ὁ δ᾽ ὥς τις ὄρνις ἄπτερον καταστένων
1040 ὠδῖνα τέκνων πρέσβυς ὑστέρωι ποδὶ
πικρὰν διώκων ἤλυσιν πάρεσθ᾽ ὅδε.
ΑΜ. Καδμεῖοι γέροντες, οὐ σῖγα σῖ-
γα τὸν ὕπνωι παρειμένον ἐάσετ᾽ ἐκ-
λαθέσθαι κακῶν;
1045 ΧΟ. κατὰ σὲ δακρύοις στένω, πρέσβυ, καὶ
τέκεα καὶ τὸ καλλίνικον κάρα.
ΑΜ. ἑκαστέρω πρόβατε, μὴ
κτυπεῖτε, μὴ βοᾶτε, μὴ
τὸν εὔδι᾽ ἰαύονθ᾽
1050 ὑπνώδεά τ᾽ εὐνᾶς
ἐγείρετε. ΧΟ. οἵμοι,
φόνος ὅσος ὅδ᾽ ΑΜ. ἆ ἆ, διά μ᾽ ὀλεῖτε. ‹ΧΟ.› κεχυ-
μένος ἐπαντέλλει.
‹ΑΜ.› οὐκ ἀτρεμαῖα θρῆνον αἰ-
άξετ᾽, ὦ γέροντες;
1055 ἢ δέσμ᾽ ἀνεγειρόμενος χαλάσας ἀπολεῖ πόλιν,
ἀπὸ δὲ πατέρα, μέλαθρά τε καταρρήξει.
ΧΟ. ἀδύνατ᾽ ἀδύνατά μοι.
1060 ΑΜ. σῖγα, πνοὰς μάθω· φέρε, πρὸς οὖς βάλω.
ΧΟ. εὕδει; ΑΜ. ναί, εὕδει ‹γ᾽› ὕπνον ἄυπνον ὀλόμε-
νον ὃς ἔκανεν ἄλοχον, ἔκανε δὲ ψαλμῶι
τέκεα τοξήρει.
ΧΟ. στέναζέ νυν ΑΜ. στενάζω.
1065 ‹ΧΟ.› τέκνων ὄλεθρον ΑΜ. ὤμοι.
‹ΧΟ.› σέθεν τε παιδός ‹ΑΜ.› αἰαῖ.
‹ΧΟ.› ὦ πρέσβυ. ΑΜ. σῖγα σῖγα·
παλίντροπος ἐξεπεγειρόμενος στρέφεται· φέρε,
1070 ἀπόκρυφον δέμας ὑπὸ μέλαθρον κρύψω.
ΧΟ. θάρσει· νὺξ ἔχει βλέφαρα παιδὶ σῶι.
ΑΜ. ὁρᾶθ᾽ ὁρᾶτε. τὸ φάος ἐκ-
λιπεῖν μὲν ἐπὶ κακοῖσιν οὐ
1075 φεύγω τάλας, ἀλλ᾽ εἴ με κανεῖ πατέρ᾽ ὄντα,
πρὸς δὲ κακοῖς κακὰ μήσε-
ται πρὸς Ἐρινύσι θ᾽ αἷμα
σύγγονον ἕξει.
ΧΟ. τότε θανεῖν σ᾽ ἐχρῆν ὅτε δάμαρτι σᾶι
φόνον ὁμοσπόρων ἔμολες ἐκπράξας,
1080 Ταφίων περίκλυστον ἄστυ πέρσας.
ΑΜ. φυγὰν φυγάν, γέροντες, ἀποπρὸ δωμάτων
διώκετε· φεύγετε μάργον
ἄνδρ᾽ ἐπεγειρόμενον.
1085 ‹ἢ› τάχα φόνον ἕτερον ἐπὶ φόνωι βαλὼν
ἀν᾽ αὖ βακχεύσει Καδμείων πόλιν.
ΧΟ. ὦ Ζεῦ, τί παῖδ᾽ ἤχθηρας ὧδ᾽ ὑπερκότως
τὸν σόν, κακῶν δὲ πέλαγος ἐς τόδ᾽ ἤγαγες;
ΗΡ. ἔα·
ἔμπνους μέν εἰμι καὶ δέδορχ᾽ ἅπερ με δεῖ,
1090 αἰθέρα τε καὶ γῆν τόξα θ᾽ ἡλίου τάδε.
ὡς ‹δ᾽› ἐν κλύδωνι καὶ φρενῶν ταράγματι
πέπτωκα δεινῶι καὶ πνοὰς θερμὰς πνέω
μετάρσι᾽, οὐ βέβαια πλευμόνων ἄπο.
ἰδού, τί δεσμοῖς ναῦς ὅπως ὡρμισμένος
1095 νεανίαν θώρακα καὶ βραχίονα
πρὸς ἡμιθραύστωι λαΐνωι τυκίσματι
ἧμαι, νεκροῖσι γείτονας θάκους ἔχων;
πτερωτὰ δ᾽ ἔγχη τόξα τ᾽ ἔσπαρται πέδωι,
ἃ πρὶν παρασπίζοντ᾽ ἐμοῖς βραχίοσιν
1100 ἔσωιζε πλευρὰς ἐξ ἐμοῦ τ᾽ ἐσώιζετο.
οὔ που κατῆλθον αὖθις εἰς Ἅιδου πάλιν,
Εὐρυσθέως δίαυλον ἐξ Ἅιδου μολών;
ἀλλ᾽ οὔτε Σισύφειον εἰσορῶ πέτρον
Πλούτωνά τ᾽ οὐδὲ σκῆπτρα Δήμητρος κόρης.
1105 ἔκ τοι πέπληγμαι· ποῦ ποτ᾽ ὢν ἀμηχανῶ;
ὠή, τίς ἐγγὺς ἢ πρόσω φίλων ἐμῶν,
δύσγνοιαν ὅστις τὴν ἐμὴν ἰάσεται;
σαφῶς γὰρ οὐδὲν οἶδα τῶν εἰωθότων.
***
ΑΜΦ. Ω γέροντες Καδμείοι, σιωπώντας,
τον βυθισμένο σε ύπνο αφήστε
τις συμφορές του να ξεχάσει.
ΧΟΡ. Σε κλαίω με δάκρυα, ω γέροντα,
και τα παιδιά και τον καλλίνικο
κι αγαπημένο γιο σου.
ΑΜΦ. Μακρύτερα πάτε και μη,
χτυπάτε, μη φωνάζετε,
μη τον καλοκοιμισμένο
1050 και νυσταγμένο τον ξυπνάτε.
ΧΟΡ. Ωιμέ,
πόσο μεγάλο φονικό!
ΑΜΦ. Α! α! θα με καταστρέψετε.
ΧΟΡ. Ο ξαπλωμένος νά! σηκώνεται!
ΑΜΦ. Κλάφτε σιγά το μοιρολόι σας, ω γερόντοι,
μη τα δεσμά του λύνοντας και σηκωμένος
γκρεμίσει τον πατέρα του και το παλάτι.
ΧΟΡ. Ω! δεν μπορώ να κρατηθώ!
1060 ΑΜΦ. Σιγά· να ιδώ πώς αναπνέει· τ᾽ αυτί μου ας βάλω.
ΧΟΡ. Κοιμάται;
ΑΜΦ. Ναι· κοιμάται·
ύπνον, ύπνο ολέθριο
αυτός που τη γυναίκα εσκότωσε
και τα παιδιά του, με βοερά
τόξα τοξεύοντάς τα.
ΧΟΡ. Κλαίγε λοιπόν
ΑΜΦ. Ω! κλαίω!
ΧΟΡ. των παιδιών τον όλεθρο...
ΑΜΦ. Ωιμέ!
ΧΟΡ. και του δικού σου του παιδιού.
ΑΜΦ. Άι, άι!
ΧΟΡ. Ω γέροντά μου,
ΑΜΦ. Σώπα, σώπα·
νά, σηκωνόμενος γυρνά μια δω μια κει·
1070 στάσου να κρύψω το κορμί μες στο παλάτι.
ΧΟΡ. Θάρρος! τα μάτια του παιδιού σου σφίγγ᾽ η νύχτα.
ΑΜΦ. Γιά ιδέτε, ιδέτε·
το φως ν᾽ αφήσω δεν φοβούμαι
μετά από τα κακά που εγίναν,
μα να μη σκοτώσει τον πατέρα του
κι άλλα κακά μηχανευτεί
και πάρει για τις Ερινύες
και το πατρικό αίμα.
ΧΟΡ. Ω! ν᾽ αποθάνεις έπρεπε όταν
για τη γυναίκα σου έμελλες τον φόνο
να εκδικηθείς των αδερφών της,
κυριεύοντας τη θαλασσόκλειστη
1080 πόλη των Ταφίων.
ΑΜΦ. Φευγιό, φευγιό, ω γέροντες, πέρα
απ᾽ το παλάτι, φεύγετε
απ᾽ τον τρελό άντρα, που σηκώνεται!
Γοργά άλλων φόνο πα στον φόνο βάζοντας
την πόλη των Καδμείων θ᾽ αποβακχέψει.
ΧΟΡ. Ω Δία, γιατί εχθρεύτηκες τόσο το παιδί σου
και το ᾽ριξες στης δυστυχιάς το πέλαο τούτο;
ΗΡΑ. Ω!
Ζωντανός είμαι και κοιτάω γύρω όσα πρέπει,
1090 τον ουρανό, τη γη κι όλον του Ηλιού τον κύκλο
και σαν σε τρικυμιά και ταραχή του νου μου
φοβερήν έπεσα και πνέω θερμές ανάσες
απ᾽ τα πλεμόνια, κι όλ᾽ αυτά βέβαια δεν είναι.
Και νά, γιατί, σαν πλοίο αραγμένο έχοντας γύρω
στον νιο μου θώρακα σκοινιά και στα βραχιόνια,
κοντά στον μισοτσάκιστο και στον πετρένιο
τον στύλο κείμαι γείτονας των πεθαμένων;
Κι είναι τα φτερωτά μου βέλη και τα τόξα
σπαρμένα κάτου, που πριν άξιοι μου συντρόφοι
1100 εσώζαν τα πλευρά μου κι από εμέ εσωζόνταν.
Μη πάλιν εκατέβηκα στον Άδη πίσω,
κάμνοντας για τον Ευρυσθέα διπλό τον δρόμο;
Όμως τον βράχο του Σισύφου δεν τον βλέπω,
ούτε τον Πλούτωνα και της Κόρης τα σκήπτρα.
Και τα ᾽χασα· και πού είμαι που δεν το θυμάμαι;
Ω! ποιός είναι απ᾽ τους φίλους μου κοντά ή μακριά μου
οπού τη σαστιμάρα μου να μου γιατρέψει;
Τίποτε απ᾽ τα γνωστά μου δεν καταλαβαίνω.
1040 ὠδῖνα τέκνων πρέσβυς ὑστέρωι ποδὶ
πικρὰν διώκων ἤλυσιν πάρεσθ᾽ ὅδε.
ΑΜ. Καδμεῖοι γέροντες, οὐ σῖγα σῖ-
γα τὸν ὕπνωι παρειμένον ἐάσετ᾽ ἐκ-
λαθέσθαι κακῶν;
1045 ΧΟ. κατὰ σὲ δακρύοις στένω, πρέσβυ, καὶ
τέκεα καὶ τὸ καλλίνικον κάρα.
ΑΜ. ἑκαστέρω πρόβατε, μὴ
κτυπεῖτε, μὴ βοᾶτε, μὴ
τὸν εὔδι᾽ ἰαύονθ᾽
1050 ὑπνώδεά τ᾽ εὐνᾶς
ἐγείρετε. ΧΟ. οἵμοι,
φόνος ὅσος ὅδ᾽ ΑΜ. ἆ ἆ, διά μ᾽ ὀλεῖτε. ‹ΧΟ.› κεχυ-
μένος ἐπαντέλλει.
‹ΑΜ.› οὐκ ἀτρεμαῖα θρῆνον αἰ-
άξετ᾽, ὦ γέροντες;
1055 ἢ δέσμ᾽ ἀνεγειρόμενος χαλάσας ἀπολεῖ πόλιν,
ἀπὸ δὲ πατέρα, μέλαθρά τε καταρρήξει.
ΧΟ. ἀδύνατ᾽ ἀδύνατά μοι.
1060 ΑΜ. σῖγα, πνοὰς μάθω· φέρε, πρὸς οὖς βάλω.
ΧΟ. εὕδει; ΑΜ. ναί, εὕδει ‹γ᾽› ὕπνον ἄυπνον ὀλόμε-
νον ὃς ἔκανεν ἄλοχον, ἔκανε δὲ ψαλμῶι
τέκεα τοξήρει.
ΧΟ. στέναζέ νυν ΑΜ. στενάζω.
1065 ‹ΧΟ.› τέκνων ὄλεθρον ΑΜ. ὤμοι.
‹ΧΟ.› σέθεν τε παιδός ‹ΑΜ.› αἰαῖ.
‹ΧΟ.› ὦ πρέσβυ. ΑΜ. σῖγα σῖγα·
παλίντροπος ἐξεπεγειρόμενος στρέφεται· φέρε,
1070 ἀπόκρυφον δέμας ὑπὸ μέλαθρον κρύψω.
ΧΟ. θάρσει· νὺξ ἔχει βλέφαρα παιδὶ σῶι.
ΑΜ. ὁρᾶθ᾽ ὁρᾶτε. τὸ φάος ἐκ-
λιπεῖν μὲν ἐπὶ κακοῖσιν οὐ
1075 φεύγω τάλας, ἀλλ᾽ εἴ με κανεῖ πατέρ᾽ ὄντα,
πρὸς δὲ κακοῖς κακὰ μήσε-
ται πρὸς Ἐρινύσι θ᾽ αἷμα
σύγγονον ἕξει.
ΧΟ. τότε θανεῖν σ᾽ ἐχρῆν ὅτε δάμαρτι σᾶι
φόνον ὁμοσπόρων ἔμολες ἐκπράξας,
1080 Ταφίων περίκλυστον ἄστυ πέρσας.
ΑΜ. φυγὰν φυγάν, γέροντες, ἀποπρὸ δωμάτων
διώκετε· φεύγετε μάργον
ἄνδρ᾽ ἐπεγειρόμενον.
1085 ‹ἢ› τάχα φόνον ἕτερον ἐπὶ φόνωι βαλὼν
ἀν᾽ αὖ βακχεύσει Καδμείων πόλιν.
ΧΟ. ὦ Ζεῦ, τί παῖδ᾽ ἤχθηρας ὧδ᾽ ὑπερκότως
τὸν σόν, κακῶν δὲ πέλαγος ἐς τόδ᾽ ἤγαγες;
ΗΡ. ἔα·
ἔμπνους μέν εἰμι καὶ δέδορχ᾽ ἅπερ με δεῖ,
1090 αἰθέρα τε καὶ γῆν τόξα θ᾽ ἡλίου τάδε.
ὡς ‹δ᾽› ἐν κλύδωνι καὶ φρενῶν ταράγματι
πέπτωκα δεινῶι καὶ πνοὰς θερμὰς πνέω
μετάρσι᾽, οὐ βέβαια πλευμόνων ἄπο.
ἰδού, τί δεσμοῖς ναῦς ὅπως ὡρμισμένος
1095 νεανίαν θώρακα καὶ βραχίονα
πρὸς ἡμιθραύστωι λαΐνωι τυκίσματι
ἧμαι, νεκροῖσι γείτονας θάκους ἔχων;
πτερωτὰ δ᾽ ἔγχη τόξα τ᾽ ἔσπαρται πέδωι,
ἃ πρὶν παρασπίζοντ᾽ ἐμοῖς βραχίοσιν
1100 ἔσωιζε πλευρὰς ἐξ ἐμοῦ τ᾽ ἐσώιζετο.
οὔ που κατῆλθον αὖθις εἰς Ἅιδου πάλιν,
Εὐρυσθέως δίαυλον ἐξ Ἅιδου μολών;
ἀλλ᾽ οὔτε Σισύφειον εἰσορῶ πέτρον
Πλούτωνά τ᾽ οὐδὲ σκῆπτρα Δήμητρος κόρης.
1105 ἔκ τοι πέπληγμαι· ποῦ ποτ᾽ ὢν ἀμηχανῶ;
ὠή, τίς ἐγγὺς ἢ πρόσω φίλων ἐμῶν,
δύσγνοιαν ὅστις τὴν ἐμὴν ἰάσεται;
σαφῶς γὰρ οὐδὲν οἶδα τῶν εἰωθότων.
***
ΑΜΦ. Ω γέροντες Καδμείοι, σιωπώντας,
τον βυθισμένο σε ύπνο αφήστε
τις συμφορές του να ξεχάσει.
ΧΟΡ. Σε κλαίω με δάκρυα, ω γέροντα,
και τα παιδιά και τον καλλίνικο
κι αγαπημένο γιο σου.
ΑΜΦ. Μακρύτερα πάτε και μη,
χτυπάτε, μη φωνάζετε,
μη τον καλοκοιμισμένο
1050 και νυσταγμένο τον ξυπνάτε.
ΧΟΡ. Ωιμέ,
πόσο μεγάλο φονικό!
ΑΜΦ. Α! α! θα με καταστρέψετε.
ΧΟΡ. Ο ξαπλωμένος νά! σηκώνεται!
ΑΜΦ. Κλάφτε σιγά το μοιρολόι σας, ω γερόντοι,
μη τα δεσμά του λύνοντας και σηκωμένος
γκρεμίσει τον πατέρα του και το παλάτι.
ΧΟΡ. Ω! δεν μπορώ να κρατηθώ!
1060 ΑΜΦ. Σιγά· να ιδώ πώς αναπνέει· τ᾽ αυτί μου ας βάλω.
ΧΟΡ. Κοιμάται;
ΑΜΦ. Ναι· κοιμάται·
ύπνον, ύπνο ολέθριο
αυτός που τη γυναίκα εσκότωσε
και τα παιδιά του, με βοερά
τόξα τοξεύοντάς τα.
ΧΟΡ. Κλαίγε λοιπόν
ΑΜΦ. Ω! κλαίω!
ΧΟΡ. των παιδιών τον όλεθρο...
ΑΜΦ. Ωιμέ!
ΧΟΡ. και του δικού σου του παιδιού.
ΑΜΦ. Άι, άι!
ΧΟΡ. Ω γέροντά μου,
ΑΜΦ. Σώπα, σώπα·
νά, σηκωνόμενος γυρνά μια δω μια κει·
1070 στάσου να κρύψω το κορμί μες στο παλάτι.
ΧΟΡ. Θάρρος! τα μάτια του παιδιού σου σφίγγ᾽ η νύχτα.
ΑΜΦ. Γιά ιδέτε, ιδέτε·
το φως ν᾽ αφήσω δεν φοβούμαι
μετά από τα κακά που εγίναν,
μα να μη σκοτώσει τον πατέρα του
κι άλλα κακά μηχανευτεί
και πάρει για τις Ερινύες
και το πατρικό αίμα.
ΧΟΡ. Ω! ν᾽ αποθάνεις έπρεπε όταν
για τη γυναίκα σου έμελλες τον φόνο
να εκδικηθείς των αδερφών της,
κυριεύοντας τη θαλασσόκλειστη
1080 πόλη των Ταφίων.
ΑΜΦ. Φευγιό, φευγιό, ω γέροντες, πέρα
απ᾽ το παλάτι, φεύγετε
απ᾽ τον τρελό άντρα, που σηκώνεται!
Γοργά άλλων φόνο πα στον φόνο βάζοντας
την πόλη των Καδμείων θ᾽ αποβακχέψει.
ΧΟΡ. Ω Δία, γιατί εχθρεύτηκες τόσο το παιδί σου
και το ᾽ριξες στης δυστυχιάς το πέλαο τούτο;
ΗΡΑ. Ω!
Ζωντανός είμαι και κοιτάω γύρω όσα πρέπει,
1090 τον ουρανό, τη γη κι όλον του Ηλιού τον κύκλο
και σαν σε τρικυμιά και ταραχή του νου μου
φοβερήν έπεσα και πνέω θερμές ανάσες
απ᾽ τα πλεμόνια, κι όλ᾽ αυτά βέβαια δεν είναι.
Και νά, γιατί, σαν πλοίο αραγμένο έχοντας γύρω
στον νιο μου θώρακα σκοινιά και στα βραχιόνια,
κοντά στον μισοτσάκιστο και στον πετρένιο
τον στύλο κείμαι γείτονας των πεθαμένων;
Κι είναι τα φτερωτά μου βέλη και τα τόξα
σπαρμένα κάτου, που πριν άξιοι μου συντρόφοι
1100 εσώζαν τα πλευρά μου κι από εμέ εσωζόνταν.
Μη πάλιν εκατέβηκα στον Άδη πίσω,
κάμνοντας για τον Ευρυσθέα διπλό τον δρόμο;
Όμως τον βράχο του Σισύφου δεν τον βλέπω,
ούτε τον Πλούτωνα και της Κόρης τα σκήπτρα.
Και τα ᾽χασα· και πού είμαι που δεν το θυμάμαι;
Ω! ποιός είναι απ᾽ τους φίλους μου κοντά ή μακριά μου
οπού τη σαστιμάρα μου να μου γιατρέψει;
Τίποτε απ᾽ τα γνωστά μου δεν καταλαβαίνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου