ΣΤΗΝ Αγγλία, η Βιομηχανική Επανάσταση διένυε ήδη τον δεύτερο αιώνα της. Το εμπόριο είχε εκτιναχθεί στα ύψη, κι ο καταναλωτισμός, ελάσσονα δύναμη μέχρι τότε στον κόσμο της οικονομίας, άλλαζε τον κόσμο. Η νέα έμφαση που είχε δοθεί στην προσωπική απόλαυση συνεπαγόταν φυσικά και μια νέα φιλοσοφία, που απώτατο στόχο της θ’ αποτελούσε η μεγιστοποίηση της ατομικής ευτυχίας.
Η φιλοσοφία αυτή ονομάστηκε ωφελιμισμός, και παρότι είχε τις ρίζες της στον 18ο αιώνα, έκανε το πρώτο της μεγάλο βήμα με τη θεωρία του πλέον ευφραδούς εκπροσώπου της, του Τζον Στιούαρτ Μιλ [John Stuart Mill] (1806-1873).
Ωφελιμιστής είχε υπάρξει ως ένα βαθμό και ο Ντέιβιντ Χιουμ. Είχε υποστηρίξει, για παράδειγμα, πως όλη η ηθική βασιζόταν στην «ωφελιμότητά» της. Ο Τζέρεμι Μπένθαμ [Jeremy Ben- tham] (1748-1832) είχε προχωρήσει στην πρώτη συνολική και επίσημη διατύπωση της θεωρίας (σ’ αυτόν οφείλεται και η ονομασία της), ενώ ο πατέρας τού Τζον Στιούαρτ Μιλ, ο Τζέιμς Μιλ [James Mill] (1773-1836), ήταν από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές της.
Ωστόσο, η οριστική διαμόρφωση του ωφελιμισμού προήλθε από τον Τζον Στιούαρτ Μιλ. Ο Μπένθαμ είχε υποστηρίξει πως η θεμελιώδης αρχή της ωφελιμότητας συνίστατο στη μεγιστοποίηση της τέρψης και την ελαχιστοποίηση του πόνου. Εκείνο που προσέθεσε ο Μιλ σ’ αυτή τη μάλλον χονδροειδή ποσοτική θεωρία ήταν το ζήτημα της ποιότητας της τέρψης, δίνοντας έτσι έμφαση στην ποίηση και τη φιλοσοφία, παρά το γεγονός ότι από την άποψη του καθαρού ηδονισμού η πάλη στη λάσπη και το μπόουλινγκ έδιναν ενδεχομένως πολύ μεγαλύτερη ευχαρίστηση σε όσους δεν είχαν έρθει σ’ επαφή με πιο λεπτές απολαύσεις. Ο ωφελιμισμός, ωστόσο, συνέλαβε τέλεια το πνεύμα της καταναλωτικής επανάστασης. Βρίσκοντας ελάχιστη αντίσταση, εξαπλώθηκε στη Γαλλία, και φυσικά στην Αμερική, όπου επρόκειτο να συναντήσει τη θερμότερη υποδοχή. Στη Γερμανία θεωρήθηκε αρχικά υπερβολικά χυδαίος, την περίοδο αυτή όμως η Βιομηχανική Επανάσταση μόλις που έκανε την εμφάνισή της στη χώρα (μία από τις δηκτικότερες γραμμές του Νίτσε έλεγε: «Ο άνθρωπος δεν ζει για την ευχαρίστηση. Μόνον ο Άγγλος το κάνει»).
Σε συνδυασμό με τον ωφελιμισμό και την επεξεργασία των αρετών της ελεύθερης οικονομίας, ο Μιλ έδωσε επίσης έμφαση στη θεωρία των ατομικών δικαιωμάτων. Οι απόψεις του αποτελούν κλασικές διατυπώσεις του «φιλελευθερισμού». Αν και αργότερα μετακινήθηκε προς το σοσιαλισμό, σε όλο του το έργο παρέμεινε ένας φλογερός κήρυκας της ατομικής ελευθερίας. Ο μόνος ικανός λόγος για να περιοριστεί η ελευθερία του ατόμου, υποστήριζε, είναι για να προστατευθεί η ελευθερία των άλλων.
Η γνωσιοθεωρία του Μιλ ήταν επαναστατική, ή μάλλον συνέχιση μια παλαιότερης βρετανικής επανάστασης. Ο νέος τολμηρός εμπειρισμός του ήταν ιδιαίτερα εμφανής στη βιολογία, πεδίο του οποίου τα όρια είχαν τεθεί από παλιά, από τις αριστοτελικές κατηγορίες και τις θρησκευτικές απόψεις για τη Δημιουργία.
Από τον καιρό του Αριστοτέλη, βέβαια, οι άνθρωποι είχαν διαχωρίσει τις ποικίλες ιδιότητες, αλληλεπιδράσεις και διαφορές που υπήρχαν μέσα στον φαινομενικά ατελείωτο αριθμό ζωικών και φυτικών ειδών. Τα ερωτήματα ΓΙΑΤΙ υπάρχουν τόσα πολλά είδη και ΠΩΣ κατορθώνουν να προσαρμόζονται τόσο καλά στο περιβάλλον τους, φαίνονταν παράξενα. Για τους περισσότερους ανθρώπους η παραδοσιακή απάντηση παρεχόταν από τη Βίβλο: «Γιατί έτσι τα έχει φτιάξει ο Θεός». Στα μέσα του αιώνα ωστόσο, δύο φυσιοδίφες (που βρίσκονταν σε σκληρό ανταγωνισμό), ο Άλφρεντ Ράσελ Γουάλας [Alfred Russell Wallace] (1823-1913) ο Κάρολος Δαρβίνος [Charles Darwin] (1809-1882), πρότειναν μια θεωρία που επρόκειτο ν’ αλλάξει την ίδια την έννοια της φύσης, συγχρόνως δε να προκαλέσει παροξυσμό σε ορισμένους μελετητές της Βίβλου.
Η θεωρία της εξέλιξης των ειδών υιοθέτησε την ιδέα πως τα είδη εμφανίστηκαν τυχαία πάνω στη γη πριν από δεκάδες ή και εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια. Αναλόγως της προσαρμοστικότητάς τους απέναντι στο περιβάλλον, άλλα επιβίωσαν και αναπαράχθηκαν, ενώ άλλα εξαφανίστηκαν. Το επίμαχο σημείο φυσικά ήταν η υπόθεση πως και τα ανθρώπινα όντα αποτελούσαν επίσης αποτέλεσμα εξέλιξης. Πολλοί άνθρωποι ένιωσαν βαθιά ενοχλημένοι από την ιδέα ότι κάποιοι προ-προπαππούδες τους ήταν ένα είδος πιθήκων. Άλλοι θεώρησαν πως ήταν βλάσφημο να δεχτούν ότι τα είδη δεν τα είχε δημιουργήσει ο Θεός αλλά η τύχη και οι περιστάσεις. Όμως, ακόμη κι όσοι δεν είχαν κανένα πρόβλημα με την ιδέα της εξέλιξης, όπως ο ίδιος ο Δαρβίνος, βρέθηκαν αντιμέτωποι μ’ ένα κεφαλαιώδες ερώτημα: Ήταν δυνατόν να εξελίσσονταν ακόμη τα ανθρώπινα όντα; Και αν ναι, σε τι;
Πράγματι, θα μπορούσαμε άραγε να ζούμε απλώς μια σύντομη ενδιάμεση ύπαρξη ανάμεσα στα «κατώτερα» ζώα και κάποιο ανώτερο, δυνατότερο ή περισσότερο προσαρμοστικό ον από εμάς;
Ήταν προς το τέλος του αιώνα που ερωτήσεις σαν κι αυτές απαντήθηκαν με τον πλέον σκανδαλώδη, προκλητικό τρόπο. Ο Γερμανός φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε [Friedrich Nietzsche] (1844-1900) έγραψε ένα φαντασμαγορικό, επικό έργο το οποίο φιλοδοξούσε να παρακολουθήσει τα διδακτικά κατορθώματα ενός χαρακτήρα που λεγόταν Ζαρατούστρα (από τον Πέρση προφήτη που είχε μιλήσει για τις κοσμικές δυνάμεις του καλού και του κακού).
Στο Τάδε έφη Ζαρατούστρα ο Νίτσε πρότεινε την ασύλληπτη ιδέα πως τα ανθρώπινα όντα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια γέφυρα ανάμεσα στον πίθηκο και τον Υπεράνθρωπο [Ober- mensch]. Το μέλλον της «ανθρώπινης φύσης» ετίθετο τώρα υπό ερώτηση. Στο ίδιο έργο, ο Νίτσε παρουσίασε με διάθεση χλευασμού έναν εναλλακτικό χαρακτήρα που λεγόταν «ο τελευταίος άνθρωπος», ένα τρομακτικό (ή αισιόδοξο, ανάλογα με το πώς βλέπει κανείς το θέμα) ενδεχόμενο για το «τέλος» της εξέλιξης. Ο τελευταίος άνθρωπος είναι ο απόλυτος μπουρζουάς, ο ικανοποιημένος ωφελιμιστής. «Βρήκαμε την ευτυχία», λέει ο τελευταίος άνθρωπος και βλεφαρίζει με βλακώδη ικανοποίηση.
Αυτός, προειδοποιεί ο Νίτσε, αποτελεί επίσης μία από τις πιθανές εξελίξεις μας. Μπορούμε να συνεχίσουμε να καταναλώνουμε τις ανέσεις μας, να ελαχιστοποιούμε τους κινδύνους, να αγνοούμε το μυστηριώδες και το άγνωστο και να αποθαρρύνουμε κάθε δημιουργικότητα, μέχρις ότου ο κόσμος μας γίνει τόσο ασφαλής ώστε να καταλήξει να είναι «νωθρός σαν τον ψύλλο». Ή, από την άλλη, μπορούμε ν’ αγωνιστούμε να γίνουμε κάτι περισσότερο από «ανθρώπινοι, ω, πόσο ανθρώπινοι!» και να υψωθούμε στο επίπεδο του Υπερανθρώπου. Για να καταλάβουμε όμως τι είναι ο Υπεράνθρωπος, πρέπει να επανεξετάσουμε όλη τη δυτική ιστορία και να δούμε ποιοι είμαστε και πώς καταλήξαμε να γίνουμε αυτό που είμαστε.
Μέσ’ από την επιμονή του για ένα ξανακοίταγμα της ιστορίας με σκοπό να εκτιμήσουμε τι είμαστε και τι μπορούμε να γίνουμε, ο Νίτσε έστρεψε το συλλογισμό του όχι μόνο στον Δαρβίνο, αλλά και στον Χέγκελ, τον Βίκο και τον Χέρντερ. Για να βρει τα ίχνη της εξέλιξης της ανθρώπινης σκέψης, γύρισε πίσω στο χριστιανισμό, στον Σωκράτη, κι ακόμη παλαιότερα, στον Όμηρο και τους προσωκρατικούς. Ο Νίτσε, που είχε σπουδάσει κλασική φιλολογία, διέκρινε πως η ελληνική κληρονομιά της Δύσης βρισκόταν σε σύγκρουση με το ιουδαιο-χριστιανικό της υπόβαθρο, στη συνέχεια δε απέρριψε ολοκληρωτικά τη «σύνθεση» που είχε γίνει μεταξύ των δύο στη διάρκεια της ιστορίας του χριστιανισμού.
Ο Γερμανός φιλόσοφος εντυπωσιάστηκε από την απόσταση που χώριζε τις δύο παραδόσεις, όπως λ.χ. από τη διαφορά στην προσέγγιση της ανθρώπινης δυστυχίας. Ενώ η ιουδαιο-χριστιανική παράδοση αναζήτησε την εξήγηση της δυστυχίας στην αμαρτία (μια προσέγγιση του τύπου «κατηγορήστε το θύμα», σύμφωνα με τον Νίτσε), οι αρχαίοι Έλληνες θεώρησαν τη δυστυχία ως ένδειξη της ριζικά τραγικής φύσης της ανθρώπινης ζωής.
Στο πρώτο του βιβλίο Η Γένεση της Τραγωδίας ανέλυσε την τέχνη της αθηναϊκής τραγωδίας ως το προϊόν της βαθιάς, ακλόνητης αίσθησης των Ελλήνων για το νόημα που έχει η ζωή μπροστά στην ακραία τρωτότητα. Η τραγωδία, κατά τον Νίτσε, αναπτύχθηκε μέσ’ από αυτήν ακριβώς την αναγνώριση και την ωραιοποίηση -έως και εξιδανίκευση- του ανθρώπινου πεπρωμένου. Ο Νίτσε διατύπωσε την υπόθεση πως η ελληνική άποψη για την τραγωδία ολοκλήρωνε δύο διαφορετικές προοπτικές, τις οποίες οι Αθηναίοι συνέδεαν με τους θεούς Απόλλωνα και Διόνυσο.
Ο Διόνυσος, ο θεός του κρασιού, της σεξουαλικότητας και του οργίου, εκπροσωπεί τη δυναμική ρευστότητα της ύπαρξης, την αποδοχή του πεπρωμένου, το χάος της δημιουργικότητας. Ο αφοσιωμένος ικανοποιείται με το να γίνεται μέρος της άγριας ορμής της ζωής την ώρα που αυτή εκδιπλώνεται. Ιδωμένη από τη διονυσιακή προοπτική, η ατομική ύπαρξη αποτελεί ψευδαίσθηση. Η μόνη αληθινή πραγματικότητα βρίσκεται στη συμμετοχή μας στη ζωή του όλου. Ο Απόλλων, από την άλλη, ο ηλιακός θεός, εκφράζει την έλξη που ασκεί στους Αθηναίους το ωραίο και η τάξη. Από την απολλώνια προοπτική, η ύπαρξη του ατόμου είναι αναντίρρητα αληθινή, ενώ η ανθρώπινη τρωτότητα είναι πραγματικά τρομακτική. Η απολλώνια προοπτική ωστόσο κάνει την πραγματικότητα αυτή να φαίνεται ωραία, μας επιτρέπει για λίγο να ξεχνάμε την τρωτότητά μας και ν’ αγαπάμε την πεπερασμένη ζωή μας στον κόσμο.
Το μεγαλειώδες στην αθηναϊκή τραγωδία ήταν, κατά τον Νίτσε, η ταυτόχρονη επίγνωση και των δύο προοπτικών. Ο Νίτσε προτιμούσε αναμφίβολα αυτή την τραγική λύση του προβλήματος του κακού από την ιουδαιο-χριστιανική λύση με τους όρους της αμαρτίας και της σωτηρίας. Την προτιμούσε επίσης από τον αντιδραστικό πεσιμισμό του φιλοσοφικού του μέντορα, του Σοπενχάουερ, αλλά κι από κείνη τη μοντέρνα επιστημονική αισιοδοξία που αγνοούσε την τραγικότητα και προσποιούνταν πως όλα τα προβλήματα που μας αφορούν διορθώνονται μέσω της τεχνολογίας. Ο Νίτσε επικροτούσε τους αρχαίους Έλληνες για την ηθική τους αντίληψη, η οποία τόνιζε την ανάπτυξη της προσωπικής υπεροχής και της αριστοκρατικότητας, σε αντίθεση μ’ εκείνο που έβλεπε στον ιουδαιο-χριστιανισμό ως εμμονή στην αμαρτία, την ενοχή και την υπερφυσική σωτηρία.
Οι αρχαίοι Έλληνες, έλεγε ο Νίτσε, «ήξεραν πώς να ζουν». Στο βαθμό που τους ενδιέφερε η ηθικότητα, ήταν μια ηθικότητα βασισμένη στο αυτεξούσιο, όχι στην αυτοταπείνωση ή την απάρνηση των ενστίκτων. Αρκετά με την παραδοσιακή έμφαση στην «ειρήνη του νου» και την απάθεια. Τα ιδεώδη μας οφείλουν να είναι ενεργητικά ιδεώδη, δυναμικά.
Ο Νίτσε συμφώνησε με τον Σοπενχάουερ ότι οι άνθρωποι, όπως και τ’ άλλα πλάσματα της φύσης, δρουν με πρόθεση· προχώρησε όμως παραπέρα, και υποστήριξε πως συνιστούμε (όπως όλα τα όντα) «βούληση για δύναμη», οδηγούμενη από την επιθυμία της συνεχούς επέκτασης της ζωτικότητας και της ισχύος μας. Σε αντιδιαστολή με τον πεσιμισμό του Σοπενχάουερ όσον αφορά το νόημα της ζωής, ο Νίτσε επέμεινε ότι η ίδια η ζωτικότητα αποτελεί το νόημα της ζωής, και πως κατάληξη της φιλοσοφίας οφείλει να είναι η κατάφαση στη ζωή κι όχι η άρνησή της. Αντίθετα με την ηθικότητα των αρχαίων Αθηναίων, μια ηθικότητα τραγικού ηρωισμού και ανωτερότητας, η χριστιανική ηθικότητα, κατά τον Νίτσε, είχε εξυψώσει σε ηθικό παράδειγμα τον μέτριο άνθρωπο από τον οποίο απουσίαζε ο ενθουσιασμός.
Σύμφωνα με τη χριστιανική αντίληψη, το άτομο που δεν κάνει τίποτε άλλο στη ζωή του εκτός από το να αποφεύγει την αμαρτία, είναι εκείνο που αξίζει να πάει στον ουρανό, ενώ ένα δημιουργικό άτομο θα κριθεί πιθανόν ως «ανήθικο» εξαιτίας τού ότι αρνείται να ακολουθήσει το «κοπάδι». Κατά την άποψη του Γερμανού φιλοσόφου, πολλές -αν όχι οι περισσότερες- απαγορεύσεις της ιουδαιο-χριστιανικής (και της καντιανής) ηθικής αποτελούν στην πραγματικότητα τεχνάσματα με στόχο την «ισοπέδωση», τεχνάσματα που χρησιμοποιούν μνησίκακα οι αδύναμοι και οι μέτριοι ώστε να θέσουν σε μειονεκτική θέση περισσότερο προικισμένα και δυνατά πνεύματα.
Ο Νίτσε, συνεπώς, υπερασπίζεται μια άποψη «πέραν του καλού και του κακού», πέρ’ από την τάση μας να εφαρμόζουμε ηθικές κρίσεις στη συμπεριφορά μας και τη συμπεριφορά των άλλων, προς μια πιο δημιουργική ψυχολογική και νατουραλιστική προοπτική. Η κατάληξη του Νίτσε κλίνει προς αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί επίκεντρο της μακράς εξέλιξης των προσπαθειών για απόκτηση πρόσβασης σ’ έναν υπερβατικό κόσμο. Και κατέληξε σ’ αυτό αρνούμενος, με τον πλέον υβριστικό τρόπο, την ίδια την ιδέα ενός τέτοιου κόσμου, μιας πραγματικότητας δηλαδή που υπάρχει πίσω από τα φαινόμενα, ενός κόσμου διαφορετικού -καλύτερου- από αυτόν εδώ.
Οι επιθέσεις του εναντίον του «υπερφυσικού» είχαν προφανή στόχο την ιουδαιο-χριστιανική παράδοση και την ιδέα της για μια παντοδύναμη αγαθή θεότητα που δρα στο παρασκήνιο. Ως αντίδοτο στη χριστιανική κοσμοαντίληψη που αντιμετωπίζει την εγκόσμια ζωή ως απλό προστάδιο μιας άλλης αιώνιας, υποστήριξε την αναβίωση της αρχαίας άποψης της «αιώνιας επιστροφής», την ιδέα ότι ο χρόνος αυτοεπαναλαμβάνεται κυκλικά. Αν πάρει κανείς σοβαρά υπόψη του την εικόνα αυτή μιας αιώνιας επανάληψης και φανταστεί πως θα ζήσει και θα ξαναζήσει τη ζωή του με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, συνειδητοποιεί ότι εκείνο που σε άλλη περίπτωση φαινόταν ως μια απλή «στιγμή» αποκτά ξαφνικά τεράστια βαρύτητα.
Με άλλα λόγια, είναι η ζωή, αυτή εδώ η ζωή, που μετράει πάνω απ’ όλα. Το κατηγορητήριο του Νίτσε ξεπέρασε το χριστιανισμό κι έφτασε μέχρι τον Πλάτωνα, τον οποίο θεώρησε επίσης προάγγελο της αντίληψης πως υπάρχει ένας άλλος κόσμος που είναι σημαντικότερος από αυτόν στον οποίο ζούμε. Στην πραγματικότητα οι επιθέσεις του Νίτσε στράφηκαν κυριολεκτικά εναντίον όλης της δυτικής φιλοσοφικής παράδοσης. Ορισμένες φορές αρνήθηκε ακόμη κι αυτή την ιδέα της «αλήθειας», υποστηρίζοντας πως ιδέες που εκλαμβάνουμε ως αληθινές δεν είναι παρά εκείνες οι πεποιθήσεις, πιθανότατα εσφαλμένες, που έχουν αποδειχθεί χρήσιμες. Ο δε φιλοσοφικός στοχασμός πρέπει να εγκαταλείψει την ιδέα της αλήθειας και να θέσει ως στόχο του την καλή ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου