Όταν προσπαθούν να προσδιορίσουν το ιστορικό τους στίγμα και να φαντασθούν τις ιστορικές τους προοπτικές, τα εκάστοτε ατομικά ή συλλογικά υποκείμενα κατά κανόνα επιδιώκουν όσο γίνεται ακριβέστερες προγνώσεις εξελίξεων και γεγονότων, σαν να ήθελαν και σαν να μπορούσαν ν’ αδράξουν με τα χέρια τους το μέλλον. Σε τέτοιες προγνώσεις συχνότατα παρεισφρύουν ελπίδες και φόβοι, και σε πολλές περιπτώσεις παρατηρείται ότι όσο πιο συγκεκριμένες εμφανίζονται οι προγνώσεις τόσο περισσότερο αποτελούν αποκυήματα αναπτερωτικών ή καταθλιπτικών αισθημάτων. Οι άνθρωποι επιδιώκουν προγνώσεις κατά το δυνατόν ακριβείς επειδή θέλουν προ παντός να ξέρουν πως οφείλουν να συμπεριφερθούν ή τι τους περιμένει. Από την άποψη αυτή, οι προγνώσεις συνιστούν προκαταβολικές πράξεις, και η πρακτική πρόθεση γίνεται τόσο έντονη, ώστε υπερπηδούνται αστόχαστα τα μάλλον στενά όρια της προβλεψιμότητας ιστορικών γεγονότων. Ως κατά βάση απρόβλεπτη πρέπει πάντως να θεωρείται η ιστορία μεμονωμένων ή αλυσιδωτών συμβάντων, κι αυτό για την πολιτική πράξη σημαίνει ότι δεν μπορούν να δοθούν λεπτομερείς οδηγίες σε σχέση με τη μελλοντική δραστηριότητα κι ότι επομένως τούτη εδώ επαφίεται αναγκαστικά στη «λεπτότητα της κρίσης», σύμφωνα με μια διατύπωση του μεγάλου θεωρητικού του πολέμου. Ωστόσο δεν αποκλείεται μιά λίγο-πολύ εμπεριστατωμένη σύλληψη του χαρακτήρα των κινητήριων δυνάμεων και των ιστορικά ενεργών υποκειμένων που με τις κινήσεις και τις διασταυρώσεις τους γεννούν την ποικιλομορφία των συμβάντων κι έτσι οριοθετούν το πεδίο της δυνατής πράξης. Η μελλοντική ιστορία μπορεί με άλλα λόγια να γνωσθεί μόνον ως μορφή και δυνατότητα, όχι ως περιεχόμενο και συμβάν, και η συμβολή μιας τέτοιας γνώσης στην πρακτική δραστηριότητα συνίσταται στο ότι οξύνει τη «λεπτότητα της κρίσης», αν και δεν είναι σε θέση ούτε να τη δημιουργήσει ούτε να την αντικαταστήσει.
Μια περιγραφή της σημερινής κατάστασης, η οποία θα ήθελε να προσανατολισθεί προς το μέλλον και συνάμα να υποκαταστήσει την αχάριστη προσπάθεια της πρόβλεψης συμβάντων, οφείλει να εξάρει εκείνες τις απόψεις των καίριων ιστορικών παραγόντων, στις οποίες αποδίδει δυναμική ικανή να διαμορφώσει γεγονότα. Οφείλει λοιπόν να εντοπίσει την ιδιαιτερότητα της κατάστασης και, αν υφίστανται ιστορικές συνέχειες, να εξηγήσει τις μεταμορφώσεις των σταθερών μεγεθών. Η ιστορική συνέχεια της πλανητικής πολιτικής εκτείνεται σ’ ολόκληρη την περίοδο των Νέων Χρόνων, ήτοι η πολιτική αυτή παίρνει συνεκτική μορφή από την εποχή των ανακαλύψεων και σε συνάφεια με τη διαμόρφωση του αποικιακού συστήματος και της παγκόσμιας αγοράς, θα μπορούσαμε μάλιστα να υποστηρίξουμε ότι τώρα πρωτογεννιέται. Σε προηγούμενες εποχές υπήρχε βέβαια η παράσταση μιας και μόνης οικουμένης, όμως στην πολιτική πραγματικότητα -ακόμα και σ’ εκείνη των μεγάλων αυτοκρατοριών- η μια Οικουμένη υποδιαιρούνταν σε δύο, τρεις ή και περισσότερες πρακτικά ενδιαφέρουσες οικουμένες, οι οποίες είτε δεν έρχονταν σε καμμιά επαφή μεταξύ τους είτε επικοινωνούσαν με τριβές στις περιφέρειες τους. Η ρωμαϊκή οικουμένη παρέμεινε εν τέλει ριζικά διαφορετική από την οικουμένη των Πάρθων, παρά τους μακρούς συνοριακούς τους αγώνες· αργότερα, ο αραβικός και ο φραγκικός κόσμος, αφού χάραξαν με τη χρήση βίας τη διαχωριστική τους γραμμή, έζησαν επί μακρό χρόνο σε γειτονικούς, αλλά ουσιαστικά κλειστούς πολιτικούς χώρους – κι ας μην αναφερθούμε καθόλου στις σχέσεις τους προς τις (ευρ)ασιατικές και αμερικανικές οικουμένες. Το κοσμοϊστορικό novum από τον 16ο αιώνα και μετά συνίσταται στην εμφάνιση Δυνάμεων, των οποίων η πρακτικά ενδιαφέρουσα οικουμένη αγκάλιαζε ολόκληρο τον πλανήτη κι επομένως τα συμφέροντα τους επεκτείνονταν σε κάθε περιοχή του πλανήτη ή τουλάχιστον μπορούσαν να επεκταθούν παντού, αν το απαιτούσε ο συναγωνισμός ή η εσωτερική δυναμική της επέκτασης. Η πολιτική γίνεται πλανητική στον βαθμό που εξελίξεις σε οποιαδήποτε περιοχή του πλανήτη μπορούν να κινητοποιήσουν την ισχύ και τη δραστηριότητα ενδιαφερόμενων Δυνάμεων, στον βαθμό πού καμμιά εξέλιξη και καμμιά περιοχή δεν μπορούν να θεωρηθούν εκ των προτέρων και για πάντα ως αδιάφορες για ορισμένες Δυνάμεις.
Εδώ πρέπει να προσεχθούν δύο σημεία. Πρώτον, ο πλανητικός χαρακτήρας της πολιτικής δεν απορρέει από την υπαγωγή της πολιτικής δραστηριότητας urbi et orbi σε ορισμένους κανόνες πού αναγνωρίζονται από όλους. Μάλλον αντίστροφα έχουν τα πράγματα: κανόνες με οικουμενικό χαρακτήρα ή τουλάχιστον οικουμενική αξίωση γεννιούνται ως ιδεατά συμπαρομαρτούντα φαινομένων πλανητικού βεληνεκούς και σκοπεύουν να ρυθμίσουν τις σχέσεις μεταξύ πλανητικών Δυνάμεων τουλάχιστον σε περιόδους που κατά την εκάστοτε γενική αντίληψη είναι ομαλές. Τούτοι οι κανόνες καθορίζονται από όσες Δυνάμεις είναι σε θέση να ασκήσουν με μεγαλύτερη ή μικρότερη ένταση πλανητική πολιτική, ήτοι καθορίζονται από τα υποκείμενα και όχι τα αντικείμενα της πλανητικής πολιτικής. Γιατί, δεύτερον, πλανητική πολιτική δεν σημαίνει ότι όλα τα έθνη, όλοι οι λαοί και όλα τα κράτη διαμορφώνουν ενεργά την πλανητική ιστορία σ’ όλη της την έκταση ή ότι όσοι συμμετέχουν ενεργά στη διαμόρφωση της το κάνουν στην ίδια έκταση και με τον ίδιο τρόπο. Όμως η πλανητική πολιτική δημιουργεί μία κατάσταση, μέσα στην οποία όλες οι πλευρές αναγκάζονται λίγο-πολύ, έμμεσα ή άμεσα, να προσδιορίσουν την πολιτική τους συμπεριφορά με κριτήριο τον συσχετισμό δυνάμεων πάνω σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, μολονότι η ακτίνα δράσεως της κάθε Δύναμης είναι διαφορετική. Μεγάλες Δυνάμεις, οι όποιες ως υποκείμενα της πλανητικής πολιτικής αξίζουν το όνομα «πλανητικές Δυνάμεις», οφείλουν έτσι κι αλλιώς να δρουν πάντοτε λογαριάζοντας την πλανητική κατάσταση και τις πλανητικές συνέπειες της δράσης τους. Αλλά ακόμα και Δυνάμεις, οι οποίες λόγω του γεωπολιτικού και οικονομικού τους δυναμικού μπορούν να ασκήσουν ενεργή εξωτερική πολιτική μονάχα σε περιφερειακό επίπεδο, είναι υποχρεωμένες να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους την πλανητική συγκυρία, τουλάχιστον στον βαθμό που μία ή περισσότερες πλανητικές Δυνάμεις έχουν ζωτικά συμφέροντα στην περιφέρεια τους. Η φιλική ή εχθρική, αλλά πάντως αναπόφευκτη επαφή μεσαίων και μικρών Δυνάμεων με Δυνάμεις πλανητικές συνιστά τον τρόπο, με τον όποιο οι πρώτες συμμετέχουν στα πλανητικά δρώμενα. Η παγκόσμια κατάσταση Αντικαθρεφτίζεται σε κάθε περιφέρεια του πλανήτη μέσα στους συσχετισμούς πού προκύπτουν από την εκεί παρουσία των πλανητικών Δυνάμεων καθώς και από τις συναφείς δράσεις και αντιδράσεις των τοπικών Δυνάμεων. Το αποτέλεσμα είναι ότι με δεδομένη μιά σχετικά μεγάλη πυκνότητα της πλανητικής πολιτικής, δεν υπάρχει πια σε περιφερειακό επίπεδο διεθνής πολιτική δίχως πλανητικές επόψεις και επιπλοκές. Όπως οι πλανητικές Δυνάμεις δεν μπορούν να δεχθούν την αυτοτέλεια περιφερειακών υποθέσεων και περιφερειακών αξιώσεων, έτσι και οι περιφερειακές Δυνάμεις, εφ’ όσον δεν έχουν μετατραπεί σε εξάρτημα μιας πλανητικής Δύναμης, επιδιώκουν από την πλευρά τους να εκμεταλλευθούν προς όφελος τους τις υφιστάμενες σχέσεις μεταξύ των πλανητικών Δυνάμεων, επιτείνοντας έτσι ηθελημένα ή αθέλητα την υπαγωγή της περιφερειακής πολιτικής στην πλανητική.
Τούτη η δομή των σχέσεων μεταξύ μικρών, μεσαίων και μεγάλων Δυνάμεων συναντάται και σε προπλανητικές εποχές. Συνδυασμοί, οι οποίοι εμφανίσθηκαν σε μιαν από τις προγενέστερες οικουμένες ή στο μικρό σύμπαν των ελληνικών πόλεων κρατών, επαναλήφθηκαν συχνά -τουλάχιστον από μορφολογική άποψη- στους πλανητικούς Νέους Χρόνους, στους οποίους βέβαια, λόγω της δραστικής αλλαγής του κοινωνικού χαρακτήρα των πολιτικών υποκειμένων, το βεληνεκές της πολιτικής δραστηριότητας άγγιξε τα απώτατα όρια του γήινου χώρου. Η διαπίστωση τούτη επιβεβαιώνει την άποψη μας ότι μια περιγραφή σταθερών μεγεθών και των πιθανών τους συνδυασμών στο πλαίσιο της σημερινής πλανητικής πολιτικής διόλου δεν επαρκεί προς σύλληψη της παγκόσμιας κατάστασης, αν δεν διευκρινισθεί ο κοινωνικοϊστορικός χαρακτήρας των δρώντων πολιτικών υποκειμένων. Με άλλα λόγια, το καίριο σημείο δεν είναι να καταγράψουμε τη μετάβαση από μιά διπολική σε μια πολυπολική δομή και στη συνέχεια να πιθανολογήσουμε ποιος θα καταλάβει ποιόν πόλο. οπότε θα περιπίπταμε στις ανασφαλείς και υποκειμενικά χροιασμένες προγνώσεις, για τις οποίες μιλήσαμε στην αρχή. Τέτοιες μεταβάσεις δεν αποτελούν ιστορική καινοτομία και το προωθητικό, συνάμα όμως εκτραχυντικό και παροξυντικό σημείο της σημερινής φάσης της πλανητικής πολιτικής δεν βρίσκεται σ’ αυτές· στην τωρινή τους μορφή αποτελούν μάλλον συμπτώματα και εξωτερικές ενδείξεις βαθύτερων διαδικασιών, οι όποιες μπορούν να εξιχνιασθούν μονάχα με την ανάλυση του χαρακτήρα των υποκειμένων της συγκαιρινής μας πλανητικής πολιτικής. Εξ ίσου λίγο προάγει την κατανόηση των φαινομένων η κοινοτοπία ότι η ανάπτυξη της τεχνικής, προ παντός της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών, έκαμε τον πλανήτη μικρότερο, την αμοιβαία εξάρτηση μεγαλύτερη και τη συνεργασία πιο απαραίτητη. Αναμφίβολα, η πλανητική πολιτική προσέλαβε στις ήμερες μας μια πυκνότητα δίχως ανάλογα ή προηγούμενα στο μακρινό ή πρόσφατο παρελθόν, ωστόσο η πυκνότητα αυτή δεν οφείλεται απλώς στην αυτόματη επήρεια της τεχνικής, παρά συναρτάται με κοινωνικοϊστορικές εξελίξεις, στις οποίες εντάσσεται με τη σειρά της η τεχνική πρόοδος. Την τέτοια τεχνική δεν τη γεννά ένα οποιοδήποτε δίκτυο ενδοανθρώπινων σχέσεων ούτε μπορεί να επηρεασθεί απ’ αυτήν η διαμόρφωση οποιασδήποτε κοινωνίας.
Μια ανασκοπική θεώρηση και μια προσφυής περιοδολόγηση της πλανητικής πολιτικής των Νέων Χρόνων μας δείχνουν πράγματι ότι οι μεγάλες της φάσεις δεν χαρακτηρίζονται λ.χ. από τη μετάπτωση μονοπολικών ή διπολικών δομών σε πολυπολικές και αντίστροφα, παρά μάλλον από διαφορετικούς βαθμούς πυκνότητας, όπου η εκάστοτε χαρακτηριστική επίταση της πυκνότητας συντελείται σε καμπές που σημαδεύουν μεταβολές του κοινωνικοπολιτικού χαρακτήρα των πολιτικών υποκειμένων. Η διαπίστωση αυτή δεν συνεπάγεται κάποια θεωρητική προάσπιση του πρωτείου της εσωτερικής πολιτικής, και μάλιστα με την έννοια πού ισχυρίσθηκαν διάφοροι «προοδευτικοί» ιστορικοί. Γιατί εμείς δεν εννοούμε ότι μόνον ορισμένες εξελίξεις στο εσωτερικό των πολιτικών κοινοτήτων θέτουν σε κίνηση την επιδίωξη ισχύος στην εξωτερική πολιτική κι ότι η επιδίωξη αυτή δεν θα εμφανιζόταν αν οι φορείς της δεν ήθελαν με αυτόν τον τρόπο να ενισχύσουν τη θέση τους στο εσωτερικό. Η εσωτερική πολιτική καθορίζει βέβαια τα μέσα και τις μεθόδους της εξωτερικής πολιτικής, καθορίζει ποιος θα πάρει την εξωτερική πολιτική στα χέρια του χρησιμοποιώντας την παράλληλα και για την επίτευξη σκοπών στο εσωτερικό – όμως η αναγκαιότητα να ασκηθεί εξωτερική πολιτική (με σκοπό τη συντήρηση και εδραίωση της ισχύος της εκάστοτε πολιτικής κοινότητας στο πλαίσιο του εκάστοτε ενδιαφέροντος πολιτικού σύμπαντος) προηγείται από την απόφαση για το ποιος θα είναι ο συγκεκριμένος υπεύθυνος φορέας της εξωτερικής πολιτικής· η αναγκαιότητα άσκησης εξωτερικής πολιτικής με την παραπάνω έννοια συνιστά λοιπόν μιαν ανεξάρτητη σταθερά. Όποιος κατευθύνει την εξωτερική πολιτική είναι αναγκασμένος να υπηρετήσει τον σκοπό που προαναφέραμε, όμως δεν μπορεί να τον υπηρετήσει αλλιώς παρά μόνο με τα μέσα και τις μεθόδους που προσιδιάζουν στον κοινωνικοπολιτικό του χαρακτήρα. Ανεξάρτητα από τους λόγους, οι όποιοι γεννούν καθ’ εαυτήν την επιδίωξη ισχύος στην εξωτερική πολιτική, η επιδίωξη τούτη αρθρώνεται σε μορφές ανταποκρινόμενες στον κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα του πολιτικού υποκειμένου, δηλ. της κυρίαρχης ομάδας ή τάξης στο εσωτερικό του. Απ’ αυτήν ακριβώς τη σκοπιά μπορούμε να διαπιστώσουμε μια παραλληλότητα ανάμεσα στις μεγάλες φάσεις της πλανητικής πολιτικής και στις αποφασιστικές μεταβολές της κοινωνικής ιστορίας των Νέων Χρόνων.
Παναγιώτης Κονδύλης. Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο
ΔΕΣ:
Μορφή και ιστορικές φάσεις της πλανητικής πολιτικής (2)
Μορφή και ιστορικές φάσεις της πλανητικής πολιτικής (3)
ΔΕΣ:
Μορφή και ιστορικές φάσεις της πλανητικής πολιτικής (2)
Μορφή και ιστορικές φάσεις της πλανητικής πολιτικής (3)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου