Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2022

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ: Αλέξανδρος (ή «Ψευδομάντης») και Κοκκωνάς. Οι δύο φαυλότατοι και θρασύτατοι , προς πάσαν κακουργίαν προθυμότατο

Ο κεντρικός πρωταγωνιστής στο έργο του Λουκιανού, είναι ο Αλέξανδρος ο Αβωνοτειχίτης, ένας απατεώνας που έζησε τον 2ο αιώνα μ.Χ. Ο Αλέξανδρος, ξεκίνησε την «σταδιοδρομία» του, εκπορνεύομενος σε πλούσιους εραστές, όντας νέος κι ευπαρουσίαστος. Με τα χρόνια όμως, καθώς δεν μπορούσε να βγάζει τα προς το ζην μ’ αυτόν τον τρόπο, άλλαξε επαγγελματικό πεδίο και στράφηκε σ’ ένα επάγγελμα αρκετά προσοδοφόρο, έχοντας μάλιστα και άφθονο γόνιμο έδαφος:
Αυτό του μάντη -δηλαδή του προφήτη.

Έτσι, ο Αλέξανδρος αφού έστησε τη δική του «επιχείρηση» (μαντείο), άρχισε να
εδραιώνει τη φήμη και να δημιουργεί τον μύθο του, αρχικά στην Παφλαγονία,
εξαπατώντας φυσικά τους αφελείς που έτρεχαν κοντά του για να μάθουν τα
μελλούμενα. Η «χάρη» του Αλέξανδρου έφτασε μάλιστα μέχρι τη Ρώμη.

Εμπόδιο στις απάτες του, θεωρούσε τους οπαδούς του Επίκουρου και τους
χριστιανούς -οι οποίοι φυσικά, εχθρεύονταν τον ψευδομάντη, για διαφορετικό
λόγο ο καθένας. Τα έργα του Επίκουρου, ο Αλέξανδρος τα έκαιγε δημοσίως, ενώ
για τους οπαδούς του προέβλεπε άλλη λύση, προκειμένου να μην του «μπαίνουν
στο μάτι» και του χαλάνε τις δουλειές: Τον λιθοβολισμό, στον οποίον προέτρεπε
τους φανατικούς πιστούς του, όταν κάποιος επικούρειος έκανε το «λάθος» να
ξεσκεπάζει δημοσίως τις απάτες του.

Όπως όμως συμβαίνει με τέτοιου είδους απατεώνες, ο Αλέξανδρος που
«προφήτευε» τα μελλούμενα των κάθε λογής εύπιστων, ο ίδιος απέτυχε οικτρά να
επαληθεύσει την προφητεία που αφορούσε τον εαυτό του και έλεγε ότι θα πεθάνει
σε ηλικία…150 ετών, χτυπημένος από κεραυνό. Ο Αλέξανδρος πέθανε σε ηλικία 70
περίπου ετών, από…γάγγραινα στο πόδι.

Ο Λουκιανός, επικούρειος και ο ίδιος, ξεδιπλώνει με γλαφυρότητα τον βίο και την
πολιτεία του απατεώνα Αλέξανδρου, μέσα σ’ αυτό του το έργο, στο οποίο
ενδεχομένως αρκετοί θ’ αναγνωρίσουν τον εαυτό τους -ως θύματα φυσικά …

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ “Αλέξανδρος (ή «Ψευδομάντης»)”

Εν πρώτοις θα προσπαθήσω να σου τον περιγράψω διά του λόγου, ώστε να τον
παραστήσω όσον το δυνατόν ομοιότερον, καίτοι δεν είμαι πολύ δυνατός εις την
περιγραφήν. Κατά το σώμα, διά να σου παραστήσω και τούτο, ήτο υψηλός, ωραίος
και αληθώς θεοπρεπής, λευκός το χρώμα και με γένεια όχι πολύ πυκνά. Κόμη
πρόσθετος ήτο τόσον καλώς προσηρμοσμένη εις την ιδικήν του ώστε δεν
διεκρίνετο ότι ήτο ξένη. Οι οφθαλμοί του είχον πολλήν ζωηρότητα και λάμψιν
γοητευτικήν, η δε φωνή του ήτο μελωδική και λίαν ευάρεστος· εν γένει δε κατά το
εξωτερικόν ήτο τέλειος.

Τοιούτος ήτο κατά την μορφήν· όσον διά την ψυχήν και τον χαρακτήρα του,
αλεξίκακε Ηρακλή και Ζευ αποτρόπαι και Διόσκουροι σωτήρες, μη δώσετε εις
φίλους ή εχθρούς να συναντήσουν τοιούτον άνθρωπον και να εμπέσουν εις τα
δίκτυά του. Κατά την πανουργίαν και την νοημοσύνην υπερείχε κατά πολύ των
άλλων ανθρώπων, επί πλέον δε ήτο υπερβολικά περίεργος και ευκόλως εμάνθανε
και είχε ισχυρόν τον μνημονικόν και ζωηράν την αντίληψιν· αλλά τα προτερήματα
ταύτα μετεχειρίζετο προς το κακόν.

Έχων δε τοιαύτην δύναμιν και ικανότητα, εντός ολίγου υπερέβη τους
περιφημότερους διά την κακίαν των, τους Κέρκωπας, τον Ευρύβατον, τον
Φρυνώνδαν, τον Αριστόδημον και τον Σώστρατον. Γράφων ποτέ προς τον γαμβρόν
του Ρουτιλλιανόν και ομιλών περί του εαυτού του με την μεγαλειτέραν του
μετριοφροσύνην, διετείνετο ότι είνε όμοιος προς τον Πυθαγόραν.

Πρέπει να φαντασθής μίαν ψυχήν χωρίς ηθικήν συνείδησιν, θρασείαν και μη
γνωρίζουσαν εμπόδιο, ακούραστον εις την εκτέλεσιν των αποφασισθέντων,
πειστικών και προσελκύουσαν την εμπιστοσύνην, δεξιώς υποκρινομένην την
αγαθότητα και κρύπτουσαν τους αληθείς της σκοπούς υπό εκδηλώσεις
αντιθέτους. Πας όστις τον έβλεπε διά πρώτην φοράν απήρχετο με την εντύπωσιν
ότι ήτο ο εντιμότατος των ανθρώπων, ο πραότατος και συγχρόνως ο
μετριοφρονέστατος και αφελέστατος. Εκτός τούτου έτεινε πάντοτε προς τα
μεγάλα και ουδέν μικρόν επεχείρει, αλλά μόνον περί μεγάλων εσκέπτετο.

Όταν ήτο έφηβος, και ήτο πολύ ευειδής νέος, ως ηδύνατο τις να συμπεράνη εκ
των λειψάνων του κάλλους του, επορνεύετο αναιδώς και αντί χρημάτων
προσεφέρετο εις τους βουλομένους. Μεταξύ δε των άλλων εραστών του, κάποιος
μάγος εξ εκείνων οίτινες διατείνονται ότι γνωρίζουν θαυματουργούς μαγείας και
εξορκισμούς και υπόσχονται να διευκολύνουν έρωτας, εκδικήσεις κατά των
εχθρών και ευρέσεις θησαυρών και κληρονομιών επιτυχίας —ούτος ιδών ότι ο
νέος ήτον ευφυής και καταλληλότατος προς εξυπηρέτησιν των σκοπών του και ότι
δεν ερωτεύετο ολιγώτερον την κακίαν του παρ’ όσον αυτός το κάλλος του, τον
εσπούδασε και τον μετεχειρίζετο ως βοηθόν και συνεργάτην.

Ο Τυανεύς εκείνος απέθανε, ο δε Αλέξανδρος, ο οποίος είχε γεμίσει γένεια, το δε
κάλλος, εκ του οποίου ηδύνατο να ζήση, είχε χάσει την ανθηρότητά του,
περιέπεσεν εις πενίαν· και δεν περιωρίσθη εις μικράς επιχειρήσεις, αλλά
συνεταιρίσθη με κάποιον χρονογράφον εκ Βυζαντίου, από τους λαμβάνοντας
μέρος εις τους δημοσίους αγώνας, πολύ φαυλότερον τον χαρακτήρα —ωνομάζετο
δε, νομίζω, Κοκκωνάς. Οι δύο συνέταιροι περιεφέροντο κάμνοντες μαγείας και
αγυρτείας και εκμεταλλευόμενοι την ευπιστίαν των παχέων ανθρώπων, όπως
απεκάλουν, κατά το ιδιαίτερον ιδίωμα των μάγων, τους απλοϊκούς.

Εν τω μεταξύ δε, τούτω ανεκάλυψαν και μίαν γυναίκα πλουσίαν, Μακέτιν
ονομαζομένην, η οποία ήτο μεν περασμένη την ηλικίαν, αλλ’ ήτο ακόμη
φιλάρεσκος· και επί τίνα καιρόν ετρέφοντο παρ’ αυτής και την ηκολούθησαν εκ
της Βιθυνίας εις την Μακεδονίαν. Ήτο δε η γυνή εκείνη εκ της Πέλλης, η οποία
άλλοτε επί των Μακεδόνων βασιλέων ήτο πόλις ακμάζουσα και ευτυχής, τώρα δε
είχεν ολίγους και απόρους κατοίκους.

Και εντεύθεν, κατά τον Θουκυδίδην, ήρχισεν ο πόλεμος.

Οι δύο εκείνοι φαυλότατοι και θρασύτατοι και προς πάσαν κακουργίαν
προθυμότατοι, ευκόλως εννόησαν ότι τους ανθρώπους διευθύνουν δύο μεγάλοι
τύραννοι, η ελπίς και ο φόβος, και ότι ο δυνάμενος να επωφεληθή τούτους
καταλλήλως ταχέως θα πλουτήση· διότι έβλεπον ότι και εις τους δύο, και εις τον
φοβούμενον και εις τον ελπίζοντα, η πρόγνωσις είνε λίαν αναγκαία και επιθυμητή·
δι’ αυτής δε πάλαι επλούτησαν και έγειναν περίφημοι οι Δελφοί, η Δήλος, η Κλάρος
και αι Βραγχίδαι, καθότι οι άνθρωποι αναγκάζονται πάντοτε από των
προειρημένων τυράννων, της ελπίδος και του φόβου, να τρέχουν εις τα μαντεία
και να ζητούν να μάθουν τα μέλλοντα και προς τούτο να προσφέρουν εκατόμβας
και ν’ αφιερώνουν χρυσάς πλίνθους.

Ταύτα σκεπτόμενοι και συζητούντες απεφάσισαν να ιδρύσουν μαντείον και να
δίδουν χρησμούς με την πεποίθησιν ότι, εάν η επιχείρησις επετύγχανε, θα εγίνοντο
ταχέως πλούσιοι και ευτυχείς. Τω όντι δε όχι μόνον επέτυχον, αλλά και τ’
αποτελέσματα υπερέβησαν τας προσδοκίας και τας ελπίδας των…

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου