§1
Μια παράλληλη ανάγνωση των ως άνω έργων επιτρέπει την ανάδυση ενός λόγου της φιλοσοφικής κατανόησης και της ποιητικής ευαισθησίας. Καθένα από τα εν λόγω έργα συνιστά μια αστείρευτη πηγή ποιητικής ή αντίστοιχα φιλοσοφικής προ-οπτικής της ανθρώπινης ύπαρξης, που οντολογικά πέπρωται να ανεβαίνει το δικό της, μαρτυρικό Γολγοθά της ζωής. Η αισθητική πρόσληψη του ποιητικού λόγου νοείται ως πρωταρχική εμπειρία για να ιχνεύεται ή να φωτίζεται ο ορθολογικός πυρήνας του φιλοσοφικού λόγου και κάθε περιεχόμενο -ποιητικό ή φιλοσοφικό- να τεκμηριώνει την αλήθεια του με βάση το αισθητικό κριτήριο της ομιλητικής γλώσσας: εσωτερική αλληλονοηματοδότηση περιεχομένου και μορφής. Έτσι, στον Φάουστ του Γκαίτε, η τραγική ύπαρξη του Φάουστ αποτυπώνεται στην αλήθεια του αισθητικά αρθρωμένου λόγου, της ομιλητικής γλώσσας, ως γνωσιοντολογικό συμβάν, ως συμβάν του ανθρώπινου Είναι, και όχι ως μια θρηνωδία της καθημερινότητας, όσο κι αν βυθίζεται εδώ μέσα. Είναι διάχυτη, σε όλο το έργο, μια διπλή κίνηση της καταβύθισης στον κόσμο και εν ταυτώ της αποστασιοποίησης· κάτι που προκαλεί την εμφάνιση του πνεύματος της αντίφασης, του Μεφιστοφελή: η διαύγαση όλων των φραγμών μέσα από την επίγνωση πως κάθε όριο φέρει στο πεδίο του το δικό του ου-τοπικό μονοπάτι.
Παρόμοια παριστάνεται και το γνωσιοντολογικό συμβάν στην εγελιανή Φαινομενολογία. Εδώ, η οδύσσεια του φαινομενολογικού πνεύματος της ανθρώπινης ύπαρξης νοείται κυρίως ως η διττή κίνηση της τραγικής συνείδησης: στο θάρρος της Γνώσης δεν υπάρχει καμιά αντίσταση. Αυτός που βρίσκεται σε αναζήτηση της γνώσης συναντά τον εαυτό του μέσα στο απόλυτα άλλο: το αληθές όχι ως υπόσταση αλλά ως υποκείμενο να εκφράζεται.
§2
Δεν μπορεί να υπάρχει, για παράδειγμα, ένα ποιητικό ή φιλοσοφικό κείμενο με σημαντικές ιδέες, αλλά με αντιαισθητική μορφή, όπως και αντίστροφα: μια άρτια αισθητικώς μορφή με χωρίς νόημα περιεχόμενο. Ό,τι ακριβώς συμβαίνει και στο επίπεδο π.χ. της κοινωνικής, πολιτικής, επιστημονικής κ.λπ. πραγματικότητας: δεν μπορεί να υπάρχει ευδαιμονική κοινωνική ζωή, σπουδαία πολιτική στρατηγική, αληθινή επιστημονική έρευνα, όταν τα καθοδηγητικά άτομα είναι ανάξια και ευτελή. Παράδειγμα: κάποια «πανεπιστημιακά» όντα, χωρίς στοιχειώδη επιστημονική ευαισθησία και γνώση, με ανύπαρκτο συγγραφικό έργο, πέραν του «έργου» της δια μηχανισμών αναρρίχησής τους, προσφάτως υπέγραψαν τον εξοβελισμό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, άρα και της κλασικής φιλολογίας, φιλοσοφίας, λογοτεχνίας κ.λπ., από τους θεσμικούς μορφωτικούς χώρους των νέων. Τι δείχνει αυτό; Πώς όσο πιο αμόρφωτος, ακαλαίσθητος, α-ποιητικός είναι κανείς, τόσο πιο πολύ αποδεικνύεται σκοταδιστής, όταν βρίσκεται σε αξιωματική θέση, τόσο πιο έντονα εναντιώνεται στο Μεγάλο, το Υπέροχο, το Υψηλό, με την ψευδαίσθηση μάλιστα ότι το υπερασπίζεται. Τα μεγάλα έργα είναι μεγάλα, όπως εδώ ο Φάουστ και η Φαινομενολογία του πνεύματος, γιατί συλλαμβάνουν ύψιστες ιδέες του ανθρώπινου πεπρωμένου και κατορθώνουν να τις παριστούν με μια τέτοια υψηλή αισθητικότητα της ποιητικής ή φιλοσοφικής γλώσσας, ώστε να μας διανοίγουν σε μια νέα ζωή, ου-τοπική, που αφήνει πίσω της τα συντρίμμια του αλλόδοξου αγελαίου βίου των άσκεπτων και αφιλοσόφητων, σαν τους προαναφερθέντες, και στήνει εμπρός μας το καλλιτεχνικό δημιούργημα, με το οποίο καθίσταται αεί παρ-όν το Μεγάλο, το Υπέροχο, το Υψηλό.
§3
§3
Η ζωή ζει εκεί που συνενώνονται υλικό και πνευματικό. Η συνένωση δεν είναι μια απλή και άμεση ή ήρεμη πράξη, αλλά ολοκληρώνεται ως διαδικασία πολλαπλών μεσολαβήσεων, με οδύνες και τοκετούς. Στο πρώτο μέρος του Φάουστ, οι μεσολαβήσεις σχετίζονται με τα οράματα του μακρόκοσμου και των πνευμάτων της γης, οι οποίες στο τέλος αποδεικνύονται επιφαινόμενα. Στ. 454: τι θέαμα θείο! Μα απλώς ένα θέαμα μόνο. Αναφλέγεται η συνείδηση του υποκειμένου για χωρισμό από τον ρεαλιστικό κόσμο και συμφύρεται με την βασανιστική πορεία της δημιουργίας στο επίπεδο της εμφάνειας. Με τούτο, ο Γκαίτε επιδιώκει τη συμφιλίωση-συνένωση πνεύματος και φύσης, ακριβώς όπως ο Χέγκελ θεωρεί φύση και πνεύμα ταυτά: η φύση είναι πνευματική, το πνεύμα είναι φυσικό αλλά όχι απόλυτο. Η ταυτότητα ωστόσο φύσης και πνεύματος δεν επιτυγχάνεται χωρίς διαμεσολάβηση, χωρίς αντίθεση. Αυτή είναι η κοινή τους αντίληψη, που αντιμάχεται την αντίληψη περί άμεσης ενότητας του πνεύματος με το άλλο του. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, το αίτημα της ουτοπικής συνείδησης για αναίρεση της ετερότητας υπό την ισχύ του πνεύματος της συμφιλίωσης υποκειμένου-αντικειμένου τελεσφορεί μέσα από τη γνώση, ήτοι επί-Γνωση, ότι αυτή η συμφιλίωση προϋποθέτει μετασχηματισμό αμφοτέρων των εμπλεκομένων πλευρών και ακόμη το έργο της εκμηδένισης. Το τελευταίο όχι με την έννοια της εξαφάνισης του ατόμου αλλά, μέσω της προσδιορισμένης άρνησης, με εκείνη της διάνοιξης της κλειστότητας της υπόστασης, της έκ-ρηξης και ανάδειξης του υποκειμένου σε πρωταγωνιστή του έργου της ζωής. Περαιτέρω σημαίνει υπέρβαση του περιορισμού της συνείδησης και των περιορισμών που η εξωτερικότητα επιφυλάσσει.
§4
§4
Σύμφωνα με τον Γκαίτε, η ουτοπική δυνατότητα της συνείδησης εδράζεται ακριβώς στη δυναμική του φαουστικού πνεύματος: εξέρχεται, με πόνο ψυχής, αλλά και απαράμιλλο σφρίγος, από το περι-ορισμένο, για να το αναπροσδιορίσει ως σημείο της καθολικής της κίνησης. Το ατομικό δεν ξεχωρίζεται ολοσχερώς από το καθολικό αλλά αντλεί δύναμη για να αντισταθεί. Η αντίσταση περνάει μέσα από την κριτική υπέρβαση των ορίων του κοινού νου, η οποία δεν είναι ακόμα η είσοδος στην ελευθερία αλλά άρνηση της ανταγωνιστικής ασημαντότητας. Τούτη η κριτική υπέρβαση ενσαρκώνει την υπέρβαση της συμβατικότητας και το ου-τοπικό άνοιγμα στο νόμο του πνεύματος, που αντλεί την ισχύ του από την άρνηση του κόσμου του σκότους, από το πάθος του τυφλωμένου τιτάνα ανθρώπου να ολοκληρώσει ό,τι άρχισε: στ.11499-509:
όλα έξω τα σκέπασε ένα βαθύ σκοτάδι
μα λάμπουν τώρα μες στης ψυχής τα βάθη
ό,τι στο νου μου έβαλα, βιάζομαι να εκπληρώσω·
…
Το μεγάλο έργο για να ολοκληρωθεί
Ένα πνεύμα για χίλια χέρια αρκεί
Ετούτο το ου-τοπικό άνοιγμα ανορθώνει τον άνθρωπο πάνω από την παρακμή και την ανημποριά. Στη συνάφεια τούτη, το φιλοσοφικό ή ποιητικό γνωρίζειν δεν μπορεί να ευδοκιμεί παρά ως θεώρηση ολόκληρης της πραγματικότητας [π.χ η Εγελιανή πρόταση περί της απόλυτης γνώσης ή η Φαουστική πρόταση του Γκαίτε για το ωραίο]. Αλλά πάλι η θεώρηση τούτη δεν έχει να κάνει με εντυπωσιακές περιγραφές του υπάρχοντος, αλλά με την κριτική όξυνση του ουτοπικού κινήτρου.
§5
Ετούτη η κριτική έχει στο στόχαστρό της την εν διασπορά γνώση: επιχειρεί να διαλύσει το βασίλειο της χίμαιρας με τις θεωρίες του περί του συμβατού και εύκολου επιτηδεύματος. Αυτό το βασίλειο εκφράζει π.χ. στον Φάουστ ο Βάγκνερ και γι’ αυτό τρέμει την κριτική, στ. 560:
όταν ακολουθώ την οδό της κριτικής
τρέμω σαν να με βρήκε συμφορά.
Πόσο δύσκολο τα μέσα ν’ αποκτήσεις
Που σου δίνουν νερό απ’ την πηγή να πιεις
Και τον μισό μόλις το δρόμο διανύσεις
Φτάνεις άμοιρε στο τέλος της ζωής.
Ο κριτικός ορίζοντας του ουτοπικού κινήτρου εκτείνεται έτσι ως το άπειρο με τούτο το νόημα: δεν δηλώνει, απλώς αφηρημένα, το αντίθετο του περατού αλλά διαμεσολαβεί το νόημα του υπάρχοντος με το μη-νόημά του, την τοπική του σύλληψη με την ου-τοπική του. Συσχετιζόμαστε λοιπόν με μια ου-τοπική τροπή της ποιητικής και εν ταυτώ της φιλοσοφικής συνείδησης, για την οποία (τροπή) η κινητικότητα του κόσμου σε επίπεδο ανταγωνισμού, οι αντιμαχόμενες διαμαρτυρίες που χάνονται μέσα στη μερικότητά τους πρέπει να στοχεύουν στο προχώρημα του κριτικού πνεύματος πέρα από ιδιωτικές συν-κινήσεις και κοσμοπολίτικες τελετουργίες. Εγελιανή και Φαουστική ουτοπία εν τέλει πραγματοποιούν μια διπλή έξοδο: από τη ρεαλιστικότητα του γυμνού δεδομένου, από τις αυταπάτες της κατ’ αίσθηση γνώσης και από την ακινητοποιημένη ιδεατότητα. Προς τούτο θέτουν το ερώτημα για την ουσία ως διαλεκτική της αισθητικής εμφάνειας. Με άλλα λόγια, η ουσία ως ου-τοπία έχει την κοιτίδα της σε αυτό που είναι το συμβάν.
όταν ακολουθώ την οδό της κριτικής
τρέμω σαν να με βρήκε συμφορά.
Πόσο δύσκολο τα μέσα ν’ αποκτήσεις
Που σου δίνουν νερό απ’ την πηγή να πιεις
Και τον μισό μόλις το δρόμο διανύσεις
Φτάνεις άμοιρε στο τέλος της ζωής.
Ο κριτικός ορίζοντας του ουτοπικού κινήτρου εκτείνεται έτσι ως το άπειρο με τούτο το νόημα: δεν δηλώνει, απλώς αφηρημένα, το αντίθετο του περατού αλλά διαμεσολαβεί το νόημα του υπάρχοντος με το μη-νόημά του, την τοπική του σύλληψη με την ου-τοπική του. Συσχετιζόμαστε λοιπόν με μια ου-τοπική τροπή της ποιητικής και εν ταυτώ της φιλοσοφικής συνείδησης, για την οποία (τροπή) η κινητικότητα του κόσμου σε επίπεδο ανταγωνισμού, οι αντιμαχόμενες διαμαρτυρίες που χάνονται μέσα στη μερικότητά τους πρέπει να στοχεύουν στο προχώρημα του κριτικού πνεύματος πέρα από ιδιωτικές συν-κινήσεις και κοσμοπολίτικες τελετουργίες. Εγελιανή και Φαουστική ουτοπία εν τέλει πραγματοποιούν μια διπλή έξοδο: από τη ρεαλιστικότητα του γυμνού δεδομένου, από τις αυταπάτες της κατ’ αίσθηση γνώσης και από την ακινητοποιημένη ιδεατότητα. Προς τούτο θέτουν το ερώτημα για την ουσία ως διαλεκτική της αισθητικής εμφάνειας. Με άλλα λόγια, η ουσία ως ου-τοπία έχει την κοιτίδα της σε αυτό που είναι το συμβάν.
α) Φαινομενολογία, §807: "το πνεύμα παριστά την κίνηση, δια της οποίας γίνεται πνεύμα με τη μορφή του ελεύθερου συμπτωματικού συμβάντος".
β) Φάουστ, στ. 12106 κ.εξ.:
Καθετί το περασμένο
Σύμβολο μόνο μένει.
Το μη συντελεσμένο
Ήδη εδώ συμβαίνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου