ἐτύγχαν᾽ αὕτη μὴ κακῶν, ἐσῴζετ᾽ ἂν
τὴν εὐλάβειαν, ὥσπερ οὐχὶ σῴζεται.
995 ποῖ γάρ ποτε βλέψασα τοιοῦτον θράσος
αὐτή θ᾽ ὁπλίζῃ κἄμ᾽ ὑπηρετεῖν καλεῖς;
οὐκ εἰσορᾷς; γυνὴ μὲν οὐδ᾽ ἀνὴρ ἔφυς,
σθένεις δ᾽ ἔλασσον τῶν ἐναντίων χερί.
δαίμων δὲ τοῖς μὲν εὐτυχεῖ καθ᾽ ἡμέραν,
1000 ἡμῖν δ᾽ ἀπορρεῖ κἀπὶ μηδὲν ἔρχεται.
τίς οὖν τοιοῦτον ἄνδρα βουλεύων ἑλεῖν
ἄλυπος ἄτης ἐξαπαλλαχθήσεται;
ὅρα κακῶς πράσσοντε μὴ μείζω κακὰ
κτησώμεθ᾽, εἴ τις τούσδ᾽ ἀκούσεται λόγους.
1005 λύει γὰρ ἡμᾶς οὐδὲν οὐδ᾽ ἐπωφελεῖ
βάξιν καλὴν λαβόντε δυσκλεῶς θανεῖν.
οὐ γὰρ θανεῖν ἔχθιστον, ἀλλ᾽ ὅταν θανεῖν
χρῄζων τις εἶτα μηδὲ τοῦτ᾽ ἔχῃ λαβεῖν.
ἀλλ᾽ ἀντιάζω, πρὶν πανωλέθρους τὸ πᾶν
1010 ἡμᾶς τ᾽ ὀλέσθαι κἀξερημῶσαι γένος,
κατάσχες ὀργήν. καὶ τὰ μὲν λελεγμένα
ἄρρητ᾽ ἐγώ σοι κἀτελῆ φυλάξομαι,
αὐτὴ δὲ νοῦν σχὲς ἀλλὰ τῷ χρόνῳ ποτέ,
σθένουσα μηδὲν τοῖς κρατοῦσιν εἰκαθεῖν.
1015 ΧΟ. πείθου. προνοίας οὐδὲν ἀνθρώποις ἔφυ
κέρδος λαβεῖν ἄμεινον οὐδὲ νοῦ σοφοῦ.
τὴν εὐλάβειαν, ὥσπερ οὐχὶ σῴζεται.
995 ποῖ γάρ ποτε βλέψασα τοιοῦτον θράσος
αὐτή θ᾽ ὁπλίζῃ κἄμ᾽ ὑπηρετεῖν καλεῖς;
οὐκ εἰσορᾷς; γυνὴ μὲν οὐδ᾽ ἀνὴρ ἔφυς,
σθένεις δ᾽ ἔλασσον τῶν ἐναντίων χερί.
δαίμων δὲ τοῖς μὲν εὐτυχεῖ καθ᾽ ἡμέραν,
1000 ἡμῖν δ᾽ ἀπορρεῖ κἀπὶ μηδὲν ἔρχεται.
τίς οὖν τοιοῦτον ἄνδρα βουλεύων ἑλεῖν
ἄλυπος ἄτης ἐξαπαλλαχθήσεται;
ὅρα κακῶς πράσσοντε μὴ μείζω κακὰ
κτησώμεθ᾽, εἴ τις τούσδ᾽ ἀκούσεται λόγους.
1005 λύει γὰρ ἡμᾶς οὐδὲν οὐδ᾽ ἐπωφελεῖ
βάξιν καλὴν λαβόντε δυσκλεῶς θανεῖν.
οὐ γὰρ θανεῖν ἔχθιστον, ἀλλ᾽ ὅταν θανεῖν
χρῄζων τις εἶτα μηδὲ τοῦτ᾽ ἔχῃ λαβεῖν.
ἀλλ᾽ ἀντιάζω, πρὶν πανωλέθρους τὸ πᾶν
1010 ἡμᾶς τ᾽ ὀλέσθαι κἀξερημῶσαι γένος,
κατάσχες ὀργήν. καὶ τὰ μὲν λελεγμένα
ἄρρητ᾽ ἐγώ σοι κἀτελῆ φυλάξομαι,
αὐτὴ δὲ νοῦν σχὲς ἀλλὰ τῷ χρόνῳ ποτέ,
σθένουσα μηδὲν τοῖς κρατοῦσιν εἰκαθεῖν.
1015 ΧΟ. πείθου. προνοίας οὐδὲν ἀνθρώποις ἔφυ
κέρδος λαβεῖν ἄμεινον οὐδὲ νοῦ σοφοῦ.
***
ΧΡΥ. Αλλά και πριν ανοίξει στόμα, ω φίλες,αν είχε φρένες όχι χαλασμένες,
θα ᾽σωζε κάποια φρόνηση, που τώρα
καθόλου δεν κρατεί· γιατί, πού τάχα
ν᾽ απόβλεψες, για να οπλιστείς με τέτοιο
θράσος, και να με προκαλείς και μένα
να σε βοηθήσω; Μα δεν έχεις μάτια
να δεις; γυναίκα είσαι, δεν είσαι άντρας,
το χέρι σου πιο λίγη δύναμη έχει
απ᾽ τους εχθρούς σου, που ενώ αυτών η Τύχη
τους τα φέρνει δεξιά μέρα με μέρα,
1000 ρεύει για μας και πάει έτσι του ανέμου.
Λοιπόν, ποιός τέτοιον άντρα να ξεκάμει
αν το ᾽βαζε στο νου του, θα γλιτώσει
χωρίς να ᾽χει να κλαίει την κεφαλή του;
Πρόσεχε μη στις συφορές μας κι άλλες
πιο μεγάλες προστέσομε, αν τα λόγια
κανείς σού ακούσει αυτά· γιατί καθόλου
δεν ωφελεί κι ούτε μας χρησιμεύει
ν᾽ αποκτήσομε δόξα, όταν θα βρούμε
άδοξο θάνατο· γιατί δεν είναι
να πεθάνει κανείς το πιο μεγάλο
κακό, μα το να θέλει να πεθάνει
κι όμως να μη μπορεί ούτ᾽ αυτό να τό βρει.
Μα σου προσπέφτω, πριν κι εμείς χαθούμε
1010 κατά κράτος κι έτσι όλη πάει η γενιά μας,
συγκράτησε την τρέλα σου, κι εγώ όλα
πὄχεις ειπεί μέσα μου θα φυλάξω
ανείπωτα και χωρίς να ᾽χουν τέλος.
Και συ, καν τώρα, βάλε νου επιτέλους,
κι αφού δεν έχεις δύναμη, να κλίνεις
σ᾽ αυτούς, που εξουσιάζουν, τον αυχένα.
ΧΟΡ. Κάνε καθώς σου λέει· για τους ανθρώπους
κανέν᾽ απ᾽ την περίσκεψη δεν είναι
κι απ᾽ το φρόνιμο νου πιο καλό κέρδος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου