Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Σφῆκες (1326-1363)

ΦΙ. ἄνεχε πάρεχε·
κλαύσεταί τις τῶν ὄπισθεν
ἐπακολουθούντων ἐμοί.
οἷον, εἰ μὴ ᾽ρρήσεθ᾽, ὑμᾶς,
1330 ὦ πόνηροι, ταυτῃὶ τῇ
δᾳδὶ φρυκτοὺς σκευάσω.
ΣΥΜΠΟΤΗΣ
ἦ μὴν σὺ δώσεις αὔριον τούτων δίκην
ἡμῖν ἅπασι, κεἰ σφόδρ᾽ εἶ νεανίας.
ἁθρόοι γὰρ ἥξομέν σε προσκαλούμενοι.
1335 ΦΙ. ἰὴ ἰεῦ, καλούμενοι.
ἀρχαῖά γ᾽ ὑμῶν· ἆρά γ᾽ ἴσθ᾽
ὡς οὐδ᾽ ἀκούων ἀνέχομαι
δικῶν; ἰαιβοῖ, αἰβοῖ.
τάδε μ᾽ ἀρέσκει· βάλλε κημούς.
1340 οὐκ ἄπει; ποῦ ᾽στ᾽ ἠλιαστής; ἐκποδών.
ἀνάβαινε δεῦρο, χρυσομηλολόνθιον,
τῇ χειρὶ τουδὶ λαβομένη τοῦ σχοινίου.
ἔχου· φυλάττου δ᾽, ὡς σαπρὸν τὸ σχοινίον·
ὅμως γε μέντοι τριβόμενον οὐκ ἄχθεται.
1345 ὁρᾷς ἐγώ σ᾽ ὡς δεξιῶς ὑφειλόμην
μέλλουσαν ἤδη λεσβιᾶν τοὺς ξυμπότας·
ὧν εἵνεκ᾽ ἀπόδος τῷ πέει τῳδὶ χάριν.
ἀλλ᾽ οὐκ ἀποδώσεις οὐδ᾽ ἐφιαλεῖς, οἶδ᾽ ὅτι,
ἀλλ᾽ ἐξαπατήσεις κἀγχανεῖ τούτῳ μέγα·
1350 πολλοῖς γὰρ ἤδη χἀτέροις ταῦτ᾽ ἠργάσω.
ἐὰν γένῃ δὲ μὴ κακὴ νυνὶ γυνή,
ἐγώ σ᾽, ἐπειδὰν οὑμὸς υἱὸς ἀποθάνῃ,
λυσάμενος ἕξω παλλακήν, ὦ χοιρίον.
νῦν δ᾽ οὐ κρατῶ πω τῶν ἐμαυτοῦ χρημάτων·
1355 νέος γάρ εἰμι. καὶ φυλάττομαι σφόδρα·
τὸ γὰρ ὑίδιον τηρεῖ με, κἄστι δύσκολον
κἄλλως κυμινοπριστοκαρδαμογλύφον.
ταῦτ᾽ οὖν περί μου δέδοικε μὴ διαφθαρῶ·
πατὴρ γὰρ οὐδείς ἐστιν αὐτῷ πλὴν ἐμοῦ.
1360 ὁδὶ δὲ καὐτός· ἐπὶ σὲ κἄμ᾽ ἔοικε θεῖν.
ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα στῆθι τάσδε τὰς δετὰς
λαβοῦσ᾽, ἵν᾽ αὐτὸν τωθάσω νεανικῶς,
οἵοις ποθ᾽ οὗτος ἐμὲ πρὸ τῶν μυστηρίων.

***
ΦΙΛ., τραγουδά.
Κράτησε ψηλά το φως·
οχ ας φέξει, ας φέξει, ας φέξει·
όποιος πίσω μου έρχεται,
άσκημα, άσκημα θα μπλέξει.
Γκρεμιστείτε, στην οργή,
μη με παίρνετε από πίσω·
1330 ειδεμή με το δαδί
θα σας ξεροκαβουρδίσω.
ΕΝΑΣ ΣΥΜΠΟΤΗΣ
Αύριο θα δώσεις λόγο για όλα τούτα
σ᾽ όλους εμάς, κι ας κάνεις τον καμπόσο·
μήνυση θα σου κάμουμε όλοι αντάμα.
ΦΙΛ., τραγουδώντας.
Μήνυση! Χα χα!
Βρε πού ζείτε ακόμα;
Τέτοια λέξη πια
να μην πει το στόμα·
δίκες, κάλπες, πουφ,
στην οργή να πάνε.
Χαϊδεύει την αυλητρίδα.
Νά τί θέλω εγώ,
να τί με μεθάνε.
1340 Γιά φέρτε μου έναν ένορκο. — Μπρος, δρόμο!
Οι ξένοι που τον ακολουθούσαν φεύγουν με απειλητικές χειρονομίες·
ο Φιλοκλέωνας μιλεί τώρα στην αυλητρίδα, που την παίρνει
από το χέρι και την οδηγεί προς το σπίτι του.
Εσύ έλα, χρυσομάμουνό μου, ανέβα·
πιάσου, κρατήσου απ᾽ το σκοινάκι τούτο·
ναι, πιάσου, αλλ᾽ απαλά, γιατ᾽ είναι σάπιο·
ωστόσο λίγο τρίψιμο το θέλει.
Είδες με πόση σ᾽ έκλεψα ξυπνάδα
την ώρα που έτοιμη ήσουν να χαρίσεις
τη λεσβιακή ηδονή στους χαροκόπους·
γι᾽ αυτό λοιπόν κι εσύ ευχαρίστησέ το.
Αλλά δε θα το κάμεις, βέβαιος είμαι,
θα με γελάσεις, θα με κοροϊδέψεις·
1350 σαν πόσους θα κορόιδεψες ώς τώρα!
Μα αν δείξεις καλοσύνη, θα πληρώσω
λύτρα για σε, και, ελεύθερη, χρυσό μου,
θα σ᾽ έχω φιλενάδα, σαν πεθάνει
ο γιος μου. Τώρα ακόμα δεν ορίζω
το βιος μου· ναι, είμαι νέος και με φυλάνε·
ο γιος μου δε μ᾽ αφήνει από κοντά του·
κι είναι σπαγκοραμμένος και γρινιάρης.
Φοβάται κιόλας μην παραστρατίσω·
μονάκριβο πατέρα μ᾽ έχει, βλέπεις.
1360 Μα νά τος, τρέχει, εμάς τους δυο γυρεύει.
Πιάσ᾽ το δαυλό και κάνε το άγαλμα· ίσια!
Η αυλητρίδα κάνει αυτό που της λένε.
Στο μεζέ θα τον πάρω, όπως εκείνος
εμένα, πριν να μπω στα νέα μυστήρια.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου