αἴν᾽ ὀλοφυρόμεναι, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέουσαι.
πρῶτα μὲν οὖν νέκυας φόρεον κατατεθνηῶτας,
κὰδ δ᾽ ἄρ᾽ ὑπ᾽ αἰθούσῃ τίθεσαν εὐερκέος αὐλῆς,
450 ἀλλήλοισιν ἐρείδουσαι· σήμαινε δ᾽ Ὀδυσσεὺς
αὐτὸς ἐπισπέρχων· ταὶ δ᾽ ἐκφόρεον καὶ ἀνάγκῃ.
αὐτὰρ ἔπειτα θρόνους περικαλλέας ἠδὲ τραπέζας
ὕδατι καὶ σπόγγοισι πολυτρήτοισι κάθαιρον.
αὐτὰρ Τηλέμαχος καὶ βουκόλος ἠδὲ συβώτης
455 λίστροισιν δάπεδον πύκα ποιητοῖο δόμοιο
ξῦον· ταὶ δ᾽ ἐφόρεον δμῳαί, τίθεσαν δὲ θύραζε.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πᾶν μέγαρον διεκοσμήσαντο,
δμῳὰς ἐξαγαγόντες ἐϋσταθέος μεγάροιο,
μεσσηγύς τε θόλου καὶ ἀμύμονος ἕρκεος αὐλῆς,
460 εἴλεον ἐν στείνει, ὅθεν οὔ πως ἦεν ἀλύξαι.
τοῖσι δὲ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἄρχ᾽ ἀγορεύειν·
«μὴ μὲν δὴ καθαρῷ θανάτῳ ἀπὸ θυμὸν ἑλοίμην
τάων, αἳ δὴ ἐμῇ κεφαλῇ κατ᾽ ὀνείδεα χεῦαν
μητέρι θ᾽ ἡμετέρῃ, παρά τε μνηστῆρσιν ἴαυον.»
465 Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, καὶ πεῖσμα νεὸς κυανοπρῴροιο
κίονος ἐξάψας μεγάλης περίβαλλε θόλοιο,
ὑψόσ᾽ ἐπεντανύσας, μή τις ποσὶν οὖδας ἵκοιτο.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἢ κίχλαι τανυσίπτεροι ἠὲ πέλειαι
ἕρκει ἐνιπλήξωσι, τό θ᾽ ἑστήκῃ ἐνὶ θάμνῳ,
470 αὖλιν ἐσιέμεναι, στυγερὸς δ᾽ ὑπεδέξατο κοῖτος,
ὣς αἵ γ᾽ ἑξείης κεφαλὰς ἔχον, ἀμφὶ δὲ πάσαις
δειρῇσι βρόχοι ἦσαν, ὅπως οἴκτιστα θάνοιεν.
ἤσπαιρον δὲ πόδεσσι μίνυνθά περ, οὔ τι μάλα δήν.
Ἐκ δὲ Μελάνθιον ἦγον ἀνὰ πρόθυρόν τε καὶ αὐλήν·
475 τοῦ δ᾽ ἀπὸ μὲν ῥῖνάς τε καὶ οὔατα νηλέϊ χαλκῷ
τάμνον, μήδεά τ᾽ ἐξέρυσαν, κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι,
χεῖράς τ᾽ ἠδὲ πόδας κόπτον κεκοτηότι θυμῷ.
Οἱ μὲν ἔπειτ᾽ ἀπονιψάμενοι χεῖράς τε πόδας τε
εἰς Ὀδυσῆα δόμονδε κίον, τετέλεστο δὲ ἔργον·
480 αὐτὰρ ὅ γε προσέειπε φίλην τροφὸν Εὐρύκλειαν·
«οἶσε θέειον, γρηΰ, κακῶν ἄκος, οἶσε δέ μοι πῦρ,
ὄφρα θεειώσω μέγαρον· σὺ δὲ Πηνελόπειαν
ἐλθεῖν ἐνθάδ᾽ ἄνωχθι σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξί·
πάσας δ᾽ ὄτρυνον δμῳὰς κατὰ δῶμα νέεσθαι.»
485 Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια·
«ναὶ δὴ ταῦτά γε, τέκνον ἐμόν, κατὰ μοῖραν ἔειπες.
ἀλλ᾽ ἄγε τοι χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματ᾽ ἐνείκω,
μηδ᾽ οὕτω ῥάκεσιν πεπυκασμένος εὐρέας ὤμους
ἔσταθ᾽ ἐνὶ μεγάροισι· νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη.»
490 Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«πῦρ νῦν μοι πρώτιστον ἐνὶ μεγάροισι γενέσθω.»
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια,
ἤνεικεν δ᾽ ἄρα πῦρ καὶ θήϊον, αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
εὖ διεθείωσεν μέγαρον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν.
495 Γρηῢς δ᾽ αὖτ᾽ ἀπέβη διὰ δώματα κάλ᾽ Ὀδυσῆος
ἀγγελέουσα γυναιξὶ καὶ ὀτρυνέουσα νέεσθαι·
αἱ δ᾽ ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσαι.
αἱ μὲν ἄρ᾽ ἀμφεχέοντο καὶ ἠσπάζοντ᾽ Ὀδυσῆα,
καὶ κύνεον ἀγαπαζόμεναι κεφαλήν τε καὶ ὤμους
500 χεῖράς τ᾽ αἰνύμεναι· τὸν δὲ γλυκὺς ἵμερος ᾕρει
κλαυθμοῦ καὶ στοναχῆς, γίγνωσκε δ᾽ ἄρα φρεσὶ πάσας.
πρῶτα μὲν οὖν νέκυας φόρεον κατατεθνηῶτας,
κὰδ δ᾽ ἄρ᾽ ὑπ᾽ αἰθούσῃ τίθεσαν εὐερκέος αὐλῆς,
450 ἀλλήλοισιν ἐρείδουσαι· σήμαινε δ᾽ Ὀδυσσεὺς
αὐτὸς ἐπισπέρχων· ταὶ δ᾽ ἐκφόρεον καὶ ἀνάγκῃ.
αὐτὰρ ἔπειτα θρόνους περικαλλέας ἠδὲ τραπέζας
ὕδατι καὶ σπόγγοισι πολυτρήτοισι κάθαιρον.
αὐτὰρ Τηλέμαχος καὶ βουκόλος ἠδὲ συβώτης
455 λίστροισιν δάπεδον πύκα ποιητοῖο δόμοιο
ξῦον· ταὶ δ᾽ ἐφόρεον δμῳαί, τίθεσαν δὲ θύραζε.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πᾶν μέγαρον διεκοσμήσαντο,
δμῳὰς ἐξαγαγόντες ἐϋσταθέος μεγάροιο,
μεσσηγύς τε θόλου καὶ ἀμύμονος ἕρκεος αὐλῆς,
460 εἴλεον ἐν στείνει, ὅθεν οὔ πως ἦεν ἀλύξαι.
τοῖσι δὲ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἄρχ᾽ ἀγορεύειν·
«μὴ μὲν δὴ καθαρῷ θανάτῳ ἀπὸ θυμὸν ἑλοίμην
τάων, αἳ δὴ ἐμῇ κεφαλῇ κατ᾽ ὀνείδεα χεῦαν
μητέρι θ᾽ ἡμετέρῃ, παρά τε μνηστῆρσιν ἴαυον.»
465 Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, καὶ πεῖσμα νεὸς κυανοπρῴροιο
κίονος ἐξάψας μεγάλης περίβαλλε θόλοιο,
ὑψόσ᾽ ἐπεντανύσας, μή τις ποσὶν οὖδας ἵκοιτο.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἢ κίχλαι τανυσίπτεροι ἠὲ πέλειαι
ἕρκει ἐνιπλήξωσι, τό θ᾽ ἑστήκῃ ἐνὶ θάμνῳ,
470 αὖλιν ἐσιέμεναι, στυγερὸς δ᾽ ὑπεδέξατο κοῖτος,
ὣς αἵ γ᾽ ἑξείης κεφαλὰς ἔχον, ἀμφὶ δὲ πάσαις
δειρῇσι βρόχοι ἦσαν, ὅπως οἴκτιστα θάνοιεν.
ἤσπαιρον δὲ πόδεσσι μίνυνθά περ, οὔ τι μάλα δήν.
Ἐκ δὲ Μελάνθιον ἦγον ἀνὰ πρόθυρόν τε καὶ αὐλήν·
475 τοῦ δ᾽ ἀπὸ μὲν ῥῖνάς τε καὶ οὔατα νηλέϊ χαλκῷ
τάμνον, μήδεά τ᾽ ἐξέρυσαν, κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι,
χεῖράς τ᾽ ἠδὲ πόδας κόπτον κεκοτηότι θυμῷ.
Οἱ μὲν ἔπειτ᾽ ἀπονιψάμενοι χεῖράς τε πόδας τε
εἰς Ὀδυσῆα δόμονδε κίον, τετέλεστο δὲ ἔργον·
480 αὐτὰρ ὅ γε προσέειπε φίλην τροφὸν Εὐρύκλειαν·
«οἶσε θέειον, γρηΰ, κακῶν ἄκος, οἶσε δέ μοι πῦρ,
ὄφρα θεειώσω μέγαρον· σὺ δὲ Πηνελόπειαν
ἐλθεῖν ἐνθάδ᾽ ἄνωχθι σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξί·
πάσας δ᾽ ὄτρυνον δμῳὰς κατὰ δῶμα νέεσθαι.»
485 Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια·
«ναὶ δὴ ταῦτά γε, τέκνον ἐμόν, κατὰ μοῖραν ἔειπες.
ἀλλ᾽ ἄγε τοι χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματ᾽ ἐνείκω,
μηδ᾽ οὕτω ῥάκεσιν πεπυκασμένος εὐρέας ὤμους
ἔσταθ᾽ ἐνὶ μεγάροισι· νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη.»
490 Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«πῦρ νῦν μοι πρώτιστον ἐνὶ μεγάροισι γενέσθω.»
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια,
ἤνεικεν δ᾽ ἄρα πῦρ καὶ θήϊον, αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
εὖ διεθείωσεν μέγαρον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν.
495 Γρηῢς δ᾽ αὖτ᾽ ἀπέβη διὰ δώματα κάλ᾽ Ὀδυσῆος
ἀγγελέουσα γυναιξὶ καὶ ὀτρυνέουσα νέεσθαι·
αἱ δ᾽ ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσαι.
αἱ μὲν ἄρ᾽ ἀμφεχέοντο καὶ ἠσπάζοντ᾽ Ὀδυσῆα,
καὶ κύνεον ἀγαπαζόμεναι κεφαλήν τε καὶ ὤμους
500 χεῖράς τ᾽ αἰνύμεναι· τὸν δὲ γλυκὺς ἵμερος ᾕρει
κλαυθμοῦ καὶ στοναχῆς, γίγνωσκε δ᾽ ἄρα φρεσὶ πάσας.
***
Αυτά τους παραγγέλλει, κι αμέσως έφτασαν οι δούλες όλες,
ολοφυρόμενες πικρά, ποτάμι χύνοντας το δάκρυ.
Πρώτα λοιπόν πήραν να σέρνουν τα κουφάρια των νεκρών,
κι εκεί τα σώριαζαν, κάτω απ᾽ το σκεπαστό του αυλόγυρου,
450 το ᾽να με τ᾽ άλλο κολλητά· ο Οδυσσέας φώναζε
να κάνουν γρήγορα, οπότε αυτές έβγαζαν έξω τα κουφάρια,
θέλοντας και μη.
Μετά θρόνους πανέμορφους και τάβλες πήραν να παστρεύουν
με μουσκεμένα στο νερό πολύτρυπα σφουγγάρια.
Στο μεταξύ ο Τηλέμαχος, μαζί του ο βουκόλος κι ο χοιροβοσκός,
με ξύστρες έτριβαν το πάτωμα του ακλόνητου μεγάρου,
ενώ οι δούλες μάζευαν τα ξύσματα και τα πετούσαν έξω.
Κι όταν τα πάντα στην καλοστημένη αίθουσα μπήκαν σε τάξη,
τις δούλες σέρνουν, τις πήγαν στην αυλή κι εκεί,
στον θόλο ανάμεσα και στον ωραίο φράχτη, τις στρίμωξαν
460 στο στένωμα, να μην μπορεί καμιά τους να ξεφύγει.
Οπότε κι ο Τηλέμαχος, με τη δική του γνώση, πρώτος μίλησε:
«Όχι, δεν θα ᾽θελα μ᾽ έντιμο θάνατο να πάρω την ψυχή τους,
αυτών που μοναχά όνειδος και ντροπή φόρτωσαν στο κεφάλι μας,
εμένα και της μάνας μου, έρωτα κάνοντας με τους μνηστήρες.»
Είπε, κι ευθύς πιάνει χοντρό σχοινί από καράβι κυανόπρωρο,
σε μια ψηλή κολόνα του θόλου το προσδένει, ολόγυρα
το τύλιξε και το τεντώνει όσο μπορούσε πιο ψηλά,
για να μη φτάνουν τα ποδάρια τους στο χώμα.
Πώς τσίχλες μ᾽ ανοιχτές φτερούγες ή άγρια περιστέρια
σε βρόχια μπλέκονται, στημένα μες σε θάμνα, ενώ γυρεύουν
470 στη φωλιά τους να χωθούν, και ξαφνικά φριχτό το κούρνιασμα
τους βγαίνει· έτσι κι εκείνες στη σειρά κρατούσαν το κεφάλι τους,
με τη θηλιά γύρω από τον λαιμό τους περασμένη, να βρούνε
άθλιο θάνατο, καθώς τα πόδια κρεμασμένα σφάδαζαν —
για λίγο όμως, όχι για πολύ.
Συνάμα τον Μελάνθιο τον έσυραν κι αυτόν μπροστά στο πρόθυρο,
και μέσα στην αυλή, με ανελέητο χαλκό, του κόβουν
μύτη κι αφτιά, του ξεριζώνουν τ᾽ αχαμνά, για να τα φάνε ωμά
οι σκύλοι, κι ακόμη απόκοψαν τα χέρια και τα πόδια του μ᾽ άγριο θυμό.
Μετά κι οι ίδιοι πλένουν χέρια και πόδια, κι ύστερα προχωρούν
τον Οδυσσέα να βρουν, έχοντας συντελέσει πια το έργο τους.
480 Εκείνος όμως γύρισε και παραγγέλλει στην πιστή τροφό του Ευρύκλεια:
«Φέρε μου θειάφι, που ξορκίζει το κακό, γερόντισσα, φέρε μου
και φωτιά για να θειαφίσω το παλάτι· μετά στην Πηνελόπη τράβα,
πες της εδώ να ᾽ρθει, μαζί κι οι παρακόρες της,
φώναξε όμως και τις άλλες φρόνιμες δούλες μέσα να κοπιάσουν.»
Ανταποκρίθηκε η καλή τροφός Ευρύκλεια:
«Όλα τα παραγγέλματά σου, γιε μου, πρέποντα τα βρίσκω·
αλλά περίμενε, πρώτα χλαμύδα και χιτώνα να σου φέρω, να μη γυρνάς
ρακένδυτος, με τα κουρέλια να σκεπάζουν τους φαρδείς σου ώμους —
θα ᾽ταν κι αυτό ανεπίτρεπτο.»
490 Όμως ο Οδυσσέας πολύγνωμος πήρε ξανά τον λόγο να της πει:
«Φωτιά, πρώτα φωτιά θέλω να δω μες στο παλάτι.»
Έτσι της μίλησε, κι εκείνη υπάκουσε στον λόγο του·
του φέρνει αμέσως φωτιά και θειάφι, κι ο Οδυσσέας ευθύς
θειαφίζει πρώτα μέσα όλο το παλάτι, έξω μετά και την αυλή.
Στο μεταξύ η γερόντισσα περνώντας βγήκε από την αίθουσα, να φέρει
τα καλά μηνύματα του αφέντη της στις δούλες και να τους πει να ᾽ρθουν.
Οπότε αυτές, αφήνοντας την κάμαρή τους, στα χέρια τους κρατώντας
αναμμένες δάδες, ολόγυρα στον Οδυσσέα προστρέχουν και τη χαρά τους δείχνουν
για το καλωσόρισμα. Κι όπως μ᾽ αγάπη τον φιλούν
500 στην κεφαλή του και στους ώμους, σφίγγοντας τρυφερά τα χέρια του,
τον συνεπήρε αυτόν ο πόθος για στεναγμό και κλάμα —
όλες τις αναγνώρισε η ψυχή του.
Αυτά τους παραγγέλλει, κι αμέσως έφτασαν οι δούλες όλες,
ολοφυρόμενες πικρά, ποτάμι χύνοντας το δάκρυ.
Πρώτα λοιπόν πήραν να σέρνουν τα κουφάρια των νεκρών,
κι εκεί τα σώριαζαν, κάτω απ᾽ το σκεπαστό του αυλόγυρου,
450 το ᾽να με τ᾽ άλλο κολλητά· ο Οδυσσέας φώναζε
να κάνουν γρήγορα, οπότε αυτές έβγαζαν έξω τα κουφάρια,
θέλοντας και μη.
Μετά θρόνους πανέμορφους και τάβλες πήραν να παστρεύουν
με μουσκεμένα στο νερό πολύτρυπα σφουγγάρια.
Στο μεταξύ ο Τηλέμαχος, μαζί του ο βουκόλος κι ο χοιροβοσκός,
με ξύστρες έτριβαν το πάτωμα του ακλόνητου μεγάρου,
ενώ οι δούλες μάζευαν τα ξύσματα και τα πετούσαν έξω.
Κι όταν τα πάντα στην καλοστημένη αίθουσα μπήκαν σε τάξη,
τις δούλες σέρνουν, τις πήγαν στην αυλή κι εκεί,
στον θόλο ανάμεσα και στον ωραίο φράχτη, τις στρίμωξαν
460 στο στένωμα, να μην μπορεί καμιά τους να ξεφύγει.
Οπότε κι ο Τηλέμαχος, με τη δική του γνώση, πρώτος μίλησε:
«Όχι, δεν θα ᾽θελα μ᾽ έντιμο θάνατο να πάρω την ψυχή τους,
αυτών που μοναχά όνειδος και ντροπή φόρτωσαν στο κεφάλι μας,
εμένα και της μάνας μου, έρωτα κάνοντας με τους μνηστήρες.»
Είπε, κι ευθύς πιάνει χοντρό σχοινί από καράβι κυανόπρωρο,
σε μια ψηλή κολόνα του θόλου το προσδένει, ολόγυρα
το τύλιξε και το τεντώνει όσο μπορούσε πιο ψηλά,
για να μη φτάνουν τα ποδάρια τους στο χώμα.
Πώς τσίχλες μ᾽ ανοιχτές φτερούγες ή άγρια περιστέρια
σε βρόχια μπλέκονται, στημένα μες σε θάμνα, ενώ γυρεύουν
470 στη φωλιά τους να χωθούν, και ξαφνικά φριχτό το κούρνιασμα
τους βγαίνει· έτσι κι εκείνες στη σειρά κρατούσαν το κεφάλι τους,
με τη θηλιά γύρω από τον λαιμό τους περασμένη, να βρούνε
άθλιο θάνατο, καθώς τα πόδια κρεμασμένα σφάδαζαν —
για λίγο όμως, όχι για πολύ.
Συνάμα τον Μελάνθιο τον έσυραν κι αυτόν μπροστά στο πρόθυρο,
και μέσα στην αυλή, με ανελέητο χαλκό, του κόβουν
μύτη κι αφτιά, του ξεριζώνουν τ᾽ αχαμνά, για να τα φάνε ωμά
οι σκύλοι, κι ακόμη απόκοψαν τα χέρια και τα πόδια του μ᾽ άγριο θυμό.
Μετά κι οι ίδιοι πλένουν χέρια και πόδια, κι ύστερα προχωρούν
τον Οδυσσέα να βρουν, έχοντας συντελέσει πια το έργο τους.
480 Εκείνος όμως γύρισε και παραγγέλλει στην πιστή τροφό του Ευρύκλεια:
«Φέρε μου θειάφι, που ξορκίζει το κακό, γερόντισσα, φέρε μου
και φωτιά για να θειαφίσω το παλάτι· μετά στην Πηνελόπη τράβα,
πες της εδώ να ᾽ρθει, μαζί κι οι παρακόρες της,
φώναξε όμως και τις άλλες φρόνιμες δούλες μέσα να κοπιάσουν.»
Ανταποκρίθηκε η καλή τροφός Ευρύκλεια:
«Όλα τα παραγγέλματά σου, γιε μου, πρέποντα τα βρίσκω·
αλλά περίμενε, πρώτα χλαμύδα και χιτώνα να σου φέρω, να μη γυρνάς
ρακένδυτος, με τα κουρέλια να σκεπάζουν τους φαρδείς σου ώμους —
θα ᾽ταν κι αυτό ανεπίτρεπτο.»
490 Όμως ο Οδυσσέας πολύγνωμος πήρε ξανά τον λόγο να της πει:
«Φωτιά, πρώτα φωτιά θέλω να δω μες στο παλάτι.»
Έτσι της μίλησε, κι εκείνη υπάκουσε στον λόγο του·
του φέρνει αμέσως φωτιά και θειάφι, κι ο Οδυσσέας ευθύς
θειαφίζει πρώτα μέσα όλο το παλάτι, έξω μετά και την αυλή.
Στο μεταξύ η γερόντισσα περνώντας βγήκε από την αίθουσα, να φέρει
τα καλά μηνύματα του αφέντη της στις δούλες και να τους πει να ᾽ρθουν.
Οπότε αυτές, αφήνοντας την κάμαρή τους, στα χέρια τους κρατώντας
αναμμένες δάδες, ολόγυρα στον Οδυσσέα προστρέχουν και τη χαρά τους δείχνουν
για το καλωσόρισμα. Κι όπως μ᾽ αγάπη τον φιλούν
500 στην κεφαλή του και στους ώμους, σφίγγοντας τρυφερά τα χέρια του,
τον συνεπήρε αυτόν ο πόθος για στεναγμό και κλάμα —
όλες τις αναγνώρισε η ψυχή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου