Οι σκέψεις του έχουν υπεραναλυτικό χαρακτήρα καθώς το άτομο διερευνεί και επεξεργάζεται διάφορα σενάρια – εκδοχές της πραγματικότητας προκειμένου, είτε να λάβει την βέλτιστη απόφαση για κάτι ή για να δώσει μια απάντηση στον εαυτό του, σε ένα ερώτημα που έχει προαποφασίσει πως είναι σημαντικό.
Η διαδικασία της υπερανάλυσης είναι συνήθως επενδυμένη με άγχος: γεννάται κάτω από συνθήκες άγχους αλλά παράγει και η ίδια άγχος, επαναλαμβάνοντας έναν αέναο φαύλο κύκλο.
Φανταστείτε το εξής σενάριο: έχετε μόλις επιστρέψει από ένα επαγγελματικό δείπνο. Τίποτα αξιοπερίεργο δεν συνέβη. Όλα κύλησαν αρκετά καλά. Αν έχετε την τάση να υπεραναλύετε τα πράγματα, με το που περάσετε το κατώφλι του σπιτιού σας, μέσα στο κεφάλι σας θα αρχίσουν να ξεπηδάνε οι εξής σκέψεις:
«Πως τα πήγα;»,
«Τι σκέφτηκε άραγε ο προϊστάμενος μου για μένα;»,
«Μήπως ήμουν υπερβολικά φιλικός;»,
«Μήπως τον έφερα σε δύσκολη θέση;»,
«Γιατί με κοίταξε περίεργα, όταν έκανα εκείνο το σχόλιο;»,
«Πώς να φερθώ αύριο που θα τον δω στο γραφείο;» κ.ο.κ.
Οι ερωτήσεις μέσα στο κεφάλι σας μπορεί να σας βομβαρδίζουν. Προτού δώσετε απάντηση στη μία, έρχεται η επόμενη. Όλες μαζί συσσωρεύονται και νιώθετε να σας πνίγουν. Σας κατακλύζει άγχος καθώς αδυνατείτε να τις βάλετε σε μια τάξη, να τις απαντήσετε, να αποφασίσετε αν κάποιες είναι σημαντικές και κάποιες όχι.
Γιατί κάποιοι άνθρωποι υπεραναλύουν τις καταστάσεις;
Η διαδικασία της υπερβολικής σκέψης πάνω στα πράγματα είναι για κάποιους ανθρώπους οικεία. Την κάνουν χωρίς να το επιλέγουν και πιστεύουν ότι δεν έχουν την δυνατότητα να ξεφύγουν από αυτήν. Αρκετά συχνά μάλιστα την θεωρούν ως αναπόσπαστο κομμάτι της διαδικασίας λήψης μια απόφασης.
Αισθάνονται υποχρεωμένοι να σκεφτούν την κάθε μικρή ή ασήμαντη λεπτομέρεια πριν πάρουν μια απόφαση. Η ακατανίκητη πεποίθηση ότι οφείλουν να λάβουν την καλύτερη δυνατή απόφαση, πυροδοτεί όλη αυτή τη διαδικασία της σκέψης.
Έχουν την απαίτηση από τον εαυτό τους να αποδειχθεί σωστή η απόφαση που θα λάβουν και είναι διατεθειμένοι να εξαντλήσουν κάθε ενδεχόμενο. Πιστεύουν συχνά ότι υπάρχει μία «σωστή απόφαση» και πρέπει να την βρουν.
Ταυτόχρονα αγωνιούν για να μην κάνουν κάποιο λάθος. Το να σκέφτονται πολύ και διαρκώς, ακόμα και τα ίδια πράγματα, τους παρέχει μια ψευδαίσθηση ελέγχου. Το να προβλέπουν διαφορετικές εκβάσεις της πραγματικότητας, τους κάνει να πιστεύουν ότι προετοιμάζονται για αυτές.
Ο έλεγχος αυτός δημιουργεί ένα είδος ασφάλειας: «το σκέφτηκα, προετοιμάστηκα, δεν θα ξαφνιαστώ αν συμβεί». Δυστυχώς όμως η ασφάλεια αυτή διαρκεί μέχρι την επόμενη σκέψη… Αν και η επιθυμία για έλεγχο, είναι φυσιολογική, στην υπεραναλυτική σκέψη γίνεται υπερβολική. Η υπερβολή αυτή έγκειται στο γεγονός ότι προσπαθούμε να ελέγξουμε και πράγματα έξω από τον έλεγχο μας.
Η υπερεαναλυτική σκέψη εξυπηρετεί όμως και μια τρίτη απαίτηση από τον εαυτό μας: την απαίτηση να μην απογοητεύσουμε/ στεναχωρήσουμε/πληγώσουμε τους άλλους.
Η προσπάθεια να σκεφτόμαστε το πώς θα νιώσουν οι άλλοι ή τι θα σκεφτούν για τις δικές μας ενέργειες γίνεται εξαιρετικά ψυχοφθόρα. Παλεύοντας να διατηρήσουμε την εικόνα του καλού παιδιού, χάνουμε την επαφή με τον εαυτό μας και συχνά παγιδευόμαστε σε έναν κυκεώνα σκέψεων, από τις οποίες δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Το άγχος και η αγωνία να διατηρήσουμε αυτήν την εικόνα μας κατακλύζει στο τέλος.
Το να λαμβάνουμε τις σωστές αποφάσεις, να έχουμε τη ζωή μας υπό έλεγχο και να μας συμπαθούν οι άλλοι είναι σε γενικές γραμμές λογικές προσδοκίες.
Στην περίπτωση αυτού που υπεραναλύει τα πράγματα όμως, όλο αυτό αποκτά μια τεράστια διάσταση καθώς χάνεται το μέτρο. Θέλει να ξέρει από πριν ότι η απόφαση του θα αποδειχθεί σωστή, θέλει να ελέγχει και πράγματα εκτός ελέγχου του και θέλει να τον συμπαθούν όλοι.
Το απρόβλεπτο, η λάθος απόφαση και ο μη έλεγχος συνεπάγεται αποτυχία. Η διαδικασία του να τα έχουν όλα υπό έλεγχο, τόσο στην πραγματικότητα όσο και στην σκέψη τους, πιστεύουν συχνά ότι διασφαλίζει την επιτυχία τους. Πιστεύουν ότι όσο περισσότερο ελέγχουν τόσο πιο ασφαλείς είναι. Το κόστος αυτής της «ασφάλειας» γίνεται όμως σε βάθος χρόνου πολύ βαρύ.
Αν όχι υπερανάλυση, τότε τι;
Αν προσπαθήσεις να πείσεις έναν άνθρωπο που σκέφτεται με αυτόν τον τρόπο για την δυσλειτουργία του τρόπου σκέψης του, θα συναντήσεις σίγουρα μια αντίσταση. Θα την υπερασπιστεί μέχρι τέλους καθώς πιστεύει ότι αυτός ο τρόπος σκέψης τον έχει βοηθήσει να καταφέρει ό,τι σημαντικό κατάφερε μέχρι τώρα: επειδή σκέφτονταν, προέβλεπε, έλεγχε.
Επειδή όμως η υπερβολική σκέψη, όταν συνοδεύεται και από ελάχιστη δράση, συνεπάγεται τρομερή δυσφορία, ας δούμε κάποιους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να αποκαταστήσουμε αυτήν την ισορροπία.
Εστίαση στο εδώ και τώρα
Κάθε μορφής δυσλειτουργικός τρόπος σκέψης εμπεριέχει συνήθως σκέψεις για το παρελθόν και σκέψεις για το μέλλον. Σε τίποτα από αυτά τα δύο δεν έχουμε άμεσο έλεγχο. Το παρελθόν δεν αλλάζει και το μέλλον δεν το ξέρουμε. Έχουμε πάντα να διαχειριστούμε μόνο το παρόν, αυτό που συμβαίνει τώρα. Το παρόν δεν απαρτίζεται από τη συγκεκριμένη στιγμή αλλά αφορά την γενικότερη έννοια του τώρα.
Αν δεν ξέρουμε τις ανάγκες μας, τα θέλω και τις επιθυμίες μας στο τώρα, ενδεχομένως ανατρέχουμε με τη σκέψη μας μέσα στο χρόνο για να δώσουμε στον εαυτό μας απαντήσεις. Και εκεί κάπου χανόμαστε. Το «τώρα» μας σήμερα, διαφέρει από το «τώρα» μας πριν δέκα χρόνια και μάλλον θα διαφέρει από το «τώρα» μας μετά από δέκα χρόνια. Η αντίληψη του παρόντος αλλάζει και αυτή όσο μεγαλώνουμε.
Μια χρήσιμη ερώτηση απέναντι σε ένα υπεραναλυτικό μοτίβο σκέψεων που χάνεται στο χρόνο είναι: «Μπορώ να κάνω κάτι για όλο αυτό τώρα; Αν ναι, τι είναι αυτό; Πώς και πότε θα το κάνω; Αν όχι, πώς μπορώ να αποδεχθώ την πραγματικότητα;»
Η εστίαση το παρόν είναι μια δεξιότητα που μπορούμε να εξασκήσουμε και μέσα από ασκήσεις ενσυνειδητότητας (mindfulness). Η ικανότητα να είμαστε στο παρόν με όλες μας τις αισθήσεις και με τη σκέψη μας, αποδεικνύεται αρκετά δύσκολη. Είμαστε διαρκώς κάπου αλλού: στις δυσκολίες της αυριανής μέρας, στον καυγά με τον πατέρα μας πριν από ένα χρόνο, στο πώς θα πληρώσουμε στις σπουδές των παιδιών μας σε 10 χρόνια από τώρα, στο που θα πάμε διακοπές το καλοκαίρι κ.ο.κ.
Εστιάζοντας στο παρόν δεν σημαίνει πως δεν σχεδιάζουμε και δεν προνοούμε για το αύριο. Σημαίνει όμως πώς αποφασίζουμε να μην θρηνούμε από τώρα για μια καταστροφή που δεν έχει έρθει!
Δράσε σύντομα
Η υπερβολική σκέψη συνήθως συνοδεύεται και από ελάχιστη δράση. Αυτό συμβαίνει γιατί σε κάθε παρακλάδι σκέψης που ακολουθούμε, συναντάμε – υποθέτουμε και μια δυσκολία ικανή να δικαιολογήσει μέσα μας την μη δράση. Η υποτιθέμενη δυσκολία δικαιολογεί την αδράνεια.
Μοιάζει σαν ο μόνος σίγουρος τρόπος να μην πάει κάτι στραβά ή να μην κάνουμε λάθος, είναι να μην κάνουμε τίποτα και να συνεχίσουμε να αναζητούμε μέσα στο μυαλό μας την ιδανική λύση.
Συχνά αποδεικνύεται ωστόσο πιο αποτελεσματικό και σίγουρα λιγότερο ψυχοφθόρο το να δρομολογήσουμε ενέργειες σε εύλογο χρονικό διάστημα και να αφήνουμε την πραγματικότητα να εξελιχθεί. Πρέπει να κλείσετε ραντεβού σε γιατρό; Κάντε το σήμερα. Θέλετε να μιλήσετε σε ένα φίλο για κάτι που σας ενόχλησε; Πάρτε τον τηλ το απόγευμα. Πρέπει να βρείτε καινούρια δουλειά;
Ξεκινήστε από αύριο να ψάχνετε.
Η αναβλητικότητα στη δράση πάει χέρι χέρι με την υπερανάλυση στη σκέψη. Το να μην αφήνετε χρόνο και χώρο να αναπτυχθεί μια υπερβολική σκέψη πάνω στα πράγματα μπορεί να φανεί εξαιρετικά χρήσιμο και να σας γλυτώσει ψυχική ενέργεια.
Η αναβλητικότητα στη δράση πάει χέρι χέρι με την υπερανάλυση στη σκέψη. Το να μην αφήνετε χρόνο και χώρο να αναπτυχθεί μια υπερβολική σκέψη πάνω στα πράγματα μπορεί να φανεί εξαιρετικά χρήσιμο και να σας γλυτώσει ψυχική ενέργεια.
Ασχολήσου με τα υπαρκτά προβλήματα
Αρκετά συχνά επίσης χανόμαστε σε έναν συνονθύλευμα σκέψεων γύρω από πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν στο μέλλον ή θα μπορούσαν να είχαν συμβεί στο παρελθόν και επιμελώς αγνοούμε αυτά που συμβαίνουν στο παρόν.
Για κάποιο λόγο τα υποτιθέμενα σενάρια της πραγματικότητας φαντάζουν πιο σημαντικά από τα προβλήματα που πραγματικά τρέχουν.
Να σημειωθεί εδώ πως με τον όρο προβλήματα του παρόντος, αναφέρομαι και σε απλές καθημερινές καταστάσεις και διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στη ζωή μας.
Η υπερανάλυση των υποθετικών σεναρίων συνήθως συνοδεύεται και από αναβλητικότητα. Δεν δρούμε, δεν παίρνουμε αποφάσεις, δεν δρομολογούμε αλλαγές. Αφηνόμαστε στις σκέψεις μας και στα συναισθήματα που την συνοδεύουν: φόβο, άγχος, στεναχώρια.
Ενδεχομένως να διαπιστώσουμε πως το να ονοματίσουμε τα προβλήματα μας στο παρόν και να αναλάβουμε την ευθύνη της επίλυσης τους μας γεννά υπέρμετρο άγχος καθώς μας προσανατολίζει προς στη δράση. Ωστόσο το άγχος αυτό μπορεί να γίνει παραγωγικό και δημιουργικό.
Η εστίαση στην πραγματικότητα και η διαχείριση του άγχους που προκύπτει από αυτήν μετατρέπεται σε βάθος χρόνου μια πολύ χρήσιμη δεξιότητα: αυτή της επίλυσης προβλημάτων.
Το να εντοπίζεις το πραγματικό πρόβλημα σε μια κατάσταση, να διερευνάς τις ενδεχόμενες λύσεις, να εφαρμόζεις την βέλτιστη δυνατή και να αξιολογείς το τελικό αποτέλεσμα είναι μια δεξιότητα ζωής. Ανοίγει ένα μονοπάτι μάθησης και εμπειρίας αφήνοντας λίγο ή και καθόλου χώρο για φανταστικά σενάρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου