ΔΗ. εἶἑν. τούτοις ὁ μισθὸς τοῖς ἀλωπεκίοισι ποῦ;
ΑΛ. ἐγὼ ποριῶ, καὶ τοῦτον ἡμερῶν τριῶν.
1080 ἀλλ᾽ ἔτι τόνδ᾽ ἐπάκουσον, ὃν εἶπέ σοι ἐξαλέασθαι
χρησμὸν Λητοΐδης, Κυλλήνην, μή σε δολώσῃ.
ΔΗ. ποίαν Κυλλήνην; ΑΛ. τὴν τούτου χεῖρ᾽ ἐπόησεν
Κυλλήνην ὀρθῶς, ὁτιή φησ᾽· «ἔμβαλε κυλλῇ.»
ΠΑ. οὐκ ὀρθῶς φράζει· τὴν Κυλλήνην γὰρ ὁ Φοῖβος
1085 ἐς τὴν χεῖρ᾽ ὀρθῶς ᾐνίξατο τὴν Διοπείθους.
ἀλλὰ γάρ ἐστιν ἐμοὶ χρησμὸς περὶ σοῦ πτερυγωτός,
αἰετὸς ὡς γίγνει καὶ πάσης γῆς βασιλεύεις.
ΑΛ. καὶ γὰρ ἐμοί· καὶ γῆς καὶ τῆς ἐρυθρᾶς γε θαλάσσης,
χὤτι γ᾽ ἐν Ἐκβατάνοις δικάσεις, λείχων ἐπίπαστα.
1090 ΠΑ. ἀλλ᾽ ἐγὼ εἶδον ὄναρ, καί μοὐδόκει ἡ θεὸς αὐτὴ
τοῦ δήμου καταχεῖν ἀρυταίνῃ πλουθυγίειαν.
ΑΛ. νὴ Δία καὶ γὰρ ἐγώ· καί μοὐδόκει ἡ θεὸς αὐτὴ
ἐκ πόλεως ἐλθεῖν καὶ γλαῦξ αὐτῇ ᾽πικαθῆσθαι·
εἶτα κατασπένδειν κατὰ τῆς κεφαλῆς ἀρυβάλλῳ
1095 ἀμβροσίαν κατὰ σοῦ, κατὰ τούτου δὲ σκοροδάλμην.
ΔΗ. ἰοῦ ἰοῦ.
οὐκ ἦν ἄρ᾽ οὐδεὶς τοῦ Γλάνιδος σοφώτερος.
καὶ νῦν ἐμαυτὸν ἐπιτρέπω σοι τουτονὶ
γερονταγωγεῖν κἀναπαιδεύειν πάλιν.
1100 ΠΑ. μήπω γ᾽, ἱκετεύω σ᾽, ἀλλ᾽ ἀνάμεινον, ὡς ἐγὼ
κριθὰς ποριῶ σοι καὶ βίον καθ᾽ ἡμέραν.
ΔΗ. οὐκ ἀνέχομαι κριθῶν ἀκούων· πολλάκις
ἐξηπατήθην ὑπό τε σοῦ καὶ Θουφάνους.
ΠΑ. ἀλλ᾽ ἄλφιτ᾽ ἤδη σοι ποριῶ ᾽σκευασμένα.
1105 ΑΛ. ἐγὼ δὲ μαζίσκας γε διαμεμαγμένας
καὶ τοὔψον ὀπτόν· μηδὲν ἄλλ᾽ εἰ μὴ ᾽σθιε.
ΔΗ. ἁνύσατέ νυν, ὅ τι περ ποήσεθ᾽· ὡς ἐγώ,
ὁπότερος ἂν σφῷν νῦν με μᾶλλον εὖ ποῇ,
τούτῳ παραδώσω τῆς πυκνὸς τὰς ἡνίας.
1110 ΠΑ. τρέχοιμ᾽ ἂν εἴσω πρότερος. ΑΛ. οὐ δῆτ᾽, ἀλλ᾽ ἐγώ.
***
ΔΗΜ. Μπήκα. Και πού θα βρεθεί ο μιστός για τ᾽ αλεπουδάκια;
ΑΛΛ. Θα τους τον βρω εγώ, και μάλιστα πριν περάσουν τρεις μέρες.
[1080] Όμως άκουσε ακόμα έναν χρησμό· ο γιος της Λητώς σου παραγγέλνει (Διαβάζει:)
«Φυλάξου απ᾽ την Κυλλήνη τη νεράιδα
μη σου πλανέψει το μυαλό με πονηριές και χάδια».
ΔΗΜ. Για ποιά Κυλλήνη μιλάς;
ΑΛΛ. Πολύ σωστά ονομάτισε την παλάμη αυτουνού «Κυλλήνη», μια και απλώνει το κοίλωμα της παλάμης του και λέει: «Τον οβολό σας».
ΠΑΦ. Δεν τα εξηγά καλά· γιατί ο Φοίβος έξυπνα το ᾽παιξε, Κυλλήνη λέει την παλάμη του Διοπείθη, του μάντη. Όμως έχω κι έναν φτερωμένο χρησμό για σένα:
«Γίνεσαι αϊτός — σ᾽ όλη τη γη εσύ θα βασιλεύεις».
ΑΛΛ. Έχω κι εγώ έναν:
«Στη γη, στην Ερυθρή τη θάλασσα, κι ακόμα πέρα,
των Εκβατάνων δικαστής, γαλέτες μασουλώντας».
ΠΑΦ. [1090] Μα εγώ είδα όνειρο· μου φάνηκε:
Από κανάτι χάλκινο η Αθηνά ατή της
να χύνει πάνω στον λαό καλήν υγειά και πλούτο.
ΑΛΛ. Κι εγώ είδα όνειρο, μά τον Δία:
Κατέβη απ᾽ την Ακρόπολη η Αθηνά αυτή της
με κουκουβάγια καθιστή στην περικεφαλαία·
κι από μια φλάσκα ράντιζε των δυο σας τα κεφάλια·
με αμβροσία εσένανε, με σκορδαλιά ετούτον.
ΔΗΜ. Βρε! βρε! Κανείς δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά στη σοφία του Γλάνη! (Στον Αλλαντοπώλη:) Και τώρα σου εμπιστεύομαι τούτον εδώ (δείχνει τον εαυτό του) να τον γερονταγωγήσεις και να του δώσεις ανατροφή εξαρχής.
ΠΑΦ. [1100] Σε παρακαλώ, ανάβαλέ το, κάνε λιγάκι υπομονή, και θα δεις: εγώ θα σου εξασφαλίσω κριθάλευρο και το μεροκάματό σου.
ΔΗΜ. Να μη ξανακούσω για κριθάλευρο! Δεν είναι η πρώτη φορά που μ᾽ εξαπατήσατε, εσύ κι ο γραμματικός σου, ο Θεοφάνης.
ΠΑΦ. Μα τώρα θα σου εξασφαλίσω αλεύρι έτοιμο για ζύμωμα.
ΑΛΛ. Κι εγώ κουλούρες καλοζυμωμένες και το ψάρι σου ψημένο· δεν έχεις παρά ν᾽ απλώσεις το χέρι σου και φάε.
ΔΗΜ. Μπρος λοιπόν κι ό,τι είναι να κάνετε κάντε το γρήγορα. Γιατί εγώ θα παραδώσω τα χαλινάρια της Πνύκας σ᾽ όποιον από τους δυο σας μου εξασφαλίσει περισσότερη καλοπέραση.
ΠΑΦ. Τρέχω μέσα, εγώ πρώτος! (Μπαίνει στο σπίτι του Δήμου).
ΑΛΛ. [1110] Γελιέσαι· εγώ πρώτος! (Μπαίνει κι αυτός).
ΑΛ. ἐγὼ ποριῶ, καὶ τοῦτον ἡμερῶν τριῶν.
1080 ἀλλ᾽ ἔτι τόνδ᾽ ἐπάκουσον, ὃν εἶπέ σοι ἐξαλέασθαι
χρησμὸν Λητοΐδης, Κυλλήνην, μή σε δολώσῃ.
ΔΗ. ποίαν Κυλλήνην; ΑΛ. τὴν τούτου χεῖρ᾽ ἐπόησεν
Κυλλήνην ὀρθῶς, ὁτιή φησ᾽· «ἔμβαλε κυλλῇ.»
ΠΑ. οὐκ ὀρθῶς φράζει· τὴν Κυλλήνην γὰρ ὁ Φοῖβος
1085 ἐς τὴν χεῖρ᾽ ὀρθῶς ᾐνίξατο τὴν Διοπείθους.
ἀλλὰ γάρ ἐστιν ἐμοὶ χρησμὸς περὶ σοῦ πτερυγωτός,
αἰετὸς ὡς γίγνει καὶ πάσης γῆς βασιλεύεις.
ΑΛ. καὶ γὰρ ἐμοί· καὶ γῆς καὶ τῆς ἐρυθρᾶς γε θαλάσσης,
χὤτι γ᾽ ἐν Ἐκβατάνοις δικάσεις, λείχων ἐπίπαστα.
1090 ΠΑ. ἀλλ᾽ ἐγὼ εἶδον ὄναρ, καί μοὐδόκει ἡ θεὸς αὐτὴ
τοῦ δήμου καταχεῖν ἀρυταίνῃ πλουθυγίειαν.
ΑΛ. νὴ Δία καὶ γὰρ ἐγώ· καί μοὐδόκει ἡ θεὸς αὐτὴ
ἐκ πόλεως ἐλθεῖν καὶ γλαῦξ αὐτῇ ᾽πικαθῆσθαι·
εἶτα κατασπένδειν κατὰ τῆς κεφαλῆς ἀρυβάλλῳ
1095 ἀμβροσίαν κατὰ σοῦ, κατὰ τούτου δὲ σκοροδάλμην.
ΔΗ. ἰοῦ ἰοῦ.
οὐκ ἦν ἄρ᾽ οὐδεὶς τοῦ Γλάνιδος σοφώτερος.
καὶ νῦν ἐμαυτὸν ἐπιτρέπω σοι τουτονὶ
γερονταγωγεῖν κἀναπαιδεύειν πάλιν.
1100 ΠΑ. μήπω γ᾽, ἱκετεύω σ᾽, ἀλλ᾽ ἀνάμεινον, ὡς ἐγὼ
κριθὰς ποριῶ σοι καὶ βίον καθ᾽ ἡμέραν.
ΔΗ. οὐκ ἀνέχομαι κριθῶν ἀκούων· πολλάκις
ἐξηπατήθην ὑπό τε σοῦ καὶ Θουφάνους.
ΠΑ. ἀλλ᾽ ἄλφιτ᾽ ἤδη σοι ποριῶ ᾽σκευασμένα.
1105 ΑΛ. ἐγὼ δὲ μαζίσκας γε διαμεμαγμένας
καὶ τοὔψον ὀπτόν· μηδὲν ἄλλ᾽ εἰ μὴ ᾽σθιε.
ΔΗ. ἁνύσατέ νυν, ὅ τι περ ποήσεθ᾽· ὡς ἐγώ,
ὁπότερος ἂν σφῷν νῦν με μᾶλλον εὖ ποῇ,
τούτῳ παραδώσω τῆς πυκνὸς τὰς ἡνίας.
1110 ΠΑ. τρέχοιμ᾽ ἂν εἴσω πρότερος. ΑΛ. οὐ δῆτ᾽, ἀλλ᾽ ἐγώ.
***
ΔΗΜ. Μπήκα. Και πού θα βρεθεί ο μιστός για τ᾽ αλεπουδάκια;
ΑΛΛ. Θα τους τον βρω εγώ, και μάλιστα πριν περάσουν τρεις μέρες.
[1080] Όμως άκουσε ακόμα έναν χρησμό· ο γιος της Λητώς σου παραγγέλνει (Διαβάζει:)
«Φυλάξου απ᾽ την Κυλλήνη τη νεράιδα
μη σου πλανέψει το μυαλό με πονηριές και χάδια».
ΔΗΜ. Για ποιά Κυλλήνη μιλάς;
ΑΛΛ. Πολύ σωστά ονομάτισε την παλάμη αυτουνού «Κυλλήνη», μια και απλώνει το κοίλωμα της παλάμης του και λέει: «Τον οβολό σας».
ΠΑΦ. Δεν τα εξηγά καλά· γιατί ο Φοίβος έξυπνα το ᾽παιξε, Κυλλήνη λέει την παλάμη του Διοπείθη, του μάντη. Όμως έχω κι έναν φτερωμένο χρησμό για σένα:
«Γίνεσαι αϊτός — σ᾽ όλη τη γη εσύ θα βασιλεύεις».
ΑΛΛ. Έχω κι εγώ έναν:
«Στη γη, στην Ερυθρή τη θάλασσα, κι ακόμα πέρα,
των Εκβατάνων δικαστής, γαλέτες μασουλώντας».
ΠΑΦ. [1090] Μα εγώ είδα όνειρο· μου φάνηκε:
Από κανάτι χάλκινο η Αθηνά ατή της
να χύνει πάνω στον λαό καλήν υγειά και πλούτο.
ΑΛΛ. Κι εγώ είδα όνειρο, μά τον Δία:
Κατέβη απ᾽ την Ακρόπολη η Αθηνά αυτή της
με κουκουβάγια καθιστή στην περικεφαλαία·
κι από μια φλάσκα ράντιζε των δυο σας τα κεφάλια·
με αμβροσία εσένανε, με σκορδαλιά ετούτον.
ΔΗΜ. Βρε! βρε! Κανείς δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά στη σοφία του Γλάνη! (Στον Αλλαντοπώλη:) Και τώρα σου εμπιστεύομαι τούτον εδώ (δείχνει τον εαυτό του) να τον γερονταγωγήσεις και να του δώσεις ανατροφή εξαρχής.
ΠΑΦ. [1100] Σε παρακαλώ, ανάβαλέ το, κάνε λιγάκι υπομονή, και θα δεις: εγώ θα σου εξασφαλίσω κριθάλευρο και το μεροκάματό σου.
ΔΗΜ. Να μη ξανακούσω για κριθάλευρο! Δεν είναι η πρώτη φορά που μ᾽ εξαπατήσατε, εσύ κι ο γραμματικός σου, ο Θεοφάνης.
ΠΑΦ. Μα τώρα θα σου εξασφαλίσω αλεύρι έτοιμο για ζύμωμα.
ΑΛΛ. Κι εγώ κουλούρες καλοζυμωμένες και το ψάρι σου ψημένο· δεν έχεις παρά ν᾽ απλώσεις το χέρι σου και φάε.
ΔΗΜ. Μπρος λοιπόν κι ό,τι είναι να κάνετε κάντε το γρήγορα. Γιατί εγώ θα παραδώσω τα χαλινάρια της Πνύκας σ᾽ όποιον από τους δυο σας μου εξασφαλίσει περισσότερη καλοπέραση.
ΠΑΦ. Τρέχω μέσα, εγώ πρώτος! (Μπαίνει στο σπίτι του Δήμου).
ΑΛΛ. [1110] Γελιέσαι· εγώ πρώτος! (Μπαίνει κι αυτός).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου