Ωστόσο, έχουμε μάθει να δημιουργούμε, μέρα με τη μέρα, όλο και περισσότερες προσδοκίες.
Για να ανακαλύψουμε πώς θα απαλλαγούμε απ’ αυτές, πρέπει να αναρωτηθούμε πώς δημιουργούνται.
Μπορούν να δημιουργηθούν με δύο τρόπους: έναν παθητικό και έναν ενεργητικό.
Η παθητική μέθοδος συνίσταται, βασικά, στην υπάκουη συμπεριφορά να συσσωρεύει κανείς γονεϊκές εντολές και αντιλήψεις χωρίς να τις εξετάζει… ποτέ.
Να τρέχω, δηλαδή, πίσω από την επιθυμία να ανταποκριθώ σ’ εκείνη την εξιδανικευμένη εικόνα που αντανακλά πιστά αυτό που περίμεναν από μένα οι γονείς μου, ο παππούς μου, ο δάσκαλός μου, ή δεν ξέρω ποιος άλλος.
Η δεύτερη μέθοδος απαιτεί προσωπική δουλειά και συνενοχή κατά τη διαδικασία. Συνίσταται στην εφαρμογή των εντολών και των υποδείξεων που πήρε κανείς προκειμένου να συγκρίνει ό,τι έχει, με όλα όσα έχουν, είχαν ή μπορεί να φτάσουν να έχουν στο μέλλον οι άλλοι. Η αναμενόμενη ικανοποίηση έρχεται από τη στιγμή που θα καταφέρει να έχει κανείς όλα όσα έχουν οι άλλοι ή, ακόμη καλύτερα, παραπάνω απ’ αυτούς.
Εξέγερση κατά της εντολής, είναι να μην κοιτάς το φαγητό στο πιάτο του διπλανού σου όταν σου σερβίρουν το δικό σου. Μπορεί να σ’ αρέσει ή να μη σ’ αρέσει το δικό σου φαγητό, αλλά αυτό δεν πρέπει να εξαρτάται από το πώς είναι το φαγητό του διπλανού. Μπορεί να είναι βέβαιο ότι δε σου αρέσει, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με το πώς είναι το φαγητό του άλλου. Δεν μπορεί να πάψει να σου αρέσει το δικό σου μόλις δεις ότι το φαγητό του άλλου είναι πιο τραγανό, πιο τρυφερό ή πιο μεγάλο. Δεν είναι έτσι.
Αν δεν θέλεις πραγματικά να ζεις σ’ έναν κόσμο γεμάτο προσδοκίες, μη ζεις κάνοντας διαρκώς συγκρίσεις…
Μην αξιολογείς αυτό που έχεις με βάση τι έχει ο άλλος.
Μην κάνεις σαν τρελός για να πετύχεις στο μέτρο που πέτυχε ο άλλος.
Μη συγκρίνεις τον εαυτό σου με τους άλλους: έτσι δεν θα εξαρτάται η ευτυχία σου από το πώς είναι οι άλλοι.
Οι αξιολάτρευτοι γονείς μας μας έμαθαν αν δημιουργούμε τις δικές μας προσδοκίες και φύτεψαν στον κήπο μας τις δικές τους για να ευδοκιμήσουν.
Ακόμη και οι καλύτεροι, οι πιο φωτισμένοι γονείς, εμφανίζονται συχνά ως υπαίτιοι για τις μεγαλύτερες ατυχίες, τους πιο άτυχους δρόμους.
Πρέπει να το παραδεχτούμε. Σε ορισμένα πράγματα όπως αυτό, οι γονείς είμαστε ανίκανοι, ή τουλάχιστον αναποτελεσματικοί.
Πώς θα μπορούσαμε να το αλλάξουμε αυτό;
Για να είμαστε καλοί στη δουλειά που κάνουμε κάθε μέρα χρειαστήκαμε χρόνια εξάσκησης και δοκιμών, αν όχι ειδική εκπαίδευση. Ωστόσο, περιμένει κανείς να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά μας, που γεννήθηκαν ευάλωτα και απόλυτα εξαρτημένα από τη στιγμή που ήρθαν στον κόσμο μέχρι και πέρα από την εφηβεία, χωρίς καμιά προηγούμενη εμπειρία (εκτός αν ονομάζουμε εμπειρία το εντελώς αξιοθρήνητο μοντέλο που μας κληροδότησαν οι δικοί μας γονείς…).
Κι από πάνω, να μας υποχρεώνει η κοινωνία να φορτωθούμε ευθύνες σχεδιασμένες μάλλον για παντοδύναμα όντα, παρά για έναν συνηθισμένο πατέρα ή μια κοινή μητέρα.
Το δηλώνω φωναχτά: εμείς οι γονείς, δεν είμαστε αλάθητοι θεοί!!! Και τι μ’ αυτό;
Είναι βέβαια πως η εξουσία των γονιών πάνω στα παιδιά είναι σχεδόν άδικη. Μας παρηγορεί, όμως, έστω και λίγο, το γεγονός πως είναι άδικη για όλους.
Με βάση τη λογική, ως παιδιά, δεν θα έπρεπε να έχουμε υποστεί τις συνέπειες της ανεπάρκειας των γονιών μας για όλη μας τη ζωή: τον υπερβολικό έλεγχο ή την απόμακρη συμπεριφορά, τους καβγάδες μεταξύ τους και την έλλειψη σεβασμού που προερχόταν από τον ανόητο αυταρχισμό της εξουσίας τους.
Ούτε τις φρικτές προθέσεις τους- λίγο πολύ συγκαλυμμένες, ανάλογα με την περίπτωση-, να καλύψουμε εμείς τα κενά της ζωής τους… να συνεχίσουμε το έργο τους… ή να φτάσουμε εμείς εκεί που εκείνοι θα ήθελαν να είχαν φτάσει.
Γι’ αυτούς και πολλούς άλλους λόγους- που δεν πρόκειται να απαριθμήσω εδώ-, μερικές φορές οι γονείς που θέλουν ειλικρινά να μας βοηθήσουν να γίνουμε ευτυχισμένοι, ενεργούν μόνο μέσα από την υποκειμενική τους άποψη για το τι είναι καλύτερο, κι έτσι μετατρέπονται σε πραγματικά εμπόδια γι’ αυτήν την ευτυχία.
Δεν χωράει αμφιβολία ότι όλα αυτά είναι άδικα, και το θέμα δεν θα ήταν, ίσως, τόσο σοβαρό, αν σ’ αυτές τις αδυναμίες και σ’ αυτές τις πληγές δεν ερχόταν να προστεθεί η κακοήθεια ορισμένων που προσπαθούν να τις εκμεταλλευτούν προς όφελός τους.
Πρέπει να πάρω μιαν απόφαση:
Αντί να επιτρέψω να σταθούν όλα αυτά εμπόδιο στην ευτυχία μου- πράγμα που, απλώς, θα σηματοδοτούσε νίκη της ομάδας των “κακοπροαίρετων”-, πρέπει να βρω το κουράγιο για ν’ αρχίσω να παλεύω εναντίον τους, να διορθώσω ό,τι διορθώνεται, να αναπληρώσω ό,τι μου λείπει και να δημιουργήσω από τις στάχτες έναν καλύτερο κόσμο.
Πάντα, όταν φτάνω σ’ αυτό το σημείο σε μια ομιλία, κάποιος θα με ρωτήσει αν υπάρχει στ’ αλήθεια κακοήθεια.
Η απάντησή μου είναι ναι.
Μετά, με ρωτάνε αν είναι έμφυτη.
Απαντώ όχι.
Με ρωτάνε τι να κάνουν με την κακοήθεια.
Και απαντώ:
Η κακοήθεια είναι αποτέλεσμα άγνοιας.
Και η άγνοια αποτέλεσμα της έλλειψης παιδείας.
Η κακοήθεια αντιμετωπίζεται με περισσότερη και περισσότερη και περισσότερη μόρφωση.
Οι χώρες μας δεν πρόκειται να λύσουν τα προβλήματα της αυξανόμενης εγκληματικότητας, της βίας και της αντικοινωνικής συμπεριφοράς μόνο με αυστηρότερους νόμους, χτίζοντας φυλακές ή ενισχύοντας τα Σώματα Ασφαλείας. Όλα αυτά μπορεί να είναι σημαντικά και να αποδίδουν βραχυπρόθεσμα, ωστόσο, μακροπρόθεσμα, η οριστική λύση μπορεί να είναι μόνο:
Περισσότερα σχολεία, περισσότεροι δάσκαλοι, περισσότερα χρήματα στον κρατικό προϋπολογισμό για την παιδεία, περισσότερες υποτροφίες, περισσότερη εκπαίδευση.
Για να ανακαλύψουμε πώς θα απαλλαγούμε απ’ αυτές, πρέπει να αναρωτηθούμε πώς δημιουργούνται.
Μπορούν να δημιουργηθούν με δύο τρόπους: έναν παθητικό και έναν ενεργητικό.
Η παθητική μέθοδος συνίσταται, βασικά, στην υπάκουη συμπεριφορά να συσσωρεύει κανείς γονεϊκές εντολές και αντιλήψεις χωρίς να τις εξετάζει… ποτέ.
Να τρέχω, δηλαδή, πίσω από την επιθυμία να ανταποκριθώ σ’ εκείνη την εξιδανικευμένη εικόνα που αντανακλά πιστά αυτό που περίμεναν από μένα οι γονείς μου, ο παππούς μου, ο δάσκαλός μου, ή δεν ξέρω ποιος άλλος.
Η δεύτερη μέθοδος απαιτεί προσωπική δουλειά και συνενοχή κατά τη διαδικασία. Συνίσταται στην εφαρμογή των εντολών και των υποδείξεων που πήρε κανείς προκειμένου να συγκρίνει ό,τι έχει, με όλα όσα έχουν, είχαν ή μπορεί να φτάσουν να έχουν στο μέλλον οι άλλοι. Η αναμενόμενη ικανοποίηση έρχεται από τη στιγμή που θα καταφέρει να έχει κανείς όλα όσα έχουν οι άλλοι ή, ακόμη καλύτερα, παραπάνω απ’ αυτούς.
Εξέγερση κατά της εντολής, είναι να μην κοιτάς το φαγητό στο πιάτο του διπλανού σου όταν σου σερβίρουν το δικό σου. Μπορεί να σ’ αρέσει ή να μη σ’ αρέσει το δικό σου φαγητό, αλλά αυτό δεν πρέπει να εξαρτάται από το πώς είναι το φαγητό του διπλανού. Μπορεί να είναι βέβαιο ότι δε σου αρέσει, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με το πώς είναι το φαγητό του άλλου. Δεν μπορεί να πάψει να σου αρέσει το δικό σου μόλις δεις ότι το φαγητό του άλλου είναι πιο τραγανό, πιο τρυφερό ή πιο μεγάλο. Δεν είναι έτσι.
Αν δεν θέλεις πραγματικά να ζεις σ’ έναν κόσμο γεμάτο προσδοκίες, μη ζεις κάνοντας διαρκώς συγκρίσεις…
Μην αξιολογείς αυτό που έχεις με βάση τι έχει ο άλλος.
Μην κάνεις σαν τρελός για να πετύχεις στο μέτρο που πέτυχε ο άλλος.
Μη συγκρίνεις τον εαυτό σου με τους άλλους: έτσι δεν θα εξαρτάται η ευτυχία σου από το πώς είναι οι άλλοι.
Οι αξιολάτρευτοι γονείς μας μας έμαθαν αν δημιουργούμε τις δικές μας προσδοκίες και φύτεψαν στον κήπο μας τις δικές τους για να ευδοκιμήσουν.
Ακόμη και οι καλύτεροι, οι πιο φωτισμένοι γονείς, εμφανίζονται συχνά ως υπαίτιοι για τις μεγαλύτερες ατυχίες, τους πιο άτυχους δρόμους.
Πρέπει να το παραδεχτούμε. Σε ορισμένα πράγματα όπως αυτό, οι γονείς είμαστε ανίκανοι, ή τουλάχιστον αναποτελεσματικοί.
Πώς θα μπορούσαμε να το αλλάξουμε αυτό;
Για να είμαστε καλοί στη δουλειά που κάνουμε κάθε μέρα χρειαστήκαμε χρόνια εξάσκησης και δοκιμών, αν όχι ειδική εκπαίδευση. Ωστόσο, περιμένει κανείς να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά μας, που γεννήθηκαν ευάλωτα και απόλυτα εξαρτημένα από τη στιγμή που ήρθαν στον κόσμο μέχρι και πέρα από την εφηβεία, χωρίς καμιά προηγούμενη εμπειρία (εκτός αν ονομάζουμε εμπειρία το εντελώς αξιοθρήνητο μοντέλο που μας κληροδότησαν οι δικοί μας γονείς…).
Κι από πάνω, να μας υποχρεώνει η κοινωνία να φορτωθούμε ευθύνες σχεδιασμένες μάλλον για παντοδύναμα όντα, παρά για έναν συνηθισμένο πατέρα ή μια κοινή μητέρα.
Το δηλώνω φωναχτά: εμείς οι γονείς, δεν είμαστε αλάθητοι θεοί!!! Και τι μ’ αυτό;
Είναι βέβαια πως η εξουσία των γονιών πάνω στα παιδιά είναι σχεδόν άδικη. Μας παρηγορεί, όμως, έστω και λίγο, το γεγονός πως είναι άδικη για όλους.
Με βάση τη λογική, ως παιδιά, δεν θα έπρεπε να έχουμε υποστεί τις συνέπειες της ανεπάρκειας των γονιών μας για όλη μας τη ζωή: τον υπερβολικό έλεγχο ή την απόμακρη συμπεριφορά, τους καβγάδες μεταξύ τους και την έλλειψη σεβασμού που προερχόταν από τον ανόητο αυταρχισμό της εξουσίας τους.
Ούτε τις φρικτές προθέσεις τους- λίγο πολύ συγκαλυμμένες, ανάλογα με την περίπτωση-, να καλύψουμε εμείς τα κενά της ζωής τους… να συνεχίσουμε το έργο τους… ή να φτάσουμε εμείς εκεί που εκείνοι θα ήθελαν να είχαν φτάσει.
Γι’ αυτούς και πολλούς άλλους λόγους- που δεν πρόκειται να απαριθμήσω εδώ-, μερικές φορές οι γονείς που θέλουν ειλικρινά να μας βοηθήσουν να γίνουμε ευτυχισμένοι, ενεργούν μόνο μέσα από την υποκειμενική τους άποψη για το τι είναι καλύτερο, κι έτσι μετατρέπονται σε πραγματικά εμπόδια γι’ αυτήν την ευτυχία.
Δεν χωράει αμφιβολία ότι όλα αυτά είναι άδικα, και το θέμα δεν θα ήταν, ίσως, τόσο σοβαρό, αν σ’ αυτές τις αδυναμίες και σ’ αυτές τις πληγές δεν ερχόταν να προστεθεί η κακοήθεια ορισμένων που προσπαθούν να τις εκμεταλλευτούν προς όφελός τους.
Πρέπει να πάρω μιαν απόφαση:
Αντί να επιτρέψω να σταθούν όλα αυτά εμπόδιο στην ευτυχία μου- πράγμα που, απλώς, θα σηματοδοτούσε νίκη της ομάδας των “κακοπροαίρετων”-, πρέπει να βρω το κουράγιο για ν’ αρχίσω να παλεύω εναντίον τους, να διορθώσω ό,τι διορθώνεται, να αναπληρώσω ό,τι μου λείπει και να δημιουργήσω από τις στάχτες έναν καλύτερο κόσμο.
Πάντα, όταν φτάνω σ’ αυτό το σημείο σε μια ομιλία, κάποιος θα με ρωτήσει αν υπάρχει στ’ αλήθεια κακοήθεια.
Η απάντησή μου είναι ναι.
Μετά, με ρωτάνε αν είναι έμφυτη.
Απαντώ όχι.
Με ρωτάνε τι να κάνουν με την κακοήθεια.
Και απαντώ:
Η κακοήθεια είναι αποτέλεσμα άγνοιας.
Και η άγνοια αποτέλεσμα της έλλειψης παιδείας.
Η κακοήθεια αντιμετωπίζεται με περισσότερη και περισσότερη και περισσότερη μόρφωση.
Οι χώρες μας δεν πρόκειται να λύσουν τα προβλήματα της αυξανόμενης εγκληματικότητας, της βίας και της αντικοινωνικής συμπεριφοράς μόνο με αυστηρότερους νόμους, χτίζοντας φυλακές ή ενισχύοντας τα Σώματα Ασφαλείας. Όλα αυτά μπορεί να είναι σημαντικά και να αποδίδουν βραχυπρόθεσμα, ωστόσο, μακροπρόθεσμα, η οριστική λύση μπορεί να είναι μόνο:
Περισσότερα σχολεία, περισσότεροι δάσκαλοι, περισσότερα χρήματα στον κρατικό προϋπολογισμό για την παιδεία, περισσότερες υποτροφίες, περισσότερη εκπαίδευση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου