ἔξεισιν ἣν εἴωθεν. (ΣΩ.) ὦ τᾶν, τὴν κόρην
360 ἄγων μεθ᾽ αὑτοῦ, φῄς; (ΓΟ.) ὅπως ἂν τοῦτό γε
τύχῃ. (ΣΩ.) βαδίζειν ‹εἰμ᾽› ἕτοιμος οἷ λέγεις.
ἀλλ᾽, ἀντιβολῶ, συναγώνισαί μοι. (ΓΟ.) τίνα τρόπον;
(ΣΩ.) ὅντινα τρόπον; προάγωμεν οἷ λέγεις. (ΔΑ.) τί οὖν;
ἐργαζομένοις ἡμῖν παρεστήξεις ἔχων
365 χλανίδα; (ΣΩ.) τί δὴ γὰρ οὐχί; ΔΑ. ταῖς βώλοις βαλεῖ
εὐθύς σ᾽, ἀποκαλεῖ τ᾽ ὄλεθρον ἀργόν. ἀλλὰ δεῖ
σκάπτειν μεθ᾽ ἡμῶν σ᾽· εἰ τύχοι γάρ, τοῦτ᾽ ἰδὼν
ἴσως ἂν ὑπομείνειε καὶ παρὰ σοῦ τινα
λόγον, νομίσας αὐτουργὸν εἶναι τῷ βίῳ
370 πένητα. (ΣΩ.) ἕτοιμος πάντα πειθαρχεῖν. ἄγε.
ΓΟ. τί κακοπαθεῖν σαυτὸν βιάζῃ; ΔΑ. βούλομαι
ὡς πλεῖστον ἡμᾶς ἐργάσασθαι τήμερον
τοῦτόν τε τὴν ὀσφῦν ἀπορρήξανθ᾽ ἅμα
παύσασθ᾽ ἐνοχλοῦνθ᾽ ἡμῖν προσιόντα τ᾽ ἐνθάδε.
375 ΣΩ. ἔκφερε δίκελλαν. (ΔΑ.) τὴν παρ᾽ ἐμοῦ λαβὼν ἴθι.
τὴν αἱμασιὰν ἐποικοδομήσω γὰρ τέως
ἐγώ. ποητέον δὲ καὶ τοῦτ᾽ ἐστί. (ΣΩ.) δός.
‹ΔΑ.› ἀπέσωσας. ὑπάγω, τρόφιμ᾽· ἐκεῖ διώκετε.
(ΣΩ.) οὕτως ἔχω· παραποθανεῖν ἤδη με δεῖ
380 ἢ ζῆν ἔχοντα τὴν κόρην. (ΓΟ.) εἴπερ λέγεις
ἃ φρονεῖς, ἐπιτύχοις. (ΣΩ.) ὦ πολυτίμητοι θεοί,
οἷς ἀποτρέπεις νυνὶ γὰρ ὡς οἴει με σύ,
τούτοις παρώξυμμ᾽ εἰς τὸ πρᾶγμα διπλασίως.
εἰ μὴ γὰρ ἐν γυναιξίν ἐστιν ἡ κόρη
385 τεθραμμένη μηδ᾽ οἶδε τῶν ἐν τῷ βίῳ
τούτων κακῶν μηδὲν ὑπὸ τηθίδος τινὸς
δειδισαμένη μαίας τ᾽, ἐλευθερίως δέ πως
μετὰ πατρὸς ἀγρίου μισοπονήρου τῷ τρόπῳ,
πῶς οὐκ ἐπιτυχεῖν ἐστι ταύτης μακάριον;
390 ἀλλ᾽ ἡ δίκελλ᾽ ἄγει τάλαντα τέτταρα
αὕτη· προαπολεῖ μ᾽. οὐ μαλακιστέον δ᾽ ὅμως,
ἐπείπερ ἦργμαι καταπονεῖν τὸ πρᾶγμ᾽ ἅπαξ.
360 ἄγων μεθ᾽ αὑτοῦ, φῄς; (ΓΟ.) ὅπως ἂν τοῦτό γε
τύχῃ. (ΣΩ.) βαδίζειν ‹εἰμ᾽› ἕτοιμος οἷ λέγεις.
ἀλλ᾽, ἀντιβολῶ, συναγώνισαί μοι. (ΓΟ.) τίνα τρόπον;
(ΣΩ.) ὅντινα τρόπον; προάγωμεν οἷ λέγεις. (ΔΑ.) τί οὖν;
ἐργαζομένοις ἡμῖν παρεστήξεις ἔχων
365 χλανίδα; (ΣΩ.) τί δὴ γὰρ οὐχί; ΔΑ. ταῖς βώλοις βαλεῖ
εὐθύς σ᾽, ἀποκαλεῖ τ᾽ ὄλεθρον ἀργόν. ἀλλὰ δεῖ
σκάπτειν μεθ᾽ ἡμῶν σ᾽· εἰ τύχοι γάρ, τοῦτ᾽ ἰδὼν
ἴσως ἂν ὑπομείνειε καὶ παρὰ σοῦ τινα
λόγον, νομίσας αὐτουργὸν εἶναι τῷ βίῳ
370 πένητα. (ΣΩ.) ἕτοιμος πάντα πειθαρχεῖν. ἄγε.
ΓΟ. τί κακοπαθεῖν σαυτὸν βιάζῃ; ΔΑ. βούλομαι
ὡς πλεῖστον ἡμᾶς ἐργάσασθαι τήμερον
τοῦτόν τε τὴν ὀσφῦν ἀπορρήξανθ᾽ ἅμα
παύσασθ᾽ ἐνοχλοῦνθ᾽ ἡμῖν προσιόντα τ᾽ ἐνθάδε.
375 ΣΩ. ἔκφερε δίκελλαν. (ΔΑ.) τὴν παρ᾽ ἐμοῦ λαβὼν ἴθι.
τὴν αἱμασιὰν ἐποικοδομήσω γὰρ τέως
ἐγώ. ποητέον δὲ καὶ τοῦτ᾽ ἐστί. (ΣΩ.) δός.
‹ΔΑ.› ἀπέσωσας. ὑπάγω, τρόφιμ᾽· ἐκεῖ διώκετε.
(ΣΩ.) οὕτως ἔχω· παραποθανεῖν ἤδη με δεῖ
380 ἢ ζῆν ἔχοντα τὴν κόρην. (ΓΟ.) εἴπερ λέγεις
ἃ φρονεῖς, ἐπιτύχοις. (ΣΩ.) ὦ πολυτίμητοι θεοί,
οἷς ἀποτρέπεις νυνὶ γὰρ ὡς οἴει με σύ,
τούτοις παρώξυμμ᾽ εἰς τὸ πρᾶγμα διπλασίως.
εἰ μὴ γὰρ ἐν γυναιξίν ἐστιν ἡ κόρη
385 τεθραμμένη μηδ᾽ οἶδε τῶν ἐν τῷ βίῳ
τούτων κακῶν μηδὲν ὑπὸ τηθίδος τινὸς
δειδισαμένη μαίας τ᾽, ἐλευθερίως δέ πως
μετὰ πατρὸς ἀγρίου μισοπονήρου τῷ τρόπῳ,
πῶς οὐκ ἐπιτυχεῖν ἐστι ταύτης μακάριον;
390 ἀλλ᾽ ἡ δίκελλ᾽ ἄγει τάλαντα τέτταρα
αὕτη· προαπολεῖ μ᾽. οὐ μαλακιστέον δ᾽ ὅμως,
ἐπείπερ ἦργμαι καταπονεῖν τὸ πρᾶγμ᾽ ἅπαξ.
***
ΣΩΣ. Εκεί είναι τώρα; ΓΟΡ. Α, όχι· μα σε λίγοθα πάρει το στρατί που συνηθίζει.
360 ΣΩΣ. Για πες· θα ᾽χει μαζί και το κορίτσι;
ΓΟΡ. Μπορεί· δεν ξέρω. ΣΩΣ. Είμ᾽ έτοιμος να πάω
εκεί που λες. Μα βόηθα με· ικετεύω.
ΓΟΡ. Πώς; Με ποιόν τρόπο; ΣΩΣ. Με ποιόν τρόπο; Πάμε
εκεί που λες. ΓΟΡ. Και τί; Θα στέκεις δίπλα
σ᾽ εμάς, που θα δουλεύουμε, με τούτο
τ᾽ ωραίο σου ρούχο; ΣΩΣ. Και γιατί όχι τάχα;
ΓΟΡ. Αμέσως θα σ᾽ αρχίσει με τους βώλους
και τεμπελιάς πανούκλα θα σε λέει.
Πρέπει μαζί μ᾽ εμάς κι εσύ να σκάβεις·
αν τύχει αυτό να δει, μπορεί —ποιός ξέρει;—
για φτωχό δουλευτή να σε περάσει
και να δεχτεί δυο λόγια κι από σένα.
370 ΣΩΣ. Πρόθυμα σε όλα θα υπακούσω· πάμε.
ΓΟΡ. Ταλαιπωρίες με το στανιό γυρεύεις.
ΔΑ. (μέσα του) Θα μου άρεσε όλοι σήμερα εκεί χάμω
βαριά δουλειά να κάμουμε, και τούτος
να κοψομεσιαστεί κι έτσι να πάψει
να ᾽ρχεται να μας μπαίνει στο ρουθούνι.
ΣΩΣ. (στο Γοργία) Φέρε έξω ένα δικέλλι. ΔΑ. Ορίστε, πάρε
το δικό μου και τράβα. Εγώ θα κάνω
ωστόσο την ξερολιθιά· είν᾽ ανάγκη
κι αυτή η δουλειά να γίνει. ΣΩΣ. Δώσ᾽ μου το, έλα.
ΔΑ. (μέσα του) Με γλίτωσες. (Δυνατά) Εγώ πηγαίνω, αφέντη·
θα με βρείτε κει χάμω.
Φεύγει.
ΣΩΣ. Αυτού έχω φτάσει·
380 ή ευθύς πεθαίνω ή παίρνω το κορίτσι.
ΓΟΡ. Αν όσα λες, αλήθεια τα πιστεύεις,
εύχομαι να πετύχεις. ΣΩΣ. Αν πιστεύω!
Αυτά που εσύ μου λες με την ιδέα
πως θα με κάμουν να τα βάλω κάτω,
φλογίζουνε διπλά τη θέλησή μου.
Γιατί, αν η κόρη αυτή είν᾽ αναθρεμμένη
έξω από κύκλους γυναικών, και θειάδες
ή παραμάνες δεν της έχουν μάθει
τις ατιμίες του κόσμου, αν έχει ζήσει
σε κάποια λευτεριά μ᾽ έναν πατέρα
τραχύ κι εχθρό της διαφθοράς, δεν είναι
λαμπρή ευτυχία, δικιά σου να την κάμεις;
390 Θα πεις, πολύ βαρύ ᾽ναι το δικέλλι·
θα με τσακίσει· ωστόσο, μια και μπήκα
στο χορό, δε δειλιάζω· θα τραβήξω.
Ο Σώστρατος και ο Γοργίας φεύγουν· από την αντίθετη
πλευρά έρχεται ο μάγερας ο Σίκωνας, κρατώντας ένα αρνί.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου