Εγελιανή διαλεκτική: οδός του αυτεξούσιου και της ελεύθερης σκέψης
§1.
Το ερώτημα «τι είναι διαλεκτική;», είναι ένα ερώτημα, που το καθιστά επίκαιρο, όσο ποτέ άλλοτε, η ίδια η πραγματικότητα που ζούμε. Γιατί το καθιστά επίκαιρο; Επειδή θέτει στο κέντρο της ζωής εκείνο τον Λόγο και διά-Λογο, που αντλεί το νόημα της ύπαρξής του από την εγγενή του δυναμική: να συντρίβει εκ θεμελίων τη δεσπόζουσα σήμερα ανεστραμμένη λογική της εγκεφαλικής σύλληψης ή εργαλειακής κατασκευής του πραγματικού και να αποδομεί κάθε παραπλανητική, εικονική αμεσότητα, που απηχεί αυτή τη δογματική κατασκευή και διεκδικεί την καθίδρυσή της ως αυθεντικής, αληθινής πραγματικότητας. Πρόκειται, στ’ αλήθεια, για μια λογική, που έχει εισχωρήσει βίαια στον κόσμο του Πραγματικού και τείνει, σε κάθε στιγμή του χρόνου και σε κάθε σημείο του χώρου, να προβάλλει κάθε σαθρή κατάσταση πραγμάτων και ανθρώπινων συμπεριφορών ως μια αιώνια, ασάλευτη, ακίνητη και αμετακίνητη αλήθεια. Απέναντι σε μια τέτοια λογική ορθώνεται, ως το αντίπαλο δέος, η εγελιανή σύλληψη της διαλεκτικής ως της αρχής κάθε αληθινής πραγμάτωσης μέσα στην πραγματικότητα, κάθε κίνησης και ζωής:
«Η διαλεκτική είναι κίνηση· in concreto [=συγκεκρμένα] είναι μια διαδικασία/διεργασία, π.χ. στη χημεία. Η επιδίωξή της είναι να εκμηδενίσει την άμεση ύπαρξη ή το παροντικό στοιχείο και να μεταβεί σε ένα άλλο· στη χημεία π.χ. παύει να υπάρχει ο παροντικός χαρακτήρας των σωμάτων, η τωρινή τους μορφή εκμηδενίζεται και μεταβαίνει σε μια άλλη, ενώ η ζωή συνεχίζει να υπάρχει σταθερά: δεν παραμένει σε κατάσταση ηρεμίας, αλλά είναι πάντα σε κίνηση. Το ζωντανό ον θέτει στον ίδιο τον εαυτό του ανάγκες. Κάθε κίνηση ξεκινά από έναν πόνο, δηλαδή από μια ανάγκη· όσο μεγαλύτερος είναι, τόσο μεγαλύτερη είναι και η δραστηριότητα. Το διαλεκτικό στοιχείο είναι ο παλμός της ζωής εν γένει»[1].
§2.
Η ως άνω διαλεκτική κίνηση σημαίνει στοχαστική ερμηνεία, αντικειμενική κατανόηση της πραγματικότητας, «φιλοσοφική θεώρηση της ολότητας ως ολότητας»[2]. Μια τέτοια ακριβώς φιλοσοφική θεώρηση εργάζεται πρωτίστως με σκέψεις, με διανοήματα ή εννοήματα (Gedanken) και πολύ περισσότερο με έννοιες (Begriffe). Παράλληλα επεξεργάζεται, υπό τη διαλεκτική κίνηση πάντοτε των εννοιών, και τα αισθήματα, τις εντυπώσεις, τις εικόνες, τις εποπτείες, τις ενοράσεις και παρόμοιες εκφάνσεις της κατ’ αίσθηση συνείδησης· δηλαδή της συνείδησης, που ως η άμεση ύπαρξη του πνεύματος, κινείται στην περιοχή της αισθητής πραγματικότητας. Είναι επομένως σημαντικό να μοχθούμε κάθε φορά, προκειμένου να διακρίνουμε την αληθινή όψη της εγελιανής διαλεκτικής από τις έωλες σοφιστείες/ έωλους λογικισμούς του ενός ή του άλλου δοκησίσοφου, που βομβαρδίζει καθημερινά τους ακροατές του από την καθηγητική έδρα συνήθως ή τους αναγνώστες του των «φιλοσοφικών» του εγχειριδίων υποδεέστερης αξίας με προκαταλήψεις, με αστόχαστες παραστάσεις της καθημερινής κουβέντας ή με ποικίλες δογματικές αγκυλώσεις. Η αληθινή όψη αυτής της διαλεκτικής, ως εκ τούτου, προκύπτει από τη συμπόρευση της πράξης της φιλοσοφίας με εκείνη της ζωής. Η πράξη της φιλοσοφίας είναι η καθαρή θεωρία, η οποία ως θεωρητική εργασία
«έχει μεγαλύτερη επίδραση πάνω στον κόσμο από την πρακτική· αφού πρώτα επαναστατικοποιηθεί το βασίλειο της παράστασης, η πραγματικότητα δεν αντέχει πια»[3].
Η πράξη της ζωής, συγχρόνως, φωτίζεται από τη θεωρητική δραστηριότητα της διαλεκτικής φιλοσοφίας και κατ’ επέκταση μετασχηματίζεται με τρόπο, ώστε η ίδια να αναζωογονεί, με τη σειρά της, την εν λόγω θεωρητική δραστηριότητα. Πρόκειται λοιπόν ουσιαστικά για μια διαλεκτική φιλοσοφία της ζωής, έτσι όπως την πραγματεύεται ο Χέγκελ ειδικά στα πρώτα κείμενα του συζητούμενου εδώ βιβλίου, στα κείμενά του δηλαδή υπό τον τίτλο: Απαρχές της Διαλεκτικής[4].
§3.
Στα πιο σύνθετα κείμενα της ώριμης σκέψης του υπό τον τίτλο Λόγος και Διαλεκτική[5], η εν λόγω διαλεκτική φιλοσοφία της ζωής ολοκληρώνεται σε θεωρησιακή φιλοσοφία, που έχει για ψυχή της τη διαλεκτική και καθιστά την ανθρώπινη συνείδηση ικανή να αυτοπροσδιορίζεται, να κατακτά την αυτονομία της, να γίνεται αυτεξούσια και από απλή βεβαιότητα να ανυψώνεται σε αποδεδειγμένη γνώση του εαυτού της και του κόσμου. Αυτή είναι. π.χ. η απόλυτη Γνώση της Φαινομενολογίας του πνεύματος. Προέχει, συνεπώς, η θεωρητική δραστηριότητα, επειδή χωρίς αυτή δεν μπορεί να ευδοκιμεί καμιά πρακτική και μάλιστα πρακτική αλλαγή του κόσμου και της συνείδησης αυτού του κόσμου. Το πρόταγμα της εν λόγω θεωρητικής δραστηριότητας υλοποιεί την καταιγίδα της διαλεκτικής φιλοσοφίας, που δεν αφήνει κανένα αθώο λουλούδι να χαθεί, καθώς εκμηδενίζει όλες τις αλλοιωμένες πληροφορήσεις, που διατηρούν στη ζωή τις αντιανθρώπινες εξ-ουσίες και τους ζαλισμένους υπηκόους τους. Μαζί εξαφανίζει και ουκ ολίγες ανεύθυνες παρερμηνείες της εγελιανής διαλεκτικής από προφεσόρους της πεντάρας ή άλλους λαθραναγνώστες της εγελιανής φιλοσοφίας, που τρέφονται με ιδεολογικές αυταπάτες ή ηδονίζονται με το κυνήγι πολιτικών αξιωμάτων και υπουργικών θώκων. Η πεμπτουσία της διαστρέβλωσης της εγελιανής διαλεκτικής εντοπίζεται στο ακόλουθο τριαδικό σχήμα: θέση – αντίθεση – σύνθεση. Αυτό το άκρως αντιεγελιανό, αντιδιαλεκτικό σχήμα αποδίδεται, έτσι αβασάνιστα, στον Χέγκελ. Το συναντάμε, για παράδειγμα, σε άλλα βιβλία παρόμοιας προχειρότητας. Ο Χέγκελ κατανοεί και αποδίδει με εντελώς άλλο νόημα το πιο πάνω τρίπτυχο και πουθενά δεν κάνει λόγο για σύνθεση. Η σύνθεση είναι εξωτερική συγκόλληση και καμιά εσωτερική προσέγγιση, ενότητα, ταυτότητα ή ολότητα. Γράφει, μεταξύ άλλων, για τη διαλεκτική κίνηση ροπών, τάσεων και φάσεων του πραγματικού Όλου:
α. άρνηση,
β. άρνηση της άρνησης και
γ. ετούτη ως κατάφαση[6].
§4.
Η βαθύτερη ουσία της διαλεκτικής, εν τέλει, συνυφαίνεται με την έννοια (Begriff), που συνιστά την εγγενή, την ενύπαρκτη μορφή και πεμπτουσία του αντικειμένου· κατ’ επέκταση τον εσωτερικό, τελεολογικό του σκοπό, η αναζήτηση του οποίου αποτρέπει κάθε στρεψόδικη, απατηλή, βουλησιαρχική επέμβαση του υποκειμένου στην εξελισσόμενη αντικειμενική διαδικασία της σκέψης, ενώ απεναντίας διασφαλίζει την ελεύθερη ανάπτυξη της τελευταίας. Η διαλεκτική, απ' αυτή την άποψη, δεν είναι μια αφηρημένη θεωρητικολογία, αποκομμένη από πρακτικές εφαρμογές στη ζωή. Απεναντίας συνιστά μια δια-Λογική τακτοποίηση του ανθρώπινου Λόγου υπό το ακόλουθο νόημα: το υποκείμενο που σκέπτεται, συλλαμβάνει, ερμηνεύει, εξηγεί ή επεξηγεί το αντικείμενο δεν αυθαιρετεί στις συλλήψεις του, δεν κατασκευάζει ή δεν οραματίζεται φαντασιακές οντογενέσεις του τελευταίου, αλλά εισχωρεί στην αληθινή του ουσία και την αποκαλύπτει· δηλαδή φωτίζει και φωτίζοντας εμπλουτίζει μια υπάρχουσα, τουτέστιν προϋπάρχουσα αντικειμενική πραγματικότητα. Τότε συμβαίνει ο άνθρωπος να διαλέγεται δημιουργικά με τον κόσμο και με τον εαυτό του, να είναι δηλαδή διαλεκτικός, και όχι να παράγει στο και με το μυαλό του τερατουργήματα, δηλαδή εγκληματικές σοφιστείες σε βάρος του εαυτού του, αλλά και του κόσμου, και ακόμη πιο μαφιόζικα να γίνεται προδότης της πατρίδας του. Γράφει σχετικά ο Χέγκελ:
«Δεν πρέπει να συγχέουμε τη διαλεκτική με τη σοφιστική, της οποίας η ουσία έγκειται στο να καθιστά έγκυρες μονομερείς και αφηρημένους προσδιορισμούς στην απομόνωσή τους, αναλόγως με το πώς μπορεί κάτι τέτοιο να εξυπηρετεί το εκάστοτε συμφέρον και την εκάστοτε επί μέρους κατάσταση του ατόμου. Έτσι, για παράδειγμα, η φροντίδα για την ύπαρξή μου και για να έχω τα προς το ζην είναι ουσιώδες κίνητρο της πρακτικής συμπεριφοράς. Εάν όμως δίνω έμφαση αποκλειστικά σ’ αυτή τη φροντίδα, σ’ αυτή την αρχή της ευημερίας μου και συνάγω το συμπέρασμα ότι δικαιούμαι να κλέβω ή να προδίδω την πατρίδα μου, τότε αυτό είναι σοφιστική»[7].
----------------------------------
[1] Χέγκελ: Τι είναι διαλεκτική; , σ. 119.
[2] Χέγκελ: Ποιος σκέπτεται αφηρημένα; , σ. 409.
[3] Επιστολή στον Niethammer 28-10-1808.
[4] Χέγκελ: Τι είναι διαλεκτική; , σσ. 31 κ.εξ.
[5] Ό.π., σσ. 81 κ.εξ.
[6] Ό.π., σ. 130.
[7] Ό.π., σ. 103.
§1.
Το ερώτημα «τι είναι διαλεκτική;», είναι ένα ερώτημα, που το καθιστά επίκαιρο, όσο ποτέ άλλοτε, η ίδια η πραγματικότητα που ζούμε. Γιατί το καθιστά επίκαιρο; Επειδή θέτει στο κέντρο της ζωής εκείνο τον Λόγο και διά-Λογο, που αντλεί το νόημα της ύπαρξής του από την εγγενή του δυναμική: να συντρίβει εκ θεμελίων τη δεσπόζουσα σήμερα ανεστραμμένη λογική της εγκεφαλικής σύλληψης ή εργαλειακής κατασκευής του πραγματικού και να αποδομεί κάθε παραπλανητική, εικονική αμεσότητα, που απηχεί αυτή τη δογματική κατασκευή και διεκδικεί την καθίδρυσή της ως αυθεντικής, αληθινής πραγματικότητας. Πρόκειται, στ’ αλήθεια, για μια λογική, που έχει εισχωρήσει βίαια στον κόσμο του Πραγματικού και τείνει, σε κάθε στιγμή του χρόνου και σε κάθε σημείο του χώρου, να προβάλλει κάθε σαθρή κατάσταση πραγμάτων και ανθρώπινων συμπεριφορών ως μια αιώνια, ασάλευτη, ακίνητη και αμετακίνητη αλήθεια. Απέναντι σε μια τέτοια λογική ορθώνεται, ως το αντίπαλο δέος, η εγελιανή σύλληψη της διαλεκτικής ως της αρχής κάθε αληθινής πραγμάτωσης μέσα στην πραγματικότητα, κάθε κίνησης και ζωής:
«Η διαλεκτική είναι κίνηση· in concreto [=συγκεκρμένα] είναι μια διαδικασία/διεργασία, π.χ. στη χημεία. Η επιδίωξή της είναι να εκμηδενίσει την άμεση ύπαρξη ή το παροντικό στοιχείο και να μεταβεί σε ένα άλλο· στη χημεία π.χ. παύει να υπάρχει ο παροντικός χαρακτήρας των σωμάτων, η τωρινή τους μορφή εκμηδενίζεται και μεταβαίνει σε μια άλλη, ενώ η ζωή συνεχίζει να υπάρχει σταθερά: δεν παραμένει σε κατάσταση ηρεμίας, αλλά είναι πάντα σε κίνηση. Το ζωντανό ον θέτει στον ίδιο τον εαυτό του ανάγκες. Κάθε κίνηση ξεκινά από έναν πόνο, δηλαδή από μια ανάγκη· όσο μεγαλύτερος είναι, τόσο μεγαλύτερη είναι και η δραστηριότητα. Το διαλεκτικό στοιχείο είναι ο παλμός της ζωής εν γένει»[1].
§2.
Η ως άνω διαλεκτική κίνηση σημαίνει στοχαστική ερμηνεία, αντικειμενική κατανόηση της πραγματικότητας, «φιλοσοφική θεώρηση της ολότητας ως ολότητας»[2]. Μια τέτοια ακριβώς φιλοσοφική θεώρηση εργάζεται πρωτίστως με σκέψεις, με διανοήματα ή εννοήματα (Gedanken) και πολύ περισσότερο με έννοιες (Begriffe). Παράλληλα επεξεργάζεται, υπό τη διαλεκτική κίνηση πάντοτε των εννοιών, και τα αισθήματα, τις εντυπώσεις, τις εικόνες, τις εποπτείες, τις ενοράσεις και παρόμοιες εκφάνσεις της κατ’ αίσθηση συνείδησης· δηλαδή της συνείδησης, που ως η άμεση ύπαρξη του πνεύματος, κινείται στην περιοχή της αισθητής πραγματικότητας. Είναι επομένως σημαντικό να μοχθούμε κάθε φορά, προκειμένου να διακρίνουμε την αληθινή όψη της εγελιανής διαλεκτικής από τις έωλες σοφιστείες/ έωλους λογικισμούς του ενός ή του άλλου δοκησίσοφου, που βομβαρδίζει καθημερινά τους ακροατές του από την καθηγητική έδρα συνήθως ή τους αναγνώστες του των «φιλοσοφικών» του εγχειριδίων υποδεέστερης αξίας με προκαταλήψεις, με αστόχαστες παραστάσεις της καθημερινής κουβέντας ή με ποικίλες δογματικές αγκυλώσεις. Η αληθινή όψη αυτής της διαλεκτικής, ως εκ τούτου, προκύπτει από τη συμπόρευση της πράξης της φιλοσοφίας με εκείνη της ζωής. Η πράξη της φιλοσοφίας είναι η καθαρή θεωρία, η οποία ως θεωρητική εργασία
«έχει μεγαλύτερη επίδραση πάνω στον κόσμο από την πρακτική· αφού πρώτα επαναστατικοποιηθεί το βασίλειο της παράστασης, η πραγματικότητα δεν αντέχει πια»[3].
Η πράξη της ζωής, συγχρόνως, φωτίζεται από τη θεωρητική δραστηριότητα της διαλεκτικής φιλοσοφίας και κατ’ επέκταση μετασχηματίζεται με τρόπο, ώστε η ίδια να αναζωογονεί, με τη σειρά της, την εν λόγω θεωρητική δραστηριότητα. Πρόκειται λοιπόν ουσιαστικά για μια διαλεκτική φιλοσοφία της ζωής, έτσι όπως την πραγματεύεται ο Χέγκελ ειδικά στα πρώτα κείμενα του συζητούμενου εδώ βιβλίου, στα κείμενά του δηλαδή υπό τον τίτλο: Απαρχές της Διαλεκτικής[4].
§3.
Στα πιο σύνθετα κείμενα της ώριμης σκέψης του υπό τον τίτλο Λόγος και Διαλεκτική[5], η εν λόγω διαλεκτική φιλοσοφία της ζωής ολοκληρώνεται σε θεωρησιακή φιλοσοφία, που έχει για ψυχή της τη διαλεκτική και καθιστά την ανθρώπινη συνείδηση ικανή να αυτοπροσδιορίζεται, να κατακτά την αυτονομία της, να γίνεται αυτεξούσια και από απλή βεβαιότητα να ανυψώνεται σε αποδεδειγμένη γνώση του εαυτού της και του κόσμου. Αυτή είναι. π.χ. η απόλυτη Γνώση της Φαινομενολογίας του πνεύματος. Προέχει, συνεπώς, η θεωρητική δραστηριότητα, επειδή χωρίς αυτή δεν μπορεί να ευδοκιμεί καμιά πρακτική και μάλιστα πρακτική αλλαγή του κόσμου και της συνείδησης αυτού του κόσμου. Το πρόταγμα της εν λόγω θεωρητικής δραστηριότητας υλοποιεί την καταιγίδα της διαλεκτικής φιλοσοφίας, που δεν αφήνει κανένα αθώο λουλούδι να χαθεί, καθώς εκμηδενίζει όλες τις αλλοιωμένες πληροφορήσεις, που διατηρούν στη ζωή τις αντιανθρώπινες εξ-ουσίες και τους ζαλισμένους υπηκόους τους. Μαζί εξαφανίζει και ουκ ολίγες ανεύθυνες παρερμηνείες της εγελιανής διαλεκτικής από προφεσόρους της πεντάρας ή άλλους λαθραναγνώστες της εγελιανής φιλοσοφίας, που τρέφονται με ιδεολογικές αυταπάτες ή ηδονίζονται με το κυνήγι πολιτικών αξιωμάτων και υπουργικών θώκων. Η πεμπτουσία της διαστρέβλωσης της εγελιανής διαλεκτικής εντοπίζεται στο ακόλουθο τριαδικό σχήμα: θέση – αντίθεση – σύνθεση. Αυτό το άκρως αντιεγελιανό, αντιδιαλεκτικό σχήμα αποδίδεται, έτσι αβασάνιστα, στον Χέγκελ. Το συναντάμε, για παράδειγμα, σε άλλα βιβλία παρόμοιας προχειρότητας. Ο Χέγκελ κατανοεί και αποδίδει με εντελώς άλλο νόημα το πιο πάνω τρίπτυχο και πουθενά δεν κάνει λόγο για σύνθεση. Η σύνθεση είναι εξωτερική συγκόλληση και καμιά εσωτερική προσέγγιση, ενότητα, ταυτότητα ή ολότητα. Γράφει, μεταξύ άλλων, για τη διαλεκτική κίνηση ροπών, τάσεων και φάσεων του πραγματικού Όλου:
α. άρνηση,
β. άρνηση της άρνησης και
γ. ετούτη ως κατάφαση[6].
§4.
Η βαθύτερη ουσία της διαλεκτικής, εν τέλει, συνυφαίνεται με την έννοια (Begriff), που συνιστά την εγγενή, την ενύπαρκτη μορφή και πεμπτουσία του αντικειμένου· κατ’ επέκταση τον εσωτερικό, τελεολογικό του σκοπό, η αναζήτηση του οποίου αποτρέπει κάθε στρεψόδικη, απατηλή, βουλησιαρχική επέμβαση του υποκειμένου στην εξελισσόμενη αντικειμενική διαδικασία της σκέψης, ενώ απεναντίας διασφαλίζει την ελεύθερη ανάπτυξη της τελευταίας. Η διαλεκτική, απ' αυτή την άποψη, δεν είναι μια αφηρημένη θεωρητικολογία, αποκομμένη από πρακτικές εφαρμογές στη ζωή. Απεναντίας συνιστά μια δια-Λογική τακτοποίηση του ανθρώπινου Λόγου υπό το ακόλουθο νόημα: το υποκείμενο που σκέπτεται, συλλαμβάνει, ερμηνεύει, εξηγεί ή επεξηγεί το αντικείμενο δεν αυθαιρετεί στις συλλήψεις του, δεν κατασκευάζει ή δεν οραματίζεται φαντασιακές οντογενέσεις του τελευταίου, αλλά εισχωρεί στην αληθινή του ουσία και την αποκαλύπτει· δηλαδή φωτίζει και φωτίζοντας εμπλουτίζει μια υπάρχουσα, τουτέστιν προϋπάρχουσα αντικειμενική πραγματικότητα. Τότε συμβαίνει ο άνθρωπος να διαλέγεται δημιουργικά με τον κόσμο και με τον εαυτό του, να είναι δηλαδή διαλεκτικός, και όχι να παράγει στο και με το μυαλό του τερατουργήματα, δηλαδή εγκληματικές σοφιστείες σε βάρος του εαυτού του, αλλά και του κόσμου, και ακόμη πιο μαφιόζικα να γίνεται προδότης της πατρίδας του. Γράφει σχετικά ο Χέγκελ:
«Δεν πρέπει να συγχέουμε τη διαλεκτική με τη σοφιστική, της οποίας η ουσία έγκειται στο να καθιστά έγκυρες μονομερείς και αφηρημένους προσδιορισμούς στην απομόνωσή τους, αναλόγως με το πώς μπορεί κάτι τέτοιο να εξυπηρετεί το εκάστοτε συμφέρον και την εκάστοτε επί μέρους κατάσταση του ατόμου. Έτσι, για παράδειγμα, η φροντίδα για την ύπαρξή μου και για να έχω τα προς το ζην είναι ουσιώδες κίνητρο της πρακτικής συμπεριφοράς. Εάν όμως δίνω έμφαση αποκλειστικά σ’ αυτή τη φροντίδα, σ’ αυτή την αρχή της ευημερίας μου και συνάγω το συμπέρασμα ότι δικαιούμαι να κλέβω ή να προδίδω την πατρίδα μου, τότε αυτό είναι σοφιστική»[7].
----------------------------------
[1] Χέγκελ: Τι είναι διαλεκτική; , σ. 119.
[2] Χέγκελ: Ποιος σκέπτεται αφηρημένα; , σ. 409.
[3] Επιστολή στον Niethammer 28-10-1808.
[4] Χέγκελ: Τι είναι διαλεκτική; , σσ. 31 κ.εξ.
[5] Ό.π., σσ. 81 κ.εξ.
[6] Ό.π., σ. 130.
[7] Ό.π., σ. 103.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου