[3.15.6] Ἀπέθανον δὲ τῶν ἀμφ᾽ Ἀλέξανδρον ἄνδρες μὲν ἐς ἑκατὸν μάλιστα, ἵπποι δὲ ἔκ τε τῶν τραυμάτων καὶ τῆς κακοπαθείας τῆς ἐν τῇ διώξει ὑπὲρ τοὺς χιλίους, καὶ τούτων τῆς ἑταιρικῆς ἵππου σχεδόν τι οἱ ἡμίσεες. τῶν βαρβάρων δὲ νεκρῶν μὲν ἐλέγοντο ἐς τριάκοντα μυριάδας, ἑάλωσαν δὲ πολὺ πλείονες τῶν ἀποθανόντων καὶ οἱ ἐλέφαντες καὶ τῶν ἁρμάτων ὅσα μὴ κατεκόπη ἐν τῇ μάχῃ.
[3.15.7] Τοῦτο ‹τὸ› τέλος τῇ μάχῃ ταύτῃ ἐγένετο ἐπὶ ἄρχοντος Ἀθηναίοις Ἀριστοφάνους μηνὸς Πυανεψιῶνος· καὶ Ἀριστάνδρῳ ξυνέβη ἡ μαντεία ἐν τῷ αὐτῷ μηνί, ἐν ὅτῳ ἡ σελήνη ἐκλιπὴς ἐφάνη, τήν τε μάχην Ἀλεξάνδρῳ καὶ τὴν νίκην γενέσθαι.
[3.16.1] Δαρεῖος μὲν δὴ εὐθὺς ἐκ τῆς μάχης παρὰ τὰ ὄρη τὰ Ἀρμενίων ἤλαυνεν ἐπὶ Μηδίας, καὶ ξὺν αὐτῷ οἵ τε Βάκτριοι ἱππεῖς, ὡς τότε ἐν τῇ μάχῃ ξυνετάχθησαν, ἔφευγον καὶ Περσῶν οἵ τε συγγενεῖς οἱ βασιλέως καὶ τῶν μηλοφόρων καλουμένων οὐ πολλοί. [3.16.2] προσεγένοντο δὲ αὐτῷ κατὰ τὴν φυγὴν καὶ τῶν μισθοφόρων ξένων ἐς δισχιλίους, οὓς Πά‹τ›ρων τε ὁ Φωκεὺς καὶ Γλαῦκος ὁ Αἰτωλὸς ἦγον. ταύτῃ δὲ αὐτῷ ἡ φυγὴ ἐπὶ Μηδίας ἐγίγνετο, ὅτι ἐδόκει τὴν ἐπὶ Σούσων τε καὶ Βαβυλῶνος ἥξειν Ἀλέξανδρον ἐκ τῆς μάχης, ὅτι οἰκουμένη τε ἐκείνη πᾶσα ἦν καὶ ὁδὸς τοῖς σκευοφόροις οὐ χαλεπή, καὶ ἅμα τοῦ πολέμου τὸ ἆθλον ἡ Βαβυλὼν καὶ τὰ Σοῦσα ἐφαίνετο· ἡ δὲ ἐπὶ Μηδίας μεγάλῳ στρατεύματι οὐκ εὔπορος.
[3.16.3] Καὶ οὐκ ἐψεύσθη Δαρεῖος. Ἀλέξανδρος γὰρ ἐξ Ἀρβήλων ὁρμηθεὶς τὴν ἐπὶ Βαβυλῶνος εὐθὺς προὐχώρει. ἤδη τε οὐ πόρρω Βαβυλῶνος ἦν καὶ τὴν δύναμιν ξυντεταγμένην ὡς ἐς μάχην ἦγε, καὶ οἱ Βαβυλώνιοι πανδημεὶ ἀπήντων αὐτῷ ξὺν ἱερεῦσί τε σφῶν καὶ ἄρχουσι, δῶρά τε ὡς ἕκαστοι φέροντες καὶ τὴν πόλιν ἐνδιδόντες καὶ τὴν ἄκραν καὶ τὰ χρήματα. [3.16.4] Ἀλέξανδρος δὲ παρελθὼν εἰς τὴν Βαβυλῶνα τὰ ἱερά, ἃ Ξέρξης καθεῖλεν, ἀνοικοδομεῖν προσέταξε Βαβυλωνίοις, τά τε ἄλλα καὶ τοῦ Βήλου τὸ ἱερόν, ὃν μάλιστα θεῶν τιμῶσι Βαβυλώνιοι. σατράπην δὲ κατέστησε Βαβυλῶνος Μαζαῖον, Ἀπολλόδωρον δὲ τὸν Ἀμφιπολίτην στρατηγὸν τῶν μετὰ Μαζαίου ὑπολειπομένων στρατιωτῶν, καὶ Ἀσκληπιόδωρον τὸν Φίλωνος τοὺς φόρους ἐκλέγειν. [3.16.5] κατέπεμψε δὲ καὶ ἐς Ἀρμενίαν Μιθρήνην σατράπην, ὃς τὴν ἐν Σάρδεσιν ἀκρόπολιν Ἀλεξάνδρῳ ἐνέδωκεν. ἔνθα δὴ καὶ τοῖς Χαλδαίοις ἐνέτυχεν, καὶ ὅσα ἐδόκει Χαλδαίοις ἀμφὶ τὰ ἱερὰ τὰ ἐν Βαβυλῶνι ἔπραξε, τά τε ἄλλα καὶ τῷ Βήλῳ καθ᾽ ἃ ἐκεῖνοι ἐξηγοῦντο ἔθυσεν.
[3.15.7] Τοῦτο ‹τὸ› τέλος τῇ μάχῃ ταύτῃ ἐγένετο ἐπὶ ἄρχοντος Ἀθηναίοις Ἀριστοφάνους μηνὸς Πυανεψιῶνος· καὶ Ἀριστάνδρῳ ξυνέβη ἡ μαντεία ἐν τῷ αὐτῷ μηνί, ἐν ὅτῳ ἡ σελήνη ἐκλιπὴς ἐφάνη, τήν τε μάχην Ἀλεξάνδρῳ καὶ τὴν νίκην γενέσθαι.
[3.16.1] Δαρεῖος μὲν δὴ εὐθὺς ἐκ τῆς μάχης παρὰ τὰ ὄρη τὰ Ἀρμενίων ἤλαυνεν ἐπὶ Μηδίας, καὶ ξὺν αὐτῷ οἵ τε Βάκτριοι ἱππεῖς, ὡς τότε ἐν τῇ μάχῃ ξυνετάχθησαν, ἔφευγον καὶ Περσῶν οἵ τε συγγενεῖς οἱ βασιλέως καὶ τῶν μηλοφόρων καλουμένων οὐ πολλοί. [3.16.2] προσεγένοντο δὲ αὐτῷ κατὰ τὴν φυγὴν καὶ τῶν μισθοφόρων ξένων ἐς δισχιλίους, οὓς Πά‹τ›ρων τε ὁ Φωκεὺς καὶ Γλαῦκος ὁ Αἰτωλὸς ἦγον. ταύτῃ δὲ αὐτῷ ἡ φυγὴ ἐπὶ Μηδίας ἐγίγνετο, ὅτι ἐδόκει τὴν ἐπὶ Σούσων τε καὶ Βαβυλῶνος ἥξειν Ἀλέξανδρον ἐκ τῆς μάχης, ὅτι οἰκουμένη τε ἐκείνη πᾶσα ἦν καὶ ὁδὸς τοῖς σκευοφόροις οὐ χαλεπή, καὶ ἅμα τοῦ πολέμου τὸ ἆθλον ἡ Βαβυλὼν καὶ τὰ Σοῦσα ἐφαίνετο· ἡ δὲ ἐπὶ Μηδίας μεγάλῳ στρατεύματι οὐκ εὔπορος.
[3.16.3] Καὶ οὐκ ἐψεύσθη Δαρεῖος. Ἀλέξανδρος γὰρ ἐξ Ἀρβήλων ὁρμηθεὶς τὴν ἐπὶ Βαβυλῶνος εὐθὺς προὐχώρει. ἤδη τε οὐ πόρρω Βαβυλῶνος ἦν καὶ τὴν δύναμιν ξυντεταγμένην ὡς ἐς μάχην ἦγε, καὶ οἱ Βαβυλώνιοι πανδημεὶ ἀπήντων αὐτῷ ξὺν ἱερεῦσί τε σφῶν καὶ ἄρχουσι, δῶρά τε ὡς ἕκαστοι φέροντες καὶ τὴν πόλιν ἐνδιδόντες καὶ τὴν ἄκραν καὶ τὰ χρήματα. [3.16.4] Ἀλέξανδρος δὲ παρελθὼν εἰς τὴν Βαβυλῶνα τὰ ἱερά, ἃ Ξέρξης καθεῖλεν, ἀνοικοδομεῖν προσέταξε Βαβυλωνίοις, τά τε ἄλλα καὶ τοῦ Βήλου τὸ ἱερόν, ὃν μάλιστα θεῶν τιμῶσι Βαβυλώνιοι. σατράπην δὲ κατέστησε Βαβυλῶνος Μαζαῖον, Ἀπολλόδωρον δὲ τὸν Ἀμφιπολίτην στρατηγὸν τῶν μετὰ Μαζαίου ὑπολειπομένων στρατιωτῶν, καὶ Ἀσκληπιόδωρον τὸν Φίλωνος τοὺς φόρους ἐκλέγειν. [3.16.5] κατέπεμψε δὲ καὶ ἐς Ἀρμενίαν Μιθρήνην σατράπην, ὃς τὴν ἐν Σάρδεσιν ἀκρόπολιν Ἀλεξάνδρῳ ἐνέδωκεν. ἔνθα δὴ καὶ τοῖς Χαλδαίοις ἐνέτυχεν, καὶ ὅσα ἐδόκει Χαλδαίοις ἀμφὶ τὰ ἱερὰ τὰ ἐν Βαβυλῶνι ἔπραξε, τά τε ἄλλα καὶ τῷ Βήλῳ καθ᾽ ἃ ἐκεῖνοι ἐξηγοῦντο ἔθυσεν.
***
[3.15.5] Αφού ξεκούρασε ως τα μεσάνυχτα τους ιππείς που είχε μαζί του, προχώρησε ο Αλέξανδρος με βιασύνη και πάλι προς τα Άρβηλα, ελπίζοντας να συλλάβει εκεί τον Δαρείο και να κυριεύσει τα χρήματα και τα άλλα βασιλικά πράγματα. Στα Άρβηλα έφθασε την επόμενη μέρα, αφού καταδιώκοντας διέτρεξε συνολικά απόσταση εξακοσίων περίπου σταδίων από το πεδίο της μάχης. Τον Δαρείο δεν τον συνέλαβε στα Άρβηλα, γιατί αυτός συνέχισε τη φυγή του χωρίς καθόλου να αργοπορήσει· κυριεύθηκαν όμως εκεί τα χρήματα και όλα τα πράγματά του, και για δεύτερη φορά το άρμα του, η ασπίδα και τα τόξα του.[3.15.6] Από τον στρατό του Αλεξάνδρου σκοτώθηκαν εκατό περίπου άνδρες, άλογα όμως πάνω από χίλια εξαιτίας των τραυμάτων και της κακουχίας κατά την καταδίωξη· από αυτά τα μισά σχεδόν ανήκαν στο ιππικό των εταίρων. Οι νεκροί βάρβαροι υπολογίζονταν σε τριακόσιες περίπου χιλιάδες, αιχμαλωτίστηκαν όμως πολύ περισσότεροι από τους νεκρούς και οι ελέφαντες, καθώς και όσα άρματα δεν καταστράφηκαν στη μάχη.
[3.15.7] Αυτό το τέλος είχε η μάχη αυτή, που έγινε όταν επώνυμος άρχων στην Αθήνα ήταν ο Αριστοφάνης, τον μήνα Πυανεψιώνα. Έτσι βγήκε αληθινή η μαντεία του Αρίστανδρου, ότι και η μάχη και η νίκη του Αλεξάνδρου θα συμβούν μέσα στον ίδιο μήνα που έγινε και η έκλειψη της σελήνης.
[3.16.1] Αμέσως μετά τη μάχη ο Δαρείος έφυγε με το άρμα του προς τη Μηδία προχωρώντας κατά μήκος των βουνών της Αρμενίας. Τον ακολούθησαν οι Βακτριανοί ιππείς, όπως ήταν συνταγμένοι τότε στη μάχη, και από τους Πέρσες οι συγγενείς του βασιλιά καθώς και λίγοι από τους ονομαζόμενους μηλοφόρους. [3.16.2] Κατά τη φυγή συνενώθηκαν μαζί του κάπου δύο χιλιάδες ξένοι μισθοφόροι, τους οποίους διοικούσαν ο Πάτρων από τη Φωκίδα και ο Γλαύκος ο Αιτωλός. Ο Δαρείος κατέφυγε στη Μηδία, επειδή υπέθεσε ότι ο Αλέξανδρος μετά τη μάχη θα ακολουθούσε τον δρόμο που οδηγεί προς τα Σούσα και τη Βαβυλώνα, μιας και όλη εκείνη η περιοχή ήταν κατοικημένη, ο δρόμος ήταν κατάλληλος για μεταγωγικά και συγχρόνως έπαθλο του πολέμου φαίνονταν να είναι η Βαβυλώνα και τα Σούσα· αντίθετα ο δρόμος που οδηγούσε στη Μηδία δεν ήταν κατάλληλος για μεγάλο στράτευμα. Αντίθετα ο δρόμος που οδηγούσε στη Μηδία δεν ήταν κατάλληλος για μεγάλο στράτευμα.
[3.16.3] Και πραγματικά δεν απατήθηκε σε αυτό ο Δαρείος, γιατί ο Αλέξανδρος ξεκινώντας από τα Άρβηλα πήρε αμέσως τον δρόμο που οδηγεί προς τη Βαβυλώνα. Βρισκόταν ήδη κοντά στη Βαβυλώνα οδηγώντας σε σχηματισμό μάχης τον στρατό του, όταν οι Βαβυλώνιοι ήρθαν ομαδικώς να τον προϋπαντήσουν μαζί με τους ιερείς και τους άρχοντές τους· του πρόσφεραν δώρα, ο καθένας τους χωριστά, και του παρέδωσαν την πόλη, την ακρόπολη και τα χρήματά τους. [3.16.4] Αφού μπήκε στη Βαβυλώνα, ο Αλέξανδρος διέταξε τους Βαβυλωνίους να ανοικοδομήσουν τους ναούς που κατέστρεψε ο Ξέρξης, και ιδιαίτερα τον ναό του Βήλου, τον οποίον οι Βαβυλώνιοι τιμούν περισσότερο από όλους τους άλλους θεούς. Διόρισε τον Μαζαίο σατράπη της Βαβυλώνας, τον Απολλόδωρο από την Αμφίπολη στρατηγό των στρατιωτών που έμειναν πίσω μαζί με τον Μαζαίο, και τον Ασκληπιόδωρο, τον γιο του Φίλωνα, τον όρισε να συλλέγει τους φόρους. [3.16.5] Απέστειλε επίσης ως σατράπη στην Αρμενία τον Μιθρήνη, ο οποίος του είχε παραδώσει την ακρόπολη των Σάρδεων. Συνάντησε ακόμη εκεί τους Χαλδαίους και τέλεσε στους ναούς της Βαβυλώνας όσα εκείνοι του υπέδειξαν, θυσιάζοντας προπάντων στον Βήλο κατά τον τρόπο που του παράγγειλαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου