Από τα σκοτεινά μυστήρια που στοιχειώνουν τις θαλασσινές διηγήσεις ξεχωρίσαμε πέντε που έχουν κατά καιρούς αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικής διαμάχης. Νέα στοιχεία έρχονται να τεκμηριώσουν κατά πόσον υπάρχει βάση αληθείας πίσω από τις ανατριχιαστικές περιγραφές ή κατά πόσον ο μύθος δανείστηκε απλώς στοιχεία της πραγματικότητας. Οπως και να ‘χει, οι ωκεανοί παραμένουν το απόλυτα ανεξερεύνητο κομμάτι του πλανήτη μας αφήνοντας πάντα χώρο για την αχαλίνωτη φαντασία μας …που σε καμία περίπτωση δεν πλησιάζει καν την αλήθεια του. Ξεκίνα να διαβάζεις H. P. Lovecraft και θα ‘χεις κάμποσες απαντήσεις.
ΤΟ ΚΡΑΚΕΝ, μυστηριώδες τέρας των θαλασσών.
Ενέπνευσε παλαιούς και σύγχρονους καλλιτέχνες. Το Κράκεν ή Κρέικεν – ανάλογα με την προέλευση και την διάλεκτο του «αυτόπτη» μάρτυρα που είχε την ατυχία να το συναντήσει -ήταν ένα τέρας που σκόρπιζε επί αιώνες τον τρόμο στους ωκεανούς και στα πληρώματα που θαλασσοδέρνονταν σε αυτούς. Ξεπήδησε από τα σκανδιναβικά σάγκα και αρχικά η παρουσία του ήταν περιορισμένη στα ανοιχτά της Νορβηγίας και της Ισλανδίας. Με τον χρόνο όμως πέρασε και σε άλλες μυθολογίες και άλλες θάλασσες, πλέοντας με τον ούριο άνεμο της φαντασίας.
Το ομότιτλο ποίημα του Αλφρεντ Τένισον ήταν το πρώτο που το απαθανάτισε στη σοβαρή λογοτεχνία. Ακολούθησε ο Ιούλιος Βερν, ο οποίος εμπνεύστηκε από αυτό για τα τεράστια καλαμάρια τού Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα. Εκτοτε το θρυλικό νορβηγικό τέρας έχει περάσει σε πολλά λογοτεχνικά έργα, κινηματογραφικές ταινίες, κόμικς, παιχνίδια και βιντεογκέιμς.
Οι Νορβηγοί ψαράδες έλεγαν αρχικά ότι το ζώο ήταν μεγάλο σαν νησί και ότι ο κίνδυνος δεν προερχόταν τόσο από τις επιθέσεις του όσο από το γεγονός ότι δημιουργούσε μια γιγαντιαία δίνη, καθώς καταδυόταν με ταχύτητα προς τον βυθό. Γρήγορα ωστόσο άρχισαν να διαδίδονται ιστορίες για τις δεινές επιθετικές του ικανότητες. Στην Φυσική Ιστορία της Νορβηγίας ο επίσκοπος του Μπέργκεν Ερικ Ποντόπινταν τις περιγράφει το 1752 ως εξής:
«Λέγεται ότι αν αρπάξει ακόμη και το μεγαλύτερο πολεμικό πλοίο μπορεί να το τραβήξει κάτω στον βυθό του ωκεανού».
Το γιγαντιαίο ζώο ζούσε, σύμφωνα με τα βιβλία της εποχής, στον βυθό αλλά κάποιες φορές ανέβαινε στην επιφάνεια:
«Οταν βρίσκεται στις δέκα με δώδεκα οργιές, τα πλοία καλύτερα να φεύγουν από κοντά του γιατί σε λίγο θα ξεπηδήσει, σαν πλεούμενο νησί, ξεφυσώντας νερό από τα τρομερά ρουθούνια του και δημιουργώντας γύρω του κύματα που μπορούν να φθάσουν πολλά μίλια. Υπάρχει αμφιβολία ότι αυτός είναι ο Λεβιάθαν του Ιώβ;» έγραφε το 1781 ο Σουηδός Γιάκομπ Βάλενμπεργκ.
Οι πρώτες περιγραφές το παρομοίαζαν με γιγαντιαίο κάβουρα. Αργότερα άρχισε να μοιάζει περισσότερο με μαλάκιο, άλλοτε καλαμάρι και άλλοτε χταπόδι. Το 1802 ο Γάλλος φυσιοδίφης Πιερ Ντενί ντε Μονφόρ ανέφερε στην Γενική και Ειδική Φυσική Ιστορία των Μαλακίων ότι υπήρχαν δύο είδη γιγαντιαίων χταποδιών, ένα μικρότερο, ο «οκτάπους κράκεν», τον οποίο είχαν δει Νορβηγοί ψαράδες και ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, κι ένα μεγαλύτερο, ο «κολοσσιαίος οκτάπους», ο οποίος είχε επιτεθεί σε γαλλικό πλήρωμα στα ανοιχτά της Ανγκόλας.
Όσο τερατώδεις ή λανθασμένες και αν είναι οι περιγραφές και εικασίες της εποχής, οι ειδικοί είναι πλέον πεπεισμένοι ότι το Κράκεν ναι μεν δεν είναι υπερφυσικό πλάσμα και σίγουρα δεν υποκινείται από τον καταχθόνιο Ντέιβι Τζόουνς των Πειρατών της Καραϊβικής, αλλά είναι υπαρκτό ζώο. Αποτελεί, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, μια «τροποποιημένη» εκδοχή του γιγαντιαίου καλαμαριού της αβύσσου.
Το καλαμάρι-γίγας εθεωρείτο και αυτό μυθικό πλάσμα, ώσπου περιγράφηκε λεπτομερώς από τον Σουηδό φυσιοδίφη Γιάπετους Στέενστρουπ το 1857, ενώ ένα «σχεδόν τέλεια διατηρημένο» ζώο ξεβράστηκε ημιθανές στις ακτές της Νιουφάουντλαντ το 1877. Ως σήμερα έχουν περισυλλεγεί νεκρά περίπου 600 δείγματα του είδους, οι επιστήμονες όμως κατόρθωσαν για πρώτη φορά να το φωτογραφίσουν και να το παρατηρήσουν ζωντανό μόλις το 2004.
Το γιγαντιαίο μαλάκιο μπορεί να φθάσει σε μήκος ακόμη και τα 13 μέτρα και συναντάται σε όλους τους ωκεανούς της Γης. Τα μάτια του – τα οποία έχουν το μέγεθος ενός πιάτου φαγητού – είναι τα μεγαλύτερα στο ζωικό βασίλειο. Ισως βεβαίως να τα ξεπερνούν σε μέγεθος αυτά του «εξαδέλφου» του, του κολοσσιαίου καλαμαριού της Ανταρκτικής, το οποίο είναι ακόμη μεγαλύτερο φθάνοντας σε μήκος τα 14 μέτρα. Το ζώο αυτό κατατάσσεται σε άλλη οικογένεια των κεφαλόποδων και οι επιστήμονες γνωρίζουν την ύπαρξή του από τεράστια πλοκάμια και μεμονωμένα τμήματά του που έχουν βρεθεί.
Δεν έχουν όμως ως τώρα συναντήσει ένα ολοκληρωμένο δείγμα του είδους για να το μελετήσουν και έτσι ελάχιστα είναι γνωστά γι’ αυτό. Στα δύο αυτά υπερμεγέθη καλαμάρια αποδίδουν ωστόσο τη γέννηση όχι μόνο του Κράκεν αλλά και της Σκύλλας της ελληνικής μυθολογίας, των γιγαντιαίων θαλασσινών φιδιών και δράκων των μεσαιωνικών και μεταγενέστερων θρύλων και του Λούσκα, του θαλάσσιου τέρατος που οι ντόπιοι θεωρούσαν ότι λυμαίνεται τα νερά της Καραϊβικής.
ΠΛΟΙΑ-ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ
Το πιο διάσημο πλοίο-φάντασμα στην ναυτική μυθολογία είναι ο περιβόητος «Ιπτάμενος Ολλανδός», το καταραμένο καράβι που είχε καταδικαστεί να πλέει αιώνια «στις επτά θάλασσες» χωρίς ποτέ να μπορεί να πιάσει λιμάνι. Εκτός όμως από τα εξωπραγματικά δημιουργήματα του ναυτικού και του λογοτεχνικού οίστρου, ο όρος περιλαμβάνει επίσης και καθ’ όλα πραγματικά πλοία: είναι αυτά που έχουν βρεθεί να πλέουν ακυβέρνητα χωρίς ποτέ να έχει εντοπιστεί μια ακλόνητη εξήγηση για την μυστηριώδη εξαφάνιση του πληρώματός τους.
Απ’ όλα αυτά τα πλοία – τα οποία είναι πολύ περισσότερα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς -εκείνο το οποίο έχει εξάψει περισσότερο και εξακολουθεί να εξάπτει την λαϊκή φαντασία είναι το περίφημο «Mary Celeste», μια μπρατσέρα μήκους 103 ποδών (31 μέτρων) η οποία είχε αποπλεύσει στις 7 Νοεμβρίου του 1872 από τη Νέα Υόρκη για την Γένοβα φορτωμένη με 1.701 βαρέλια οινόπνευμα. Στις 5 Δεκεμβρίου του 1872 ο Ντέιβιντ Ριντ Μούρχαουζ, καπετάνιος του «Dei Gratia», είδε την μπρατσέρα να περιφέρεται σαν ακυβέρνητη στα ανοιχτά των πορτογαλικών ακτών.
Μια βάρκα με μερικούς άνδρες εστάλη για να διαπιστωθεί τι συνέβαινε. Ανεβαίνοντας στο «Mary Celeste» οι άνδρες βρήκαν το πλοίο σε σχεδόν άψογη κατάσταση. Το φορτίο ήταν στην θέση του, τα αμπάρια ήταν γεμάτα με προμήθειες σε τρόφιμα και νερό για πολλές ημέρες ακόμη, τίποτε δεν φαινόταν να δικαιολογεί την εγκατάλειψή του. Παρ’ όλα αυτά δεν υπήρχε ούτε ίχνος από τον καπετάνιο Μπέντζαμιν Μπριγκς, την σύζυγο και την μικρή κόρη του που ταξίδευαν μαζί του και τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος. Η τελευταία αναφορά στο ημερολόγιο του πλοίου είχε γραφτεί 11 ημέρες πριν, στις 24 Νοεμβρίου, και δεν περιείχε τίποτε το ανησυχητικό.
Το «Dei Gratia» οδήγησε το «Mary Celeste» στο λιμάνι του Γιβραλτάρ και από εκεί και πέρα οι φημολογίες για το πλοίο-φάντασμα άρχισαν να διαδίδονται, τροφοδοτούμενες από την μόνιμη αγάπη του κοινού για τα παράξενα αινίγματα. Σύντομα οι αφηγήσεις διάνθισαν τα πραγματικά περιστατικά, προσθέτοντας όλο και περισσότερα μυστηριώδη στοιχεία: το τσάι στην τραπεζαρία ήταν ακόμη ζεστό· αβγά με μπέικον ήταν σερβιρισμένα στο τραπέζι· ένα ματωμένο ξίφος βρέθηκε κάτω από το κρεβάτι του καπετάνιου και ούτω καθεξής. Κάποιες από αυτές τις φημολογίες οφείλονται σε ένα διήγημα το οποίο ο Αρθουρ Κόναν Ντόιλ κυκλοφόρησε λίγο αργότερα εμπνευσμένος από το συμβάν. Αλλες είναι άγνωστης προέλευσης, αρκετές όμως –σκόπιμα ή μη– επαναλήφθηκαν από τον Τύπο της εποχής εντείνοντας την σύγχυση.
Το πλήρωμα του «Mary Celeste» δεν βρέθηκε ποτέ κι ως σήμερα καμία θεωρία γύρω από το γεγονός που οδήγησε στην εγκατάλειψη του πλοίου δεν έχει γίνει πλήρως αποδεκτή. Η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι το οινόπνευμα του φορτίου προκάλεσε κάποια έκρηξη, αναγκάζοντας το πλήρωμα να καταφύγει προσωρινά στην σωστική λέμβο, η οποία, για κάποιον λόγο, αποκόπηκε από αυτό, μη δίνοντας την ευκαιρία στους ναυτικούς να επιστρέψουν.
Το 2005 ο Γερμανός ιστορικός Αϊχελ Βίζε σε συνεργασία με επιστήμονες του University College του Λονδίνου προέβησαν σε ένα πείραμα για να στηρίξουν την «θεωρία του οινοπνεύματος». Κατασκεύασαν ένα ομοίωμα του αμπαριού του πλοίου και έδειξαν ότι οι αναθυμιάσεις από το οινόπνευμα θα μπορούσαν να προκαλέσουν έκρηξη η οποία θα άφηνε άθικτα τα βαρέλια και το πλοίο, αλλά θα δημιουργούσε φλόγες ικανές να πανικοβάλουν τον καπετάνιο και τους ναυτικούς του.
Το πιο σύγχρονο πλοίο-φάντασμα στα θαλασσινά χρονικά έχει να επιδείξει πολλά από τα μυστηριώδη στοιχεία που περιβάλλουν τον θρύλο του «Mary Celeste». Το καταμαράν «Kaz ΙΙ» εντοπίστηκε ακυβέρνητο τον περασμένο Απρίλιο στα ανοιχτά των ακτών του Κουίνσλαντ της Αυστραλίας. Η μηχανή του ήταν αναμμένη, ένα laptop ήταν ανοιχτό και σε λειτουργία και φαγητό για τρεις ήταν σερβιρισμένο στο τραπέζι. Κανένα ίχνος δεν υπήρχε όμως από τους τρεις φίλους που είχαν νοικιάσει το σκάφος.
Το σύστημα GPS και ο ασύρματος λειτουργούσαν κανονικά και τα σωσίβια και οι φωτοβολίδες κινδύνου ήταν στην θέση τους. Το καταμαράν ήταν σε άριστη κατάσταση, εκτός από το ένα ιστίο του, το οποίο ήταν σχισμένο. Οι έρευνες των αυστραλιανών αρχών για την ανεύρεση των τριών έμπειρων ερασιτεχνών ψαράδων και ιστιοπλόων έχουν ως σήμερα αποβεί άκαρπες. Διάφορες θεωρίες έχουν προταθεί για την εξιχνίαση της υπόθεσης, καμία όμως δεν φαίνεται ικανοποιητική. Ο χρόνος που έχει μεσολαβήσει είναι λίγος, όμως το γιοτ-φάντασμα της Αυστραλίας έχει ήδη βρει την θέση του ανάμεσα στα θαλασσινά μυστήρια που προσελκύουν το ενδιαφέρον και τις εικασίες του κοινού.
Δολοφονικά ΚΥΜΑΤΑ
Εδώ και αιώνες οι ναυτικές αφηγήσεις ήταν γεμάτες από θρύλους για τεράστια κύματα, ύψους μεγαλύτερου και από 30 μέτρα, που εμφανίζονταν από το πουθενά, έκαναν το πλοίο να κλυδωνίζεται σαν καρυδότσουφλο και ύστερα εξαφανίζονταν έτσι ξαφνικά όπως είχαν εμφανιστεί, αφήνοντας πίσω τους συντρίμμια και θλιβερά ναυάγια. Ως πρόσφατα οι επιστήμονες τοποθετούσαν όλες αυτές τις ιστορίες στην σφαίρα του ναυτικού φολκλόρ. Στους ωκεανούς, ήταν η κρατούσα θεωρία, δεν υπάρχουν κύματα ψηλότερα από 15 μέτρα.
«Και αν ακόμη σχηματιστεί κάποιο κύμα μεγαλύτερου ύψους, βάσει των μαθηματικών μοντέλων αυτό θα πρέπει να συμβαίνει μόνο μία φορά στα 10.000 χρόνια» έλεγαν οι ειδικοί.
Την τελευταία δεκαετία όμως τα επιστημονικά όργανα ήρθαν να επιβεβαιώσουν ότι το φαινόμενο δεν είναι τόσο απίθανο. Αντιθέτως, είναι αρκετά συνηθισμένο και πολλές από τις τρομακτικές ιστορίες των ναυτικών είναι πέρα ως πέρα αληθινές. Θεωρείται πλέον μάλιστα ότι αρκετά από τα ναυάγια που σημειώνονται κάθε χρόνο στον πλανήτη – και ανέρχονται σε ένα κάθε εβδομάδα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς – προκαλούνται από τέτοιου είδους κύματα. Σε αυτά αποδίδονται επίσης καταρρίψεις χαμηλής πτήσης αεροσκαφών. Τα αποκαλούν μοναχικά κύματα, κύματα-τέρατα ή άτιμα κύματα.
Η πρώτη επιστημονική απόδειξη για την ύπαρξή τους ήρθε την Πρωτοχρονιά του 1995, όταν τα όργανα της πλατφόρμας πετρελαίου Ντράουπνερ στην Βόρειο Θάλασσα κατέγραψαν ένα μεμονωμένο κύμα ύψους 26 μέτρων από το κοίλο τμήμα ως την κορυφή του. Ανάλογες μετρήσεις σημειώθηκαν και σε άλλες πλατφόρμες πετρελαίου και απέβησαν καθοριστικές. Τον Δεκέμβριο του 2000 η Ευρωπαϊκή Ενωση σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Διαστημική Υπηρεσία έθεσε σε εφαρμογή το «MaxWave», το πρώτο μεγάλης κλίμακας πρόγραμμα για την μελέτη των μυστηριωδών γιγάντων των θαλασσών.
Με την βοήθεια ραντάρ και δορυφόρων οι ειδικοί διεπίστωσαν ότι το φαινόμενο δεν είναι καθόλου σπάνιο: δέκα κύματα-τέρατα καταγράφηκαν στους ωκεανούς της Γης μέσα σε έναν μόλις χρόνο. Το γεγονός έχει τεράστιες επιπτώσεις για την ναυτιλία, καθώς η κατασκευή των σημερινών πλοίων είναι τέτοια ώστε να αντέχουν σε κύματα με ύψος μόνο ως τα 15 μέτρα. Το μοναχικό κύμα σχηματίζεται ακριβώς έτσι όπως το περιέγραφαν οι δήθεν φαντασιόπληκτοι ναυτικοί: μια βαθιά «τρύπα» ανοίγει στην θάλασσα και ένα συμπαγές υδάτινο τείχος ορθώνεται ξαφνικά σε τεράστιο ύψος και πλάτος «όσο παίρνει το μάτι». Εμφανίζεται συνήθως μόνο, κάποιες φορές όμως μπορεί να υπάρξουν και τρία κύματα μαζί: είναι οι λεγόμενες “τρεις αδελφές των ναυτικών”.
Η δύναμή του μπορεί να φθάσει τους 100 τόνους ανά τετραγωνικό μέτρο και είναι ικανό να απελευθερώσει ενέργεια η οποία θα μπορούσε να τροφοδοτήσει ένα μικρό χωριό. Είναι κύμα επιφανείας και διαφέρει πλήρως από το τσουνάμι. Προκαλείται από την δύναμη της τριβής του ανέμου στην επιφάνεια της θάλασσας και σχηματίζεται μόνο σε μεγάλα βάθη, συνήθως σε συνθήκες σχετικής ηρεμίας, αλλά και σε ισχυρές θύελλες και καταιγίδες. Τα ειδικά ραντάρ που έχουν τοποθετηθεί στον Κόλπο του Μεξικού κατέγραψαν, για παράδειγμα, αρκετά τέτοια κύματα κατά την διάρκεια του τυφώνα Κατρίνα.
Το ψηλότερο μοναχικό κύμα στην σύγχρονη καταγεγραμμένη Ιστορία θεωρείται αυτό το οποίο έπληξε το αμερικανικό πολεμικό πετρελαιοφόρο «Ramapo» το 1933 στον Ειρηνικό Ωκεανό, με ύψος 34 μέτρων. Κάποιοι θεωρούν πλέον τα κύματα αυτά υπεύθυνα για αρκετά ανεξιχνίαστα ναυάγια και εξαφανίσεις πλοίων, χωρίς όμως οι υποψίες να μπορούν να επιβεβαιωθούν με στοιχεία. Οι ειδικοί ωστόσο συμφωνούν ότι ένα μοναχικό κύμα πρέπει να ήταν η αιτία του παράξενου ναυαγίου του γερμανικού φορτηγού «Μünchen» το 1978. Το πλοίο εξέπεμψε σήμα κινδύνου στα μισά του Ατλαντικού, τα σωστικά συνεργεία που έφθασαν στο συγκεκριμένο σημείο βρήκαν όμως μόνο ελάχιστα συντρίμμια, εκ των οποίων μια σωστική λέμβο κατεστραμμένη «σαν να είχε χτυπηθεί από τεράστια δύναμη».
Οι επιστημονικές έρευνες βρίσκονται μόλις στην αρχή τους και οι ερευνητές δεν έχουν καταλήξει ακόμη στο ποια είναι η ακριβής αιτία του φαινομένου. «Στον ανοιχτό, βαθύ ωκεανό» μας εξηγεί ο Κρίστιαν Ντύστε, καθηγητής της Φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Όσλο, ο οποίος μετέχει στο πρόγραμμα «MaxWave», «η αιτία είναι μάλλον τυχαία, όταν πολλά κύματα συμβαίνει να προστεθούν με τον κατάλληλο τρόπο. Η πιθανότητα για κάτι τέτοιο είναι πολύ μικρή, όμως μερικές φορές συμβαίνει».
Η λεγόμενη εστίαση ή συσσώρευση της ενέργειας των κυμάτων, η συγκέντρωση μικρότερων κυμάτων με διαφορετικές ταχύτητες και φορές, οι νόμοι του χάους και η μη γραμμική εξίσωση του Σρέντινγκερ, όπως και το ενδεχόμενο να αποτελούν μια φυσιολογική εξέλιξη του κυματικού φάσματος, είναι μερικές από τις θεωρίες που έχουν προταθεί, καμία όμως δεν κρίνεται πλήρως ικανοποιητική. Όπως μας εξηγεί ο κ. Ντύστε, τα στοιχεία που έχουν προς το παρόν στα χέρια τους οι ειδικοί είναι λίγα και ακόμη δεν ξέρουν πώς ακριβώς θα πρέπει να τα ερμηνεύσουν. Τα σημεία όπου μπορεί να πει κανείς ότι παρατηρούνται πιο συχνά τα μοναχικά κύματα είναι τα σημεία όπου συναντώνται ισχυρά αντικρουόμενα ωκεάνια ρεύματα, όπως το Ρεύμα του Κόλπου και το Ρεύμα Αγκούλχας στα νοτιοδυτικά της Αφρικής.
Το ΤΡΙΓΩΝΟ των ΒΕΡΜΟΥΔΩΝ
Πολλοί θέλουν να το αντιμετωπίζουν ως μυστήριο, όμως το Τρίγωνο των Βερμούδων σύμφωνα με την επιστήμη δεν διαθέτει ούτε διέθετε ποτέ τίποτε το αινιγματικό και μυστηριώδες. Αντιθέτως, αποτελεί τον μεγαλύτερο σύγχρονο ναυτικό μύθο. Παρά τις επανειλημμένες αποδείξεις ότι πρόκειται για μια – ηθελημένη ή ακούσια – κατασκευή, εξακολουθεί να εξάπτει την λαϊκή φαντασία και να αποφέρει κέρδη σε συγγραφείς και «ειδικούς» οι οποίοι επιμένουν να απαριθμούν τα δήθεν ανεξήγητα περιστατικά που έχουν σημειωθεί στο «Τρίγωνο του Διαβόλου».
Οι απόψεις για την γεωγραφική έκταση που καλύπτει το περιβόητο τρίγωνο ποικίλλουν. Τα περισσότερα βιβλία ωστόσο τοποθετούν τις κορυφές του στο Μαϊάμι της Φλόριδας, το Σαν Χουάν του Πουέρτο Ρίκο και στο Αρχιπέλαγος των Βερμούδων. Η πρώτη επισήμανση για μυστηριώδη περιστατικά στην εν λόγω περιοχή έγινε στον αμερικανικό Τύπο τον Σεπτέμβριο του 1950 μέσω του πρακτορείου Associated Press. Κατά την διάρκεια της επόμενης δεκαετίας το θέμα άρχισε να επανέρχεται όλο και συχνότερα, με αναφορές στην περιβόητη Πτήση 19 και άλλες εξαφανίσεις αεροσκαφών και πλοίων.
Ο όρος «Τρίγωνο των Βερμούδων» εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1964 στο περιοδικό «Argosy» από τον Βίνσεντ Γκάντις και βρήκε αμέσως συνεχιστές. Ως τα μέσα της δεκαετίας του 1970 διάφοροι «ερευνητές» ασχολήθηκαν με το δολοφονικό τρίγωνο τροφοδοτώντας με υλικό σωρεία βιβλίων και το Χόλιγουντ. Οι ερμηνείες που έχουν προταθεί για την εξήγηση του «φαινομένου» κινούνται στην σφαίρα του υπερφυσικού: από αυτές που υποστηρίζουν ότι στην περιοχή υπάρχει μια «σκουληκότρυπα» από την οποία τα εξαφανισμένα πλοία και αεροπλάνα έχουν περάσει σε άλλη διάσταση του χώρου και του χρόνου ως και εκείνες που μιλάνε για αστρικές πύλες, δολοφονικές ακτίνες από την Ατλαντίδα και απαγωγές από εξωγήινους.
Η πρώτη εμπεριστατωμένη κατάρριψη του μύθου ήρθε αρκετά νωρίς, το 1975, όχι από κάποιον επιστήμονα αλλά από έναν βιβλιοθηκάριο, τον Λόρενς Κούσε, ο οποίος ερεύνησε σχολαστικά όλες τις πηγές για να καταλήξει στο ότι «ο θρύλος του Τριγώνου των Βερμούδων είναι ένα μυστήριο»: οι εξαφανίσεις πλοίων και αεροσκαφών στην περιοχή δεν είναι περισσότερες απ’ ό,τι σε άλλα σημεία του Ατλαντικού και σε καμία περίπτωση δυσανάλογες με βάση τις δύσκολες καιρικές συνθήκες που επικρατούν εκεί. Επίσης πολλοί «ερευνητές» έχουν «φουσκώσει» τους αριθμούς ή παρέλειψαν συστηματικά να αναφέρουν ότι τα συντρίμμια πολλών από τα – υποτίθεται – εξαφανισμένα θαλάσσια και εναέρια σκάφη έχουν μεταγενέστερα ανασυρθεί.
Οι στατιστικές δεν στάθηκαν βεβαίως ικανές να διαλύσουν τον μύθο: τα υπερφυσικά φαινόμενα «πουλάνε» και αποτελούν ιδιαίτερα προσοδοφόρο πηγή για όποιον θέλει να τα εκμεταλλευθεί. Οι αρνητές του μύθου έχουν όμως και τη συνδρομή της επιστήμης. Ερευνητές διαφόρων ειδικοτήτων έχουν εντοπίσει μια σειρά από καθ’ όλα φυσικά φαινόμενα τα οποία μπορεί να ευθύνονται για την «φονικότητα» του Τριγώνου.
Εκτός από τον ανθρώπινο παράγοντα – τις περιπτώσεις ανθρώπινου λάθους, πειρατείας ή κάποιων ηθελημένων καταστροφών – οι ειδικοί υποδεικνύουν ως αιτίες για τα ναυάγια και τις εξαφανίσεις που έχουν σημειωθεί εκεί τις συχνές θύελλες και τους τυφώνες που πλήττουν την περιοχή, το γεγονός ότι στο συγκεκριμένο γεωγραφικό σημείο οι πυξίδες θέλουν άλλες προσαρμογές σε σχέση με τον μαγνητικό και τον γεωγραφικό Βόρειο Πόλο, οπότε εύκολα κάποιος μπορεί να κάνει λανθασμένους υπολογισμούς και να χαθεί, καθώς και το ισχυρό ρεύμα του Κόλπου.
Μία από τις σχετικά πρόσφατες εξηγήσεις ενοχοποιεί επίσης το άφθονο μεθάνιο που υπάρχει στην υφαλοκρηπίδα και στον βυθό της περιοχής. Η θεωρία ότι η ξαφνική και έντονη παρουσία φυσαλίδων ένυδρων αλάτων του μεθανίου στην επιφάνεια της θάλασσας μπορεί να βυθίσει ένα πλοίο γρήγορα και απροειδοποίητα – χωρίς καν να προλάβει να εκπέμψει σήμα κινδύνου – είχε προταθεί τη δεκαετία του 1980, αποδείχθηκε όμως με επιστημονικά πειράματα από Αυστραλούς ερευνητές μόλις το 2003. Υποθαλάσσιες εκρήξεις, λένε οι ειδικοί, θα μπορούσαν να σημειώνονται στον βυθό εκτοξεύοντας ξαφνικά φυσαλίδες ένυδρων αλάτων του μεθανίου οι οποίες είναι ικανές όχι μόνο να βυθίσουν πλοία αλλά και, περνώντας στην ατμόσφαιρα, να προκαλέσουν επιπλοκές και βλάβες σε αεροσκάφη.
«ΜΠΛΟΥΠ» ο μυστηριώδης ήχος.
Στις ταινίες έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τα υποβρύχια να πλέουν στον βυθό της θάλασσας μέσα σε απόλυτη ησυχία. Η πραγματικότητα απέχει όμως πολύ από τις κινηματογραφικές εντυπώσεις μας. Στα βάθη των ωκεανών δεν επικρατεί σιγή ιχθύος. Αντιθέτως, πρόκειται για ένα περιβάλλον γεμάτο θορύβους: από τα κύματα, τα ρεύματα και τις άλλες κινήσεις των νερών, τις μηχανές των πλοίων που κυκλοφορούν στην επιφάνεια ή κάτω από αυτήν, τις φάλαινες και τα άλλα θαλάσσια ζώα, τους ήχους που βγαίνουν από τα έγκατα της Γης και την ηφαιστειακή και σεισμική της δραστηριότητα.
Οι θόρυβοι αυτοί καταγράφονται και αναλύονται εδώ και δεκαετίες από την αμερικανική Εθνική Ωκεάνια και Ατμοσφαιρική Υπηρεσία (National Oceanic and Atmospheric Administration – ΝΟΑΑ) στο πλαίσιο του SOSUS (Sound Surveillance System), ενός προγράμματος το οποίο είχε ξεκινήσει για τον εντοπισμό σοβιετικών υποβρυχίων στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, αλλά διατηρήθηκε στην συνέχεια για επιστημονικούς σκοπούς. Πρόκειται ουσιαστικά για υπόκωφους ήχους, οι οποίοι συλλαμβάνονται από ειδικά υποβρύχια μικρόφωνα, τα υδρόφωνα, και απεικονίζονται με φασματογράφους. Για να τους ακούσει το ανθρώπινο αφτί πρέπει να «επιταχυνθούν». Ορισμένοι διαρκούν μόλις λίγα λεπτά, άλλοι όμως συνεχίζονται επί ολόκληρα χρόνια. Η προέλευση των περισσότερων από αυτούς έχει εντοπιστεί, κάποιοι όμως εξακολουθούν να αποτελούν μυστήριο για τους επιστήμονες.
Απ’ όλους τους αινιγματικούς ή «άγνωστους» ήχους ο πιο μυστηριώδης είναι ο «Μπλουπ», λατινιστί «Bloop». Δεν ακούγεται, όπως θα περίμενε κανείς, σαν ένα «μπλουπ» ή σαν μια μπουρμπουλήθρα, αλλά σαν τον βρυχηθμό ενός ζώου. Εκτός από την ηχητική εντύπωση που δίνει όταν τον ακούει κανείς – η οποία μπορεί να είναι παραπλανητική -ο «Bloop» έχει και όλα τα «επιστημονικά» χαρακτηριστικά που υποδηλώνουν ότι πρέπει να προέρχεται από έμβιο ον. Για να είμαστε μάλιστα ακριβείς, είναι ο «άγνωστος» ήχος με τα περισσότερα τέτοιου είδους χαρακτηριστικά και ο μόνος ο οποίος βρίσκει σχεδόν ομόφωνους τους επιστήμονες ως προς την πιθανή ζωική προέλευσή του.
Η έντασή του είναι όμως τέτοια ώστε θεωρείται αδύνατον να προέρχεται από κάποιο από τα γνωστά ως τώρα θαλάσσια ζώα. Καταγράφηκε πολλές φορές το καλοκαίρι του 1997 από υδρόφωνα στον Ειρηνικό Ωκεανό σε ακτίνα 4.800 χιλιομέτρων: αν ένας τόσο δυνατός ήχος προέρχεται πράγματι από κάποιο ζώο, αυτό θα πρέπει να είναι πάρα πολύ μεγάλο – μεγαλύτερο ακόμη και από την γαλάζια φάλαινα.
Μια θεωρία που έχει προταθεί είναι ότι υπεύθυνο για τον «Bloop» είναι το κολοσσιαίο καλαμάρι, το οποίο ζει στην άβυσσο των νοτίων θαλασσών, κοντά στην περιοχή όπου καταγράφηκε ο ήχος. Πολλοί θαλάσσιοι βιολόγοι ωστόσο διαφωνούν, προβάλλοντας ως επιχείρημα ότι τα κεφαλόποδα δεν διαθέτουν τον απαραίτητο βιολογικό εξοπλισμό για να παράγουν τέτοιου είδους ήχους. Καθώς όμως κανείς ως τώρα δεν έχει συναντήσει το κολοσσιαίο καλαμάρι για να το μελετήσει, οι ειδικοί αφήνουν κάθε ενδεχόμενο ανοιχτό.
Όπως έχει άλλωστε αποδειχθεί, η άβυσσος των θαλασσών κρύβει πολλά άγνωστα και μυστηριώδη ζώα και ίσως κάποιο από αυτά να έχει το κατάλληλο μέγεθος ή τον βιολογικό μηχανισμό ώστε να παράγει έναν τέτοιον ήχο. Αν είναι έτσι, το αινιγματικό πλάσμα πρέπει να ζει σε πολύ μεγάλο βάθος και εκείνο το μοιραίο καλοκαίρι του 1997 ίσως παρασύρθηκε για κάποιον λόγο σε πιο ρηχά νερά. Το πρόβλημα είναι ότι οι ειδικοί δεν έχουν κανέναν τρόπο να προχωρήσουν σε περαιτέρω μελέτες: ο «Bloop» δεν έχει ακουστεί ποτέ ξανά από τότε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου