Δευτέρα 24 Μαΐου 2021

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (1.6.5-1.6.11)

[1.6.5] Ἀλέξανδρος δὲ λόφον τινὰς κατέχοντας ἰδὼν οὐ πολλοὺς τῶν πολεμίων, παρ᾽ ὃν αὐτῷ ἡ πάροδος ἐγίγνετο, παρήγγειλε τοῖς σωματοφύλαξι καὶ τοῖς ἀμφ᾽ αὑτὸν ἑταίροις, ἀναλαβόντας τὰς ἀσπίδας ἀναβαίνειν ἐπὶ τοὺς ἵππους καὶ ἐλαύνειν ἐπὶ τὸν γήλοφον· ἐκεῖσε δὲ ἐλθόντας, εἰ ὑπομένοιεν οἱ κατειληφότες τὸ χωρίον, τοὺς ἡμίσεας καταπηδῆσαι ἀπὸ τῶν ἵππων καὶ ἀναμιχθέντας τοῖς ἱππεῦσι πεζοὺς μάχεσθαι. [1.6.6] οἱ δὲ πολέμιοι τὴν ὁρμὴν τὴν Ἀλεξάνδρου ἰδόντες λείπουσι τὸν γήλοφον καὶ παρεκκλίνουσιν ἐφ᾽ ἑκάτερα τῶν ὀρῶν. ἔνθα δὴ καταλαβὼν Ἀλέξανδρος τὸν γήλοφον σὺν τοῖς ἑταίροις τούς τε Ἀγριᾶνας μεταπέμπεται καὶ τοὺς τοξότας, ὄντας ἐς δισχιλίους· τοὺς δὲ ὑπασπιστὰς διαβαίνειν τὸν ποταμὸν ἐκέλευσε καὶ ἐπὶ τούτοις τὰς τάξεις τῶν Μακεδόνων· ὁπότε δὲ διαβάντες τύχοιεν, ἐπ᾽ ἀσπίδα ἐκτάσσεσθαι, ὡς πυκνὴν εὐθὺς διαβάντων φαίνεσθαι τὴν φάλαγγα· αὐτὸς δὲ ἐν προφυλακῇ ὢν ἀπὸ τοῦ λόφου ἀφεώρα τῶν πολεμίων τὴν ὁρμήν. [1.6.7] οἱ δέ, ὁρῶντες διαβαίνουσαν τὴν δύναμιν, κατὰ τὰ ὄρη ἀντεπῄεσαν, ὡς τοῖς μετὰ Ἀλεξάνδρου ἐπιθησόμενοι τελευταίοις ἀποχωροῦσιν. ὁ δὲ πελαζόντων ἤδη αὐτὸς ἐκθεῖ σὺν τοῖς ἀμφ᾽ αὑτόν, καὶ ἡ φάλαγξ, ὡς διὰ τοῦ ποταμοῦ ἐπιοῦσα, ἐπηλάλαξεν· οἱ δὲ πολέμιοι πάντων ἐπὶ σφᾶς ἐλαυνόντων ἐγκλίναντες ἔφευγον· καὶ ἐν τούτῳ ἐπῆγεν Ἀλέξανδρος τούς τε Ἀγριᾶνας καὶ τοὺς τοξότας δρόμῳ ὡς ἐπὶ τὸν ποταμόν. καὶ πρῶτος μὲν αὐτὸς φθάσας διαβαίνει· [1.6.8] τοῖς τελευταίοις δὲ ὡς εἶδεν ἐπικειμένους τοὺς πολεμίους ἐπιστήσας ἐπὶ τῇ ὄχθῃ τὰς μηχανὰς ἐξακοντίζειν ὡς πορρωτάτω ἀπ᾽ αὐτῶν ἐκέλευσεν ὅσα ἀπὸ μηχανῶν βέλη ἐξακοντίζεται, καὶ τοὺς τοξότας δὲ ἐκ μέσου τοῦ ποταμοῦ ἐκτοξεύειν, ἐπεσβάντας καὶ τούτους. καὶ οἱ μὲν ἀμφὶ τὸν Γλαυκίαν εἴσω βέλους παρελθεῖν οὐκ ἐτόλμων, οἱ Μακεδόνες δὲ ἐν τούτῳ ἀσφαλῶς ἐπέρασαν τὸν ποταμόν, ὥστε οὐδεὶς ἀπέθανεν ἐν τῇ ἀποχωρήσει αὐτῶν.
[1.6.9] Τρίτῃ δὲ ἀπ᾽ ἐκείνης ἡμέρᾳ καταμαθὼν Ἀλέξανδρος κακῶς αὐλιζομένους τοὺς ἀμφὶ Κλεῖτον καὶ Γλαυκίαν, καὶ οὔτε φυλακὰς ἐν τῇ τάξει αὐτοῖς φυλαττομένας οὔτε χάρακα ἢ τάφρον προβεβλημένους, οἷα δὴ ξὺν φόβῳ ἀπηλλάχθαι οἰομένων Ἀλέξανδρον, ἐς μῆκός τε οὐκ ὠφέλιμον ἀποτετα[γ]μένην αὐτοῖς τὴν τάξιν, ὑπὸ νύκτα ἔτι λαθὼν διαβαίνει τὸν ποταμόν, τούς τε ὑπασπιστὰς ἅμα οἱ ἄγων καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας καὶ τοὺς τοξότας καὶ τὴν Περδίκκου καὶ Κοίνου τάξιν. [1.6.10] καὶ προσετέτακτο μὲν ἀκολουθεῖν τὴν ἄλλην στρατιάν· ὡς δὲ καιρὸν εἶδεν εἰς ἐπίθεσιν, οὐ προσμείνας ὁμοῦ γενέσθαι πάντας ἐφῆκε τοὺς τοξότας καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας· οἱ δὲ ἀπροσδόκητοί τε ἐπιπεσόντες καὶ φάλαγγι κατὰ κέρας, ᾗπερ ἀσθενεστάτοις αὐτοῖς καρτερωτάτῃ τῇ ἐμβολῇ προσμίξειν ἔμελλον, τοὺς μὲν ἔτι ἐν ταῖς εὐναῖς κατέκτεινον, τοὺς δὲ φεύγοντας εὐμαρῶς αἱροῦντες, ὥστε πολλοὶ μὲν αὐτοῦ ἐγκατελήφθησαν καὶ ἀπέθανον, πολλοὶ δὲ ἐν τῇ ἀποχωρήσει ἀτάκτῳ καὶ φοβερᾷ γενομένῃ· οὐκ ὀλίγοι δὲ καὶ ζῶντες ἐλήφθησαν. [1.6.11] ἐγένετο δὲ ἡ δίωξις τοῖς ἀμφὶ Ἀλέξανδρον μέχρι πρὸς τὰ ὄρη τῶν Ταυλαντίων· ὅσοι δὲ καὶ ἀπέφυγον αὐτῶν, γυμνοὶ τῶν ὅπλων διεσώθησαν. Κλεῖτος δὲ ἐς τὴν πόλιν τὸ πρῶτον καταφυγὼν ἐμπρήσας τὴν πόλιν ἀπηλλάγη παρὰ Γλαυκίαν ἐς Ταυλαντίους.

***
[1.6.5] Όταν όμως ο Αλέξανδρος είδε ότι μερικοί εχθροί, όχι πολλοί, κατείχαν ένα λόφο, από τον οποίο έπρεπε να περάσει, διέταξε τους σωματοφύλακες και τους εταίρους ιππείς του να πάρουν μαζί τους τις ασπίδες, να ανέβουν στα άλογα και να επιτεθούν γρήγορα εναντίον του λόφου· αν διαπιστώσουν φτάνοντας εκεί ότι αυτοί που είχαν καταλάβει τον λόφο εξακολουθούσαν ακόμη να αμύνονται, οι μισοί να πηδήσουν στη γη από τα άλογα και να πολεμήσουν ως πεζοί ανάμεσα στους ιππείς. [1.6.6] Μόλις αντιλήφθηκαν οι εχθροί την επίθεση του Αλεξάνδρου, εγκατέλειψαν τον λόφο και διέφυγαν προς τις δυο πλευρές των βουνών. Τότε ο Αλέξανδρος με το ιππικό των εταίρων κατέλαβε τον λόφο και κάλεσε τους Αγριάνες και τους τοξότες, που ήταν δύο περίπου χιλιάδες· διέταξε επίσης τους υπασπιστές να περάσουν το ποτάμι και μετά από αυτούς τα τάγματα της φάλαγγας των Μακεδόνων· και μόλις το περνούν να παρατάσσεται το καθένα στα αριστερά του άλλου, ώστε αμέσως να φαίνεται πυκνή η φάλαγγά τους. Ο ίδιος παραμένοντας στην εμπροσθοφυλακή επιτηρούσε από τον λόφο τις κινήσεις των εχθρών. [1.6.7] Βλέποντας αυτοί ότι οι μακεδονικές δυνάμεις περνούν τον ποταμό, εξόρμησαν από τα βουνά με σκοπό να επιτεθούν στους άνδρες που ήταν μαζί με τον Αλέξανδρο και που θα αποχωρούσαν τελευταίοι. Και ενώ πλησίαζαν ήδη οι εχθροί, εφορμά εναντίον τους ο Αλέξανδρος με τους άνδρες που είχε μαζί του· συγχρόνως η φάλαγγα, σαν να ορμούσε εναντίον τους μέσα από τον ποταμό, κραύγασε πολεμικούς αλαλαγμούς. Οι εχθροί, επειδή όλοι πια προχωρούσαν εναντίον τους, γύρισαν τις πλάτες και τράπηκαν σε φυγή. Τότε ο Αλέξανδρος οδήγησε τρέχοντας προς το ποτάμι τους Αγριάνες και τους τοξότες του. Ο ίδιος πρόφθασε και πέρασε πρώτος τον ποταμό· [1.6.8] όταν όμως είδε ότι οι εχθροί πιέζουν τους τελευταίους άνδρες του, έστησε τις πολεμικές του μηχανές στην όχθη και διέταξε να ρίχνουν όσο πιο μακριά γινόταν τα βλήματα που εκτοξεύονται από μηχανές. Διέταξε επίσης τους τοξότες του να μπουν στον ποταμό και να ρίχνουν και αυτοί βέλη από το μέσο του ποταμού. Και οι μεν στρατιώτες του Γλαυκία δεν τολμούσαν να προχωρήσουν σε ακτίνα βολής των τοξευμάτων, οι Μακεδόνες όμως πέρασαν με ασφάλεια το ποτάμι, ώστε κανένας από αυτούς δεν σκοτώθηκε κατά την αποχώρηση.
[1.6.9] Τρεις μέρες αργότερα πληροφορήθηκε ο Αλέξανδρος ότι οι στρατιώτες του Κλείτου και του Γλαυκία είχαν στρατοπεδεύσει άσχημα στο ύπαιθρο και δεν τοποθέτησαν ούτε φρουρούς για το στρατόπεδο ούτε το είχαν περιτριγυρίσει με οχύρωμα ή με τάφρο, επειδή νόμιζαν ότι ο Αλέξανδρος είχε αποχωρήσει φοβισμένος· έμαθε ακόμη ότι η παράταξή τους είχε επεκταθεί σε επικίνδυνο βαθμό. Ενώ ήταν ακόμη νύχτα, πέρασε ο Αλέξανδρος τον ποταμό χωρίς να τον αντιληφθούν, παίρνοντας μαζί του τους υπασπιστές, τους Αγριάνες, και τους τοξότες, καθώς και τα τάγματα του Περδίκκα και του Κοίνου. [1.6.10] Είχε διατάξει να ακολουθήσει η υπόλοιπη στρατιά· όταν όμως είδε ότι ήταν ευκαιρία να επιτεθεί, χωρίς να περιμένει να συγκεντρωθούν όλες οι δυνάμεις του, εξαπέλυσε τους τοξότες και τους Αγριάνες· και αυτοί επιτέθηκαν απροσδόκητα με τη φάλαγγα συνταγμένη σε βάθος, εκεί όπου οι εχθροί ήταν πάρα πολύ ανίσχυροι και όπου οι ίδιοι επρόκειτο να έχουν φοβερή δύναμη κρούσεως. Έτσι άλλους από αυτούς σκότωναν, ενώ ήταν ακόμη στα στρωσίδια τους, και άλλους έπιαναν εύκολα καθώς έφευγαν, ώστε πολλοί πιάστηκαν επί τόπου και σκοτώθηκαν, ενώ πολλοί άλλοι έχασαν τη ζωή τους κατά την αποχώρηση που έγινε με αταξία και πανικό· αρκετοί επίσης πιάστηκαν ζωντανοί. [1.6.11] Οι στρατιώτες του Αλεξάνδρου τους καταδίωξαν ως τα βουνά των Ταυλαντίων· όσοι από τους εχθρούς διέφυγαν, σώθηκαν χωρίς τα όπλα τους. Ο Κλείτος στην αρχή κατέφυγε στην πόλη και αφού την πυρπόλησε, αναχώρησε και πήγε στη χώρα των Ταυλαντίων κοντά στον Γλαυκία.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου