Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Τραχίνιαι (1157-1192)

ΗΡ. σὺ δ᾽ οὖν ἄκουε τοὔργον· ἐξήκεις δ᾽ ἵνα
φανεῖς ὁποῖος ὢν ἀνὴρ ἐμὸς καλῇ.
ἐμοὶ γὰρ ἦν πρόφαντον ἐκ πατρὸς πάλαι,
1160 πρὸς τῶν πνεόντων μηδενὸς θανεῖν ποτε,
ἀλλ᾽ ὅστις Ἅιδου φθίμενος οἰκήτωρ πέλοι.
ὅδ᾽ οὖν ὁ θὴρ Κένταυρος, ὡς τὸ θεῖον ἦν
πρόφαντον, οὕτω ζῶντά μ᾽ ἔκτεινεν θανών.
φανῶ δ᾽ ἐγὼ τούτοισι συμβαίνοντ᾽ ἴσα
1165 μαντεῖα καινά, τοῖς πάλαι ξυνήγορα,
ἃ τῶν ὀρείων καὶ χαμαικοιτῶν ἐγὼ
Σελλῶν ἐσελθὼν ἄλσος ἐξεγραψάμην
πρὸς τῆς πατρῴας καὶ πολυγλώσσου δρυός,
ἥ μοι χρόνῳ τῷ ζῶντι καὶ παρόντι νῦν
1170 ἔφασκε μόχθων τῶν ἐφεστώτων ἐμοὶ
λύσιν τελεῖσθαι· κἀδόκουν πράξειν καλῶς.
τὸ δ᾽ ἦν ἄρ᾽ οὐδὲν ἄλλο πλὴν θανεῖν ἐμέ.
τοῖς γὰρ θανοῦσι μόχθος οὐ προσγίγνεται.
ταῦτ᾽ οὖν ἐπειδὴ λαμπρὰ συμβαίνει, τέκνον,
1175 δεῖ σ᾽ αὖ γενέσθαι τῷδε τἀνδρὶ σύμμαχον,
καὶ μὴ ᾽πιμεῖναι τοὐμὸν ὀξῦναι στόμα,
ἀλλ᾽ αὐτὸν εἰκάθοντα συμπράσσειν, νόμον
κάλλιστον ἐξευρόντα, πειθαρχεῖν πατρί.
ΥΛ. ἀλλ᾽, ὦ πάτερ, ταρβῶ μὲν ἐς λόγου στάσιν
1180 τοιάνδ᾽ ἐπελθών, πείσομαι δ᾽ ἅ σοι δοκεῖ.
ΗΡ. ἔμβαλλε χεῖρα δεξιὰν πρώτιστά μοι.
ΥΛ. ὡς πρὸς τί πίστιν τήνδ᾽ ἄγαν ἐπιστρέφεις;
ΗΡ. οὐ θᾶσσον οἴσεις μηδ᾽ ἀπιστήσεις ἐμοί;
ΥΛ. ἰδού, προτείνω, κοὐδὲν ἀντειρήσεται.
1185 ΗΡ. ὄμνυ Διός νυν τοῦ με φύσαντος κάρα.
ΥΛ. ἦ μὴν τί δράσειν; καὶ τόδ᾽ ἐξειρήσεται.
ΗΡ. ἦ μὴν ἐμοὶ τὸ λεχθὲν ἔργον ἐκτελεῖν.
ΥΛ. ὄμνυμ᾽ ἔγωγε, Ζῆν᾽ ἔχων ἐπώμοτον.
ΗΡ. εἰ δ᾽ ἐκτὸς ἔλθοις, πημονὰς εὔχου λαβεῖν.
1190 ΥΛ. οὐ μὴ λάβω· δράσω γάρ· εὔχομαι δ᾽ ὅμως.
ΗΡ. οἶσθ᾽ οὖν τὸν Οἴτης Ζηνὸς ὕψιστον πάγον;
ΥΛ. οἶδ᾽, ὡς θυτήρ γε πολλὰ δὴ σταθεὶς ἄνω.

***
ΗΡΑ. Άκου λοιπόν τί έχεις εσύ να κάμεις
κι ήρθ᾽ η ώρα να το δείξεις αν αξίζεις
στ᾽ αλήθεια να σε λένε γιο δικό μου.
Εμένα ειχε ο πατέρας μου από χρόνια
δώσει χρησμό πως ζωντανός κανένας
1160 τη ζωή δε θα μου ᾽παιρνε, μα κάποιος
που θα ᾽τανε στον Άδη, πεθαμένος.
Αυτός λοιπόν ο Κένταυρος, έτσι όπως
ήταν ο θείος χρησμός, μ᾽ έχει σκοτώσει
το ζωντανόν εμένα ο πεθαμένος.
Μα θα σου πω και νέους χρησμούς, που βγαίνουν
σαν τους παλιούς και συμφωνούν μαζί τους,
που έλαβ᾽ απ᾽ την πολύφωνη τη δρύα
του Δωδωναίου τού Δία, τότε που πήγα
στων βουνίσιων Σελλών το άγιο το δάσος
και τους φυλάω γραμμένους· λοιπόν λένε
πως αυτό τον καιρό που είμαστε τώρα
θενά ᾽βρω απαλλαγή απ᾽ τα βάσανά μου
1170 πού ειχα ως τώρα· μα αυτό δεν ήταν
τίποτ᾽ άλλο, παρά πως θα πεθάνω·
γιατ᾽ οι νεκροί βάσανα πια δεν έχουν.
Αφού λοιπόν αυτοί οι χρησμοί, παιδί μου,
φανερά βγαίνουν, πρέπει και συ τώρα
να μου συντρέξεις δίχως ν᾽ αντιτείνεις
κι ερεθίσεις τη γλώσσα μου, μα δώσε
τη σύμπραξή σου πρόθυμα, να δείξεις
πώς είναι ο πιο καλός για σένα νόμος,
να πειθαρχούν τα τέκνα στον πατέρα.
ΥΛΛ. Αν και τρέμω, πατέρα, σε τί θέση
τα λόγια σου με βάζουν, θα υπακούσω
1180 σ᾽ ό,τι προστάξεις. ΗΡΑ. Λοιπόν πρώτα-πρώτα
δώσ᾽ το χέρι σου εδώ. ΥΛΛ. Και για ποιό λόγο
τόση πολλή να δίνεις σημασία
στη βεβαίωση αυτή; ΗΡΑ. Δε θα το δώσεις
γρήγορα κι ας σου λείπουν οι υποψίες;
ΥΛΛ. Νά, σου το δίνω και δε σου αντιλέγω.
ΗΡΑ. Τώρα ορκίσου στην κεφαλή του Δία
που με ᾽γέννα —. ΥΛΛ. Πως τί πρέπει να κάμω;
δε θα μου το εξηγήσεις; ΗΡΑ. Πως θα κάμεις
αυτό που θα σου πω και θα μ᾽ ακούσεις.
ΥΛΛ. Τ᾽ ορκίζομαι και παίρνω μάρτυρά μου
το Δία. ΗΡΑ. Κι αν τον όρκο σου πατήσεις,
εύχου να σ᾽ εύρουν συφορές μεγάλες.
ΥΛΛ. Δε θα μ᾽ εύρουν· γιατί θενα το κάμω·
1190 το εύχομαι όμως. ΗΡΑ. Λοιπόν, ξέρεις της Οίτης
την πιο ψηλή ιερή κορφή του Δία;
ΥΛΛ. Την ξέρω, γιατί στάθηκα εκεί πάνω
πολλές φορές, για να κάμω θυσία.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου