Σάββατο 19 Ιουνίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Ἀντιγόνη (1155-1191)

ΑΓΓΕΛΟΣ
1155 Κάδμου πάροικοι καὶ δόμων Ἀμφίονος,
οὐκ ἔσθ᾽ ὁποῖον στάντ᾽ ἂν ἀνθρώπου βίον
οὔτ᾽ αἰνέσαιμ᾽ ἂν οὔτε μεμψαίμην ποτέ.
τύχη γὰρ ὀρθοῖ καὶ τύχη καταρρέπει
τὸν εὐτυχοῦντα τόν τε δυστυχοῦντ᾽ ἀεί·
1160 καὶ μάντις οὐδεὶς τῶν καθεστώτων βροτοῖς.
Κρέων γὰρ ἦν ζηλωτός, ὡς ἐμοί, ποτέ,
σώσας μὲν ἐχθρῶν τήνδε Καδμείαν χθόνα,
λαβών τε χώρας παντελῆ μοναρχίαν
ηὔθυνε, θάλλων εὐγενεῖ τέκνων σπορᾷ·
1165 καὶ νῦν ἀφεῖται πάντα. τὰς γὰρ ἡδονὰς
ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ᾽ ἐγὼ
ζῆν τοῦτον, ἀλλ᾽ ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν.
πλούτει τε γὰρ κατ᾽ οἶκον, εἰ βούλῃ, μέγα,
καὶ ζῆ τύραννον σχῆμ᾽ ἔχων, ἐὰν δ᾽ ἀπῇ
1170 τούτων τὸ χαίρειν, τἄλλ᾽ ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς
οὐκ ἂν πριαίμην ἀνδρὶ πρὸς τὴν ἡδονήν.
ΧΟ. τί δ᾽ αὖ τόδ᾽ ἄχθος βασιλέων ἥκεις φέρων;
ΑΓ. τεθνᾶσιν· οἱ δὲ ζῶντες αἴτιοι θανεῖν.
ΧΟ. καὶ τίς φονεύει; τίς δ᾽ ὁ κείμενος; λέγε.
1175 ΑΓ. Αἵμων ὄλωλεν· αὐτόχειρ δ᾽ αἱμάσσεται.
ΧΟ. πότερα πατρῴας, ἢ πρὸς οἰκείας χερός;
ΑΓ. αὐτὸς πρὸς αὑτοῦ, πατρὶ μηνίσας φόνου.
ΧΟ. ὦ μάντι, τοὔπος ὡς ἄρ᾽ ὀρθὸν ἤνυσας.
ΑΓ. ὡς ὧδ᾽ ἐχόντων τἄλλα βουλεύειν πάρα.
1180 ΧΟ. καὶ μὴν ὁρῶ τάλαιναν Εὐρυδίκην ὁμοῦ
δάμαρτα τὴν Κρέοντος· ἐκ δὲ δωμάτων
ἤτοι κλύουσα παιδὸς ἢ τύχῃ περᾷ.
ΕΥΡΥΔΙΚΗ
ὦ πάντες ἀστοί, τῶν λόγων ἐπῃσθόμην
πρὸς ἔξοδον στείχουσα, Παλλάδος θεᾶς
1185 ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος.
καὶ τυγχάνω τε κλῇθρ᾽ ἀνασπαστοῦ πύλης
χαλῶσα, καί με φθόγγος οἰκείου κακοῦ
βάλλει δι᾽ ὤτων· ὑπτία δὲ κλίνομαι
δείσασα πρὸς δμωαῖσι κἀποπλήσσομαι.
1190 ἀλλ᾽ ὅστις ἦν ὁ μῦθος αὖθις εἴπατε·
κακῶν γὰρ οὐκ ἄπειρος οὖσ᾽ ἀκούσομαι.

***
ΑΓΓΕΛΟΣ
Ω εσείς που πλάι καθόστε στα παλάτια
του Κάδμου και τ᾽ Αμφίονα, δεν υπάρχει
άνθρωπος, που όσο θα βαστά η ζωή του,
ή να τον μακαρίσω ή να τον κλάψω·
γιατ᾽ είναι η τύχη πάντα που ανυψώνει
τον ένα ευτυχισμένο κι έναν άλλο
δυστυχισμένο τον σωριάζει χάμω·
και κανείς δε μπορεί να προφητέψει
1160 το τί φυλάει η Μοίρα στους ανθρώπους.
Κι ο Κρέοντας μια φορά, όσο για μένα,
ζηλευτός ήταν, γιατ᾽ αφού είχε σώσει
την πόλη αυτή του Κάδμου απ᾽ τους εχθρούς της
και πήρε την απόλυτη εξουσία
της χώρας, κυβερνούσε ευτυχισμένος
ανάμεσα στα ευγενικά παιδιά του.
Και τώρα όλα χαθήκανε, γιατί όταν
κάθε χαρά τον άνθρωπο προδώσει,
δε θα πω εγώ πως αυτός ζει, τον παίρνω
για ζωντανό νεκρό· σώριαζε να ᾽χεις
στα σπίτια σου, αν σ᾽ αρέσει, άμετρα πλούτη,
πήγαινε να ᾽σαι βασιλιάς με τα όλα,
αν απ᾽ αυτά λείπει η χαρά, εγώ τ᾽ άλλα
δε θα ᾽θελα να του τ᾽ αγόραζα ούτε
1170 με σκιά καπνού, μπρος στης χαράς τη γλύκα.
ΧΟΡ. Ποιά ᾽ναι αυτή πάλι η συφορά που φέρνεις
στους βασιλιάδες; ΑΓΓ. Έχουν σκοτωθεί,
κι οι ζωντανοί αφορμή του σκοτωμού των.
ΧΟΡ. Ποιός σκότωσε; Ποιός είναι ο σκοτωμένος;
ΑΓΓ. Ο Αίμονας πάει, σφαγμένος με το χέρι —
ΧΟΡ. Του πατέρα του τάχα, ή το δικό του;
ΑΓΓ. Ο ίδιος με το δικό του μανιασμένος
με το γονιό του εξ αφορμής του φόνου.
ΧΟΡ. Ω μάντη, τί σωστά όσα είπες βγαίνουν.
ΑΓΓ. Έτσι ᾽ναι αυτά· καιρός για τ᾽ άλλα τώρα
να γίνει σκέψη. ΧΟΡ. Μα νά, βλέπω φτάνει
1180 κατά δω κι η ταλαίπωρη η γυναίκα
του Κρέοντα, η Ευρυδίκη, είτε άκουσε
για το παιδί της τίποτα, ή κι έτσι
έτυχε απ᾽ το παλάτι έξω να βγαίνει.
ΕΥΡΥΔΙΚΗ
Ω εσείς πολίτες, πήρανε τ᾽ αυτιά μου
τα λόγια σας, ενώ ήμουνε για νά ᾽βγω
να πάω να προσκυνήσω και να τάξω
τη θεά Παλλάδα· κι έτυχε την ώρα
που σήκωνα το σύρτη για ν᾽ ανοίξω,
και μου χτυπά σα μια βουή στ᾽ αυτιά μου
σπιτικής συφοράς· απ᾽ την τρομάρα
μου κόβουνται τα γόνατα και γέρνω
παράλυτη στα χέρια τω δουλώ μου·
1190 μα ό,τι και να ᾽ναι ξαναπέτε μού τα
τί λέγατε, κι αμάθητη δεν είμαι
εγώ από συφορές για να τ᾽ ακούσω.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου