Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (1276-1335)

ΚΛ. ὦ τέκνον, ὦ ξέναι,
οἲ ᾽γὼ θανάτου ‹τοῦ› σοῦ μελέα.
φεύγει σε πατὴρ Ἅιδῃ παραδούς.
ΙΦ. οἲ ᾽γώ, μᾶτερ· ταὐτὸν τόδε γὰρ
1280 μέλος εἰς ἄμφω πέπτωκε τύχης,
κοὐκέτι μοι φῶς
οὐδ᾽ ἀελίου τόδε φέγγος.

ἰὼ ἰώ.
νιφόβολον Φρυγῶν νάπος Ἴδας τ᾽ ὄρεα,
1285 Πρίαμος ὅθι ποτὲ βρέφος ἁπαλὸν ἔβαλε
ματρὸς ἀποπρὸ νοσφίσας ἐπὶ μόρῳ
θανατόεντι Πάριν, ὃς Ἰδαῖος Ἰ-
1290 δαῖος ἐλέγετ᾽ ἐλέγετ᾽ ἐν Φρυγῶν πόλει,
μή ποτ᾽ ὤφελες τὸν ἀμφὶ
βουσὶ βουκόλον τραφέντ᾽
Ἀλέξανδρον οἰκίσαι
ἀμφὶ τὸ λευκὸν ὕδωρ, ὅθι κρῆναι
1295 Νυμφᾶν κεῖνται
λειμών τ᾽ ἔρνεσι θάλλων
χλωροῖς καὶ ῥοδόεντ᾽
ἄνθε᾽ ὑακίνθινά τε θεαῖσι δρέπειν· ἔνθα ποτὲ
1300 Παλλὰς ἔμολε καὶ δολιόφρων Κύπρις
Ἥρα θ᾽ Ἑρμᾶς θ᾽, ὁ Διὸς ἄγγελος,
ἃ μὲν ἐπὶ πόθῳ τρυφῶσα
1305 Κύπρις, ἃ δὲ δορὶ Παλλάς,
Ἥρα τε Διὸς ἄνακτος
εὐναῖσι βασιλίσιν,
κρίσιν ἐπὶ στυγνὰν ἔριν τε
1309 καλλονᾶς, ἐμοὶ δὲ θάνατον—
ὄνομα μὲν φέροντα Δαναΐ-
δαισιν, ὦ κόραι, πρόθυμα δ᾽
ἔλαβεν Ἄρτεμις πρὸς Ἴλιον.
ὁ δὲ τεκών με τὰν τάλαιναν,
ὦ μᾶτερ ὦ μᾶτερ,
οἴχεται προδοὺς ἔρημον.
1315 ὦ δυστάλαιν᾽ ἐγώ, πικρὰν
πικρὰν ἰδοῦσα δυσελέναν,
φονεύομαι διόλλυμαι
σφαγαῖσιν ἀνοσίοισιν ἀνοσίου πατρός.
μή μοι ναῶν χαλκεμβολάδων
1320 πρύμνας [ἅδ᾽] Αὐλὶς δέξασθαι
τούσδ᾽ εἰς ὅρμους [ἐς Τροίαν]
ὤφελεν ἐλάταν πομπαίαν,
μηδ᾽ ἀνταίαν Εὐρίπῳ
πνεῦσαι πομπὰν Ζεύς, μειλίσσων
1325 αὔραν ἄλλοις ἄλλαν θνατῶν
λαίφεσι χαίρειν,
τοῖσι δὲ λύπαν, τοῖσι δ᾽ ἀνάγκαν,
τοῖς δ᾽ ἐξορμᾶν, τοῖς δὲ στέλλειν,
τοῖσι δὲ μέλλειν.
1330 ἦ πολύμοχθον ἄρ᾽ ἦν γένος, ἦ πολύμοχθον
ἁμερίων, ‹τὸ› χρεὼν δέ τι δύσποτμον
ἀνδράσιν ἀνευρεῖν.
ἰὼ ἰώ,
μεγάλα πάθεα, μεγάλα δ᾽ ἄχεα
1335 Δαναΐδαις τιθεῖσα Τυνδαρὶς κόρα.

***
ΚΛΥ. Ω παιδάκι μου, ω ξένες μου εσείς!
Συφορά μου, σε χάνω· στον Άδη ο πατέρας σου αφού
σε παράδωσε, φεύγει.
ΙΦΙ. Συφορά μου, μανούλα μου· το ίδιο γοερό
1280 και στις δυο μας ταιριάζει τραγούδι·
δε θα υπάρχει για μένα πια φως,
δε θα λάμπει πια ο ήλιος για μένα.

Ω, των Φρυγών
χιονόδαρτο φαράγγι εσύ, κι εσύ, βουνό της Ίδης,
σ᾽ εσάς ο Πρίαμος μια φορά τον Πάρη, τρυφερό
μωρούλι, αφού απ᾽ τη μάνα του τον έστειλε μακριά,
τον έριξε, το θάνατο για νά ᾽βρει.
Τον Πάρη, που μες στων Φρυγών την πόλη
1290 Ιδαίο, Ιδαίο τον κράζανε όλοι.
Άμποτε κείνο το μωρό, που ως γελαδάρης
τράνεψε για να γίνει Αλέξαντρος μια μέρα,
λημέρι να μην έβρισκε ποτέ εκεί πέρα
πλάι στ᾽ αργυρό νερό.
Εκεί ᾽ναι βρυσομάνες των Νυμφών
κι ένα με πλούσια βλάστηση χλοερό λιβάδι,
κι άνθη, τριαντάφυλλα και νάρκισσοι,
για να πηγαίνουν θεές να τα μαζεύουν.
Και πήγε εκεί η Παλλάδα μια φορά,
1300 πήγε και η Κύπρη η δολερή,
αντάμα κι η Ήρα, μα κι ο Ερμής, του Δία μαντατοφόρος.
Η Κύπρη σαν κυρά καμάρωνε του πόθου,
καμάρωνε η Παλλάδα για το δόρυ της,
και η Ήρα σαν ομόκλινη του βασιλιά του Δία.
Για ξεσυνέριση ομορφιάς,
για κρίση πήγαν μισητή,
για το δικό μου θάνατο…
το θάνατο, κοπέλες μου,
1310 που δόξα φέρνει μια φορά στους Δαναούς
κι είναι θυσία στην Άρτεμη για να τους πάει στην Τροία.
Κι ο κύρης μου μ᾽ αρνήθηκε,
μανούλα μου, μανούλα μου,
την άμοιρη έρμη μ᾽ άφησε και πάει.
Αχ δύστυχη είμαι· η άνομη
Ελένη βρέθηκε πικρή, πολύ πικρή για μένα,
και με σκοτώνουν, χάνομαι
με μαχαιριά αθεόφοβη αθεόφοβου πατέρα.
Η Αυλίδα να μην έσωνε
ποτέ μέσα στον κόρφο της
αυτόν το στόλο να δεχτεί,
1320 τα πλοία με χάλκινα έμβολα,
που είν᾽ έτοιμα για αρμένισμα·
ω, να μην έστελνε άνεμο
ο Δίας στον Εύριπο αντικρύ,
που αυτός ρυθμίζει τις πνοές
για των ανθρώπων τ᾽ άρμενα
σ᾽ άλλους αλλιώς: δίνει χαρές,
μα δίνει κι έγνοιες και καημούς,
καλό ξεκίνημα σ᾽ αυτούς,
μα και μαϊνάρισμα πανιών κι άργητες δίνει σε άλλους.
1330 Βάσανα που έχει, βάσανα
το γένος των εφήμερων,
κι είναι πικρό στον άνθρωπο τη μοίρα του να ξέρει.
Α, του Τυνδάρεου κόρη εσύ,
μεγάλα πάθια στους Δαναούς,
μεγάλες πίκρες έχεις φέρει.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου