Τρίτη 14 Ιουλίου 2020

ΠΛΑΤΩΝ: Κρίτων (49e-51c)

Συνομιλία του Σωκράτη με τους Νόμους

ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἐκ τούτων δὴ ἄθρει. ἀπιόντες ἐνθένδε ἡμεῖς μὴ [50a] πείσαντες τὴν πόλιν πότερον κακῶς τινας ποιοῦμεν, καὶ ταῦτα οὓς ἥκιστα δεῖ, ἢ οὔ; καὶ ἐμμένομεν οἷς ὡμολογήσαμεν δικαίοις οὖσιν ἢ οὔ;
ΚΡΙΤΩΝ. Οὐκ ἔχω, ὦ Σώκρατες, ἀποκρίνασθαι πρὸς ὃ ἐρωτᾷς· οὐ γὰρ ἐννοῶ.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἀλλ᾽ ὧδε σκόπει. εἰ μέλλουσιν ἡμῖν ἐνθένδε εἴτε ἀποδιδράσκειν, εἴθ᾽ ὅπως δεῖ ὀνομάσαι τοῦτο, ἐλθόντες οἱ νόμοι καὶ τὸ κοινὸν τῆς πόλεως ἐπιστάντες ἔροιντο· «Εἰπέ μοι, ὦ Σώκρατες, τί ἐν νῷ ἔχεις ποιεῖν; ἄλλο τι ἢ τούτῳ [50b] τῷ ἔργῳ ᾧ ἐπιχειρεῖς διανοῇ τούς τε νόμους ἡμᾶς ἀπολέσαι καὶ σύμπασαν τὴν πόλιν τὸ σὸν μέρος; ἢ δοκεῖ σοι οἷόν τε ἔτι ἐκείνην τὴν πόλιν εἶναι καὶ μὴ ἀνατετράφθαι, ἐν ᾗ ἂν αἱ γενόμεναι δίκαι μηδὲν ἰσχύωσιν ἀλλὰ ὑπὸ ἰδιωτῶν ἄκυροί τε γίγνωνται καὶ διαφθείρωνται;» τί ἐροῦμεν, ὦ Κρίτων, πρὸς ταῦτα καὶ ἄλλα τοιαῦτα; πολλὰ γὰρ ἄν τις ἔχοι, ἄλλως τε καὶ ῥήτωρ, εἰπεῖν ὑπὲρ τούτου τοῦ νόμου ἀπολλυμένου ὃς τὰς δίκας τὰς δικασθείσας προστάττει κυρίας εἶναι. [50c] ἢ ἐροῦμεν πρὸς αὐτοὺς ὅτι «Ἠδίκει γὰρ ἡμᾶς ἡ πόλις καὶ οὐκ ὀρθῶς τὴν δίκην ἔκρινεν;» ταῦτα ἢ τί ἐροῦμεν;
ΚΡΙΤΩΝ. Ταῦτα νὴ Δία, ὦ Σώκρατες.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Τί οὖν ἂν εἴπωσιν οἱ νόμοι· «Ὦ Σώκρατες, ἦ καὶ ταῦτα ὡμολόγητο ἡμῖν τε καὶ σοί, ἢ ἐμμενεῖν ταῖς δίκαις αἷς ἂν ἡ πόλις δικάζῃ;» εἰ οὖν αὐτῶν θαυμάζοιμεν λεγόντων, ἴσως ἂν εἴποιεν ὅτι «Ὦ Σώκρατες, μὴ θαύμαζε τὰ λεγόμενα ἀλλ᾽ ἀποκρίνου, ἐπειδὴ καὶ εἴωθας χρῆσθαι τῷ ἐρωτᾶν τε καὶ ἀποκρίνεσθαι. φέρε γάρ, τί ἐγκαλῶν [50d] ἡμῖν καὶ τῇ πόλει ἐπιχειρεῖς ἡμᾶς ἀπολλύναι; οὐ πρῶτον μέν σε ἐγεννήσαμεν ἡμεῖς, καὶ δι᾽ ἡμῶν ἔλαβε τὴν μητέρα σου ὁ πατὴρ καὶ ἐφύτευσέν σε; φράσον οὖν, τούτοις ἡμῶν, τοῖς νόμοις τοῖς περὶ τοὺς γάμους, μέμφῃ τι ὡς οὐ καλῶς ἔχουσιν;» «Οὐ μέμφομαι,» φαίην ἄν. «Ἀλλὰ τοῖς περὶ τὴν τοῦ γενομένου τροφήν τε καὶ παιδείαν ἐν ᾗ καὶ σὺ ἐπαιδεύθης; ἢ οὐ καλῶς προσέταττον ἡμῶν οἱ ἐπὶ τούτῳ τεταγμένοι νόμοι, παραγγέλλοντες τῷ πατρὶ τῷ σῷ σε ἐν [50e] μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ παιδεύειν;» «Καλῶς,» φαίην ἄν. «Εἶεν. ἐπειδὴ δὲ ἐγένου τε καὶ ἐξετράφης καὶ ἐπαιδεύθης, ἔχοις ἂν εἰπεῖν πρῶτον μὲν ὡς οὐχὶ ἡμέτερος ἦσθα καὶ ἔκγονος καὶ δοῦλος, αὐτός τε καὶ οἱ σοὶ πρόγονοι; καὶ εἰ τοῦθ᾽ οὕτως ἔχει, ἆρ᾽ ἐξ ἴσου οἴει εἶναι σοὶ τὸ δίκαιον καὶ ἡμῖν, καὶ ἅττ᾽ ἂν ἡμεῖς σε ἐπιχειρῶμεν ποιεῖν, καὶ σοὶ ταῦτα ἀντιποιεῖν οἴει δίκαιον εἶναι; ἢ πρὸς μὲν ἄρα σοι τὸν πατέρα οὐκ ἐξ ἴσου ἦν τὸ δίκαιον καὶ πρὸς δεσπότην, εἴ σοι ὢν ἐτύγχανεν, ὥστε ἅπερ πάσχοις ταῦτα καὶ ἀντιποιεῖν, οὔτε κακῶς [51a] ἀκούοντα ἀντιλέγειν οὔτε τυπτόμενον ἀντιτύπτειν οὔτε ἄλλα τοιαῦτα πολλά· πρὸς δὲ τὴν πατρίδα ἄρα καὶ τοὺς νόμους ἐξέσται σοι, ὥστε, ἐάν σε ἐπιχειρῶμεν ἡμεῖς ἀπολλύναι δίκαιον ἡγούμενοι εἶναι, καὶ σὺ δὲ ἡμᾶς τοὺς νόμους καὶ τὴν πατρίδα καθ᾽ ὅσον δύνασαι ἐπιχειρήσεις ἀνταπολλύναι, καὶ φήσεις ταῦτα ποιῶν δίκαια πράττειν, ὁ τῇ ἀληθείᾳ τῆς ἀρετῆς ἐπιμελόμενος; ἢ οὕτως εἶ σοφὸς ὥστε λέληθέν σε ὅτι μητρός τε καὶ πατρὸς καὶ τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερόν ἐστιν πατρὶς καὶ σεμνότερον καὶ ἁγιώτερον [51b] καὶ ἐν μείζονι μοίρᾳ καὶ παρὰ θεοῖς καὶ παρ᾽ ἀνθρώποις τοῖς νοῦν ἔχουσι, καὶ σέβεσθαι δεῖ καὶ μᾶλλον ὑπείκειν καὶ θωπεύειν πατρίδα χαλεπαίνουσαν ἢ πατέρα, καὶ ἢ πείθειν ἢ ποιεῖν ἃ ἂν κελεύῃ, καὶ πάσχειν ἐάν τι προστάττῃ παθεῖν ἡσυχίαν ἄγοντα, ἐάντε τύπτεσθαι ἐάντε δεῖσθαι, ἐάντε εἰς πόλεμον ἄγῃ τρωθησόμενον ἢ ἀποθανούμενον, ποιητέον ταῦτα, καὶ τὸ δίκαιον οὕτως ἔχει, καὶ οὐχὶ ὑπεικτέον οὐδὲ ἀναχωρητέον οὐδὲ λειπτέον τὴν τάξιν, ἀλλὰ καὶ ἐν πολέμῳ καὶ ἐν δικαστηρίῳ καὶ πανταχοῦ ποιητέον ἃ ἂν κελεύῃ ἡ [51c] πόλις καὶ ἡ πατρίς, ἢ πείθειν αὐτὴν ᾗ τὸ δίκαιον πέφυκε· βιάζεσθαι δὲ οὐχ ὅσιον οὔτε μητέρα οὔτε πατέρα, πολὺ δὲ τούτων ἔτι ἧττον τὴν πατρίδα;» τί φήσομεν πρὸς ταῦτα, ὦ Κρίτων; ἀληθῆ λέγειν τοὺς νόμους ἢ οὔ;
ΚΡΙΤΩΝ. Ἔμοιγε δοκεῖ.

***
Ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ ΣΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ

ΣΩ. Σύμφωνα λοιπόν μ᾽ αυτά, δώσε τώρα προσοχή. Αν εμείς φύγουμε από δω χωρίς [50a] να πείσουμε την Πολιτεία, βλάπτουμε κάποιους, και μάλιστα εκείνους που δεν πρέπει να βλάψουμε καθόλου, ή όχι; Και μένουμε έτσι σταθεροί σ᾽ αυτά που συμφωνήσαμε πως είναι δίκαια, ή δεν μένουμε;
ΚΡ. Δεν μπορώ, Σωκράτη, να απαντήσω σ᾽ αυτό που με ρωτάς. Δεν καταλαβαίνω τί θέλεις να ειπείς.
ΣΩ. Νά πώς πρέπει να σκεφτείς για να καταλάβεις: Την ώρα που εμείς ετοιμαζόμαστε να δραπετεύσουμε από δω, ή πες την όπως θέλεις μια τέτοια πράξη, αν έρθουν οι Νόμοι και η Πολιτεία, σταθούν ξαφνικά μπροστά μας και μας ρωτήσουν: «Για πες μας, Σωκράτη, τί έχεις στον νου σου να κάνεις; Άλλο τίποτα ή σκέπτεσαι μ᾽ αυτό [50b] το έργο που αποτολμάς να αφανίσεις και μας τους Νόμους κι ολόκληρη την Πολιτεία, όσο σου περνάει από το χέρι; Ή φαντάζεσαι πως είναι δυνατόν να στέκεται όρθια και να μην έχει αναποδογυριστεί εκείνη η Πολιτεία, όπου οι αποφάσεις των δικαστηρίων δεν ισχύουν καθόλου, αλλά ακυρώνονται και καταργούνται από οποιονδήποτε πολίτη;» Τί θα απαντήσουμε, Κρίτων, σ᾽ αυτά και σ᾽ άλλα παρόμοια ερωτήματα; Γιατί πολλά θα μπορούσε να ειπεί κανείς, και μάλιστα ένας ρήτορας, για να υπερασπιστεί τούτο τον νόμο που πάμε μεις να καταλύσουμε και που ορίζει να έχουν κύρος οι αποφάσεις των δικαστηρίων. [50c] Ή μήπως θ᾽ αποκριθούμε σ᾽ αυτούς: «Μάλιστα, θέλουμε να καταλύσουμε αυτό τον νόμο, γιατί η Πολιτεία δεν έκρινε δίκαια την υπόθεση στο δικαστήριο, όταν μας καταδίκαζε, και μας αδίκησε». Αυτά θα πούμε ή τίποτ᾽ άλλο;
ΚΡ. Αυτά, μά τον Δία, Σωκράτη.
ΣΩ. Και τί θα απαντήσουμε τότε, αν μας πουν οι Νόμοι: «Αλήθεια, Σωκράτη, είχαμε και αυτά συμφωνήσει μεταξύ μας ή μονάχα πως θα πειθαρχείς στις αποφάσεις που θα βγάζουν τα δικαστήρια της Πολιτείας, οποιεσδήποτε κι αν είναι αυτές;» Κι αν εμείς απορούσαμε που θα μας μιλούσαν έτσι, ίσως θα λέγαν: «Σωκράτη, μην παραξενεύεσαι μ᾽ αυτά που λέμε, αποκρίσου μας μόνο, αφού μάλιστα έχεις συνήθεια να χρησιμοποιείς την ερώτηση και την απόκριση. Πες μας λοιπόν τί παράπονο έχεις [50d] από μας κι από την Πολιτεία και πας να μας καταστρέψεις; Πρώτα-πρώτα εμείς δεν σε γεννήσαμε και με τη δική μας προστασία δεν παντρεύτηκε ο πατέρας σου τη μητέρα σου και σ᾽ έφερε στη ζωή; Πες μας λοιπόν, έχεις να κατηγορήσεις για κάτι αυτούς από μας τους Νόμους που κανονίζουν τα ζητήματα των γάμων, τάχα πως δεν είναι καλοί;» ―«Δεν έχω γι᾽ αυτούς καμιά κατηγορία», θ᾽ απαντούσα. ―«Μήπως λοιπόν έχεις καμιά κατηγορία για τους νόμους εκείνους που κανονίζουν την ανατροφή και τη μόρφωση των παιδιών, αυτή που δόθηκε και σε σένα; Ή δεν πρόσταζαν ορθά εκείνοι από μας οι Νόμοι που είναι ορισμένοι γι᾽ αυτά, παραγγέλνοντας στον πατέρα σου να σε μορφώσει με [50e] μουσική και γυμναστική;» ―«Ορθά πρόσταζαν», θα έλεγα. ―«Πολύ καλά. Τότε αφού γεννήθηκες και ανατράφηκες και μορφώθηκες με την προστασία μας, θα μπορούσες να ειπείς πρώτα πως δεν ήσουνα δικός μας και παιδί μας και δούλος μας και συ ο ίδιος και οι πρόγονοί σου; Κι αν τούτο είναι έτσι, μήπως σου περνάει από τον νου πως εμείς και συ έχουμε τα ίδια δικαιώματα και όσα κι αν επιχειρούμε να σου κάνουμε μεις νομίζεις πως έχεις το δικαίωμα τα ίδια να κάνεις και σε μας; Ή δεν έχεις βέβαια τα ίδια δικαιώματα απέναντι στον πατέρα σου ούτε απέναντι στον αφέντη σου, αν τύχαινε να έχεις αφέντη, ώστε όσα σου κάνουν αυτοί, τα ίδια να μπορείς να τους κάνεις και συ, ούτε αν σ᾽ έβριζαν [51a] αυτοί να τους βρίζεις και συ, ούτε αν σε χτυπούσαν να τους χτυπάς, ούτε άλλα τέτοια πολλά. Απέναντι όμως στην πατρίδα και στους νόμους φαντάζεσαι πως έχεις τέτοια δικαιώματα ώστε, αν εμείς θέλουμε να σε θανατώσουμε ―γιατί νομίζουμε πως είναι δίκαιο― να προσπαθήσεις και συ από τ᾽ άλλο μέρος να καταστρέψεις εμάς τους Νόμους και την Πατρίδα, όσο φυσικά σου περνάει από το χέρι; Και κάνοντας αυτά θα ισχυριστείς πως κάνεις δίκαιες πράξεις, συ που αληθινά φροντίζεις για την αρετή;
Αλήθεια, τόση είναι η σοφία σου, ώστε δεν έχεις καταλάβει ότι και από τη μητέρα και από τον πατέρα κι απ᾽ όλους τους άλλους προγόνους το πιο πολύτιμο, το πιο σεβαστό, το πιο ιερό, το ανώτερο αγαθό είναι η Πατρίδα, [51b] σύμφωνα με την κρίση των θεών και των γνωστικών ανθρώπων; Δεν έχεις ακόμη καταλάβει πως έχουμε χρέος να σεβόμαστε και να υποτασσόμαστε και να καλοπιάνουμε, όταν οργίζεται, περισσότερο την Πατρίδα παρά τον πατέρα, και αν τυχόν δεν βρίσκουμε σωστές τις εντολές της ή να προσπαθούμε να την πείθουμε ή να εκτελούμε όσα προστάζει; Ξεχνάς ακόμη πως πρέπει να υποφέρουμε χωρίς διαμαρτυρίες αν μας υποχρεώνει να πάθουμε κάτι, είτε προστάζει να μας δέρνουν, είτε να μας ρίχνουν δεμένους στη φυλακή, είτε να μας στέλνουν στον πόλεμο για να πληγωθούμε ή και να σκοτωθούμε; Δεν έχεις λοιπόν καταλάβει ότι οφείλουμε όλα αυτά να τα κάνουμε, και το δίκαιο έτσι είναι, και όχι να αποφεύγουμε τη στράτευση ούτε να οπισθοχωρούμε από δειλία την ώρα της μάχης ούτε να λιποτακτούμε, αλλά και στον πόλεμο και στο δικαστήριο και παντού έχουμε χρέος να εκτελούμε όσα προστάζει η [51c] Πολιτεία και η Πατρίδα, ή, αν έχουμε άλλη γνώμη, να την πείθουμε ποιό είναι πραγματικά το δίκαιο; Και ότι δεν είναι σύμφωνο με τον θείο νόμο να φέρνεται ο άνθρωπος με βία ούτε στη μητέρα ούτε στον πατέρα κι απ᾽ αυτούς πολύ λιγότερο ακόμη στην Πατρίδα, δεν το έχεις καταλάβει;» –Τί θα απαντήσουμε σε όλα αυτά, Κρίτων; Ότι οι Νόμοι λένε την αλήθεια ή όχι;
ΚΡ. Ότι λένε την αλήθεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου