gouffier, το 1817 στο Παρίσι, η μεγάλη συλλογή του πουλήθηκε σε μουσεία και ιδιώτες συλλέκτες. Το Μουσείο του Λούβρου απέκτησε ένα ικανό τμήμα της. Ύστερα απ’ όλα αυτά, ο βάνδαλος Γάλλος άρπαγας θεωρείται μεγάλος φιλέλληνας (!). Δόθηκε, μάλιστα, και το όνομά του σε μια αθηναϊκή οδό, επειδή υπήρξε… αρχαιολάτρης. Όσο για τον Fauvel, ραδιούργος και πολιτικά επαμφοτερίζων όπως ήταν, κατόρθωσε μέσα από πολλές περιπέτειες και με μεγάλο κόστος, να συμβιβαστεί με τη νέα πολιτική πραγματικότητα στην Γαλλία και να παραμείνει στην Ελλάδα ασκώντας τα προξενικά του καθήκοντα ώς την έκρηξη της Επανάστασης το 1821.
Λίγο πριν την Εθνεγερσία – Ο κλέφτης Έλγιν
Στο μεταίχμιο μεταξύ του 18ου και του 19ου αιώνα, η αλλαγή των διπλωματικών ισορροπιών που επέφεραν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η ναπολεόντεια εκστρατεία στην Αίγυπτο και η κήρυξη του γαλλοτουρκικού πολέμου οδήγησε στην εξασθένιση της γαλλικής επιρροής στην Πύλη. Οι Άγγλοι, φυσικά, δεν άργησαν να επωφεληθούν, εξασφαλίζοντας προνομιακή μεταχείριση σε πολλά ζητήματα. Αναλογικά, οι «ταξιδιώτες» τους αυξήθηκαν πολύ, συγκριτικά με τους αντίστοιχους Γάλλους, Γερμανούς, Ιταλούς, αλλά κι Αμερικανούς. Αυτό φαίνεται κι από το γεγονός ότι οι Έλληνες αποκαλούσαν συνολικά «μυλόρδους» τους ξένους επιφανείς επισκέπτες.
Το 1799 διορίστηκε ως πρεσβευτής της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη ο Thomas Bruce, 7ος κόμης του Έλγιν. Αμέσως άρχισε να ζητά διευκολύνσεις από την Πύλη για τον εντοπισμό και την αρπαγή αρχαίων θησαυρών. Εκτός από αυτές, εξασφάλισε επίσης και την συνεργασία δύο διορισμένων «ειδικών»: του κληρικού και λογοτέχνη Joseph D. Carlyle και του νεαρού εφημερίου Philip Hunt.
Ο πρώτος, ως γνώστης της αραβικής γλώσσας, έστρεψε εξ αρχής το ενδιαφέρον του στην αναζήτηση αρχαίων χειρογράφων, με βιβλικό περιεχόμενο κατά προτίμηση, σε βιβλιοθήκες μοναστηριών και ιδρυμάτων –στην Ελλάδα και το Αιγαίο– αλλά και μέσα στο ανάκτορο του σουλτάνου.
Ο δεύτερος, νεώτερος και δυναμικότερος, αποδύθηκε στην συλλογή κυρίως γλυπτών μνημείων. Είχε σκεφθεί επίσης να αποσπάσει ακόμη και τους λαξευμένους λέοντες από την πύλη των Μυκηνών, αλλά το πλοίο στο οποίο τους προόριζε για φόρτωση ήταν πολύ μακριά, κάτι που καθιστούσε αδύνατη την μεταφορά τους. Τον Σεπτέμβριο του 1801 βρέθηκε στην Αθήνα, όπου επισκέφθηκε την Ακρόπολη και αφαίρεσε από το Ερεχθείο μία από τις Καρυάτιδες, αφού πρώτα, με την άδεια του βοεβόδα, γκρέμισε το περιτείχισμα που τις κάλυπτε. Σε σχετική αναφορά του προς τον Λόρδο του Έλγιν έγραφε:
“Αν βρισκόταν στον Πειραιά μεγάλο αγγλικό πολεμικό πλοίο, θα μπορούσαμε να φορτώσουμε ολόκληρο το εξαίσιο αυτό κτίσμα κι όχι μόνο μία κόρη”25.
Η Τρωάδα, το Άγιο Όρος (Καρυές, Αθωνιάδα, Μονές) και η Χαλκιδική υπήρξαν οι κυριότεροι σταθμοί αναζήτησης χειρογράφων και αναγλύφων των δύο απεσταλμένων του πρεσβευτή, που δεχόταν με ευχαρίστηση κάθε «επιτυχία» τους. Στο μυαλό του τελευταίου, πάντως, είχε γίνει σχεδόν έμμονη ιδέα η σύληση του Παρθενώνα. Πολύ δε περισσότερο, καθώς φοβόταν μια νέα γαλλική επέμβαση στην Ακρόπολη. Ήδη από τον Ιούλιο του 1800 είχε συγκροτήσει και αποστείλει στην Αθήνα πολυμελές συνεργείο με ανάλογο εξοπλισμό, το οποίο αρχικά εκτελούσε απεικονίσεις, καταμετρήσεις και εκπονούσε αρχιτεκτονικά σχέδια των μνημείων της Ακρόπολης.
Το πολυπόθητο γι’ αυτόν φιρμάνι26 με την υπογραφή του Καϊμακάμ Πασά, απευθυνόμενο προς τον καδή και τον βοεβόδα των Αθηνών, εκδόθηκε τελικά στις 6 Ιουλίου 1801 και επέτρεπε στα μέλη του συνεργείου «να στήνουν ικριώματα γύρω από τον Ναό των Ειδώλων (όπως αποκαλούσαν τον Παρθενώνα), να κατασκευάζουν εκμαγεία, να καταμετρούν τα κτήρια και να κάνουν ανασκαφές για ανεύρεση επιγραφών».
Επίσης, περιλάμβανε εντολή της Πύλης «να μην ενοχληθούν τα μέλη του συνεργείου από τον Δισδάρη ή από οποιονδήποτε άλλο, να μην αναμειχθεί κανείς με τα ικριώματα και τα εργαλεία ούτε να εμποδίσει τα μέλη να πάρουν μερικά κομμάτια πέτρας με επιγραφές και γλυπτά»27.
Με αδρές δωροδοκίες προς τις τουρκικές αρχές των Αθηνών, ο κόμης του Έλγιν πέτυχε να ερμηνεύσει το φιρμάνι όπως ήθελε. Ο αριθμός των αρχαίων που λαφυραγώγησε σε διάστημα 18 μηνών ανέρχεται σε 253 ανάγλυφα και αγάλματα, εκτός από τα μικρά αντικείμενα. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται μετόπες και πλάκες της ζωφόρου του Παρθενώνα, αγάλματα από το ανατολικό και δυτικό αέτωμα, η Καρυάτιδα και ο κομψότατος κίονας του Ερεχθείου και το μεγάλο άγαλμα του Βάκχου πάνω από το Θέατρο του Διονύσου. Παράλληλα, η ολοκληρωτική καταστροφή πολλών αγαλμάτων κατά την αφαίρεσή τους από την θέση τους, λόγω των πρωτογόνων μεθόδων απόσπασης, προκάλεσε αλγεινότερα συναισθήματα από εκείνα που δημιούργησε η αρπαγή τόσων άλλων.
Πολλά από τα αρχαία σπαράγματα φορτώθηκαν στο πλοίο «Μέντωρ», με σκοπό την μεταφορά τους στη Βρετανία. Αυτό, όμως, ναυάγησε έξω από τα Κύθηρα. Επιστρατεύοντας ντόπιους βουτηχτές, ο λόρδος κατάφερε να ανακτήσει το μεγαλύτερο μέρος του πολυτίμου φορτίου. Η πλούσια συλλογή των κλεμμένων θησαυρών παρέμεινε στην κατοχή του μέχρι την εποχή που χρεωκόπησε κι αναγκάστηκε να την πουλήσει στο κράτος28.
Τα έργα και οι ημέρες του Thomas Bruce στην Ακρόπολη των Αθηνών, παρά τις αντιδράσεις λογίων και επιφανών Ευρωπαίων όπως ο Βύρων, κέντρισαν γρήγορα την βουλιμία πολλών αρχαιοφίλων της Ευρώπης. Το 1807, στην Ρώμη, συγκροτήθηκε μια «εταιρεία» («συμμορία» είναι ο πιο δόκιμος όρος) για την προώθηση της διενέργειας ανασκαφών στο ελληνικό έδαφος29. Ο φιλότουρκος νεαρός Άγγλος αρχιτέκτων Charles Robert Cockerell ήταν από τα σημαντικότερα στελέχη της.
Έφθασε στην ηπειρωτική Ελλάδα το 1810, και για έξι χρόνια, με πρόσχημα την αρχαιοδιφία, είχε επιδοθεί σε ανασκαφές και υφαρπαγές μνημείων. Ερευνώντας στην Αίγινα το 1811, σε συνεργασία με άλλους, έφερε στο φως αγάλματα και ανάγλυφα από τα αετώματα του ναού της Αφαίας. Προσεταιριζόμενος τοπικούς προεστούς, κατόρθωσε να τα βγάλει από το νησί. Κατέληξαν στην Αθήνα, για να συγκολληθούν και να αναζητηθεί αγοραστής. Τελικά, μεταφέρθηκαν στην Ζάκυνθο, μακριά από τον τουρκικό ζυγό, όπου και δημοπρατήθηκαν διεθνώς30.
Η ομάδα υπό τον Cockerell επέστρεψε στον Μωριά το 1812, με σκοπό αυτή την φορά τον Ναό του Απόλλωνος στις Βάσσες της Ηλείας. Ωστόσο, οι Ανδριτσάνοι που είχαν μισθωθεί για τις δέουσες ανασκαφές, από δεισιδαιμονία κυρίως, δεν δέχθηκαν να συνεχίσουν, αφήνοντας μόνους τους ξένους. Κάποιες επιχειρήσεις εκφοβισμού τους από ντόπιους, λίγο αργότερα, έφεραν αποτέλεσμα και, τελικά, η ομάδα έφυγε σχεδόν άπρακτη. Επανήλθε, όμως, το καλοκαίρι του 1813 και, με έγγραφη άδεια του Βεληπασά της Τριπολιτσάς (με το αζημίωτο, φυσικά), προχώρησε σε ανασκαφές και εξαγωγή των γλυπτών κυρίως ευρημάτων από το λιμάνι του Ναυαρίνου, παρά τις ζωηρές αντιδράσεις του τοπικού ελληνικού πληθυσμού. Τα αρχαία μεταφέρθηκαν στα Επτάνησα, όπου πουλήθηκαν στον Άγγλο διοικητή κι από εκεί στο Λονδίνο.
Ζηλωτής της δόξας τού Cockerell δεν άργησε να γίνει κι ο φίλος και συνεργάτης του Δανός αρχαιολόγος, P.O. Bronsted. Το 1811 βρέθηκε στην Κέα για ανασκαφικές επιχειρήσεις. Είναι από τους ελάχιστους που εκφράστηκαν στα χρονικά τους με συμπάθεια για τον υπόδουλο Ελληνισμό31, χωρίς ωστόσο αυτό να τον εμποδίσει να επωφεληθεί από την αμάθειά του και, ύστερα από ανασκαφές τριών εβδομάδων, να πάρει πλήθος αρχαίων αντικειμένων που βρήκε στην νησιωτική γη.
Την πρωτοκαθεδρία των Βρετανών στην βιομηχανία της αρπαγής αρχαιοτήτων ήλθε να θέσει εν αμφιβόλω ένας Γάλλος, μόλις δώδεκα μήνες πριν από την έκρηξη της Ελληνικής Επαναστάσεως. Πρόκειται για τον Lodoïs de Martin du Tyrac, κόμη του Marcellus, που είχε διοριστεί στην πρεσβεία της χώρας του στην Κων/πολη, το 1816, και για τέσσερα χρόνια περιδιάβαινε την Ελλάδα και τη Μ. Ασία ως περιηγητής, συντάσσοντας και σχετικό χρονικό.
Σ’ αυτό αφηγείται, χωρίς όμως να καθιστά απόλυτα ξεκάθαρο, πώς απέκτησε την Αφροδίτη της Μήλου όταν επισκέφθηκε το νησί, το 1820. Το άγαλμα, βέβαια, το οποίο είχε βρεθεί πολύ νωρίτερα από έναν αγρότη ονόματι Γιώργη, που καλλιεργούσε στο χωράφι του, το εποφθαλμιούσε ένας καλόγερος του νησιού για να το δωρίσει στον Δραγουμάνο του Στόλου, Νικ. Μουρούζη, προκειμένου να εξασφαλίσει την εύνοιά του.
Ο Γάλλος κόμης, δυναμικός και… γενναιόδωρος, κατάφερε να πείσει τόσο τον αγρότη, όσο και τους πρόκριτους του νησιού (που μεταγενέστερα τιμωρήθηκαν για τις αποφάσεις τους με πρόστιμο και μαστίγωμα), να ματαιώσουν την προετοιμασμένη αποστολή του αγάλματος και να το φορτώσουν στο δικό του πλοίο, με το οποίο τελικά μεταφέρθηκε στην Σμύρνη, κι από εκεί, τον Φεβρουάριο του 1821, βρέθηκε στο Παρίσι32.
Παραταύτα, όμως, είναι μάλλον απίθανο να έφυγε η Αφροδίτη από το νησί χωρίς να προκληθούν αντιδράσεις33, ενώ είναι γεγονός ότι η συναισθηματική απήχηση της απομάκρυνσης του αγάλματος από το νησί, και την Ελλάδα γενικότερα, υπήρξε καίρια, επηρεάζοντας και τις κατοπινές γενεές34. Η περίπτωση της Αφροδίτης της Μήλου, πάντως, ήταν και η τελευταία μεγάλης σπουδαιότητας πράξη αρχαιοκαπηλίας που σημειώθηκε. Με τον ξεσηκωμό του Γένους, η κατάσταση άρχισε βαθμιαία να αλλάζει και να διαμορφώνεται έτσι, ώστε, σιγά-σιγά, να παγιωθεί η αντίληψη στον δυτικό κόσμο ότι η εποχή της αχαλίνωτης ασυδοσίας κάποιων υστερόβουλων αρχαιοφίλων έδυε, χωρίς βεβαίως να λείπουν και κάποια μεμονωμένα περιστατικά αρχαιοκαπηλίας αργότερα, όπως η αρπαγή της Νίκης της Σαμοθράκης35.
Συμπεράσματα
Μια χρονικά επιτομική θεώρηση της καταστάσεως της Ελληνικής μνημειακής κληρονομιάς επί τουρκοκρατίας, χωρίς την ιδιαίτερη παράθεση λεπτομερειακών στοιχείων, είναι αρκετή για να σχηματίσουμε μια σαφή εικόνα. Έχουμε προ οφθαλμών πρόσωπα, γεγονότα και πράγματα τοποθετημένα μέσα σε ένα ιστορικό γίγνεσθαι από το οποίο μπορούμε να εξαγάγουμε ασφαλή συμπεράσματα. Το κυριότερο από αυτά δεν μπορεί να είναι άλλο από την διαπίστωση ότι οι διάφοροι «περιηγητές», «ταξιδιώτες», «επισκέπτες», ή όπως αλλιώς χαρακτηρίστηκαν οι κάθε λογής αρχαιολάγνοι διερχόμενοι, μόνο φίλοι του ελληνικού πολιτισμού και του Ελληνισμού δεν υπήρξαν, στην συντριπτική τους πλειοψηφία.
Μπορεί να άφησαν πίσω τους χρονικά και απομνημονεύματα που, ομολογουμένως, παρέχουν πολύτιμες ιστορικές πληροφορίες για την κατάσταση του υπόδουλου ελληνικού Γένους, αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν απαλλάσσει τόσο τους ιδίους, όσο και τους αποστολείς τους, για τον παραλογισμό και την απερίγραπτη και με διαχρονικές επιπτώσεις φθορά που προξένησαν στην Ελλάδα ως χώρα και ως πολιτισμικό μέγεθος.
Η τακτική των μικρόψυχων και τυχάρπαστων ανθρώπων, προερχομένων από πολιτισμικά ασήμαντους λαούς, που ταξιδεύουν από σκοτεινές χώρες για να «πλιατσικολογήσουν» στο Ελληνικό Φως, προσπαθώντας να γεμίσουν τα άδεια μουσεία τους και να καλύψουν έτσι το κενό της ιστορικής ανυπαρξίας τους, είχε καταστεί για αιώνες εγκληματική συνήθεια. Ο βάρβαρος αυτός ιμπεριαλισμός αποκάλυψε το πραγματικό πρόσωπο της Ευρώπης, χωρίς κανένα ψιμύθιο. Σαν πραγματικό προφητικό βάλσαμο ακούγονται τα λόγια του Αθανασίου Ψαλλίδα (προς τον φίλο του λόρδου Βύρωνα, Hobehouse, το 1815 στα Ιωάννινα):
“Εσείς μας παίρνετε τα έργα των προγόνων μας. Φυλάξτε τα καλά. Κάποια μέρα θα έρθουμε να σας τα ξαναζητήσουμε”.
------------------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ / ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (ΙΓ΄ 90) είναι πολύ παραστατικός περιγράφοντας την απογύμνωση του Ακράγαντος από τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς του: «Ο δε Αμίλκας, τα ιερά και τας οικίας συλήσας και φιλοτίμως ερευνήσας, τοσαύτην ωφέλειαν συνήθροισε, όσην εικός εστίν εσχηκέναι πόλιν οικουμένην υπό ανδρών είκοσι μυριάδων, απόρθητον δε από της κτήσεως γεγενημένην και ταύτα των εν αυτή φιλοκαλησάντων εις παντοίων κατασκευασμάτων πολυτέλειαν. Και γαρ γραφαί παμπληθείς ηυρέθησαν εις άκρον εκπεπονημέναι και παντοίων ανδριάντων φιλοτέχνως δεδημιουργημένων υπεράγων αριθμός. Τα μεν ουν πολυτελέστατα των έργων απέστειλεν εις Καρχηδόνα, εν οις και τον Φαλάριδος συνέβη κομισθήναι ταύρον, την δε άλλην ωφέλειαν ελαφυροπώλησεν».
2 The negotiations of sir Thomas Roe in his embassy to the Ottoman Porte, Λονδίνο, 1740.
3 Στην αναφορά του προς τον «πελάτη» του έγραφε μεταξύ άλλων: «Ειδικά στους Δελφούς βρίσκονται ανεκτίμητοι θησαυροί. Νομίζω πως δεν είναι δύσκολο να γίνουν έρευνες και ανασκαφές. Μαθαίνω πως πολλά αγάλματα είναι θαμμένα για να γλιτώσουν από τους Τούρκους. Νομίσματα θα προμηθευτώ από τους Εβραίους, αλλά είναι πολύ ακριβά. Έχω ένα χρυσό του Μ. Αλεξάνδρου… Απέκτησα επίσης ένα γλυπτό από το ανάκτορο του Πριάμου» (Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Α΄, Αθήνα 1994, σελ. 137).
4 Είναι η γνωστή ως Porta Aurea, που, κατά την παράδοση, είχε κτίσει ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α’. Πλαισιωνόταν από δύο μεγάλους κίονες, και το υπέρθυρο διακοσμούσαν δώδεκα πλακίδια από μάρμαρο με ανάγλυφες παραστάσεις.
5 Πρόκειται για ενεπίγραφη μαρμάρινη πλάκα, μεγάλης ιστορικής και αρχαιολογικής αξίας, αγνώστου δημιουργού, γραμμένη σε αττική διάλεκτο περί το 264/263 π.κ.ε. Αναφέρει συνοπτικά τα γεγονότα από την εποχή του Κέκροπος έως τις ημέρες του Αθηναίου άρχοντος Διογνήτου. Το 1897 ανακαλύφθηκαν κι άλλα κομμάτια από την ίδια πλάκα.
6 Σύμφωνα με έκθεση της Αρχαιολογικής Εταιρίας (21 Μαΐου 1842), η βόμβα «άνηψε την πυρίτιδα και τρομερά έκρηξις εκλόνισε το αρχαίον οικοδόμημα μέχρι των θεμελίων αυτού και αμφότεραι αι πλευραί του, τοίχοι και στήλαι, κατέπεσαν και τα πλείστα των αναγλύφων της τε ζωφόρου και των μετοπών και αετωμάτων κατεκρημνίσθησαν και ετάφησαν υπό σωρόν ερειπίων» (Πρακτικά της ΣΤ΄ γενικής συνεδριάσεως της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρίας, τη 12η Μαΐου 1846, σελ. 146 κ.ε.). Η αυτόπτις της καταστροφής Anna Akerhjem, συνοδός της συζύγου τού Οtto Kunigsmark, διοικητή της πολιορκίας, έγραφε στο ημερολόγιό της: «Ο κόσμος δεν θα ξαναδημιουργήσει τέτοιο αριστούργημα».
7 Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Α΄, σελ. 651.
8 Ο Φραγκίσκος Μοροζίνι δεν αρκέστηκε στην καταστροφή του Παρθενώνα. Θέλησε να μεταφέρει στην Βενετία και τρόπαιο από τον γκρεμισμένο ναό. Διάλεξε το εξαίσιο γλυπτικό σύμπλεγμα του δυτικού διαζώματος με τον Ποσειδώνα και τα δύο άλογα. Αλλά κατά την απόσπαση των γλυπτών γκρεμίστηκε ολόκληρο τμήμα του ναού κι όλα τα μάρμαρα θρυμματίστηκαν καταγής. Στην αναφορά του προς την σύγκλητο ο άξεστος στρατηγός δεν εκφράζει ούτε λύπη ούτε μεταμέλεια για την κατάρρευση του ναού και την καταστροφή του διαζώματος.
9 Κάθε απεικόνιση λιονταριού είχε μεγάλη σημασία για την πόλη της Βενετίας, καθώς μετατρεπόταν μεταφορικά σε απεικόνιση του ευαγγελιστή Μάρκου, του πολιούχου αγίου της. Γι’ αυτό τον λόγο, και η Βενετία είναι γεμάτη από λέοντες κάθε μορφής, κλεμμένους από όλο τον κόσμο, που ταυτόχρονα απεικονίζουν και την, πάλαι ποτέ, δύναμη της βενετικής θαλασσοκρατορίας.
10 Missions archéologiques françaises en orient aux XVΙIe et XVΙIIe siècles, Documents publiés par Henri Omont, Paris 1902.
11 «Μέσα στον μισοχαλασμένο ναό [στη Δράμα] βρήκα την προτομή ενός Ηρακλή εξαιρετικής ομορφιάς από λευκό μάρμαρο. Χρησιμοποιείται ως βάθρο μιας ξύλινης κολώνας που υποστηρίζει τον γυναικωνίτη. Η μισή είναι θαμμένη στο χώμα. Αν βρισκόταν στη Δράμα ο μητροπολίτης, θα την αγόραζα… Δεν πειράζει όμως… Θα την πάρω σε άλλο ταξίδι» (Voyage du Sieur Paul Lucas au Levant, τόμ. Α΄, Παρίσι 1712, σελ. 253).
12 Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Β΄, σελ. 38.
13 Αυτόθι, σελ. 40.
14 Υπήρξε και προγενέστερη προσπάθεια διεισδύσεως στην βιβλιοθήκη του σουλτάνου, αλλά χωρίς χειροπιαστό αποτέλεσμα. Το 1687 ο Γάλλος πρεσβευτής Pierre Girardin διαπίστωσε ότι εκεί υπήρχαν τουλάχιστον 200 ελληνικοί τόμοι. Με την βοήθεια ενός Ιταλού μεσάζοντος ξεχώρισε και μετέφερε έξω από το σεράι κάποιους από αυτούς, για αξιολόγηση, χωρίς όμως τελικά να καταφέρει να τους αποσπάσει.
15 «Είναι δύσκολο να αποκτήσουμε χειρόγραφα. Οι Έλληνες κληρικοί δεν κλονίζονται, ακόμα και με την προσφορά μεγάλων ποσών. Μας αντιμετωπίζουν με το επιχείρημα ότι οι παλαιοί πατριάρχες είχαν αφορίσει εκείνους που πούλησαν πολύτιμα αντικείμενα των μοναστηριών. Ένας απεσταλμένος του γερμανού αυτοκράτορα έφθασε στην Ανατολή για τον ίδιο σκοπό. Πήγε στην Νέα Μονή της Χίου και πρόσφερε στους μοναχούς 1.100 τσεκίνια για επτά χειρόγραφα. Οι μοναχοί έμειναν αλύγιστοι. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο για κάθε καλόγερο χωριστά. Πολλοί αγαπούν το χρυσάφι περισσότερο απ’ όσο φοβούνται τον αφορισμό. Σ’ αυτούς πρέπει να απευθυνθεί κανείς για να πετύχει. Άλλωστε, για τους Έλληνες είναι ολότελα άχρηστοι αυτοί οι θησαυροί. Να τους χρησιμοποιήσουν δεν μπορούν. Έπειτα, υπάρχει κίνδυνος να αφανισθούν τα καλύτερα αρχαία χειρόγραφα» (Henri Omont, issions archéologiques françaises en Orient aux XVIIe et XVIIIe siècles, τόμ. Α΄, Παρίσι, 1902, σελ. 459).
16 Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Β΄, σελ. 135.
17 Αυτόθι, σελ. 139.
18 Βλ. Β. Ρασσιάς: «Ένας αγροίκος κληρικός καταστρέφει τον 18ο αιώνα ό,τι είχε απομείνει από την αρχαία Σπάρτη».
19 Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Β΄σελ. 143.
20 A voyage performed by the late Earl of Sandwich round the Mediterranean in the years 1738 and 1739 written by himself, Λονδίνο 1799.
21 Χατζηφώτης Ι.Μ., Η Καθημερινή Ζωή των Ελλήνων στην Τουρκοκρατία, Παπαδήμας, Αθήνα 2002, σελ. 75-76.
22 Marie Gabriel Florent Auguste de Choiseul Gouffier, Voyage pittoresque de la Grece, Παρίσι 1782.
23 Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Β΄ σελ. 463.
24 Αυτόθι, σελ. 464.
25 Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Γ΄ σελ. 96.
26 Το φιρμάνι αυτό δεν βρέθηκε ώς σήμερα, παρά τις έρευνες ειδικών στα τουρκικά αρχεία. Μια μετάφρασή του στα ιταλικά, την οποία είχε κάνει ο διερμηνέας της Αγγλικής Πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, Πιζάνι, βρέθηκε στο αρχείο τού Philip Hunt. Από αυτό το ιταλικό κείμενο έγινε η μετάφραση του φιρμανίου στα αγγλικά, την οποία έδωσε ο Hunt στην Ειδική Εξεταστική Επιτροπή, που είχε συστήσει η αγγλική Βουλή για την αγορά των «Ελγινείων», όταν ο ίδιος κλήθηκε ως μάρτυρας.
27 «Qualque pezzi di pietra con inscrizioni e figure», όπως αναφέρεται στο κείμενο του Hunt (βλ. σχετ.: www.istorikathemata.com).
28 Πριν από την τελική απόφαση της αγγλικής κυβερνήσεως για την αγορά της συλλογής, το 1816, έγινε μεγάλη συζήτηση στη Βουλή των Κοινοτήτων για τις νομικές και γλωσσικές αντιφάσεις που περιέχονται στο φιρμάνι, και ακούστηκαν πολλά για την κατάχρηση της εξουσίας από τον κόμη του Έλγιν ως πρεσβευτή στην Πύλη. Τελικά, αποφασίστηκε με ψήφους 82 υπέρ και 30 κατά η αγορά των αρχαιοτήτων (βλ. σχετ.: www.istorikathemata.com).
29 Μέλη της Εταιρείας αυτής ήταν επίσης ο Εσθονός αρχαιολόγος και καλλιτέχνης Otto Magnus von Stackelberg, ο Βυρτεμβέργιος ζωγράφος Linekh, οι Δανοί αρχαιολόγοι Bronsted και Koes, ο Βαυαρός Von Haken κ.ά. (Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες, ό.π., τ. Γ2΄, σελ. 132).
30 Έναν χρόνο μετά μεταφέρθηκαν στη Μάλτα, όπου η προσφορά του Λουδοβίκου της Βαυαρίας κατέστη πλειοδοτική (70.000 φιορίνια). Σήμερα βρίσκονται στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου.
31 Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες… τ. Γ2΄σελ. 166.
32 Αυτόθι, σελ. 542.
33 «Το άγαλμα μεταφέρθηκε στον γιαλό του νησιού… Αν από θαύμα ζωντάνευε η Θεά, θα έκλαιγε πικρά καθώς την έσερναν στα βράχια, την αναποδογύριζαν και την κατρακυλούσαν άνθρωποι σε έξαλλη κατάσταση. Παραλίγο να γκρεμισθεί στην θάλασσα… Ακολούθησε πανδαιμόνιο γύρω από το κασόνι που την μετέφεραν. Οι Έλληνες δεν ήθελαν να το δώσουν. Ο κυβερνήτης του πολεμικού πλοίου κραύγασε στους ναύτες να ρίξουν το κασόνι στην λέμβο. Τότε άρχισε η μάχη. Σπαθιά και ρόπαλα ανέμισαν. Ο παπάς του νησιού δέχθηκε πολλά χτυπήματα στο κεφάλι και την ράχη. Το ίδιο και οι Έλληνες, που ζητούσαν βοήθεια από τον Θεό και αγωνίζονταν. Ο πρόξενος της Γαλλίας πολεμούσε καλά κρατώντας στο ένα χέρι σπαθί και στο άλλο ρόπαλο. Οι ναύτες τραβολογούσαν το κασόνι, που χτυπιόταν δεξιά-αριστερά. Τότε, σ’ αυτήν την μεταφορά έχασε η Αφροδίτη το αριστερό της χέρι, που βλέπομε σήμερα κομμένο… Αργότερα έσπασε και το άλλο χέρι» Αθανάσιος Δέμος.
34 Λίγο πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε μετακίνηση της Αφροδίτης σε άλλη θέση. Όταν σήκωσαν το άγαλμα, ανακαλύφθηκε πάνω στο βάθρο ένα κομμάτι χαρτί κιτρινισμένο από τον χρόνο, το οποίο έγραφε το εξής: «Στην λατρευτή μου Αφροδίτη της Μήλου επαναλαμβάνω με πόνο τα λόγια του Δροσίνη». Και στην συνέχεια ήταν γραμμένο ολόκληρο το ποίημα του Δροσίνη για την Αφροδίτη. Υπογραφή στο σημείωμα: «Με πόνο. Βεατρίκη Κώττα, ετών 12». Η ανεύρεση του σημειώματος αυτού και ο τρόπος της εκφράσεως των αισθημάτων της νεαρής Ελληνίδας έκαμαν τότε ζωηρότατη εντύπωση στο Παρίσι. Ο γαλλικός Τύπος και το ραδιόφωνο του Παρισιού ασχολήθηκαν επανειλημμένα. Το σημείωμα τοποθετήθηκε σε μια γυάλινη θήκη και κατατέθηκε στα αρχεία του Λούβρου.
35 Στην Σαμοθράκη, το 1863, κοντά στο Ιερό των Καβείρων, βρέθηκε διαμελισμένη, προφανώς από σεισμό, η Νίκη της Σαμοθράκης, από μια αρχαιολογική αποστολή με επικεφαλής τον Charles Champoiseau, υποπρόξενο της Γαλλίας στην Αδριανούπολη, ο οποίος κατόρθωσε να πάρει έγκριση από τις τουρκικές Αρχές για να μεταφερθεί το άγαλμα στην Γαλλία. Η Νίκη, τελικά, θα εκτεθεί στο Λούβρο, χωρίς τα φτερά και το επάνω μέρος του σώματός της, 2 χρόνια αργότερα, στις 11 Μαΐου 1864.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
ΝΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΑΙΣΧΟΣ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΞΕΝΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΠΟΥ ΕΙΤΕ ΣΑΝ ΦΙΛΟΙ ΕΙΤΕ ΣΑΝ ΚΑΤΑΚΤΗΤΕΣ ΑΡΠΑΞΑΝ ΚΑΙ ΛΕΗΛΑΤΗΣΑΝ ΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΛΑΜΠΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΜΕΤΕΦΕΡΑΝ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΘΕΛΟΝΤΑΣ ΝΑ ΑΙΣΘΑΝΘΟΥΝ ΛΙΓΗ ΑΙΓΛΗ ΑΠΟ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΑΝ ΠΟΤΕ ΝΑ ΦΘΑΣΟΥΝ.
ΑπάντησηΔιαγραφή