Πάνω στη δύναμη, στο καλό και στο κακό, στα αιώνια προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης στοχάζονταν επίσης η Σιμόν Βέιλ και η Ρέιτσελ Μπεσπάλοφ το 1941. Στοχάζονταν διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας ένα παλιό έπος, το οποίο αφηγούνταν έναν πόλεμο μεταξύ Ελλήνων και Τρώων και μια μάχη μεταξύ δύο ηρώων, του Έκτορα και του Αχιλλέα. Την Ιλιάδα. Παλιές ιστορίες, αλλά στην πραγματικότητα εξαιρετικά επίκαιρες, μια και ο πόλεμος, η βία, η δύναμη είναι αδιάκοπα παρόντα στον κόσμο των ανθρώπων. Ο Όμηρος είχε εξηγήσει από πολύ παλιότερα ότι ο κόσμος των ανθρώπων περιστρέφεται γύρω από τη δύναμη. Μόνο που τα έπη του δεν υποκύπτουν σε απλουστεύσεις του τύπου «εμείς εναντίον των άλλων», που γνωρίζουν σήμερα τόση επιτυχία· αποκαλύπτουν μια διαφορετική πραγματικότητα στα ανθρώπινα πράγματα, πιο περίπλοκη, λιγότερο καθησυχαστική, ίσως όμως πιο αληθινή.
Διότι στον Όμηρο υπάρχει μεν η δύναμη, αλλά δεν περιβάλλεται από καμία αίγλη. Τίποτε άλλο δεν υπάρχει να αφυπνιστεί εκτός από την αυταπάτη εκείνου που θαρρεί πως μπορεί να ελέγξει τη δύναμη και, αναπόφευκτα, γίνεται έρμαιό της. Όλοι ανεξαιρέτως μέσα στο έπος ισχυρίζονται ότι υπηρετούν το δίκιο και θεωρούν ότι έχουν κάθε δικαίωμα να επιβάλουν τη θέλησή τους. Το αποτέλεσμα όμως είναι πάντοτε διαφορετικό από τις προσδοκίες, οι συνέπειες οδυνηρές. Ο Αγαμέμνονας πιστεύει ότι μπορεί να υποτάξει τον Αχιλλέα και γίνεται εντέλει μάρτυρας της ήττας του στρατού του· ο Αχιλλέας, προκειμένου να ταπεινώσει τον Αγαμέμνονα, προκαλεί τον θάνατο του πιο αγαπημένου φίλου του· ο Πάτροκλος και ο Έκτορας υπερβαίνουν τα όρια και το πληρώνουν με τη ζωή τους. Αυτή τη μεθυσμένη δύναμη όλοι πιστεύουν πως την κατέχουν, αλλά κανένας δεν την κατέχει στ’ αλήθεια· «τι ο Άρης σε χάρες είναι αµάθητος, κι όποιος χτυπάει χτυπά τον». Νικητές και νικημένοι μοιάζουν. Η δύναμη είναι μια αυταπάτη.
Η υπόθεση είναι γνωστή και θα επαναλαμβάνεται επ’ αόριστον στην ανθρώπινη Ιστορία. Ο Όμηρος την τραγουδά με άπειρη συμπόνια και ενσυναίσθηση. Και καλά κάνει, διότι αυτοί οι ήρωες που όλα τα κάνουν σε βαθμό υπερβολής – τρώνε σαν κτήνη, σκοτώνουν χωρίς οίκτο, χύνουν ποταμούς δακρύων, τσακώνονται σαν μωρά παιδιά, διοικούν μιλιούνια στρατιωτών – είναι εντέλει σαν εμάς: όπως κι εμείς, αντιμετωπίζουν δύσκολες καταστάσεις, παλεύουν, φροντίζουν για τους αγαπημένους τους, αγανακτούν με την αδικία. Έλληνες ή Τρώες, είναι άνθρωποι που υποφέρουν και αγωνίζονται: άλλοτε κερδίζουν και άλλοτε χάνουν κυνηγώντας τα πάθη τους, εκτεθειμένοι στις αντιφάσεις της ύπαρξης. Σφάλλουν επειδή ζουν. Η Ιλιάδα ή το ποίημα της δύναμης (αυτός είναι ο τίτλος του δοκιμίου της Σιμόν Βέιλ) είναι ένας στοχασμός πάνω σε αυτό το μίγμα μεγαλείου και δυστυχίας που είναι σε τελική ανάλυση ο άνθρωπος.
Έτσι, χωρίς να κρίνει, ο Όμηρος δίνει το μάθημά του. Δίκαια και συμφέροντα, επιθυμίες και ιδέες διαπλέκονται αδιάκοπα μέχρι που γίνονται ένα αξεδιάλυτο κουβάρι. Ο Αχιλλέας και ο Αγαμέμνονας είχαν και οι δύο δίκιο και άδικο ταυτόχρονα. Είναι μεγάλος ο πειρασμός, και συνάμα τόσο ανθρώπινος, να οχυρωθούμε πίσω από τις πεποιθήσεις μας απορρίπτοντας οποιαδήποτε αναμέτρηση με άλλες απόψεις, επιλέγοντας τον δρόμο της σύγκρουσης. Προτού γίνει η μεγάλη έκρηξη, μήπως θα ήταν καλύτερα να ελέγξουμε αν θα μπορούσαμε να απενεργοποιήσουμε τον μηχανισμό ανάφλεξης;
Βρισκόμαστε ακόμα στα ρηχά. Για να κατανοήσουμε το βαθύτερο μήνυμα της Ιλιάδας πρέπει να παρακολουθήσουμε την ιστορία του Αχιλλέα, του πιο σπουδαίου, του πιο ωραίου, του πιο δυνατού ήρωα. Αυτό που διακρίνει τον Αχιλλέα είναι η διαύγεια με την οποία αντιμετωπίζει τη μαύρη τρύπα της Ιλιάδας, τη μεγαλύτερη πηγή άγχους στη ζωή των ανθρώπων. Ο πυρήνας του ποιήματος δεν είναι ούτε η δύναμη ούτε η σύγκρουση: είναι ο θάνατος.
Ο Τρωικός πόλεμος διήρκεσε δέκα χρόνια· η αφήγηση της Ιλιάδας καλύπτει περίπου πενήντα μέρες. Όλο το ζουμί όμως βρίσκεται στις δυο τρεις μέρες που ακολουθούν τον θάνατο του Πατρόκλου, όταν ο Αχιλλέας απαρνείται τα πάντα για να αφοσιωθεί στην αναζήτηση του έσχατου νοήματος των πραγμάτων, για να αναμετρηθεί με το παράλογο της ανθρώπινης κατάστασης. Αίφνης ο θάνατος αποκαλύπτεται ως αυτό που πραγματικά είναι: ένα σκάνδαλο, το οποίο καταλύει και την παραμικρή αξία της ανθρώπινης ύπαρξης, κάθε μεμονωμένου ανθρώπινου όντος και της ανθρωπότητας στο σύνολό της. Εφήμερα πλάσματα, που τη μια μέρα εμφανίζονται και την άλλη εξαφανίζονται, απορροφώμενα σε μια διαδικασία αέναου μετασχηματισμού. «Καθώς των φύλλων, απαράλλαχτη κι η φύτρα των ανθρώπων». Τι νόημα έχουν όλα αυτά;
Κανένα νόημα, αυτή είναι η απάντηση του Αχιλλέα, μια ολέθρια μήνις που δεν έχει πλέον τίποτα ανθρώπινο. Αν λοιπόν τίποτα δεν έχει νόημα, όλα πρέπει να καταστραφούν. Άνετα θα μπορούσε κάποιος να ανακηρύξει τον Αχιλλέα στον πρώτο μηδενιστή. Οπωσδήποτε η σκοτεινή πλευρά του Νταρθ Βέιντερ, με την ταπεινή φιλοδοξία του να κατακτήσει το σύμπαν, ωχριά μπροστά σε τόση ριζοσπαστικότητα. Το ποίημα εισέρχεται σε ονειρική διάσταση, μεταμορφώνεται σε εφιάλτη. Ο Αχιλλέας σκοτώνει όποιον βρεθεί στο διάβα του, παλεύει με ένα ποτάμι ξέχειλο από πτώματα, διαμελίζει τη σορό του Έκτορα.
Όταν όμως ο Αχιλλέας αγγίζει το έσχατο σημείο της απελπισίας, τότε καταλαβαίνει. Τον επισκέπτεται στη σκηνή του ο Πρίαμος, ο βασιλιάς της Τροίας, ο πατέρας του Έκτορα. Εκλιπαρεί τον φονιά του γιου του να του παραδώσει τη σορό για να μπορέσει να τη θάψει. Μπροστά σε μια τέτοια χειρονομία, ο Αχιλλέας κατακτά μια νέα συνειδητοποίηση της ανθρώπινης κατάστασης. Μια ταφική τελετή είναι η απόπειρά μας να δώσουμε ανθρώπινο νόημα και αξία στη βάναυση πραγματικότητα ενός σώματος που αποσυντίθεται. Αυτό επιθυμεί ο Πρίαμος, και ο Αχιλλέας καταφέρνει τελικά να αποδεχτεί το γεγονός και της δικής του θνητότητας. Ο κόσμος γύρω μας δεν έχει πιθανότατα κανένα απολύτως νόημα, είναι ένας τυφλός μηχανισμός που καταπίνει και καταστρέφει τα πάντα. Οι άνθρωποι δεν θα νικήσουν τον θάνατο. Μπορούν όμως να δώσουν ανθρώπινη αξία στη ζωή τους. Να δημιουργήσουν. Αυτή δεν είναι η αιώνια μάχη ανάμεσα στη φύση και στον πολιτισμό; Ο Αχιλλέας και ο Πρίαμος θρηνούν μαζί· αλληλοκοιτάζονται, αλληλοθαυμάζονται: αναγνωρίζουν ο ένας στο πρόσωπο του άλλου τον μακρινό πατέρα και τον χαμένο γιο αντίστοιχα. Ανακαλύπτουν ότι είναι άνθρωποι μέσα σε έναν κόσμο αδιάφορο. Είναι δύσκολο να φανταστούμε πιο συγκλονιστική σκηνή. Να αναγνωρίσεις ότι είσαι άνθρωπος κι εσύ ανάμεσα στους ανθρώπους, να μάθεις να ζεις μαζί τους.
Το ποίημα πιάνει την ιστορία από το τέλος. Ο Αχιλλέας κηρύσσει ανακωχή για την ταφή. Έπειτα ο πόλεμος θα συνεχιστεί: είναι ανώφελο να τρέφουμε αυταπάτες, οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Ο ποιητής της δύναμης έδειξε όμως και κάτι ακόμη. «Ο Όμηρος δεν υμνεί τον θρίαμβο της νικηφόρας δύναμης, αλλά την ανθρώπινη αντοχή μέσα στη συμφορά»: ιδού, διά στόματος Ρέιτσελ Μπεσπάλοφ, το τελευταίο μάθημα του ποιητή. Σε μια γωνιά της σκηνής, στα πόδια του Αχιλλέα, κείτεται η καινούργια ολόλαμπρη ασπίδα του: πιο πέρα ένα ποτάμι ρέει ορμητικό· στη μέση βρίσκεται μια πόλη, κάποιον γάμο γιορτάζουν, κάτι παιδιά χορεύουν.
Διότι στον Όμηρο υπάρχει μεν η δύναμη, αλλά δεν περιβάλλεται από καμία αίγλη. Τίποτε άλλο δεν υπάρχει να αφυπνιστεί εκτός από την αυταπάτη εκείνου που θαρρεί πως μπορεί να ελέγξει τη δύναμη και, αναπόφευκτα, γίνεται έρμαιό της. Όλοι ανεξαιρέτως μέσα στο έπος ισχυρίζονται ότι υπηρετούν το δίκιο και θεωρούν ότι έχουν κάθε δικαίωμα να επιβάλουν τη θέλησή τους. Το αποτέλεσμα όμως είναι πάντοτε διαφορετικό από τις προσδοκίες, οι συνέπειες οδυνηρές. Ο Αγαμέμνονας πιστεύει ότι μπορεί να υποτάξει τον Αχιλλέα και γίνεται εντέλει μάρτυρας της ήττας του στρατού του· ο Αχιλλέας, προκειμένου να ταπεινώσει τον Αγαμέμνονα, προκαλεί τον θάνατο του πιο αγαπημένου φίλου του· ο Πάτροκλος και ο Έκτορας υπερβαίνουν τα όρια και το πληρώνουν με τη ζωή τους. Αυτή τη μεθυσμένη δύναμη όλοι πιστεύουν πως την κατέχουν, αλλά κανένας δεν την κατέχει στ’ αλήθεια· «τι ο Άρης σε χάρες είναι αµάθητος, κι όποιος χτυπάει χτυπά τον». Νικητές και νικημένοι μοιάζουν. Η δύναμη είναι μια αυταπάτη.
Η υπόθεση είναι γνωστή και θα επαναλαμβάνεται επ’ αόριστον στην ανθρώπινη Ιστορία. Ο Όμηρος την τραγουδά με άπειρη συμπόνια και ενσυναίσθηση. Και καλά κάνει, διότι αυτοί οι ήρωες που όλα τα κάνουν σε βαθμό υπερβολής – τρώνε σαν κτήνη, σκοτώνουν χωρίς οίκτο, χύνουν ποταμούς δακρύων, τσακώνονται σαν μωρά παιδιά, διοικούν μιλιούνια στρατιωτών – είναι εντέλει σαν εμάς: όπως κι εμείς, αντιμετωπίζουν δύσκολες καταστάσεις, παλεύουν, φροντίζουν για τους αγαπημένους τους, αγανακτούν με την αδικία. Έλληνες ή Τρώες, είναι άνθρωποι που υποφέρουν και αγωνίζονται: άλλοτε κερδίζουν και άλλοτε χάνουν κυνηγώντας τα πάθη τους, εκτεθειμένοι στις αντιφάσεις της ύπαρξης. Σφάλλουν επειδή ζουν. Η Ιλιάδα ή το ποίημα της δύναμης (αυτός είναι ο τίτλος του δοκιμίου της Σιμόν Βέιλ) είναι ένας στοχασμός πάνω σε αυτό το μίγμα μεγαλείου και δυστυχίας που είναι σε τελική ανάλυση ο άνθρωπος.
Έτσι, χωρίς να κρίνει, ο Όμηρος δίνει το μάθημά του. Δίκαια και συμφέροντα, επιθυμίες και ιδέες διαπλέκονται αδιάκοπα μέχρι που γίνονται ένα αξεδιάλυτο κουβάρι. Ο Αχιλλέας και ο Αγαμέμνονας είχαν και οι δύο δίκιο και άδικο ταυτόχρονα. Είναι μεγάλος ο πειρασμός, και συνάμα τόσο ανθρώπινος, να οχυρωθούμε πίσω από τις πεποιθήσεις μας απορρίπτοντας οποιαδήποτε αναμέτρηση με άλλες απόψεις, επιλέγοντας τον δρόμο της σύγκρουσης. Προτού γίνει η μεγάλη έκρηξη, μήπως θα ήταν καλύτερα να ελέγξουμε αν θα μπορούσαμε να απενεργοποιήσουμε τον μηχανισμό ανάφλεξης;
Βρισκόμαστε ακόμα στα ρηχά. Για να κατανοήσουμε το βαθύτερο μήνυμα της Ιλιάδας πρέπει να παρακολουθήσουμε την ιστορία του Αχιλλέα, του πιο σπουδαίου, του πιο ωραίου, του πιο δυνατού ήρωα. Αυτό που διακρίνει τον Αχιλλέα είναι η διαύγεια με την οποία αντιμετωπίζει τη μαύρη τρύπα της Ιλιάδας, τη μεγαλύτερη πηγή άγχους στη ζωή των ανθρώπων. Ο πυρήνας του ποιήματος δεν είναι ούτε η δύναμη ούτε η σύγκρουση: είναι ο θάνατος.
Ο Τρωικός πόλεμος διήρκεσε δέκα χρόνια· η αφήγηση της Ιλιάδας καλύπτει περίπου πενήντα μέρες. Όλο το ζουμί όμως βρίσκεται στις δυο τρεις μέρες που ακολουθούν τον θάνατο του Πατρόκλου, όταν ο Αχιλλέας απαρνείται τα πάντα για να αφοσιωθεί στην αναζήτηση του έσχατου νοήματος των πραγμάτων, για να αναμετρηθεί με το παράλογο της ανθρώπινης κατάστασης. Αίφνης ο θάνατος αποκαλύπτεται ως αυτό που πραγματικά είναι: ένα σκάνδαλο, το οποίο καταλύει και την παραμικρή αξία της ανθρώπινης ύπαρξης, κάθε μεμονωμένου ανθρώπινου όντος και της ανθρωπότητας στο σύνολό της. Εφήμερα πλάσματα, που τη μια μέρα εμφανίζονται και την άλλη εξαφανίζονται, απορροφώμενα σε μια διαδικασία αέναου μετασχηματισμού. «Καθώς των φύλλων, απαράλλαχτη κι η φύτρα των ανθρώπων». Τι νόημα έχουν όλα αυτά;
Κανένα νόημα, αυτή είναι η απάντηση του Αχιλλέα, μια ολέθρια μήνις που δεν έχει πλέον τίποτα ανθρώπινο. Αν λοιπόν τίποτα δεν έχει νόημα, όλα πρέπει να καταστραφούν. Άνετα θα μπορούσε κάποιος να ανακηρύξει τον Αχιλλέα στον πρώτο μηδενιστή. Οπωσδήποτε η σκοτεινή πλευρά του Νταρθ Βέιντερ, με την ταπεινή φιλοδοξία του να κατακτήσει το σύμπαν, ωχριά μπροστά σε τόση ριζοσπαστικότητα. Το ποίημα εισέρχεται σε ονειρική διάσταση, μεταμορφώνεται σε εφιάλτη. Ο Αχιλλέας σκοτώνει όποιον βρεθεί στο διάβα του, παλεύει με ένα ποτάμι ξέχειλο από πτώματα, διαμελίζει τη σορό του Έκτορα.
Όταν όμως ο Αχιλλέας αγγίζει το έσχατο σημείο της απελπισίας, τότε καταλαβαίνει. Τον επισκέπτεται στη σκηνή του ο Πρίαμος, ο βασιλιάς της Τροίας, ο πατέρας του Έκτορα. Εκλιπαρεί τον φονιά του γιου του να του παραδώσει τη σορό για να μπορέσει να τη θάψει. Μπροστά σε μια τέτοια χειρονομία, ο Αχιλλέας κατακτά μια νέα συνειδητοποίηση της ανθρώπινης κατάστασης. Μια ταφική τελετή είναι η απόπειρά μας να δώσουμε ανθρώπινο νόημα και αξία στη βάναυση πραγματικότητα ενός σώματος που αποσυντίθεται. Αυτό επιθυμεί ο Πρίαμος, και ο Αχιλλέας καταφέρνει τελικά να αποδεχτεί το γεγονός και της δικής του θνητότητας. Ο κόσμος γύρω μας δεν έχει πιθανότατα κανένα απολύτως νόημα, είναι ένας τυφλός μηχανισμός που καταπίνει και καταστρέφει τα πάντα. Οι άνθρωποι δεν θα νικήσουν τον θάνατο. Μπορούν όμως να δώσουν ανθρώπινη αξία στη ζωή τους. Να δημιουργήσουν. Αυτή δεν είναι η αιώνια μάχη ανάμεσα στη φύση και στον πολιτισμό; Ο Αχιλλέας και ο Πρίαμος θρηνούν μαζί· αλληλοκοιτάζονται, αλληλοθαυμάζονται: αναγνωρίζουν ο ένας στο πρόσωπο του άλλου τον μακρινό πατέρα και τον χαμένο γιο αντίστοιχα. Ανακαλύπτουν ότι είναι άνθρωποι μέσα σε έναν κόσμο αδιάφορο. Είναι δύσκολο να φανταστούμε πιο συγκλονιστική σκηνή. Να αναγνωρίσεις ότι είσαι άνθρωπος κι εσύ ανάμεσα στους ανθρώπους, να μάθεις να ζεις μαζί τους.
Το ποίημα πιάνει την ιστορία από το τέλος. Ο Αχιλλέας κηρύσσει ανακωχή για την ταφή. Έπειτα ο πόλεμος θα συνεχιστεί: είναι ανώφελο να τρέφουμε αυταπάτες, οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Ο ποιητής της δύναμης έδειξε όμως και κάτι ακόμη. «Ο Όμηρος δεν υμνεί τον θρίαμβο της νικηφόρας δύναμης, αλλά την ανθρώπινη αντοχή μέσα στη συμφορά»: ιδού, διά στόματος Ρέιτσελ Μπεσπάλοφ, το τελευταίο μάθημα του ποιητή. Σε μια γωνιά της σκηνής, στα πόδια του Αχιλλέα, κείτεται η καινούργια ολόλαμπρη ασπίδα του: πιο πέρα ένα ποτάμι ρέει ορμητικό· στη μέση βρίσκεται μια πόλη, κάποιον γάμο γιορτάζουν, κάτι παιδιά χορεύουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου