Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Τραχίνιαι (971-1003)

ΥΛ. ὤμοι ἐγὼ σοῦ,
πάτερ, ὤμοι ἐγὼ σοῦ μέλεος.
τί πάθω; τί δὲ μήσομαι; οἴμοι.
ΠΡΕΣΒΥΣ
σίγα, τέκνον, μὴ κινήσῃς
975 ἀγρίαν ὀδύνην πατρὸς ὠμόφρονος.
ζῇ γὰρ προπετής. ἀλλ᾽ ἴσχε δακὼν
στόμα σόν. ΥΛ. πῶς φής, γέρον; ἦ ζῇ;
ΠΡ. οὐ μὴ ᾽ξεγερεῖς τὸν ὕπνῳ κάτοχον
κἀκκινήσεις κἀναστήσεις
980 φοιτάδα δεινὴν
νόσον, ὦ τέκνον; ΥΛ. ἀλλ᾽ ἐπί μοι μελέῳ
βάρος ἄπλετον· ἐμμέμονεν φρήν.
ΗΡΑΚΛΗΣ
ὦ Ζεῦ,
ποῖ γᾶς ἥκω; παρὰ τοῖσι βροτῶν
985 κεῖμαι πεπονημένος ἀλλήκτοις
ὀδύναις; οἴμοι ‹μοι› ἐγὼ τλάμων·
ἣ δ᾽ αὖ μιαρὰ βρύκει. φεῦ.
ΠΡ. ἆρ᾽ ἐξῄδησθ᾽ ὅσον ἦν κέρδος
σιγῇ κεύθειν καὶ μὴ σκεδάσαι
990 τῷδ᾽ ἀπὸ κρατὸς
βλεφάρων θ᾽ ὕπνον; ΥΛ. οὐ γὰρ ἔχω πῶς ἂν
στέρξαιμι κακὸν τόδε λεύσσων.
ΗΡ. ὦ Κηναία κρηπὶς βωμῶν,
ἱερῶν οἵαν οἵων ἐπί μοι
995 μελέῳ χάριν ἤνυσας, ὦ Ζεῦ.
οἵαν μ᾽ ἄρ᾽ ἔθου λώβαν, οἵαν·
ἣν μή ποτ᾽ ἐγὼ προσιδεῖν ὁ τάλας
ὤφελον ὄσσοις, τόδ᾽ ἀκήλητον
μανίας ἄνθος καταδερχθῆναι.
1000 τίς γὰρ ἀοιδός, τίς ὁ χειροτέχνης
ἰατορίας, ὃς τήνδ᾽ ἄτην
χωρὶς Ζηνὸς κατακηλήσει;
θαῦμ᾽ ἂν πόρρωθεν ἰδοίμην.

***
ΥΛΛ. Οϊμέ, κακό που μ᾽ εύρηκε, οϊμέ,
πατέρα μου για σένα.
Τί να γενώ, πού να στραφώ;
Αλίμονό μου.
ΓΕΡΟΝΤΑΣ
Σιγά, παιδί μου, μήπως και
ξυπνήσεις τους σκληρούς τούς σπαραγμούς
που τον πατέρα σου τρελαίνουν·
γιατί κι έτσι όπως είναι ζει·
μα δάγκα εσύ
το στόμα σου και σώπα.
ΥΛΛ. Γέροντ᾽, αλήθεια λες; να ζει;
ΓΕΡ. Κοίτα μην τον ξυπνάς
που ο ύπνος τώρα τον κρατά·
μην τον κινήσεις και ξανάρθει
ζωντανεμένο το κακό
980 το ανήμερο, παιδί μου.
ΥΛΛ. Μα δε σηκώνω, ο δύστυχος,
τ᾽ αβάσταγο το βάρος· φεύγει ο νους μου.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Ω Δία,
σε ποιόν τόπο να βρίσκομαι;
σε ποιούς ανάμεσ᾽ ανθρώπους
να κείτομαι,
δαμασμένος από άσωστους πόνους;
Ωχ αλίμον᾽ ο άμοιρος,
νά ξανά που οι κατάρατοι
με σπαράζουν, οϊμέ.
ΓΕΡ. Λοιπόν είδες τί κέρδος θενά ᾽τανε
να κρατούσες σιωπή
990 και τον ύπνο απ᾽ τα βλέφαρα
να μην του ᾽διωχτες;
ΥΛΛ. Μα δεν έχω τη δύναμη
πώς να βαστώ να τα βλέπω
αυτά τα μαρτύρια.
ΗΡΑ. Ω του Κηναίου βωμοί
που θεμέλιωσα, ποιά πλερωμή
αντί ποιές προσφορές
που μου φύλαγες του άμοιρου, ω Δία·
σε ποιόν όλεθρο μ᾽ έριξες, σε ποιό;
που είθε να ᾽ταν στα μάτια μου
να μην έβλεπα, ο άθλιος, ποτέ
και ποτέ να μη γνώριζ᾽ αυτής
της μανίας το αγήτευτο τ᾽ άνθος.
Γιατί ποιός γητευτής,
1000 ποιό άξιο χέρι τεχνίτη γιατρού,
έξω ο Δίας, θα ξόρκιζε τέτοιο κακό,
που μακριά μου να δω, θα ᾽λεα θάμα;

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου