135 τί χρὴ τί χρή με, δέσποτ᾽, ἐν ξένᾳ ξένον [στρ. α]
στέγειν, ἢ τί λέγειν πρὸς ἄνδρ᾽ ὑπόπταν;
φράζε μοι·
τέχνα γὰρ τέχνας ἑτέρας
προύχει καὶ γνώμα παρ᾽ ὅτῳ τὸ θεῖον
140 Διὸς σκῆπτρον ἀνάσσεται.
σὲ δ᾽, ὦ τέκνον, τόδ᾽ ἐλήλυθεν
πᾶν κράτος ὠγύγιον· τό μοι ἔννεπε
τί σοι χρεὼν ὑπουργεῖν.
ΝΕ. νῦν μέν, ἴσως γὰρ τόπον ἐσχατιᾶς
145 προσιδεῖν ἐθέλεις ὅντινα κεῖται,
δέρκου θαρσῶν· ὁπόταν δὲ μόλῃ
δεινὸς ὁδίτης, τῶνδ᾽ ἐκ μελάθρων
πρὸς ἐμὴν αἰεὶ χεῖρα προχωρῶν
πειρῶ τὸ παρὸν θεραπεύειν.
150 ΧΟ. μέλον πάλαι μέλημά μοι λέγεις, ἄναξ, [ἀντ. α]
φρουρεῖν ὄμμ᾽ ἐπὶ σῷ μάλιστα καιρῷ·
νῦν δέ μοι
λέγ᾽ αὐλὰς ποίας ἔνεδρος
ναίει καὶ χῶρον τίν᾽ ἔχει. τὸ γάρ μοι
155 μαθεῖν οὐκ ἀποκαίριον,
μὴ προσπεσών με λάθῃ ποθέν,
τίς τόπος, ἢ τίς ἕδρα, τίν᾽ ἔχει στίβον,
ἔναυλος, ἢ θυραῖος.
[ΝΕ. οἶκον μὲν ὁρᾷς τόνδ᾽ ἀμφίθυρον
160 πετρίνης κοίτης.
ΧΟ. ποῦ γὰρ ὁ τλήμων αὐτὸς ἄπεστιν;]
ΝΕ. δῆλον ἔμοιγ᾽ ὡς φορβῆς χρείᾳ
στίβον ὀγμεύει τῇδε πέλας που.
ταύτην γὰρ ἔχειν βιοτῆς αὐτὸν
165 λόγος ἐστὶ φύσιν, θηροβολοῦντα
πτηνοῖς ἰοῖς σμυγερὸν σμυγερῶς,
οὐδέ τιν᾽ αὑτῷ
παιῶνα κακῶν ἐπινωμᾶν.
στέγειν, ἢ τί λέγειν πρὸς ἄνδρ᾽ ὑπόπταν;
φράζε μοι·
τέχνα γὰρ τέχνας ἑτέρας
προύχει καὶ γνώμα παρ᾽ ὅτῳ τὸ θεῖον
140 Διὸς σκῆπτρον ἀνάσσεται.
σὲ δ᾽, ὦ τέκνον, τόδ᾽ ἐλήλυθεν
πᾶν κράτος ὠγύγιον· τό μοι ἔννεπε
τί σοι χρεὼν ὑπουργεῖν.
ΝΕ. νῦν μέν, ἴσως γὰρ τόπον ἐσχατιᾶς
145 προσιδεῖν ἐθέλεις ὅντινα κεῖται,
δέρκου θαρσῶν· ὁπόταν δὲ μόλῃ
δεινὸς ὁδίτης, τῶνδ᾽ ἐκ μελάθρων
πρὸς ἐμὴν αἰεὶ χεῖρα προχωρῶν
πειρῶ τὸ παρὸν θεραπεύειν.
150 ΧΟ. μέλον πάλαι μέλημά μοι λέγεις, ἄναξ, [ἀντ. α]
φρουρεῖν ὄμμ᾽ ἐπὶ σῷ μάλιστα καιρῷ·
νῦν δέ μοι
λέγ᾽ αὐλὰς ποίας ἔνεδρος
ναίει καὶ χῶρον τίν᾽ ἔχει. τὸ γάρ μοι
155 μαθεῖν οὐκ ἀποκαίριον,
μὴ προσπεσών με λάθῃ ποθέν,
τίς τόπος, ἢ τίς ἕδρα, τίν᾽ ἔχει στίβον,
ἔναυλος, ἢ θυραῖος.
[ΝΕ. οἶκον μὲν ὁρᾷς τόνδ᾽ ἀμφίθυρον
160 πετρίνης κοίτης.
ΧΟ. ποῦ γὰρ ὁ τλήμων αὐτὸς ἄπεστιν;]
ΝΕ. δῆλον ἔμοιγ᾽ ὡς φορβῆς χρείᾳ
στίβον ὀγμεύει τῇδε πέλας που.
ταύτην γὰρ ἔχειν βιοτῆς αὐτὸν
165 λόγος ἐστὶ φύσιν, θηροβολοῦντα
πτηνοῖς ἰοῖς σμυγερὸν σμυγερῶς,
οὐδέ τιν᾽ αὑτῷ
παιῶνα κακῶν ἐπινωμᾶν.
***
ΧΟΡΟΣΤί πρέπει ή τί δεν πρέπει, αφέντη μας,
ξένος σε ξένον τόπο
να λέω ή τί να κρύβω εγώ
μπρος σ᾽ άνθρωπο υποψιάρη;
οδήγησέ με εσύ· γιατί
κάθ᾽ άλλη γνώμη πάει πίσω
μπροστά στη γνώμη και το νου
εκείνου που, με του Θεού τη χάρη,
140 τα σκήπτρα τα βασιλικά κρατεί·
όπως εσύ, που η πάσα αυτή εξουσία
στα χέρια σου έχει, βασιλιά μου, ερθεί
από πανάρχαια χρόνια πίσω·
γι᾽ αυτό και πρόσταξε σε τί
θενά ᾽χω να σε υπηρετήσω.
ΝΕΟ. Τώρα —γιατ᾽ ίσως θα θέλεις να δεις
το μέρος που μένει σ᾽ αυτές τις ερμιές—
δίχως φόβο πλησίασε· μα όταν φανεί
από κάπου ο τρομερός οδοιπόρος τοξότης,
να τραβιέσαι απ᾽ αυτή τη σπηλιά
προς το χέρι μου πάντα, που ευθύς
να μπορείς να βοηθάς
σ᾽ ό,τι η ανάγκη της ώρας καλέσει.
ΧΟΡ. Αυτ᾽ ήταν από μιας αρχής
150 η μόνη μου έγνοια πάντα, βασιλιά μου,
να ᾽χω το μάτι μου ανοιχτό
απάνω σου κι όσο μπορώ
σ᾽ όποια σου ανάγκη της στιγμής
να κάνω τα καλύτερά μου.
Μα τώρα λέγε μου σε ποιά
να κάθεται λημέρια; σε ποιά μέρη
να βρίσκεται; δε θα ᾽ναι αχρείαστο
το καθετί κανείς να ξέρει,
μην έξαφνα μπροστά μου βγει από πουθενά.
Πού να ᾽ναι; μέσα να ησυχάζει
ή κάπου κι όξω να γυρνά;
ΝΕΟ. Φανερό είναι σε μένα πως γι᾽ ανάγκη τροφής
παίρνει τούτη τη στράτα γραμμή και γυρνά
εδώ κάπου κοντά·
γιατί, λέγουν, δεν έχει άλλο τρόπο να ζει,
165 παρά κυνηγώντας, κακός του κακού,
με τα βέλη του ο τρισάθλιος αγρίμια,
και κανένα δεν έχει κοντά του, για μια
στα δεινά του βοήθεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου