Παρατηρώντας γενικά, διαπιστώνουμε πως οι εχθροί της ανθρώπινης ευτυχίας είναι ο πόνος και η ανία. Μπορούμε να παρατηρήσουμε ακόμη πως στον βαθμό που έχουμε την τύχη να ξεφύγουμε – από τον έναν εχθρό, πλησιάζουμε τον άλλο. Στην πραγματικότητα η ζωή δεν είναι παρά μια βίαιη παλινδρόμηση ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους. Οι καταστάσεις ανάγκης και η φτώχεια δημιουργούν πόνο· ενώ όταν κάποιος είναι ευκατάστατος, βαριέται. Συνεπώς, όσο οι κατώτερες τάξεις επιδίδονται σε μια ατέρμονη μάχη με την ανέχεια, δηλαδή με τον πόνο, τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα αγωνίζονται συνεχώς -και συχνά απελπισμένα- να κατανικήσουν την ανία.
Ο εσωτερικός ή υποκειμενικός ανταγωνισμός πηγάζει από το γεγονός πως στον άνθρωπο η δεκτικότητα στον πόνο είναι αντιστρόφως ανάλογη προς τη δεκτικότητα στην ανία, διότι η δεκτικότητα αυτή είναι ανάλογη με τη διανοητική ικανότητα του καθενός. Για να γίνω πιο σαφής, ένα αμβλύ πνεύμα συνδέεται με μια αμβλεία ευαισθησία, με ένα νευρικό σύστημα που δεν μπορεί να πληγεί από ερεθίσματα, κοντολογίς με έναν χαρακτήρα που δεν μπορεί να νιώσει πολύ τον πόνο ή την αγωνία, όσο έντονα και ανυπόφορα και αν είναι αυτά. Η πνευματική αμβλύτητα πηγάζει από εκείνο το ψυχικό κενό που βλέπουμε χαραγμένο σε τόσα πρόσωπα, μια ψυχική κατάσταση που φανερώνεται από τη μόνιμη και ζωηρή στροφή της προσοχής σε όλες τις επουσιώδεις περιστάσεις του εξωτερικού κόσμου. Αυτή είναι η αληθινή πηγή της ανίας – ένα συνεχές κυνήγι των έντονων συγκινήσεων, προκειμένου να απασχολούμε τον νου και την ψυχή μας. Οι δραστηριότητες που επιλέγουν οι άνθρωποι για τον σκοπό αυτό φανερώνουν πως δεν έχουν κανένα κριτήριο, όπως αποδεικνύεται από τα άθλια μέσα στα οποία καταφεύγουν για να περάσουν την ώρα τους και από τον τρόπο που συναναστρέφονται και συζητούν- ή όπως μαρτυρά ο αριθμός των ατόμων που στέκονται στο κατώφλι και κουτσομπολεύουν ή που χαζεύουν από το παράθυρο. Αυτό το ψυχικό κενό είναι κυρίως εκείνο που ωθεί τους ανθρώπους στην αναζήτηση της κοινωνικότητας, της ψυχαγωγίας, της διασκέδασης, της κάθε είδους πολυτέλειας, που μπορεί να οδηγήσει σε καταχρήσεις και εξαθλίωση.
Από μια τέτοια δυστυχία μόνο ο εσωτερικός πλούτος μπορεί να μας προστατέψει αποτελεσματικά, διότι όσο πιο πλούσιοι γινόμαστε εσωτερικά, τόσο λιγότερο ευάλωτοι είμαστε στην ανία. Η σκέψη, που με την ανεξάντλητη δραστηριότητά της αντλεί διαρκώς νέο υλικό από τα πολυποίκιλα φαινόμενα του εσωτερικού κόσμου και του εξωτερικού περιβάλλοντος, για να τα επεξεργαστεί, και που είναι πάντα ικανή και έτοιμη να τα συνδυάσει διαφορετικά, η σκέψη είναι που ενισχύει το μυαλό και, πέρα από τις στιγμές χαλάρωσης, το προστατεύει από την ανία.
Από την άλλη όμως, η υψηλού βαθμού ευφυΐα πηγάζει από μια μεγαλύτερη ευαισθησία, από σθεναρότερη βούληση, από εντονότερο πάθος· ο συνδυασμός αυτών των ιδιοτήτων μάς κάνει να βιώνουμε πιο έντονα τα συναισθήματα, να είμαστε πιο ευάλωτοι σε κάθε σωματικό -ακόμα και ψυχικό- πόνο, να έχουμε μεγαλύτερη αγωνία για τυχόν αναποδιές και μεγαλύτερη δυσαρέσκεια αν μας ενοχλήσουν. Όλες οι παραπάνω τάσεις ενισχύονται από τη δύναμη της φαντασίας, από τη ζωντάνια των σκέψεών μας, ακόμα και των δυσάρεστων. Αυτό ισχύει, σε διαφορετικό βαθμό, σε κάθε επίπεδο πνευματικής ισχύος – από τον ανόητο έως τη μεγαλύτερη μεγαλοφυΐα του κόσμου. Συνεπώς, όσο πιο κοντά βρίσκεται κανείς, είτε από υποκειμενική είτε από αντικειμενική άποψη, σε μία από τις δύο πηγές της ανθρώπινης δυστυχίας, τόσο πιο μακριά βρίσκεται από την άλλη. Και κάπως έτσι η φυσική κλίση του καθενός θα τον οδηγήσει να προσαρμόσει όσο το δυνατόν περισσότερο τον αντικειμενικό του κόσμο στον υποκειμενικό του, θα τον θωρακίσει δηλαδή όσο πιο καλά μπορεί ενάντια στην πηγή δυστυχίας στην οποία είναι πιο ευάλωτος. Ο πνευματικά ανώτερος άνθρωπος θα αγωνιστεί πάνω απ’ όλα για να αποφύγει τον πόνο και τις έξωθεν οχλήσεις, θα επιδιώξει την ησυχία και την άνεση του ελεύθερου χρόνου, δηλαδή μια ήρεμη και λιτή ζωή, με όσο το δυνατόν λιγότερες συναναστροφές- και αργότερα, ύστερα από κάποια σχετική τριβή με τους λεγόμενους συνανθρώπους του, θα επιλέξει να αποτραβηχτεί από τα εγκόσμια, ή ακόμα και να αποσυρθεί στη μοναξιά του, εάν πρόκειται για κάποιο σπουδαίο πνεύμα. Διότι όσο περισσότερα διαθέτει κάποιος μέσα του, τόσο λιγότερα ζητά από τους άλλους – και τόσο πιο ασήμαντοι είναι για εκείνον οι άλλοι. Γι’ αυτό και ένα πολύ αναπτυγμένο πνεύμα τείνει να κάνει τον άνθρωπο αντικοινωνικό. Είναι αλήθεια πως αν μπορούσε η ποιότητα του πνεύματος να αντικατασταθεί από την ποσότητα, θα άξιζε κανείς να συγχρωτίζεται με το ευρύ κοινό- δυστυχώς, όμως, εκατό ανόητοι δεν μπορούν να αναπληρώσουν έναν γνωστικό.
Αντίθετα, κάποιος που ανήκει στο άλλο άκρο, πριν καλά καλά ξελαφρώσει από τις υποχρεώσεις του, προσπαθεί πάση θυσία να εξασφαλίσει την ψυχαγωγία του και τη συναναστροφή του με κόσμο, κάνοντας παρέα με τον πρώτο τυχόντα και αποφεύγοντας όσο μπορεί τον εαυτό του. Διότι στη μοναξιά, εκεί που ο καθένας επιβιώνει με ό,τι διαθέτει μέσα του, είναι που φανερώνεται ο εσωτερικός κόσμος ο ανόητος με την ακριβή περιβολή αγκομαχά υπό το βάρος της άθλιας προσωπικότητάς του, ένα βάρος από το οποίο δεν θα απαλλαγεί ποτέ, τη στιγμή που ο προικισμένος με χαρίσματα άνθρωπος θα δώσει ζωή στον έρημο τόπο με τις σκέψεις του. Ο Σενέκας λέει “Ο ανόητος υποφέρει από τον ίδιο του τον εαυτό”, ένα πράγματι πολύ σωστό γνωμικό. Και, κατά κανόνα, μπορεί να διαπιστώσει κανείς πως ένας άνθρωπος είναι πολύ κοινωνικός μόνο όταν είναι πνευματικά φτωχός και γενικά άξεστος. Διότι η επιλογή που έχει κάποιος στον κόσμο περιορίζεται ανάμεσα στη μοναξιά και τη χυδαία κοινωνικότητα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου