ΧΟ. αἴλινον μὲν ἐπ᾽ εὐτυχεῖ [στρ. α]
μολπᾶι Φοῖβος ἰαχεῖ
350 τὰν καλλίφθογγον κιθάραν
ἐλαύνων πλήκτρωι χρυσέωι·
ἐγὼ δὲ τὸν γᾶς ἐνέρων τ᾽
ἐς ὄρφναν μολόντα παῖδ᾽,
εἴτε Διός νιν εἴπω
355 εἴτ᾽ Ἀμφιτρύωνος ἶνιν,
ὑμνῆσαι στεφάνωμα μό-
χθων δι᾽ εὐλογίας θέλω.
γενναίων δ᾽ ἀρεταὶ πόνων
τοῖς θανοῦσιν ἄγαλμα.
πρῶτον μὲν Διὸς ἄλσος
360 ἠρήμωσε λέοντος,
πυρσῶι δ᾽ ἀμφεκαλύφθη
ξανθὸν κρᾶτ᾽ ἐπινωτίσας
δεινοῦ χάσματι θηρός.
τάν τ᾽ ὀρεινόμον ἀγρίων [ἀντ. α]
365 Κενταύρων ποτὲ γένναν
ἔστρωσεν τόξοις φονίοις,
ἐναίρων πτανοῖς βέλεσιν.
ξύνοιδε Πηνειὸς ὁ καλ-
λιδίνας μακραί τ᾽ ἄρου-
370 ραι πεδίων ἄκαρποι
καὶ Πηλιάδες θεράπναι
σύγχορτοί θ᾽ Ὁμόλας ἔναυ-
λοι, πεύκαισιν ὅθεν χέρας
πληροῦντες χθόνα Θεσσάλων
ἱππείαις ἐδάμαζον.
375 τάν τε χρυσοκάρανον
δόρκα ποικιλόνωτον
συλήτειραν ἀγρωστᾶν
κτείνας θηροφόνον θεὰν
Οἰνωᾶτιν ἀγάλλει.
***
ΧΟΡ.
Τραγούδι ψάλλει με χαρούμενη
λαλιάν ο Φοίβος,
350 την καλόφωνη κιθάρα του
με χρυσό χτυπώντας πλήχτρο·
κι εγώ κείνον, που εις της γης
και στου Κάτω Κόσμου το σκοτάδι
πήγεν, είτε τον πω του Διός
είτε του Αμφιτρύωνα τέκνο,
να υμνήσω θέλω, για στεφάνωμα
των έργων του, με καλά λόγια.
Κι η αρετή των γενναίων έργων
χαρά είναι για τους πεθαμένους.
Και πρώτα το δάσος του Διός
360 το ερήμωσε από το λιοντάρι
και με φλόγινη ξανθάδα σκέπασε
το κεφάλι, ρίχνοντας στον ώμο
το φοβερό του θεριού δέρμα·
και τη βουνίσια τη γενιά
ξάπλωσε των αγρίων Κενταύρων
με τα φονικά του τόξα,
ρίχνοντας βέλη φτερωτά.
Το ξέρει ο καλορέματος Πηνειός
370 και οι μακριές κι άκαρπες πεδιάδες
και του Πηλίου οι μονιές
και της Ομόλης οι βαθιόχορτες
σπηλιές, όθε, γεμίζοντας
με πεύκα τα χέρια τους, τη γη
των Θεσσαλώνε πλημμυρώντας
με τις καβάλες την εδάμαζαν.
Και το χρυσοκέρατο ζαρκάδι
το παρδαλόδερμο, φθορά
των χωραφιών, σκοτώνοντας
τη θεριοφόνα εχαροποίησε
θεά της Οινόης.
μολπᾶι Φοῖβος ἰαχεῖ
350 τὰν καλλίφθογγον κιθάραν
ἐλαύνων πλήκτρωι χρυσέωι·
ἐγὼ δὲ τὸν γᾶς ἐνέρων τ᾽
ἐς ὄρφναν μολόντα παῖδ᾽,
εἴτε Διός νιν εἴπω
355 εἴτ᾽ Ἀμφιτρύωνος ἶνιν,
ὑμνῆσαι στεφάνωμα μό-
χθων δι᾽ εὐλογίας θέλω.
γενναίων δ᾽ ἀρεταὶ πόνων
τοῖς θανοῦσιν ἄγαλμα.
πρῶτον μὲν Διὸς ἄλσος
360 ἠρήμωσε λέοντος,
πυρσῶι δ᾽ ἀμφεκαλύφθη
ξανθὸν κρᾶτ᾽ ἐπινωτίσας
δεινοῦ χάσματι θηρός.
τάν τ᾽ ὀρεινόμον ἀγρίων [ἀντ. α]
365 Κενταύρων ποτὲ γένναν
ἔστρωσεν τόξοις φονίοις,
ἐναίρων πτανοῖς βέλεσιν.
ξύνοιδε Πηνειὸς ὁ καλ-
λιδίνας μακραί τ᾽ ἄρου-
370 ραι πεδίων ἄκαρποι
καὶ Πηλιάδες θεράπναι
σύγχορτοί θ᾽ Ὁμόλας ἔναυ-
λοι, πεύκαισιν ὅθεν χέρας
πληροῦντες χθόνα Θεσσάλων
ἱππείαις ἐδάμαζον.
375 τάν τε χρυσοκάρανον
δόρκα ποικιλόνωτον
συλήτειραν ἀγρωστᾶν
κτείνας θηροφόνον θεὰν
Οἰνωᾶτιν ἀγάλλει.
***
ΧΟΡ.
Τραγούδι ψάλλει με χαρούμενη
λαλιάν ο Φοίβος,
350 την καλόφωνη κιθάρα του
με χρυσό χτυπώντας πλήχτρο·
κι εγώ κείνον, που εις της γης
και στου Κάτω Κόσμου το σκοτάδι
πήγεν, είτε τον πω του Διός
είτε του Αμφιτρύωνα τέκνο,
να υμνήσω θέλω, για στεφάνωμα
των έργων του, με καλά λόγια.
Κι η αρετή των γενναίων έργων
χαρά είναι για τους πεθαμένους.
Και πρώτα το δάσος του Διός
360 το ερήμωσε από το λιοντάρι
και με φλόγινη ξανθάδα σκέπασε
το κεφάλι, ρίχνοντας στον ώμο
το φοβερό του θεριού δέρμα·
και τη βουνίσια τη γενιά
ξάπλωσε των αγρίων Κενταύρων
με τα φονικά του τόξα,
ρίχνοντας βέλη φτερωτά.
Το ξέρει ο καλορέματος Πηνειός
370 και οι μακριές κι άκαρπες πεδιάδες
και του Πηλίου οι μονιές
και της Ομόλης οι βαθιόχορτες
σπηλιές, όθε, γεμίζοντας
με πεύκα τα χέρια τους, τη γη
των Θεσσαλώνε πλημμυρώντας
με τις καβάλες την εδάμαζαν.
Και το χρυσοκέρατο ζαρκάδι
το παρδαλόδερμο, φθορά
των χωραφιών, σκοτώνοντας
τη θεριοφόνα εχαροποίησε
θεά της Οινόης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου