Οι ιδέες του Sigmund Freud σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου κυριάρχησαν κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα.Η βασική του άποψη ήταν ότι τα κίνητρα της συμπεριφοράς (motivations) παραμένουν σε μεγάλο βαθμό κρυμμένα στο ασυνείδητο (unconscious), αποκλείονται αποτελεσματικά από την συνείδηση (consciousness), μέσω της απώθησης (repression).
Ο Φρόυντ υποστήριζε ως τον θάνατο του, το 1939 ότι οι ψυχικές νόσοι προκύπτουν όταν αποτυγχάνει ο μηχανισμός απώθησης. Οι φοβίες, οι κρίσεις πανικού και οι ψυχαναγκασμοί δημιουργούνται από παρεισφρήσεις των κρυμμένων ενορμήσεων στην εκούσια συμπεριφορά.
Σύμφωνα λοιπόν με το συγκεκριμένο σκεπτικό, στόχος της ψυχοθεραπείας ήταν να αναζητήσει τις ασυνείδητες ρίζες των νευρωτικών συμπτωμάτων και εκθέτοντας τα στην ώριμη, λογική κρίση να τα αποδυναμώσει.
Έτσι, η φαρμακοθεραπεία και η βιολογική προσέγγιση των ψυχικών νόσων σταδιακά επισκίασαν την ψυχανάλυση.
Κατά την δεκαετία του 1980 οι έννοιες «Εγώ» και «Αυτό» θεωρούνταν τελείως απαρχαιωμένες. Ο Φρόιντ άνηκε στο παρελθόν. Στην νέα ψυχολογία η σύγχρονη άποψη ήταν ότι οι καταθλιπτικοί αισθάνονται δυστυχισμένοι όχι επειδή κάτι υπονόμευσε τις πρώτες προσκολλήσεις στην βρεφική τους ηλικία αλλά διότι υπάρχει κάποια διαταραχή στο χημικό ισοζύγιο του εγκεφάλου.
Σήμερα το ενδιαφέρον μας για την ολοκληρωμένη εικόνα αναζωπυρώνεται και το περίεργο είναι ότι η νέα αυτή προσέγγιση δεν διαφέρει και πολύ από εκείνη του Φρόυντ πριν από έναν αιώνα.
Απέχουμε ακόμα πολύ από την γενική ομοφωνία αλλά όλο και περισσότεροι νευροεπιστήμονες διαφορετικών ειδικοτήτων καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα με τον Eric R. Kandel του Πανεπιστημίου Columbia, στον οποίο απονεμήθηκε Νόμπελ Ιατρικής το 2000: ότι η ψυχανάλυση παραμένει «ακόμα και σήμερα η πιο συνεπής και ικανοποιητική από εννοιολογική άποψη θεώρηση του νου».
O Φρόιντ επιστρέφει λοιπόν και μάλιστα όχι μόνο στην θεωρία. Σε πάρα πολλές πόλεις ανά τον κόσμο έχουν σχηματιστεί ομάδες εργασίας στις οποίες νευροεπιστήμονες αλλά και ψυχαναλυτές ενώνουν τις δυνάμεις τους.
Οι εν λόγω ερευνητές συνδιαμορφώνουν αυτό το οποίο ο Kandel ονομάζει «νέο εννοιολογικό πλαίσιο της ψυχιατρικής».
Στο πλαίσιο αυτό φαίνεται ότι ο αδρομερής τρόπος με τον οποίο ο Φρόυντ παρουσίαζε την οργάνωση του νου προορίζεται να παίξει ρόλο παρόμοιο με εκείνον που έπαιξε η εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου στην μοριακή γενετική, ένα περίγραμμα δηλαδή μέσα στο οποίο μπορούν να διαταχθούν συνεκτικά οι αναδυόμενες λεπτομέρειες. Την ίδια στιγμή οι νευροεπιστήμονες βρίσκουν αποδείξεις για ορισμένες από τις θεωρίες του Φρόυντ και εξετάζουν τους υποκείμενους μηχανισμούς στις νοητικές διεργασίες που περιέγραψε.
Η νευροεπιστήμη έχει δείξει ότι οι βασικές εγκεφαλικές δομές που είναι ουσιώδεις για τον σχεδιασμό αναμνήσεων δεν είναι λειτουργικές κατά τα πρώτα 2 χρόνια της ζωής, παρέχοντας μια κομψή εξήγηση εκείνου που ο Φρόυντ αποκάλεσε παιδική αμνησία (infantile amnesia).
Όπως υπέθετε και ο Φρόυντ δεν ξεχνάμε τις πρώιμες αναμνήσεις μας, απλώς δεν μπορούμε να τις ανακαλέσουμε στην συνείδηση. Αλλά αυτή η ανικανότητα δεν τις εμποδίζει να επηρεάζουν τα αισθήματα και τη συμπεριφορά μας μετά την ενηλικίωση.
Δύσκολα θα έβρισκε κανείς έναν αναπτυξιακό νευροβιολόγο που να μην συμφωνεί ότι οι πρώιμες εμπειρίες, ιδίως εκείνες που αφορούν τη σχέση μητέρας και βρέφους επηρεάζουν το μόρφωμα των εγκεφαλικών διασυνδέσεων με τρόπο που ουσιαστικά διαμορφώνει τη μελλοντική μας προσωπικότητα και ψυχική υγεία.
Κλείνοντας λοιπόν σύμφωνα με τον νευροεπιστήμονα Jaak Panksepp, περνώντας θέση για αυτή την άτυπη συνεργασία και εν τέλει συμφιλίωση μεταξύ νευρολογίας και ψυχιατρικής ανέφερε ότι «το ζήτημα δεν είναι να αποδείξουμε αν ο Φρόιντ είχε δίκιο ή όχι, αλλά να «τελειώσουμε την δουλειά».
Εάν καταφέρουμε «να τελειώσουμε την δουλειά», τότε μπορεί να επιτευχθεί το «νέο νοηματικό πλαίσιο της Ψυχιατρικής» και έτσι θα παρέλθει ανεπιστρεπτί η εποχή όπου οι άνθρωποι με συναισθηματικές δυσκολίες είναι αναγκασμένοι να διαλέξουν μεταξύ της λογοθεραπείας της ψυχανάλυσης και των συνταγογραφούμενων φαρμάκων της ψυχοφαρμακολογίας.
Η ψυχιατρική του μέλλοντος υπόσχεται να παρέχει βοήθεια στους ασθενείς βασιζόμενη στην βαθύτερη κατανόηση των ψυχικών διεργασιών.
Η ψυχοθεραπεία και ο μηχανισμός της απώθησης
Η εκτελεστική μηχανή του νου (το Εγώ- ego), απορρίπτει τις ασυνείδητες ενορμήσεις ( το Αυτό – id), που θα μπορούσαν να προκαλέσουν μια συμπεριφορά ασύμβατη με το πολιτισμικό μας υπόβαθρο. Αυτή η απώθηση είναι απαραίτητη, διότι οι ενορμήσεις (drives) εκφράζονται ως αχαλίνωτα πάθη, παιδικές φαντασιώσεις, σεξουαλικές και επιθετικές τάσεις.Ο Φρόυντ υποστήριζε ως τον θάνατο του, το 1939 ότι οι ψυχικές νόσοι προκύπτουν όταν αποτυγχάνει ο μηχανισμός απώθησης. Οι φοβίες, οι κρίσεις πανικού και οι ψυχαναγκασμοί δημιουργούνται από παρεισφρήσεις των κρυμμένων ενορμήσεων στην εκούσια συμπεριφορά.
Σύμφωνα λοιπόν με το συγκεκριμένο σκεπτικό, στόχος της ψυχοθεραπείας ήταν να αναζητήσει τις ασυνείδητες ρίζες των νευρωτικών συμπτωμάτων και εκθέτοντας τα στην ώριμη, λογική κρίση να τα αποδυναμώσει.
Η κριτική στην θεωρία του Freud
Ωστόσο καθώς η έρευνα του νου και του εγκεφάλου άρχισε να αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο μετά τη δεκαετία του 1950, οι επιστήμονες άρχισαν να θεωρούν ότι τα στοιχεία στα οποία ο Φρόυντ στήριζε τις θεωρίες του ήταν ισχνά. Η κύρια ερευνητική του μέθοδος δεν βασίζονταν σε ελεγχόμενα πειράματα αλλά σε απλές παρατηρήσεις της συμπεριφοράς των ασθενών σε κλινικό περιβάλλον και στα θεωρητικά συμπεράσματα του προέκυπταν από αυτές.Έτσι, η φαρμακοθεραπεία και η βιολογική προσέγγιση των ψυχικών νόσων σταδιακά επισκίασαν την ψυχανάλυση.
Κατά την δεκαετία του 1980 οι έννοιες «Εγώ» και «Αυτό» θεωρούνταν τελείως απαρχαιωμένες. Ο Φρόιντ άνηκε στο παρελθόν. Στην νέα ψυχολογία η σύγχρονη άποψη ήταν ότι οι καταθλιπτικοί αισθάνονται δυστυχισμένοι όχι επειδή κάτι υπονόμευσε τις πρώτες προσκολλήσεις στην βρεφική τους ηλικία αλλά διότι υπάρχει κάποια διαταραχή στο χημικό ισοζύγιο του εγκεφάλου.
Ο Freud επιστρέφει!
Η ψυχοφαρμακολογία όμως, δεν μας πρόσφερε μια ολοκληρωμένη εναλλακτική θεωρία της προσωπικότητας, του συναισθήματος και των κινήτρων συμπεριφοράς. Μην έχοντας στην διάθεση τους ένα τέτοιο μοντέλο οι νευροεπιστήμονες εστίασαν την προσοχή τους σε επιμέρους ζητήματα και εγκατέλειψαν τις προσπάθειες για μια ολοκληρωμένη εικόνα.Σήμερα το ενδιαφέρον μας για την ολοκληρωμένη εικόνα αναζωπυρώνεται και το περίεργο είναι ότι η νέα αυτή προσέγγιση δεν διαφέρει και πολύ από εκείνη του Φρόυντ πριν από έναν αιώνα.
Απέχουμε ακόμα πολύ από την γενική ομοφωνία αλλά όλο και περισσότεροι νευροεπιστήμονες διαφορετικών ειδικοτήτων καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα με τον Eric R. Kandel του Πανεπιστημίου Columbia, στον οποίο απονεμήθηκε Νόμπελ Ιατρικής το 2000: ότι η ψυχανάλυση παραμένει «ακόμα και σήμερα η πιο συνεπής και ικανοποιητική από εννοιολογική άποψη θεώρηση του νου».
O Φρόιντ επιστρέφει λοιπόν και μάλιστα όχι μόνο στην θεωρία. Σε πάρα πολλές πόλεις ανά τον κόσμο έχουν σχηματιστεί ομάδες εργασίας στις οποίες νευροεπιστήμονες αλλά και ψυχαναλυτές ενώνουν τις δυνάμεις τους.
Οι εν λόγω ερευνητές συνδιαμορφώνουν αυτό το οποίο ο Kandel ονομάζει «νέο εννοιολογικό πλαίσιο της ψυχιατρικής».
Στο πλαίσιο αυτό φαίνεται ότι ο αδρομερής τρόπος με τον οποίο ο Φρόυντ παρουσίαζε την οργάνωση του νου προορίζεται να παίξει ρόλο παρόμοιο με εκείνον που έπαιξε η εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου στην μοριακή γενετική, ένα περίγραμμα δηλαδή μέσα στο οποίο μπορούν να διαταχθούν συνεκτικά οι αναδυόμενες λεπτομέρειες. Την ίδια στιγμή οι νευροεπιστήμονες βρίσκουν αποδείξεις για ορισμένες από τις θεωρίες του Φρόυντ και εξετάζουν τους υποκείμενους μηχανισμούς στις νοητικές διεργασίες που περιέγραψε.
Η νευροεπιστήμη έχει δείξει ότι οι βασικές εγκεφαλικές δομές που είναι ουσιώδεις για τον σχεδιασμό αναμνήσεων δεν είναι λειτουργικές κατά τα πρώτα 2 χρόνια της ζωής, παρέχοντας μια κομψή εξήγηση εκείνου που ο Φρόυντ αποκάλεσε παιδική αμνησία (infantile amnesia).
Όπως υπέθετε και ο Φρόυντ δεν ξεχνάμε τις πρώιμες αναμνήσεις μας, απλώς δεν μπορούμε να τις ανακαλέσουμε στην συνείδηση. Αλλά αυτή η ανικανότητα δεν τις εμποδίζει να επηρεάζουν τα αισθήματα και τη συμπεριφορά μας μετά την ενηλικίωση.
Δύσκολα θα έβρισκε κανείς έναν αναπτυξιακό νευροβιολόγο που να μην συμφωνεί ότι οι πρώιμες εμπειρίες, ιδίως εκείνες που αφορούν τη σχέση μητέρας και βρέφους επηρεάζουν το μόρφωμα των εγκεφαλικών διασυνδέσεων με τρόπο που ουσιαστικά διαμορφώνει τη μελλοντική μας προσωπικότητα και ψυχική υγεία.
Εάν καταφέρουμε «να τελειώσουμε την δουλειά», τότε μπορεί να επιτευχθεί το «νέο νοηματικό πλαίσιο της Ψυχιατρικής» και έτσι θα παρέλθει ανεπιστρεπτί η εποχή όπου οι άνθρωποι με συναισθηματικές δυσκολίες είναι αναγκασμένοι να διαλέξουν μεταξύ της λογοθεραπείας της ψυχανάλυσης και των συνταγογραφούμενων φαρμάκων της ψυχοφαρμακολογίας.
Η ψυχιατρική του μέλλοντος υπόσχεται να παρέχει βοήθεια στους ασθενείς βασιζόμενη στην βαθύτερη κατανόηση των ψυχικών διεργασιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου