Είναι τόσο δύσκολο λοιπόν το να μην κάνουμε τίποτα; Οι ρυθμοί τρέχουν με την ταχύτητα του φωτός και εμείς καλούμαστε να ακολουθήσουμε και να λάβουμε μέρος σε αυτόν τον αέναο χορό της καθημερινότητας, περιμένοντας και μετρώντας τις μέρες και τις ώρες που μας χωρίζουν από το πολυπόθητο Σαββατοκύριακο.
Όπου όταν επιτέλους αυτό έρθει, εμείς καλούμαστε να συνεχίσουμε να κάνουμε πράγματα γιατί πολύ απλά λέμε στον εαυτό μας: «έχουμε χρόνο…» τον οποίο πρέπει να εκμεταλλευτούμε, να κάνουμε όλες εκείνες τις δουλειές που αφήσαμε για όταν θα «έχουμε χρόνο…», όλες εκείνες τις δουλειές που περιμένουν στην ουρά για να πληρώσουν το πολύτιμο αντίτιμο του δικού μας χρόνου. Χρόνος που αν δεν εκμεταλλευτεί ως το έπακρο με την μεγαλύτερη δυνατή απόδοση από εμάς, έρχεται το βράδυ της Κυριακής που ξαπλώνουμε στο κρεβάτι μας με τη σκέψη πως πέρασε άλλο ένα Σαββατοκύριακο χωρίς να κάνουμε τίποτα ουσιαστικό, πως δεν προλάβαμε πάλι.
Πότε ήταν η τελευταία φορά που δώσαμε στον εαυτό μας το δικαίωμα της παύσης; Ούτε που θυμόμαστε καν. Γιατί απλά, το να μην κάνουμε τίποτα, είναι χάσιμο χρόνου.
Πολλοί έχουμε δώσει όνομα σε αυτό το τίποτα που διεκδικεί μια θέση στην καθημερινή μας ρουτίνα. Το ονομάζουνε διαλογισμό, μεσημεριανή σιέστα η ακόμα και τεμπελιά με όλα τα ενοχικά συναισθήματα που συνοδεύουν αυτό τον προσδιορισμό.
Το να καθόμαστε χωρίς να κάνουμε τίποτα από πολλούς θεωρείται κακός οιωνός, μας ρωτούν αν μας στενοχωρεί ή απασχολεί κάτι ή αν θέλουμε να συζητήσουμε για να βρούμε λύσεις. Να πάρουμε δραστικά μέτρα.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως έχουμε στερήσει από τους ανθρώπους γύρω μας αλλά πρωτίστως από τον ίδιο μας τον εαυτό το δικαίωμα του «τίποτα». Το δικαίωμα της εσωτερικής ένωσης με τον εαυτό μας. Κάτι που δεν εκφράζεται προς τα έξω με κάποιο τρόπο, χωρίς να υπάρχει σε αυτήν την ενέργεια κάποιο ορατό αποτέλεσμα ώστε να πούμε: «ορίστε, έκανα αυτό… ή πραγματοποίησα το τάδε….». Το «τίποτα» λοιπόν, δεν μας επιτρέπεται και είναι αυτό που γεμίζει ενοχές και άγχος την ψυχή και το νου μας.
Πολλές φορές συναντάμε την έννοια «αυτογνωσία», η οποία ουσιαστικά αφορά την γνωριμία με τον εαυτό και την ακρόαση των εσωτερικών διαλόγων που πραγματοποιούμε καθημερινά. Κρίνουμε τις σκέψεις, τα συναισθήματα και την συμπεριφορά μας βλέποντας τον εαυτό μας με τα μάτια ενός άλλου, διαφοροποιημένοι από αυτόν.
Τι γίνεται όμως όταν δεν ακούμε τους εσωτερικούς μας διαλόγους επειδή δεν υπάρχει χρόνος; Δημιουργούνται εσωτερικές διαμάχες και αυτό αποδεικνύει πως δεν είμαστε σε θέση να αποδεχτούμε τον εαυτό μας και να καταλάβουμε πως αυτός ο εσωτερικός διάλογος επηρεάζει όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας.
Όταν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να μην κάνει τίποτα, είναι σαν να αφουγκραζόμαστε την εσωτερική μας φωνή, τα ένστικτά μας, που τόσο πολύ έχουμε χάσει σήμερα. Είναι σαν να επιτρέπουμε σε ένα αγαπημένο μας πρόσωπο να μας μιλήσει, να ακούσουμε τους προβληματισμούς και τα «θέλω» του. Να του επιτρέψουμε να μας εμπιστευθεί, κάτι που έχουμε χάσει στη σχέση μας με τον εαυτό.
Η τέχνη του «τίποτα» λοιπόν, δεν διδάσκεται από κάποια σχολή καθώς επίσης δεν υπάρχει και κάποιο πτυχίο που να επιβεβαιώνει το πόσο την κατέχουμε. Την τέχνη του «τίποτα» τη φέρουμε μέσα μας από πολύ παλιά.
Το να ακούμε το «μέσα» μας είναι τέχνη που τη γνωρίζουμε από τότε που πατήσαμε για πρώτη φορά το πόδι μας σε αυτόν τον πλανήτη⋅ σκοπός είναι να θυμηθούμε. Να θυμηθούμε το πώς να ακούμε τον εαυτό μας και το πώς να τον εμπιστευόμαστε, να θυμηθούμε πώς να ησυχάζουμε όλον αυτόν τον θόρυβο που επικρατεί μέσα μας και γύρω μας. Να θυμηθούμε πώς το κελάηδισμα των πουλιών και το κελαρυστό νερό, δεν ακούγεται στις μεγαλουπόλεις.
Όπου όταν επιτέλους αυτό έρθει, εμείς καλούμαστε να συνεχίσουμε να κάνουμε πράγματα γιατί πολύ απλά λέμε στον εαυτό μας: «έχουμε χρόνο…» τον οποίο πρέπει να εκμεταλλευτούμε, να κάνουμε όλες εκείνες τις δουλειές που αφήσαμε για όταν θα «έχουμε χρόνο…», όλες εκείνες τις δουλειές που περιμένουν στην ουρά για να πληρώσουν το πολύτιμο αντίτιμο του δικού μας χρόνου. Χρόνος που αν δεν εκμεταλλευτεί ως το έπακρο με την μεγαλύτερη δυνατή απόδοση από εμάς, έρχεται το βράδυ της Κυριακής που ξαπλώνουμε στο κρεβάτι μας με τη σκέψη πως πέρασε άλλο ένα Σαββατοκύριακο χωρίς να κάνουμε τίποτα ουσιαστικό, πως δεν προλάβαμε πάλι.
Πότε ήταν η τελευταία φορά που δώσαμε στον εαυτό μας το δικαίωμα της παύσης; Ούτε που θυμόμαστε καν. Γιατί απλά, το να μην κάνουμε τίποτα, είναι χάσιμο χρόνου.
Πολλοί έχουμε δώσει όνομα σε αυτό το τίποτα που διεκδικεί μια θέση στην καθημερινή μας ρουτίνα. Το ονομάζουνε διαλογισμό, μεσημεριανή σιέστα η ακόμα και τεμπελιά με όλα τα ενοχικά συναισθήματα που συνοδεύουν αυτό τον προσδιορισμό.
Το να καθόμαστε χωρίς να κάνουμε τίποτα από πολλούς θεωρείται κακός οιωνός, μας ρωτούν αν μας στενοχωρεί ή απασχολεί κάτι ή αν θέλουμε να συζητήσουμε για να βρούμε λύσεις. Να πάρουμε δραστικά μέτρα.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως έχουμε στερήσει από τους ανθρώπους γύρω μας αλλά πρωτίστως από τον ίδιο μας τον εαυτό το δικαίωμα του «τίποτα». Το δικαίωμα της εσωτερικής ένωσης με τον εαυτό μας. Κάτι που δεν εκφράζεται προς τα έξω με κάποιο τρόπο, χωρίς να υπάρχει σε αυτήν την ενέργεια κάποιο ορατό αποτέλεσμα ώστε να πούμε: «ορίστε, έκανα αυτό… ή πραγματοποίησα το τάδε….». Το «τίποτα» λοιπόν, δεν μας επιτρέπεται και είναι αυτό που γεμίζει ενοχές και άγχος την ψυχή και το νου μας.
Πολλές φορές συναντάμε την έννοια «αυτογνωσία», η οποία ουσιαστικά αφορά την γνωριμία με τον εαυτό και την ακρόαση των εσωτερικών διαλόγων που πραγματοποιούμε καθημερινά. Κρίνουμε τις σκέψεις, τα συναισθήματα και την συμπεριφορά μας βλέποντας τον εαυτό μας με τα μάτια ενός άλλου, διαφοροποιημένοι από αυτόν.
Τι γίνεται όμως όταν δεν ακούμε τους εσωτερικούς μας διαλόγους επειδή δεν υπάρχει χρόνος; Δημιουργούνται εσωτερικές διαμάχες και αυτό αποδεικνύει πως δεν είμαστε σε θέση να αποδεχτούμε τον εαυτό μας και να καταλάβουμε πως αυτός ο εσωτερικός διάλογος επηρεάζει όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας.
Όταν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να μην κάνει τίποτα, είναι σαν να αφουγκραζόμαστε την εσωτερική μας φωνή, τα ένστικτά μας, που τόσο πολύ έχουμε χάσει σήμερα. Είναι σαν να επιτρέπουμε σε ένα αγαπημένο μας πρόσωπο να μας μιλήσει, να ακούσουμε τους προβληματισμούς και τα «θέλω» του. Να του επιτρέψουμε να μας εμπιστευθεί, κάτι που έχουμε χάσει στη σχέση μας με τον εαυτό.
Η τέχνη του «τίποτα» λοιπόν, δεν διδάσκεται από κάποια σχολή καθώς επίσης δεν υπάρχει και κάποιο πτυχίο που να επιβεβαιώνει το πόσο την κατέχουμε. Την τέχνη του «τίποτα» τη φέρουμε μέσα μας από πολύ παλιά.
Το να ακούμε το «μέσα» μας είναι τέχνη που τη γνωρίζουμε από τότε που πατήσαμε για πρώτη φορά το πόδι μας σε αυτόν τον πλανήτη⋅ σκοπός είναι να θυμηθούμε. Να θυμηθούμε το πώς να ακούμε τον εαυτό μας και το πώς να τον εμπιστευόμαστε, να θυμηθούμε πώς να ησυχάζουμε όλον αυτόν τον θόρυβο που επικρατεί μέσα μας και γύρω μας. Να θυμηθούμε πώς το κελάηδισμα των πουλιών και το κελαρυστό νερό, δεν ακούγεται στις μεγαλουπόλεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου