Δευτέρα 24 Μαΐου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Ἀντιγόνη (248-277)

ΚΡ. τί φῄς; τίς ἀνδρῶν ἦν ὁ τολμήσας τάδε;
ΦΥ. οὐκ οἶδ᾽· ἐκεῖ γὰρ οὔτε του γενῇδος ἦν
250 πλῆγμ᾽, οὐ δικέλλης ἐκβολή· στύφλος δὲ γῆ
καὶ χέρσος, ἀρρὼξ οὐδ᾽ ἐπημαξευμένη
τροχοῖσιν, ἀλλ᾽ ἄσημος οὑργάτης τις ἦν.
ὅπως δ᾽ ὁ πρῶτος ἡμὶν ἡμεροσκόπος
δείκνυσι, πᾶσι θαῦμα δυσχερὲς παρῆν.
255 ὃ μὲν γὰρ ἠφάνιστο, τυμβήρης μὲν οὔ,
λεπτὴ δ᾽ ἄγος φεύγοντος ὣς ἐπῆν κόνις.
σημεῖα δ᾽ οὔτε θηρὸς οὔτε του κυνῶν
ἐλθόντος, οὐ σπάσαντος ἐξεφαίνετο.
λόγοι δ᾽ ἐν ἀλλήλοισιν ἐρρόθουν κακοί,
260 φύλαξ ἐλέγχων φύλακα, κἂν ἐγίγνετο
πληγὴ τελευτῶσ᾽, οὐδ᾽ ὁ κωλύσων παρῆν.
εἷς γάρ τις ἦν ἕκαστος οὑξειργασμένος,
κοὐδεὶς ἐναργής, ἀλλ᾽ ἔφευγε μὴ εἰδέναι.
ἦμεν δ᾽ ἑτοῖμοι καὶ μύδρους αἴρειν χεροῖν,
265 καὶ πῦρ διέρπειν, καὶ θεοὺς ὁρκωμοτεῖν
τὸ μήτε δρᾶσαι μήτε τῳ ξυνειδέναι
τὸ πρᾶγμα βουλεύσαντι μήτ᾽ εἰργασμένῳ.
τέλος δ᾽ ὅτ᾽ οὐδὲν ἦν ἐρευνῶσιν πλέον,
λέγει τις εἷς, ὃς πάντας ἐς πέδον κάρα
270 νεῦσαι φόβῳ προύτρεψεν· οὐ γὰρ εἴχομεν
οὔτ᾽ ἀντιφωνεῖν οὔθ᾽ ὅπως δρῶντες καλῶς
πράξαιμεν. ἦν δ᾽ ὁ μῦθος ὡς ἀνοιστέον
σοὶ τοὔργον εἴη τοῦτο κοὐχὶ κρυπτέον.
καὶ ταῦτ᾽ ἐνίκα, κἀμὲ τὸν δυσδαίμονα
275 πάλος καθαιρεῖ τοῦτο τἀγαθὸν λαβεῖν.
πάρειμι δ᾽ ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ᾽ ὅτι·
στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν.

***
ΚΡΕ. Τί λες; ποιός άντρας είχε αυτή την τόλμη;
ΦΥΛ. Δεν ξέρω, γιατί εκεί δεν ήταν ούτε
250 σκάμμα απ᾽ αξίνα ούτε φτυαριά από τσάπα,
μα τραχιά πέτρα η γης χωρίς σκισμάδα
και μήτε χάραμα τροχού απ᾽ αμάξι,
μα ίχνος όποιος να το ᾽καμε κανένα
δεν άφησε· κι έτσι, καθώς ο πρώτος
φύλακας της ημέρας μάς φωνάζει
κι εμείς να δούμε, θάμα αξήγητο
βρέθηκε μπρος μας: ο νεκρός καθόλου
δε φαίνονταν, όχι ενταφιασμένος
βέβαια μες στη γη, μα ψιλό χώμα
σαν από κάποιο που ᾽θελε απ᾽ το μίασμα
να γλιτώσει, τον σκέπαζε από πάνω·
μα ούτε αγριμιού σημάδια ούτε σκύλου
που να ᾽ρθε ή που να σπάραξε φαινόταν.
Κι άρχισε τότε μεταξύ μας λόγια
να ρίχνουνται βαριά κι ο ένας τον άλλο
260 κατηγορούσε φύλακας και τέλος
και στα χέρια θα φτάναμε, χωρίς
να ᾽ταν κανείς εκεί να μας χωρίσει·
γιατ᾽ ήτανε ο καθένας μας ο φταίχτης
και για κανένα απόδειξη δεν ήταν,
μα ξεσκιζόνταν όλοι πως δεν ξέρουν
κι όλοι μας έτοιμοι ήμαστε να μπούμε
και στη φωτιά και σίδερα αναμμένα
στα χέρια να σηκώσουμε και σ᾽ όλους
τους θεούς ορκιζόμαστε πως μήτε
το ᾽καμε αυτός και μήτε που γνωρίζει
ποιός σκέφτηκε ή ποιός το ᾽καμε το πράμα.
Στο τέλος, αφού τίποτα πιο πέρα
δεν έβγαινε με τα ψαξίματά μας,
λέει ένας κάτι που μας έκαμε όλους
να σκύψομε στη γη την κεφαλή μας
270 απ᾽ το φόβο, γιατί μήτε να πούμε
μπορούσαμε όχι, μήτε κι ήταν τρόπος
να μη βγει κάνοντάς το σε κακό μας·
κι ο λόγος του ήταν, πως σε σένα αμέσως
έπρεπε ν᾽ αναφέρομε το πράμα
και να μην το σκεπάσομε· όλοι εμείναν
σύμφωνοι και καταδικάζει ο κλήρος
εμένα τον ταλαίπωρο να πάρω
αυτή τη χάρη απάνω μου· και νά με,
δίχως να θέλω, δίχως να με θέλουν,
το ξέρω αυτό, γιατί ποιός ποτέ στρέγει
το μηνυτή με τα κακά μαντάτα;

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου