Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Φιλοκτήτης (1004-1044)

ΦΙ. ὦ χεῖρες, οἷα πάσχετ᾽ ἐν χρείᾳ φίλης
1005 νευρᾶς, ὑπ᾽ ἀνδρὸς τοῦδε συνθηρώμεναι.
ὦ μηδὲν ὑγιὲς μηδ᾽ ἐλεύθερον φρονῶν,
οἷ᾽ αὖ μ᾽ ὑπῆλθες, ὥς μ᾽ ἐθηράσω, λαβὼν
πρόβλημα σαυτοῦ παῖδα τόνδ᾽ ἀγνῶτ᾽ ἐμοί,
ἀνάξιον μὲν σοῦ, κατάξιον δ᾽ ἐμοῦ,
1010 ὃς οὐδὲν ᾔδει πλὴν τὸ προσταχθὲν ποεῖν,
δῆλος δὲ καὶ νῦν ἐστιν ἀλγεινῶς φέρων
οἷς τ᾽ αὐτὸς ἐξήμαρτεν οἷς τ᾽ ἐγὼ ᾽παθον.
ἀλλ᾽ ἡ κακὴ σὴ διὰ μυχῶν βλέπουσ᾽ ἀεὶ
ψυχή νιν ἀφυῆ τ᾽ ὄντα κοὐ θέλονθ᾽ ὅμως
1015 εὖ προυδίδαξεν ἐν κακοῖς εἶναι σοφόν.
καὶ νῦν ἔμ᾽, ὦ δύστηνε, συνδήσας νοεῖς
ἄγειν ἀπ᾽ ἀκτῆς τῆσδ᾽, ἐν ᾗ με προυβάλου
ἄφιλον ἐρῆμον ἄπολιν ἐν ζῶσιν νεκρόν.
φεῦ.
ὄλοιο· καί σοι πολλάκις τόδ᾽ ηὐξάμην.
1020 ἀλλ᾽ οὐ γὰρ οὐδὲν θεοὶ νέμουσιν ἡδύ μοι,
σὺ μὲν γέγηθας ζῶν, ἐγὼ δ᾽ ἀλγύνομαι
τοῦτ᾽ αὔθ᾽ ὅτι ζῶ σὺν κακοῖς πολλοῖς τάλας,
γελώμενος πρὸς σοῦ τε καὶ τῶν Ἀτρέως
διπλῶν στρατηγῶν, οἷς σὺ ταῦθ᾽ ὑπηρετεῖς.
1025 καίτοι σὺ μὲν κλοπῇ τε κἀνάγκῃ ζυγεὶς
ἔπλεις ἅμ᾽ αὐτοῖς, ἐμὲ δὲ τὸν πανάθλιον
ἑκόντα πλεύσανθ᾽ ἑπτὰ ναυσὶ ναυβάτην
ἄτιμον ἔβαλον, ὡς σὺ φής, κεῖνοι δὲ σέ.
καὶ νῦν τί μ᾽ ἄγετε; τί μ᾽ ἀπάγεσθε; τοῦ χάριν;
1030 ὃς οὐδέν εἰμι καὶ τέθνηχ᾽ ὑμῖν πάλαι.
πῶς, ὦ θεοῖς ἔχθιστε, νῦν οὐκ εἰμί σοι
χωλός, δυσώδης; πῶς θεοῖς ἔξεστ᾽, ἐμοῦ
πλεύσαντος, αἴθειν ἱερά; πῶς σπένδειν ἔτι;
αὕτη γὰρ ἦν σοι πρόφασις ἐκβαλεῖν ἐμέ.
1035 κακῶς ὄλοισθ᾽· ὀλεῖσθε δ᾽ ἠδικηκότες
τὸν ἄνδρα τόνδε, θεοῖσιν εἰ δίκης μέλει.
ἔξοιδα δ᾽ ὡς μέλει γ᾽· ἐπεὶ οὔποτ᾽ ἂν στόλον
ἐπλεύσατ᾽ ἂν τόνδ᾽ οὕνεκ᾽ ἀνδρὸς ἀθλίου,
εἰ μή τι κέντρον θεῖον ἦγ᾽ ὑμᾶς ἐμοῦ.
1040 ἀλλ᾽, ὦ πατρῴα γῆ θεοί τ᾽ ἐπόψιοι,
τείσασθε τείσασθ᾽ ἀλλὰ τῷ χρόνῳ ποτὲ
ξύμπαντας αὐτούς, εἴ τι κἄμ᾽ οἰκτίρετε.
ὡς ζῶ μὲν οἰκτρῶς, εἰ δ᾽ ἴδοιμ᾽ ὀλωλότας
τούτους, δοκοῖμ᾽ ἂν τῆς νόσου πεφευγέναι.

***
ΦΙΛ. Τί παθαίνετ᾽, ω χέρια μου, που τώρα
σας έλειψε η νευρά σας και πιασμένα
στην εξουσία του σας κρατά ένας τέτοιος;
Ω που δεν έχεις μέσα σου μα ούτε ίχνος
ντροπής μήτ᾽ ανθρωπιάς, πώς έτσι πάλι
με γέλασες; πώς μ᾽ έπιασες στα βρόχια
πίσω από τούτο το παιδί κρυμμένος
που δε γνώριζα εγώ, μα πού ηταν άξιο
για μένα, όσο δεν άξιζε για σένα,
που άλλο δεν ήξερε παρά να κάνει
1010 ό,τι του πρόσταξαν και που και τώρα,
το βλέπεις, το τί πόνο δοκιμάζει
για ό,τι έχει φταίξει αυτός κι εγώ έχω πάθει;
Μα εσένα η μαύρη σου ψυχή, που πάντα
στήνει καρτέρια ᾽π᾽ τις γωνιές, τον είχε
καλ᾽ από πριν δασκαλεμένο, να ᾽ναι,
παρά το φυσικό του κι άθελά του,
σοφός στο κακό. Και τώρα, τρισάθλιε,
λες και καλά δετό να με σηκώσεις
απ᾽ αυτούς τους γιαλούς, που άλλοτε μέ ειχες
παραπετάξει δίχως φίλους, έρμο,
δίχως πατρίδα, ζωντανό νεκρό;
Στ᾽ ανάθεμα να πας! μ᾽ αχ, τί ωφελεί
που έτσι μύριες φορές σού καταριούμαι,
1020 αφού οι θεοί δε δίνουνε σε μένα
καμιά χαρά· συ ζεις και βασιλεύεις,
μα εμένα αυτό ίσα-ίσα με σκοτώνει,
που ζω, μα μέσα σ᾽ όλα τα μαρτύρια
του κόσμου, ο μαύρος· για να με γελάτε
εσύ κι οι δυο σου οι στρατηγοί, οι Ατρείδες,
που σ᾽ όλα αυτά τών είσαι ο υπηρέτης·
αν και με δόλο εσένα και με βία
σ᾽ ανάγκασαν μαζί των να εκστρατεύσεις,
ενώ εμένα, που πρόθυμος εκείνους
ακλούθησα με στόλο εφτά καράβια,
άτιμα εδώ με πέταξαν, καθώς
το λες εσύ και αυτοί το λεν για σένα.
Και τώρα τί με θέτε; ποιός ο λόγος
να με σηκώνετ᾽ απ᾽ εδώ; που εγώ ειμαι
1030 τίποτα πια κι έχω για σας πεθάνει
από καιρό. Πώς, θεομισημένε,
τώρα δεν είμαι πια χωλός, δε βγάζω
βρώμ᾽ ανυπόφορη; πώς θα μπορείτε,
αν έρθω εκεί, να κάνετε θυσίες
στους θεούς και τις άλλες προσφορές σας;
Γιατ᾽ αυτή ᾽χες την πρόφαση, να βγάλεις
εμέν᾽ από τη μέση· ω να χαθείτε!
και θα χαθείτε, δίχως άλλο, αφού έτσι
μ᾽ αδικήσατε, αν οι θεοί φροντίζουν
για το δίκιο· και ξέρω πως φροντίζουν.
Γιατί δε θα κινούσατε ποτέ
να ᾽ρθείτ᾽ εδώ για ένα συφοριασμένο,
αν κάποιο δε σας έσπρωχνε για μένα
θεϊκό κεντρί. Μα ω πατρική μου χώρα,
1040 ω θεοί, που από ψηλά τα βλέπετ᾽ όλα,
εκδικηθείτε μια φορά επιτέλους,
εκδικηθείτε όλους αυτούς, αν κάποια
φυλάτε και για μένα ψυχοπόνια,
που άθλια βέβαια ζω, μα αν θα ᾽βλεπα
να ᾽χαν αυτοί χαθεί, θα μου φαινόνταν
πως γιατρεύτηκ᾽ απ᾽ όλα τα δεινά μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου