ΧΟ. ἦν ἄρα πυρός ‹γ᾽› ἕτερα θερμότερα καὶ λόγων [ἀντ. α]
385 ἐν πόλει τῶν ἀναιδῶν ἀναιδέστεροι·
καὶ τὸ πρᾶγμ᾽ ἦν ἄρ᾽ οὐ φαῦλον ὧδ᾽ ‹οὐδ᾽ ἐλαφρόν.›
ἀλλ᾽ ἔπιθι καὶ στρόβει, μηδὲν ὀλίγον πόει·
νῦν γὰρ ἔχεται μέσος.
ὡς ἐὰν νυνὶ μαλάξῃς αὐτὸν ἐν τῇ προσβολῇ,
390 δειλὸν εὑρήσεις· ἐγὼ γὰρ τοὺς τρόπους ἐπίσταμαι.
ΟΙ. Α’ ἀλλ᾽ ὅμως οὗτος τοιοῦτος ὢν ἅπαντα τὸν βίον,
κᾆτ᾽ ἀνὴρ ἔδοξεν εἶναι, τἀλλότριον ἀμῶν θέρος.
νῦν δὲ τοὺς στάχυς ἐκείνους, οὓς ἐκεῖθεν ἤγαγεν,
ἐν ξύλῳ δήσας ἀφαύει κἀποδόσθαι βούλεται.
395 ΠΑ. οὐ δέδοιχ᾽ ὑμᾶς, ἕως ἂν ζῇ τὸ βουλευτήριον
καὶ τὸ τοῦ δήμου πρόσωπον μακκοᾷ καθήμενον,
ΧΟ. ὡς δὲ πρὸς πᾶν ἀναιδεύεται κοὐ μεθί- [ἀντ. β]
στησι τοῦ χρώματος τοῦ παρεστηκότος.
400 εἴ σε μὴ μισῶ, γενοίμην ἐν Κρατίνου κῴδιον
καὶ διδασκοίμην προσᾴδειν Μορσίμου τραγῳδίᾳ.
ὦ περὶ πάντ᾽ ἐπὶ πᾶσί τε πράγμασι
δωροδόκοισιν ἐπ᾽ ἄνθεσιν ἵζων,
εἴθε φαύλως, ὥσπερ ηὗρες, ἐκβάλοις τὴν ἔνθεσιν.
405 ᾄσαιμι γὰρ τότ᾽ ἂν μόνον·
«πῖνε πῖν᾽ ἐπὶ συμφοραῖς».
τὸν Οὐλίου τ᾽ ἂν οἴομαι, γέροντα πυροπίπην,
ἡσθέντ᾽ ἰηπαιωνίσαι καὶ βακχέβακχον ᾆσαι.
***
ΧΟΡ. Πόσο κι απ᾽ τις δυο μεριές ακούστηκαν πράματα πιο καυτά κι απ᾽ τη φωτιά και οι βρομιές που ακούμε στην πόλη είναι καν τίποτα κοντά στις βρομιές τους! Η δουλειά δεν ήταν παίξε-γέλασε ούτε λαφριά. (Στον Αλλαντοπώλη:) Όμως πέσε πάνω του και κάν᾽ τον φουρφούρι, δώσ᾽ του να καταλάβει τώρα που τον κρατάς απ᾽ τη μέση. Γιατί, αν τώρα, που του μπήκες έτσι, τον κάνεις μαλακό σα σφουγγάρι,
[390] θα ξεσκεπαστεί κιοτής. Ξέρω και καλοξέρω τα τερτίπια του.
ΠΡ. Δ. Κι όμως, κι ας ήταν ετούτος σ᾽ όλη του τη ζωή τέτοιος, πέρασε στον κόσμο για σπουδαίος, θερίζοντας ξένο καρπό. Και τώρα τα στάχυα εκείνα, που τα κουβάλησε από κει που είπαμε, τα ξεραίνει σε ξύλινα δεσμά και βάλθηκε να τα πουλήσει.
ΠΑΦ. Δεν σας φοβάμαι, όσο ζει η βουλή κι ο Δήμος συνεδριάζει με την αποβλάκωση απλωμένη στο πρόσωπό του.
ΧΟΡ. Όμως με πόση ξετσιπωσιά αντικρίζει το καθετί κι ούτε το χρώμα του προσώπου του δεν λέει να παραλλάξει. (Στον Παφλαγόνα:)
[400] Την ώρα που θα παύσω να σε μισώ, να γίνω του Κρατίνου του κατουριάρη στρώμα και να κάνω πρόβες στη μουσική τραγωδίας του Μόρσιμου. Ε συ, που γύρω απ᾽ όλα και πάνω απ᾽ όλα τα ζητήματα
«πα σε ανθούς δωροδοκιάς την έχεις αραγμένη»,
άμποτε, με την ίδια ευκολία που την έχαψες, να ξεράσεις τη μπουκιά απ᾽ το στόμα σου. Γιατί εκείνη τη μέρα θα τραγουδούσα ένα μόνο τραγούδι:
«Πιες και πάλι πιες,
τέρμα πια οι συμφορές».
ΚΟΡ. Και φαντάζομαι τον Ούλιο, τον γερομπινέ τον λαγανοβλεψία, χαρούμενος να ψέλνει τα νικητήρια και να πιάσει να τραγουδά «Βάκχε! Βακχέβακχε!».
385 ἐν πόλει τῶν ἀναιδῶν ἀναιδέστεροι·
καὶ τὸ πρᾶγμ᾽ ἦν ἄρ᾽ οὐ φαῦλον ὧδ᾽ ‹οὐδ᾽ ἐλαφρόν.›
ἀλλ᾽ ἔπιθι καὶ στρόβει, μηδὲν ὀλίγον πόει·
νῦν γὰρ ἔχεται μέσος.
ὡς ἐὰν νυνὶ μαλάξῃς αὐτὸν ἐν τῇ προσβολῇ,
390 δειλὸν εὑρήσεις· ἐγὼ γὰρ τοὺς τρόπους ἐπίσταμαι.
ΟΙ. Α’ ἀλλ᾽ ὅμως οὗτος τοιοῦτος ὢν ἅπαντα τὸν βίον,
κᾆτ᾽ ἀνὴρ ἔδοξεν εἶναι, τἀλλότριον ἀμῶν θέρος.
νῦν δὲ τοὺς στάχυς ἐκείνους, οὓς ἐκεῖθεν ἤγαγεν,
ἐν ξύλῳ δήσας ἀφαύει κἀποδόσθαι βούλεται.
395 ΠΑ. οὐ δέδοιχ᾽ ὑμᾶς, ἕως ἂν ζῇ τὸ βουλευτήριον
καὶ τὸ τοῦ δήμου πρόσωπον μακκοᾷ καθήμενον,
ΧΟ. ὡς δὲ πρὸς πᾶν ἀναιδεύεται κοὐ μεθί- [ἀντ. β]
στησι τοῦ χρώματος τοῦ παρεστηκότος.
400 εἴ σε μὴ μισῶ, γενοίμην ἐν Κρατίνου κῴδιον
καὶ διδασκοίμην προσᾴδειν Μορσίμου τραγῳδίᾳ.
ὦ περὶ πάντ᾽ ἐπὶ πᾶσί τε πράγμασι
δωροδόκοισιν ἐπ᾽ ἄνθεσιν ἵζων,
εἴθε φαύλως, ὥσπερ ηὗρες, ἐκβάλοις τὴν ἔνθεσιν.
405 ᾄσαιμι γὰρ τότ᾽ ἂν μόνον·
«πῖνε πῖν᾽ ἐπὶ συμφοραῖς».
τὸν Οὐλίου τ᾽ ἂν οἴομαι, γέροντα πυροπίπην,
ἡσθέντ᾽ ἰηπαιωνίσαι καὶ βακχέβακχον ᾆσαι.
***
ΧΟΡ. Πόσο κι απ᾽ τις δυο μεριές ακούστηκαν πράματα πιο καυτά κι απ᾽ τη φωτιά και οι βρομιές που ακούμε στην πόλη είναι καν τίποτα κοντά στις βρομιές τους! Η δουλειά δεν ήταν παίξε-γέλασε ούτε λαφριά. (Στον Αλλαντοπώλη:) Όμως πέσε πάνω του και κάν᾽ τον φουρφούρι, δώσ᾽ του να καταλάβει τώρα που τον κρατάς απ᾽ τη μέση. Γιατί, αν τώρα, που του μπήκες έτσι, τον κάνεις μαλακό σα σφουγγάρι,
[390] θα ξεσκεπαστεί κιοτής. Ξέρω και καλοξέρω τα τερτίπια του.
ΠΡ. Δ. Κι όμως, κι ας ήταν ετούτος σ᾽ όλη του τη ζωή τέτοιος, πέρασε στον κόσμο για σπουδαίος, θερίζοντας ξένο καρπό. Και τώρα τα στάχυα εκείνα, που τα κουβάλησε από κει που είπαμε, τα ξεραίνει σε ξύλινα δεσμά και βάλθηκε να τα πουλήσει.
ΠΑΦ. Δεν σας φοβάμαι, όσο ζει η βουλή κι ο Δήμος συνεδριάζει με την αποβλάκωση απλωμένη στο πρόσωπό του.
ΧΟΡ. Όμως με πόση ξετσιπωσιά αντικρίζει το καθετί κι ούτε το χρώμα του προσώπου του δεν λέει να παραλλάξει. (Στον Παφλαγόνα:)
[400] Την ώρα που θα παύσω να σε μισώ, να γίνω του Κρατίνου του κατουριάρη στρώμα και να κάνω πρόβες στη μουσική τραγωδίας του Μόρσιμου. Ε συ, που γύρω απ᾽ όλα και πάνω απ᾽ όλα τα ζητήματα
«πα σε ανθούς δωροδοκιάς την έχεις αραγμένη»,
άμποτε, με την ίδια ευκολία που την έχαψες, να ξεράσεις τη μπουκιά απ᾽ το στόμα σου. Γιατί εκείνη τη μέρα θα τραγουδούσα ένα μόνο τραγούδι:
«Πιες και πάλι πιες,
τέρμα πια οι συμφορές».
ΚΟΡ. Και φαντάζομαι τον Ούλιο, τον γερομπινέ τον λαγανοβλεψία, χαρούμενος να ψέλνει τα νικητήρια και να πιάσει να τραγουδά «Βάκχε! Βακχέβακχε!».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου