ΑΔ. ἀρχαῖά γε καὶ Διπολιώδη καὶ τεττίγων ἀνάμεστα
985 καὶ Κηδείδου καὶ Βουφονίων. ΔΙ. ἀλλ᾽ οὖν ταῦτ᾽ ἐστὶν ἐκεῖνα,
ἐξ ὧν ἄνδρας Μαραθωνομάχας ἡμὴ παίδευσις ἔθρεψεν.
σὺ δὲ τοὺς νῦν εὐθὺς ἐν ἱματίοισι διδάσκεις ἐντετυλίχθαι·
ὥστε μ᾽ ἀπάγχεσθ᾽, ὅταν ὀρχεῖσθαι Παναθηναίοις δέον αὐτοὺς
τὴν ἀσπίδα τῆς κωλῆς προέχων ἀμελῇ τῆς Τριτογενείης.
990 πρὸς ταῦτ᾽, ὦ μειράκιον, θαρρῶν ἐμὲ τὸν κρείττω λόγον αἱροῦ·
κἀπιστήσει μισεῖν ἀγορὰν καὶ βαλανείων ἀπέχεσθαι,
καὶ τοῖς αἰσχροῖς αἰσχύνεσθαι, κἂν σκώπτῃ τίς σε φλέγεσθαι·
καὶ τῶν θάκων τοῖς πρεσβυτέροις ὑπανίστασθαι προσιοῦσιν,
καὶ μὴ περὶ τοὺς σαυτοῦ γονέας σκαιουργεῖν, ἄλλο τε μηδὲν
995 αἰσχρὸν ποιεῖν, ὅτι τῆς Αἰδοῦς μέλλεις τἄγαλμ᾽ ἀναπλήσειν·
μηδ᾽ εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς
μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς·
μηδ᾽ ἀντειπεῖν τῷ πατρὶ μηδέν, μηδ᾽ Ἰαπετὸν καλέσαντα
μνησικακῆσαι τὴν ἡλικίαν, ἐξ ἧς ἐνεοττοτροφήθης.
1000 ΑΔ. εἰ ταῦτ᾽, ὦ μειράκιον, πείσει τούτῳ, νὴ τὸν Διόνυσον,
τοῖς Ἱπποκράτους υἱέσιν εἴξεις καί σε καλοῦσι βλιτομάμμαν·
ΔΙ. ἀλλ᾽ οὖν λιπαρός γε καὶ εὐανθὴς ἐν γυμνασίοις διατρίψεις,
οὐ στωμύλλων κατὰ τὴν ἀγορὰν τριβολεκτράπελ᾽ οἷάπερ οἱ νῦν,
οὐδ᾽ ἑλκόμενος περὶ πραγματίου γλισχραντιλογεξεπιτρίπτου·
1005 ἀλλ᾽ εἰς Ἀκαδήμειαν κατιὼν ὑπὸ ταῖς μορίαις ἀποθρέξει
στεφανωσάμενος καλάμῳ λευκῷ μετὰ σώφρονος ἡλικιώτου,
μίλακος ὄζων καὶ ἀπραγμοσύνης καὶ λεύκης φυλλοβολούσης,
ἦρος ἐν ὥρᾳ χαίρων, ὁπόταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ.
ἢν ταῦτα ποῇς ἁγὼ φράζω,
1010 καὶ πρὸς τούτοισιν ἔχῃς τὸν νοῦν,
ἕξεις αἰεὶ
στῆθος λιπαρόν, χροιὰν λαμπράν,
ὤμους μεγάλους, γλῶτταν βαιάν,
πυγὴν μεγάλην, πόσθην μικράν.
1015 ἢν δ᾽ ἅπερ οἱ νῦν ἐπιτηδεύῃς,
πρῶτα μὲν ἕξεις
χροιὰν ὠχράν, ὤμους μικρούς,
στῆθος λεπτόν, γλῶτταν μεγάλην,
πυγὴν μικράν, κωλῆν μεγάλην,
ψήφισμα μακρόν, καί σ᾽ ἀναπείσει
1020 τὸ μὲν αἰσχρὸν ἅπαν καλὸν ἡγεῖσθαι,
τὸ καλὸν δ᾽ αἰσχρόν·
καὶ πρὸς τούτοις τῆς Ἀντιμάχου
καταπυγοσύνης ‹σ᾽› ἀναπλήσει.
***
ΑΔΙ. Όλα τούτα μυρίζουν παμπάλαιες γιορτές,
Διπολίεια, Βουφόνια· τη μόδα
των χρυσών τζιτζικιών· τον παλιό μας ποιητή
τον Κηδείδη. ΔΙΚ. Με τούτα τ᾽ αρχαία
το δικό μου το σύστημα ανάθρεψε αυτούς
που πολέμησαν στο Μαραθώνα.
Ενώ τώρα τους νέους τους μαθαίνεις εσύ
σε χοντρά να τυλίγονται ρούχα·
Παναθήναια σαν είναι και πρέπει οι νεαροί
να χορέψουν, πώς σκάω που τους βλέπω·
για Παλλάδα δε γνοιάζονται, μόνο μπροστά
στ᾽ αχαμνά τους κρατούν την ασπίδα.
990 Ώστε εμένα, νεαρέ μου, που εγώ ο δυνατός
είμαι Λόγος, με θάρρος προτίμα·
η αγορά μισητή θα σου γίνει· ζεστά
δε θα θέλεις λουτρά να ζυγώνεις·
για όσα πρέπει να ντρέπεσαι θα ᾽χεις ντροπή,
κι αν κανείς σε πειράζει, θ᾽ αγριεύεις·
μεγαλύτερο αν δεις, θα σηκώνεσαι ευθύς
να προσφέρεις τη θέση σου· πάντα
τους γονιούς σου θα σέβεσαι, δε θα φερθείς
ποτέ με άπρεπο τρόπο σ᾽ εκείνους·
τη σεμνότητα θα ᾽χεις καμάρι, μακριά
πάντ᾽ απ᾽ ότι ντροπιάζει θα στέκεις·
δε θα ορμάς μες στο σπίτι χορεύτρας, εκεί
σα χαζός να κοιτάζεις· να ξέρεις,
το καλό τ᾽ όνομά σου θα χάσεις, αν μια
κοκοτούλα σού ρίξει κυδώνι·
στον πατέρα σου δε θα γλωσσέψεις ποτέ·
δε θα πεις «Ιαπετέ γεροξούρη»·
κι ούτε λέξη κακή για την τότε εποχή,
που σ᾽ ανάθρεψε σαν κλωσσοπούλι.
1000 ΑΔΙ. Αν ακούσεις, νεαρέ μου, τα λόγια αυτουνού,
μά το θεό θα σε λένε κουτάβι·
του Ιπποκράτη θα ξέρεις τους γιους τους χαζούς·
ε λοιπόν, σαν εκείνους θα γίνεις.
ΔΙΚ. Όχι, α όχι· στους στίβους την ώρα σου εσύ
θα περνάς, μες στη λάμψη της νιότης·
η αγορά, όπου οι νέοι του καιρού μας φοιτούν
και φλυαρούν, θα ᾽ναι ξένη για σένα·
για μικρές και γεμάτες χυδαία πονηριά
δε θα σέρνεσαι ασήμαντες δίκες·
η Ακαδήμεια, νά τόπος για σε, κι οι ιερές
της ελιές· εκεί κάτω θα τρέχεις
μ᾽ ένα νέο συνομήλικο, τίμιο παιδί,
με καλάμι ψιλό για στεφάνι,
σμιλακιά θα ευωδιάζεις, γλυκιά ξεγνοιασιά,
φυλλοβόλα ασημόκλαρη λεύκα·
κι ω η χαρά σου την άνοιξη, σα θα μιλά
σιγανά στη φτελιά το πλατάνι!
Τις ορμήνειες μου αυτές αν δεχτείς
1010 κι αν κοντά τους ο νους σου σταθεί,
θα ᾽χεις πάντοτε στήθος γερό
και θωριά αστραφτερή,
θα ᾽χεις ώμους μεγάλους και γλώσσα κοντή,
θα ᾽χεις πράμα μικρό και χοντρά πισινά.
Μα αν κυλήσεις εκεί που σε παν οι καιροί οι τωρινοί,
κιτρινιάρα θωριά κι ώμους θα ᾽χεις μικρούς,
θα ᾽χεις γλώσσα μεγάλη και στήθος στενό,
πισινά μια σταλιά και μακρύ μπροστινό·
μακρύ ψήφισμα θα ᾽χεις ακόμα, και τούτος εδώ
θα σε πείσει να λες
1020 τ᾽ όμορφο άσκημο κι όμορφο τ᾽ άσκημο· τέλος κοντά
σ᾽ όλ᾽ αυτά
και του Αντίμαχου αυτός την αισχρή
διαστροφή θα σου μάθει.
985 καὶ Κηδείδου καὶ Βουφονίων. ΔΙ. ἀλλ᾽ οὖν ταῦτ᾽ ἐστὶν ἐκεῖνα,
ἐξ ὧν ἄνδρας Μαραθωνομάχας ἡμὴ παίδευσις ἔθρεψεν.
σὺ δὲ τοὺς νῦν εὐθὺς ἐν ἱματίοισι διδάσκεις ἐντετυλίχθαι·
ὥστε μ᾽ ἀπάγχεσθ᾽, ὅταν ὀρχεῖσθαι Παναθηναίοις δέον αὐτοὺς
τὴν ἀσπίδα τῆς κωλῆς προέχων ἀμελῇ τῆς Τριτογενείης.
990 πρὸς ταῦτ᾽, ὦ μειράκιον, θαρρῶν ἐμὲ τὸν κρείττω λόγον αἱροῦ·
κἀπιστήσει μισεῖν ἀγορὰν καὶ βαλανείων ἀπέχεσθαι,
καὶ τοῖς αἰσχροῖς αἰσχύνεσθαι, κἂν σκώπτῃ τίς σε φλέγεσθαι·
καὶ τῶν θάκων τοῖς πρεσβυτέροις ὑπανίστασθαι προσιοῦσιν,
καὶ μὴ περὶ τοὺς σαυτοῦ γονέας σκαιουργεῖν, ἄλλο τε μηδὲν
995 αἰσχρὸν ποιεῖν, ὅτι τῆς Αἰδοῦς μέλλεις τἄγαλμ᾽ ἀναπλήσειν·
μηδ᾽ εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς
μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς·
μηδ᾽ ἀντειπεῖν τῷ πατρὶ μηδέν, μηδ᾽ Ἰαπετὸν καλέσαντα
μνησικακῆσαι τὴν ἡλικίαν, ἐξ ἧς ἐνεοττοτροφήθης.
1000 ΑΔ. εἰ ταῦτ᾽, ὦ μειράκιον, πείσει τούτῳ, νὴ τὸν Διόνυσον,
τοῖς Ἱπποκράτους υἱέσιν εἴξεις καί σε καλοῦσι βλιτομάμμαν·
ΔΙ. ἀλλ᾽ οὖν λιπαρός γε καὶ εὐανθὴς ἐν γυμνασίοις διατρίψεις,
οὐ στωμύλλων κατὰ τὴν ἀγορὰν τριβολεκτράπελ᾽ οἷάπερ οἱ νῦν,
οὐδ᾽ ἑλκόμενος περὶ πραγματίου γλισχραντιλογεξεπιτρίπτου·
1005 ἀλλ᾽ εἰς Ἀκαδήμειαν κατιὼν ὑπὸ ταῖς μορίαις ἀποθρέξει
στεφανωσάμενος καλάμῳ λευκῷ μετὰ σώφρονος ἡλικιώτου,
μίλακος ὄζων καὶ ἀπραγμοσύνης καὶ λεύκης φυλλοβολούσης,
ἦρος ἐν ὥρᾳ χαίρων, ὁπόταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ.
ἢν ταῦτα ποῇς ἁγὼ φράζω,
1010 καὶ πρὸς τούτοισιν ἔχῃς τὸν νοῦν,
ἕξεις αἰεὶ
στῆθος λιπαρόν, χροιὰν λαμπράν,
ὤμους μεγάλους, γλῶτταν βαιάν,
πυγὴν μεγάλην, πόσθην μικράν.
1015 ἢν δ᾽ ἅπερ οἱ νῦν ἐπιτηδεύῃς,
πρῶτα μὲν ἕξεις
χροιὰν ὠχράν, ὤμους μικρούς,
στῆθος λεπτόν, γλῶτταν μεγάλην,
πυγὴν μικράν, κωλῆν μεγάλην,
ψήφισμα μακρόν, καί σ᾽ ἀναπείσει
1020 τὸ μὲν αἰσχρὸν ἅπαν καλὸν ἡγεῖσθαι,
τὸ καλὸν δ᾽ αἰσχρόν·
καὶ πρὸς τούτοις τῆς Ἀντιμάχου
καταπυγοσύνης ‹σ᾽› ἀναπλήσει.
***
ΑΔΙ. Όλα τούτα μυρίζουν παμπάλαιες γιορτές,
Διπολίεια, Βουφόνια· τη μόδα
των χρυσών τζιτζικιών· τον παλιό μας ποιητή
τον Κηδείδη. ΔΙΚ. Με τούτα τ᾽ αρχαία
το δικό μου το σύστημα ανάθρεψε αυτούς
που πολέμησαν στο Μαραθώνα.
Ενώ τώρα τους νέους τους μαθαίνεις εσύ
σε χοντρά να τυλίγονται ρούχα·
Παναθήναια σαν είναι και πρέπει οι νεαροί
να χορέψουν, πώς σκάω που τους βλέπω·
για Παλλάδα δε γνοιάζονται, μόνο μπροστά
στ᾽ αχαμνά τους κρατούν την ασπίδα.
990 Ώστε εμένα, νεαρέ μου, που εγώ ο δυνατός
είμαι Λόγος, με θάρρος προτίμα·
η αγορά μισητή θα σου γίνει· ζεστά
δε θα θέλεις λουτρά να ζυγώνεις·
για όσα πρέπει να ντρέπεσαι θα ᾽χεις ντροπή,
κι αν κανείς σε πειράζει, θ᾽ αγριεύεις·
μεγαλύτερο αν δεις, θα σηκώνεσαι ευθύς
να προσφέρεις τη θέση σου· πάντα
τους γονιούς σου θα σέβεσαι, δε θα φερθείς
ποτέ με άπρεπο τρόπο σ᾽ εκείνους·
τη σεμνότητα θα ᾽χεις καμάρι, μακριά
πάντ᾽ απ᾽ ότι ντροπιάζει θα στέκεις·
δε θα ορμάς μες στο σπίτι χορεύτρας, εκεί
σα χαζός να κοιτάζεις· να ξέρεις,
το καλό τ᾽ όνομά σου θα χάσεις, αν μια
κοκοτούλα σού ρίξει κυδώνι·
στον πατέρα σου δε θα γλωσσέψεις ποτέ·
δε θα πεις «Ιαπετέ γεροξούρη»·
κι ούτε λέξη κακή για την τότε εποχή,
που σ᾽ ανάθρεψε σαν κλωσσοπούλι.
1000 ΑΔΙ. Αν ακούσεις, νεαρέ μου, τα λόγια αυτουνού,
μά το θεό θα σε λένε κουτάβι·
του Ιπποκράτη θα ξέρεις τους γιους τους χαζούς·
ε λοιπόν, σαν εκείνους θα γίνεις.
ΔΙΚ. Όχι, α όχι· στους στίβους την ώρα σου εσύ
θα περνάς, μες στη λάμψη της νιότης·
η αγορά, όπου οι νέοι του καιρού μας φοιτούν
και φλυαρούν, θα ᾽ναι ξένη για σένα·
για μικρές και γεμάτες χυδαία πονηριά
δε θα σέρνεσαι ασήμαντες δίκες·
η Ακαδήμεια, νά τόπος για σε, κι οι ιερές
της ελιές· εκεί κάτω θα τρέχεις
μ᾽ ένα νέο συνομήλικο, τίμιο παιδί,
με καλάμι ψιλό για στεφάνι,
σμιλακιά θα ευωδιάζεις, γλυκιά ξεγνοιασιά,
φυλλοβόλα ασημόκλαρη λεύκα·
κι ω η χαρά σου την άνοιξη, σα θα μιλά
σιγανά στη φτελιά το πλατάνι!
Τις ορμήνειες μου αυτές αν δεχτείς
1010 κι αν κοντά τους ο νους σου σταθεί,
θα ᾽χεις πάντοτε στήθος γερό
και θωριά αστραφτερή,
θα ᾽χεις ώμους μεγάλους και γλώσσα κοντή,
θα ᾽χεις πράμα μικρό και χοντρά πισινά.
Μα αν κυλήσεις εκεί που σε παν οι καιροί οι τωρινοί,
κιτρινιάρα θωριά κι ώμους θα ᾽χεις μικρούς,
θα ᾽χεις γλώσσα μεγάλη και στήθος στενό,
πισινά μια σταλιά και μακρύ μπροστινό·
μακρύ ψήφισμα θα ᾽χεις ακόμα, και τούτος εδώ
θα σε πείσει να λες
1020 τ᾽ όμορφο άσκημο κι όμορφο τ᾽ άσκημο· τέλος κοντά
σ᾽ όλ᾽ αυτά
και του Αντίμαχου αυτός την αισχρή
διαστροφή θα σου μάθει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου