[IX] Ἀπορήσειε δ᾽ ἄν τις, εἰ ἱκανῶς διώρισται περὶ τοῦ ἀδικεῖσθαι καὶ ἀδικεῖν, πρῶτον μὲν εἰ ἔστιν ὥσπερ Εὐριπίδης εἴρηκε, λέγων ἀτόπως
-μητέρα κατέκταν τὴν ἐμήν, βραχὺς λόγος.
-ἑκὼν ἑκοῦσαν, ἢ ‹οὐχ› ἑκοῦσαν οὐχ ἑκών;
πότερον γὰρ ὡς ἀληθῶς ἔστιν ἑκόντα ἀδικεῖσθαι, ἢ οὒ ἀλλ᾽ ἀκούσιον ἅπαν, ὥσπερ καὶ τὸ ἀδικεῖν πᾶν ἑκούσιον; καὶ ἆρα πᾶν οὕτως ἢ ἐκείνως, [ὥσπερ καὶ τὸ ἀδικεῖν πᾶν ἑκούσιον,] ἢ τὸ μὲν ἑκούσιον τὸ δ᾽ ἀκούσιον; ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ δικαιοῦσθαι· τὸ γὰρ δικαιοπραγεῖν πᾶν ἑκούσιον· ὥστ᾽ εὔλογον ἀντικεῖσθαι ὁμοίως καθ᾽ ἑκάτερον, τό τ᾽ ἀδικεῖσθαι καὶ δικαιοῦσθαι ἢ ἑκούσιον ἢ ἀκούσιον εἶναι. ἄτοπον δ᾽ ἂν δόξειε καὶ ἐπὶ τοῦ δικαιοῦσθαι, εἰ πᾶν ἑκούσιον· ἔνιοι γὰρ δικαιοῦνται οὐχ ἑκόντες. ἔπειτα καὶ τόδε διαπορήσειεν ἄν τις, πότερον ὁ τὸ ἄδικον πεπονθὼς ἀδικεῖται πᾶς, ἢ ὥσπερ καὶ ἐπὶ τοῦ πράττειν, καὶ ἐπὶ τοῦ πάσχειν ἐστίν· κατὰ συμβεβηκὸς γὰρ ἐνδέχεται ἐπ᾽ ἀμφοτέρων μεταλαμβάνειν τῶν δικαίων· ὁμοίως δὲ δῆλον ὅτι καὶ ἐπὶ τῶν ἀδίκων· οὐ γὰρ ταὐτὸν τὸ τἄδικα πράττειν τῷ ἀδικεῖν οὐδὲ τὸ ἄδικα πάσχειν τῷ ἀδικεῖσθαι· ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ δικαιοπραγεῖν καὶ δικαιοῦσθαι· ἀδύνατον γὰρ ἀδικεῖσθαι μὴ ἀδικοῦντος ἢ δικαιοῦσθαι μὴ δικαιοπραγοῦντος. εἰ δ᾽ ἐστὶν ἁπλῶς τὸ ἀδικεῖν τὸ βλάπτειν ἑκόντα τινά, τὸ δ᾽ ἑκόντα εἰδότα καὶ ὃν καὶ ᾧ καὶ ὥς, ὁ δ᾽ ἀκρατὴς ἑκὼν βλάπτει αὐτὸς αὑτόν, ἑκών τ᾽ ἂν ἀδικοῖτο κἂν ἐνδέχοιτο αὐτὸς αὑτὸν ἀδικεῖν. ἔστι δὲ καὶ τοῦτο ἓν τῶν
[1136b] ἀπορουμένων, εἰ ἐνδέχεται αὐτὸν αὑτὸν ἀδικεῖν. ἔτι ἑκὼν ἄν τις ἀδικεῖσθαι. ἢ οὐκ ὀρθὸς ὁ διορισμός, ἀλλὰ προσθετέον τῷ βλάπτειν εἰδότα καὶ ὃν καὶ ᾧ καὶ ὣς τὸ παρὰ τὴν ἐκείνου βούλησιν; βλάπτεται μὲν οὖν τις ἑκὼν καὶ τἄδικα πάσχει, ἀδικεῖται δ᾽ οὐδεὶς ἑκών· οὐδεὶς γὰρ βούλεται, οὐδ᾽ ὁ ἀκρατής, ἀλλὰ παρὰ τὴν βούλησιν πράττει· οὔτε γὰρ βούλεται οὐδεὶς ὃ μὴ οἴεται εἶναι σπουδαῖον, ὅ τε ἀκρατὴς οὐχ ἃ οἴεται δεῖν πράττειν πράττει. ὁ δὲ τὰ αὑτοῦ διδούς, ὥσπερ Ὅμηρός φησι δοῦναι τὸν Γλαῦκον τῷ Διομήδει «χρύσεα χαλκείων, ἑκατόμβοι᾽ ἐννεαβοίων,» οὐκ ἀδικεῖται· ἐπ᾽ αὐτῷ γάρ ἐστι τὸ διδόναι, τὸ δ᾽ ἀδικεῖσθαι οὐκ ἐπ᾽ αὐτῷ, ἀλλὰ τὸν ἀδικοῦντα δεῖ ὑπάρχειν. περὶ μὲν οὖν τοῦ ἀδικεῖσθαι, ὅτι οὐχ ἑκούσιον, δῆλον.
***
[9] Αν δεχτούμε ότι πετύχαμε να προσδιορίσουμε με τρόπο ικανοποιητικό όσα σχετίζονται με τα θέματα «αδικούμαι» και «αδικώ», μπορεί κανείς να ρωτήσει αν τα πράγματα είναι όπως τα έθεσε ο Ευριπίδης, όταν έλεγε τα εξής παράδοξα:
—Σκότωσα τη μάνα μου, σύντομος και κοφτός ο λόγος μου.
—Το θέλατε κι οι δυο σας; Ή μήπως άθελα κι οι δυο σας;
Αλήθεια, μπορεί κανείς να αδικείται με τη θέλησή του, ή μήπως όχι, αλλά πάντοτε αδικείται χωρίς τη θέλησή του, όπως το να αδικεί είναι κάτι που κανείς το κάνει πάντοτε με τη θέλησή του; Και ισχύει άραγε σε όλες τις περιπτώσεις μόνο το δεύτερο ή μόνο το πρώτο, ή μήπως το να αδικείται κανείς είναι σε άλλες περιπτώσεις εκούσιο και σε άλλες ακούσιο; Το ίδιο και στην περίπτωση που κανείς έχει δίκαιη μεταχείριση· το να πράττει κανείς το δίκαιο είναι πάντοτε εκούσιο· θα μπορούσαμε, επομένως, εύλογα να δεχτούμε ότι και στις δύο περιπτώσεις αναγνωρίζει κανείς εδώ μια παρόμοια αντίθεση: το να αδικείται κανείς και το να έχει δίκαιη μεταχείριση είναι κάτι το εκούσιο ή κάτι το ακούσιο. Και όμως θα φαινόταν παράδοξο να ήταν πάντοτε εκούσιο και το να έχει κανείς δίκαιη μεταχείριση· γιατί κάποιοι έχουν τη δίκαιη μεταχείριση και χωρίς τη θέλησή τους. Άλλωστε θα μπορούσε κανείς να θέσει και το ερώτημα: Άραγε αυτός που υπέστη μια αδικία υφίσταται πάντοτε αδικία, ή μήπως αυτό που συμβαίνει στην περίπτωση «κάνω αδικία» συμβαίνει και στην περίπτωση «υφίσταμαι αδικία»; Και στις δύο δηλαδή περιπτώσεις είναι ενδεχόμενο η δίκαιη πράξη να γίνεται συμπτωματικά, όπως επίσης —το πράγμα είναι ολοφάνερο— και η αδικία· γιατί το να κάνει κανείς άδικες πράξεις δεν είναι το ίδιο με το να είναι άδικος, ούτε και το να υφίσταται αδικίες είναι ίδιο με το να αδικείται· παρόμοια και στην περίπτωση «κάνει κανείς δίκαιες πράξεις» και «έχει κανείς δίκαιη μεταχείριση»· είναι, πράγματι, αδύνατο να υποστεί κανείς αδικία, αν δεν υπάρχει αυτός που θα την κάνει, ή να έχει δίκαιη μεταχείριση, αν δεν υπάρχει αυτός που θα κάνει τη δίκαιη πράξη.
Αν όμως «αδικώ» θα πει γενικά «βλάπτω κάποιον με τη θέλησή μου», και «με τη θέλησή μου» θα πει «γνωρίζοντας και αυτόν που βλάπτω και με τί τον βλάπτω και πώς τον βλάπτω», και αν ο ακρατής άνθρωπος βλάπτει με τη θέλησή του ο ίδιος τον εαυτό του, τότε θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο ακρατής άνθρωπος αδικείται με τη θέλησή του και, ακόμη, ότι είναι δυνατό να αδικεί ο ίδιος τον εαυτό του — είναι και αυτό ένα
[1136b] από τα ερωτήματα που τίθενται, αν δηλαδή μπορεί κανείς να αδικεί ο ίδιος τον εαυτό του. Επίσης: Θα μπορούσε κανείς να βλαφτεί με τη θέλησή του, λόγω ακρασίας, από κάποιον άλλον που ενεργεί με τη θέλησή του, έτσι ώστε να μπορούμε να πούμε ότι ο άνθρωπος αυτός αδικείται με τη θέλησή του. Μήπως όμως ο ορισμός μας δεν είναι σωστός και πρέπει να συμπληρώσουμε τη φράση μας «βλάπτει κανείς ξέροντας και ποιόν βλάπτει και με τί τον βλάπτει και πώς τον βλάπτει» με την προσθήκη «παρά τη θέληση του βλαπτόμενου»;
Συμπέρασμα: Βλάπτεται κανείς με τη θέλησή του και υπομένει αδικίες με τη θέλησή του, κανένας όμως δεν αδικείται με τη θέλησή του· γιατί κανένας δεν θέλει να αδικείται, ούτε και ο ακρατής, που απλώς ενεργεί αντίθετα με τη θέλησή του· γιατί κανένας δεν επιθυμεί πράγματα για τα οποία είναι βέβαιος ότι δεν είναι καλά, ο ακρατής όμως άνθρωπος δεν κάνει αυτά που κατάβάθος πιστεύει ότι θα έπρεπε να κάνει. Ο άνθρωπος, από την άλλη, που χαρίζει τα δικά του πράγματα σε κάποιον άλλον (όπως λέει και ο Όμηρος για τον Γλαύκο ότι άλλαξε τα όπλα του με τα όπλα του Διομήδη χρυσά με χάλκινα, αξίας εκατό βοδιών με εννιά βοδιών αξίας) δεν αδικείται· γιατί είναι στο δικό του χέρι να τα δώσει ή να μη τα δώσει, το να αδικείται όμως δεν είναι κάτι που εξαρτάται από αυτόν: πρέπει να υπάρξει αυτός που θα κάνει την αδικία.
Έγινε λοιπόν φανερό ότι δεν αδικείται κανείς με τη θέλησή του.
-μητέρα κατέκταν τὴν ἐμήν, βραχὺς λόγος.
-ἑκὼν ἑκοῦσαν, ἢ ‹οὐχ› ἑκοῦσαν οὐχ ἑκών;
πότερον γὰρ ὡς ἀληθῶς ἔστιν ἑκόντα ἀδικεῖσθαι, ἢ οὒ ἀλλ᾽ ἀκούσιον ἅπαν, ὥσπερ καὶ τὸ ἀδικεῖν πᾶν ἑκούσιον; καὶ ἆρα πᾶν οὕτως ἢ ἐκείνως, [ὥσπερ καὶ τὸ ἀδικεῖν πᾶν ἑκούσιον,] ἢ τὸ μὲν ἑκούσιον τὸ δ᾽ ἀκούσιον; ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ δικαιοῦσθαι· τὸ γὰρ δικαιοπραγεῖν πᾶν ἑκούσιον· ὥστ᾽ εὔλογον ἀντικεῖσθαι ὁμοίως καθ᾽ ἑκάτερον, τό τ᾽ ἀδικεῖσθαι καὶ δικαιοῦσθαι ἢ ἑκούσιον ἢ ἀκούσιον εἶναι. ἄτοπον δ᾽ ἂν δόξειε καὶ ἐπὶ τοῦ δικαιοῦσθαι, εἰ πᾶν ἑκούσιον· ἔνιοι γὰρ δικαιοῦνται οὐχ ἑκόντες. ἔπειτα καὶ τόδε διαπορήσειεν ἄν τις, πότερον ὁ τὸ ἄδικον πεπονθὼς ἀδικεῖται πᾶς, ἢ ὥσπερ καὶ ἐπὶ τοῦ πράττειν, καὶ ἐπὶ τοῦ πάσχειν ἐστίν· κατὰ συμβεβηκὸς γὰρ ἐνδέχεται ἐπ᾽ ἀμφοτέρων μεταλαμβάνειν τῶν δικαίων· ὁμοίως δὲ δῆλον ὅτι καὶ ἐπὶ τῶν ἀδίκων· οὐ γὰρ ταὐτὸν τὸ τἄδικα πράττειν τῷ ἀδικεῖν οὐδὲ τὸ ἄδικα πάσχειν τῷ ἀδικεῖσθαι· ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ δικαιοπραγεῖν καὶ δικαιοῦσθαι· ἀδύνατον γὰρ ἀδικεῖσθαι μὴ ἀδικοῦντος ἢ δικαιοῦσθαι μὴ δικαιοπραγοῦντος. εἰ δ᾽ ἐστὶν ἁπλῶς τὸ ἀδικεῖν τὸ βλάπτειν ἑκόντα τινά, τὸ δ᾽ ἑκόντα εἰδότα καὶ ὃν καὶ ᾧ καὶ ὥς, ὁ δ᾽ ἀκρατὴς ἑκὼν βλάπτει αὐτὸς αὑτόν, ἑκών τ᾽ ἂν ἀδικοῖτο κἂν ἐνδέχοιτο αὐτὸς αὑτὸν ἀδικεῖν. ἔστι δὲ καὶ τοῦτο ἓν τῶν
[1136b] ἀπορουμένων, εἰ ἐνδέχεται αὐτὸν αὑτὸν ἀδικεῖν. ἔτι ἑκὼν ἄν τις ἀδικεῖσθαι. ἢ οὐκ ὀρθὸς ὁ διορισμός, ἀλλὰ προσθετέον τῷ βλάπτειν εἰδότα καὶ ὃν καὶ ᾧ καὶ ὣς τὸ παρὰ τὴν ἐκείνου βούλησιν; βλάπτεται μὲν οὖν τις ἑκὼν καὶ τἄδικα πάσχει, ἀδικεῖται δ᾽ οὐδεὶς ἑκών· οὐδεὶς γὰρ βούλεται, οὐδ᾽ ὁ ἀκρατής, ἀλλὰ παρὰ τὴν βούλησιν πράττει· οὔτε γὰρ βούλεται οὐδεὶς ὃ μὴ οἴεται εἶναι σπουδαῖον, ὅ τε ἀκρατὴς οὐχ ἃ οἴεται δεῖν πράττειν πράττει. ὁ δὲ τὰ αὑτοῦ διδούς, ὥσπερ Ὅμηρός φησι δοῦναι τὸν Γλαῦκον τῷ Διομήδει «χρύσεα χαλκείων, ἑκατόμβοι᾽ ἐννεαβοίων,» οὐκ ἀδικεῖται· ἐπ᾽ αὐτῷ γάρ ἐστι τὸ διδόναι, τὸ δ᾽ ἀδικεῖσθαι οὐκ ἐπ᾽ αὐτῷ, ἀλλὰ τὸν ἀδικοῦντα δεῖ ὑπάρχειν. περὶ μὲν οὖν τοῦ ἀδικεῖσθαι, ὅτι οὐχ ἑκούσιον, δῆλον.
***
[9] Αν δεχτούμε ότι πετύχαμε να προσδιορίσουμε με τρόπο ικανοποιητικό όσα σχετίζονται με τα θέματα «αδικούμαι» και «αδικώ», μπορεί κανείς να ρωτήσει αν τα πράγματα είναι όπως τα έθεσε ο Ευριπίδης, όταν έλεγε τα εξής παράδοξα:
—Σκότωσα τη μάνα μου, σύντομος και κοφτός ο λόγος μου.
—Το θέλατε κι οι δυο σας; Ή μήπως άθελα κι οι δυο σας;
Αλήθεια, μπορεί κανείς να αδικείται με τη θέλησή του, ή μήπως όχι, αλλά πάντοτε αδικείται χωρίς τη θέλησή του, όπως το να αδικεί είναι κάτι που κανείς το κάνει πάντοτε με τη θέλησή του; Και ισχύει άραγε σε όλες τις περιπτώσεις μόνο το δεύτερο ή μόνο το πρώτο, ή μήπως το να αδικείται κανείς είναι σε άλλες περιπτώσεις εκούσιο και σε άλλες ακούσιο; Το ίδιο και στην περίπτωση που κανείς έχει δίκαιη μεταχείριση· το να πράττει κανείς το δίκαιο είναι πάντοτε εκούσιο· θα μπορούσαμε, επομένως, εύλογα να δεχτούμε ότι και στις δύο περιπτώσεις αναγνωρίζει κανείς εδώ μια παρόμοια αντίθεση: το να αδικείται κανείς και το να έχει δίκαιη μεταχείριση είναι κάτι το εκούσιο ή κάτι το ακούσιο. Και όμως θα φαινόταν παράδοξο να ήταν πάντοτε εκούσιο και το να έχει κανείς δίκαιη μεταχείριση· γιατί κάποιοι έχουν τη δίκαιη μεταχείριση και χωρίς τη θέλησή τους. Άλλωστε θα μπορούσε κανείς να θέσει και το ερώτημα: Άραγε αυτός που υπέστη μια αδικία υφίσταται πάντοτε αδικία, ή μήπως αυτό που συμβαίνει στην περίπτωση «κάνω αδικία» συμβαίνει και στην περίπτωση «υφίσταμαι αδικία»; Και στις δύο δηλαδή περιπτώσεις είναι ενδεχόμενο η δίκαιη πράξη να γίνεται συμπτωματικά, όπως επίσης —το πράγμα είναι ολοφάνερο— και η αδικία· γιατί το να κάνει κανείς άδικες πράξεις δεν είναι το ίδιο με το να είναι άδικος, ούτε και το να υφίσταται αδικίες είναι ίδιο με το να αδικείται· παρόμοια και στην περίπτωση «κάνει κανείς δίκαιες πράξεις» και «έχει κανείς δίκαιη μεταχείριση»· είναι, πράγματι, αδύνατο να υποστεί κανείς αδικία, αν δεν υπάρχει αυτός που θα την κάνει, ή να έχει δίκαιη μεταχείριση, αν δεν υπάρχει αυτός που θα κάνει τη δίκαιη πράξη.
Αν όμως «αδικώ» θα πει γενικά «βλάπτω κάποιον με τη θέλησή μου», και «με τη θέλησή μου» θα πει «γνωρίζοντας και αυτόν που βλάπτω και με τί τον βλάπτω και πώς τον βλάπτω», και αν ο ακρατής άνθρωπος βλάπτει με τη θέλησή του ο ίδιος τον εαυτό του, τότε θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο ακρατής άνθρωπος αδικείται με τη θέλησή του και, ακόμη, ότι είναι δυνατό να αδικεί ο ίδιος τον εαυτό του — είναι και αυτό ένα
[1136b] από τα ερωτήματα που τίθενται, αν δηλαδή μπορεί κανείς να αδικεί ο ίδιος τον εαυτό του. Επίσης: Θα μπορούσε κανείς να βλαφτεί με τη θέλησή του, λόγω ακρασίας, από κάποιον άλλον που ενεργεί με τη θέλησή του, έτσι ώστε να μπορούμε να πούμε ότι ο άνθρωπος αυτός αδικείται με τη θέλησή του. Μήπως όμως ο ορισμός μας δεν είναι σωστός και πρέπει να συμπληρώσουμε τη φράση μας «βλάπτει κανείς ξέροντας και ποιόν βλάπτει και με τί τον βλάπτει και πώς τον βλάπτει» με την προσθήκη «παρά τη θέληση του βλαπτόμενου»;
Συμπέρασμα: Βλάπτεται κανείς με τη θέλησή του και υπομένει αδικίες με τη θέλησή του, κανένας όμως δεν αδικείται με τη θέλησή του· γιατί κανένας δεν θέλει να αδικείται, ούτε και ο ακρατής, που απλώς ενεργεί αντίθετα με τη θέλησή του· γιατί κανένας δεν επιθυμεί πράγματα για τα οποία είναι βέβαιος ότι δεν είναι καλά, ο ακρατής όμως άνθρωπος δεν κάνει αυτά που κατάβάθος πιστεύει ότι θα έπρεπε να κάνει. Ο άνθρωπος, από την άλλη, που χαρίζει τα δικά του πράγματα σε κάποιον άλλον (όπως λέει και ο Όμηρος για τον Γλαύκο ότι άλλαξε τα όπλα του με τα όπλα του Διομήδη χρυσά με χάλκινα, αξίας εκατό βοδιών με εννιά βοδιών αξίας) δεν αδικείται· γιατί είναι στο δικό του χέρι να τα δώσει ή να μη τα δώσει, το να αδικείται όμως δεν είναι κάτι που εξαρτάται από αυτόν: πρέπει να υπάρξει αυτός που θα κάνει την αδικία.
Έγινε λοιπόν φανερό ότι δεν αδικείται κανείς με τη θέλησή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου