Ι. Αυτοπεποίθηση και Δημιουργία
1. Η απαλλαγή της Αθήνας από το τυραννικό καθεστώς και η δημοκρατική μεταρρύθμιση του Αλκμαιωνίδη Κλεισθένη οδήγησαν στην αύξηση της δύναμης των Αθηνών:
«Ἀθῆναι ἐοῦσαι καί πρίν μεγάλαι, τότε ἀπαλλαχθεῖσαι τυράννων ἐγίνοντο μέζονες» (Ηρ. 5.66). Με τον Κλεισθένη γύρω στα 508-504, ο δήμος άρχισε να οργανώνεται σε κόμμα αντίπαλο των αριστοκρατικών (Αριστ, Αθ, Πο)" 28). Το 403 γύρισε στην Αθήνα ο Φιλαϊδης Μιλτιάδης (550-489) και, αφού δικάστηκε, γιατί είχε χρηματίσει τύραννος στη Χερσόνησο της Θράκης και αθωώθηκε, απόκτησε μεγάλη πολιτική επιρροή στο δήμο και στους «γνωρίμους» και «στρατηγός οὕτω Ἀθηναίων ἀπεδέχθη, αἱρεθείς ὑπό τοῦ δήμου» (Ηρ. 6.104) και φανέρωσε εξαίρετα, στρατηγικά προσόντα στη μάχη στο Μαραθώνα.
2. Ο Ηρόδοτος εξήγησε τις πρώτες νίκες των Αθηναίων εναντίον των Βοιωτών και των Χαλκιδέων το 506 ως αποτέλεσμα της «ίσηγορίης» και της πίστης που ενέπνευσε στους Αθηναίους το δημοκρατικό πολίτευμα ότι δεν αγωνίζονται για τους τυράννους, αλλά για τον εαυτό τους. Όσο κι αν η κρίση του Ηρόδοτου είναι φορτισμένη με τον ενθουσιασμό ενός θαυμαστή της δημοκρατίας, αποδίδει πλήρως την ψυχολογία των ανθρώπων, που βγαίνουν από ένα τυραννικό καθεστώς και μπαίνουν σ’ ένα τρόπο πολιτικής ζωής στον οποίο πιστεύουν: «Ἀθηναῖοι μέν νῦν ηὔξηντο· δηλοῖ δέ οὐ κατ' ἕν μοῦνον ἀλλά πανταχή ἡ ἰσηγορίη ὡς ἐστί χρῆμα σπουδαῖον, εἰ καί Ἀθηναῖοι τυραννευόμενοι μέν οὐδαμῶν τῶν σφέας περιοικεόντων ἦσαν τά πολέμια ἀμείνους, ἀπαλλαχθέντες δέ τυράννων μακρῷ πρῶτοι ἐγένοντο. δηλοῖ ὦν ταῦτα δτικατεχόμενοι μέν ἐθελοκάκεον ὡς δεσπότῃ ἐργαζόμενοι, ἐλευθερωθέντων δέ ἕκαστος ἑαυτῷ προεθυμέετο κατεργάζεσθαι» (5.78). Και με το τέλος των Μηδικών (479) η δημοκρατία της Αθήνας αποχτάει πλήρη συνείδηση του δυναμισμού,'που αναπτύσσει στο λαό η ελευθερία.
3, Στο Μαραθώνα νίκησαν το οπλιτικό και το ιππικό, δηλ. οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Και στη νίκη αυτή ο Ηρόδοτος (7. 139) αποδίδει, όχι άδικα, μεγάλη σημασία, αλλά στη Σαλαμίνα φορείς της νίκης ήταν οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις (κυρίως θήτες), οι οποίες εργάζονταν στα πλοία, που είχε κατασκευάσει ο Θεμιστοκλής (528-462). Έτσι οι δυνάμεις αυτές απόκτησαν αυτοπεποίθηση και έρεισμα, για να διεκδικήσουν ενεργό ρόλο στή ζωή της Αθήνας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στους Νόμους του Πλάτωνα (705 και εξ.), που γράφονται 130 χρόνια περίπου μετά τα Μηδικά, ο Αθηναίος συνομιλητής είναι εναντίον του ναυτικού και υπέρ των οπλιτών, γιατί το ναυτικό συγκροτείται από κάθε καρυδιάς καρύδι και όχι από "σπουδαiους», δηλ. αΠό ανώτερη κοινωνική τάξη, και έτσι φθείρει τους -ποl.ίτες. ΚαΙ όταν ο Κρητικός Κλεινίας λέγει ότι οι Κρήτες πιστεύουν ότι η ναυμαχία στη Σαλαμίνα έσωσε την Ελλάδα στα Μηδικά, ο Αθηναίος (δηλ. Πλάτωνας) μιλώντας και έκ μέρους του Λακεδαιμονίου Μεγίλλου λέει ότι η μάχη στο Μαραθώνα και η μάχη στις Πλαταιές και έσωσαν την Ελλάδα και ύψωσαν ηθικά τους Έλληνες «βελτίους τούς Ἕλληνας ποιῆσαι», ενώ οι δυο ναυμαχίες στο Αρτεμίσιο και στη Σαλαμίνα έκαμαν το ήθος των Ελλήνων χειρότερο. Ο Πλάτωνας βέβαια παίρνει το μέρος των ανώτερων κοινωνικών τάξεων και μάλιστα των αριστοκρατών, οι οποίες πολεμούσαν ως οπλίτες και ιππείς και στα χρόνια του ήταν φιλολακωνικές. Έτσι δεν θέλει ν’ αναγνωρίσει τη συμβολή του «ναυτικού όχλου» όπως τον ονόμαζαν οι ολιγαρχικοί, αν και ήταν αναμφισβήτητη με τη νίκη στη Σαλαμίνα. (Αριστ. Πολ. 1304α 20 εξ.).
4. Αλλά οι δυνάμεις αυτές ήταν απαραίτητες για το εμπόριο, τη βιοτεχνία, τις θαλάσσιες επικοινωνίες και μεταφορές και ο ρόλος τους στην οικονομική ζωή της Αθήνας διαρκώς μεγάλωνε. Αυτές οι δυνάμεις ανήκαν στο δημοκρατικό κόμμα, που αρχηγός του είναι ο Θεμιστοκλής, ο οποίος το 493-92 ήταν επώνυμος άρχοντας. Από τον πατέρα του ήταν αριστοκρατικής καταγωγής, αλλά ήταν διορατικός πολιτικός και μπορούσε κατά το Θουκυκίδη να κρίνει σωστά και γρήγορα για τα προβλήματα του παρόντος «τῶν παραχρῆμα δ' ἐλαχίστης βουλῆς κράτιστος γνώμων» και να προβλέπει με επιτυχία τις μελλοντικές εξελίξεις «καί τῶν μελλόντων ἐπί πλεῖστον τοῦ γενησομένου ἄριστος εἰκαστής» (1.138.3). Έτσι κατάλαβε ότι ο περσικός ιμπεριαλισμός θα ξαναδοκίμαζε να καταχτήσει την Ελλάδα, ότι στη στεριά δεν ήταν δυνατή η νίκη και ότι έπρεπε να κατασκευαστεί στόλος, πράγμα που σήμαινε άνοδο των κατωτέρων κοινωνικών τάξεων, αφού αυτές κυρίως θα αποτελούσαν τα πληρώματα του στόλου. Και με δυσκολία έπεισε τους Αθηναίους να διαθέσουν τα έσοδα των μεταλλείων του Λαυρίου για την κατασκευή στόλου (Ηρ. 7.144, Θουκ. 1.14, Αριστ. Αθ. Ποl.. 22).
5. Αλλά το δημοκρατικό πολίτευμα είχε να υπερνικήσει τα εμπόδια που δημιουργούσαν οι αριστοκρατικοί θεσμοί στην εποχή του Κλεισθένη. Ο θεσμός των εννέα αρχόντων είχε μεγάλη πολιτική δύναμη και δικαίωμα εκλογής σ’ αυτό το αξίωμα είχαν μόνο πολίτες των δυο ανώτερων «τιμημάτων». Αλλά το 487 το αξίωμα έγινε κληρωτό και περιορίστηκε η πολιτική του δύναμη, ενώ ενισχύθηκαν τα δημοκρατικά όργανα του πολιτεύματος. Από την ίδια χρονιά ενισχύεται ο θεσμός των δέκα στρατηγών, ένας από κάθε φυλή, οι οποίοι εκλέγονται από την εκκλησία του δήμου. Πρόβλημα στο θεσμό αυτό δημιούργησε η εκλογή του Περικλή συνέχεια για I5 χρόνια. Και τότε ορίστηκε μια φυλή να μπορεί να δώσει και δυο στρατηγούς, για να μη αποκλείονται άξιοι και ικανοί άντρες για το βασικό αυτό αξίωμα του πολιτεύματος.
6. Από την άλλη μεριά μετά την ανατροπή των Πεισιστρατιδών στην Αθήνα υπήρχαν τυραννικά κατάλοιπα και τυραννόφρονες δυνάμεις. Αυτό φάνηκε στην υποστήριξη που βρήκαν οι Σπαρτιάτες μέσα στην Αθήνα, όταν κατάλαβαν ότι ήταν πολιτικό τους λάθος, που βοήθησαν στην εκδίωξη των τυράννων και θέλησαν να τους αντικαστήσουν, πρώτα με τον ολιγαρχικό ΑΘηναίο Ισαγόρα, που θα ήταν πειθήνιο όργανό τους, και στη συνέχεια με την ανάκληση του ίδιου του Ιππία από το Σίγειο και την ατυχή τους προσπάθεια να τον επανεγκαταστήσουν τύραννο της Αθήνας (Ηρ. 5. 70- 72, 74- 77 , 90-94). Η προσπάθεια αυτή απέτυχε, κυρίως γιατί η Κόρινθος κατάλαβε ότι η ανάπτυξη μιας αντίρροπης στη Σπάρτη δύναμης ευνοούσε τα δικά της συμφέροντα. Τα υπολείμματα των Πεισιστρατιδών, οι πλούσιοι γαιοκτήμονες, ευγενείς και μη, οι θήτες που δεν εργάζονταν στα πλοία, συντηρητικοί και λακωνόφρονες συνασπίστηκαν γύρω από το μετριοπαθή και δίκαιο, όπως η παράδοση τον αναφέρει, Αριστείδη (520-463) και αποτέλεσαν την αντίπαλη στο Θεμιστοκλή δύναμη. Η σύγκρουση Αριστείδη και Θεμιστοκλή ήταν αναπόφευκτη. Ο Αριστείδης εξέφραζε τα συμφέροντα της παλιάς αριστοκρατίας, δεν έβλεπε μακριά, και αντιδρούσε στη ναυτική πολιτική του Θεμιστοκλή. 'Ετσι ο Αριστείδης οστρακίστηκε (483-82), ανακλήθηκε από την εξορία 2-3 χρόνια αργότερα με τη γενική αμνηστεία (Ηρ. 8. 79 εξ. Αριστ. Αθ. Πολ. 22, 23, 24). Και μετά τα Μηδικά συνεργάστηκε με το Θεμιστοκλή και για την ίδρυση των τειχών στην Αθήνα και για την οργάνωση της Συμμαχίας της Δήλου (478-77).
7. Στη συνέχεια στην πολιτική σκηνή της Αθήνας μπαίνουν ο Εφιάλτης και ο Περικλής (495-429) γιος του Ξανθίππου. Ο Περικλής στα χρόνια του Μιλτιάδη «προειστή/\.ει του δήμου» (Αριστ. Αθ. Πο/,. 28.2, Πρβλ. Ηρ. 6. Ι 3 Ι , 136) και καταδίωξε το Μιλτιάδη μετά την ατυχή επιχείρηση στην Πάρο. Ο Εφιάλτης ήταν φανατικός εχθρός των αριστοκρατικών και κατόρθωσε με μεθοδικές ενέργειες και με τη βοήθεια του Περικλή να απογυμνώσει το προπύργιο των αριστοκρατικών, τον Άρειο Πάγο απ’ όλες τις πολιτικές του δικαιοδοσίες, οι οποίες περιήλθαν στα λαϊκά όργανα του πολιτεύματος,
Εκκλησία του δήμου, Ηλιαία και Βουλή. Αλλά το 462-61 δολοφονείται ο Εφιάλτης (Αριστ. Αθ. πολ, 25), Αρχηγός των «εὐπόρων» είναι ο Κίμων του Μιλτιάδη, Λακιάδης (5 Ι 2-449), ταγμένος υπέρ της πολιτικής της ειρηνικής συνύπαρξης με τη Σπάρτη. Παρά την αντίθεση των δημοκρατικών ο Κίμωνας έπεισε τους Αθηναίους να βοηθήσουν τους Σπαρτιάτες να καταστείλουν την εξέγερση των ειλώτων ( 462). Η αποπομπή του από τη Σπάρτη ήταν δυνατό χτύπημα στην πολιτική του και το 461 οστρακίστηκε. Ο ιστορικός Θουκυδίδης παρατηρεί «καί διαφορά ἐκ ταύτης τῆς στρατείας πρῶτον Λακεδαιμονίοις καί Ἀθηvαίοις φανερά ἐγένετο... δείσαντες τῶν Ἀθηvαίων τό τολμηρόν καί τήν vεωτεροποιίαv... μόνους τῶν ξυμμάχων ἀπέπεμψαν» (1.102.3).
8. Ο Περικλής δεσπόζει πλέον στην πολιτική ζωή της Αθήνας, αλλά το κόμμα των «εὐπόρων» έχει ως αρχηγό του το Θουκυδίδη, το γιο του Μελησία (449), απηνή εχθρό του Περικλή ως το 443-42, οπότε οστρακίστηκε και αυτός. Ο Θουκυδίδης του Μελησία ήθελε ν' ανακόψει την πορεία της δημοκρατίας, να αναστήσει το συντηρητικό πολιτικό σχήμα, που δεν μπορούσε να ξεχάσει την τιμοκρατία του Σόλωνα. Εξάλλου η ναυτική πολιτική του Περικλή δεν ήταν ανεκτή από τους ολιγαρχικούς, γιατί έκανε κυρίαρχες στην εκκλησία του δήμου τις ανερχόμενες κοινωνικές τάξεις των εμπόρων, των βιοτεχνών και των ναυτικών.
9. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πρώτοι ηγέτες του δημοκρατικού κόμματος στην Αθήνα Κλεισθένης, Ξάνθιππος, Θεμιστοκλής, Περικλής, είναι αριστοκρατικής καταγωγής, εκτός πιθανώς από τον Εφιάλτη, για τον οποίο έχουμε ελάχιστες πληροφορίες, και ο οποίος ήταν ο σκληρότερος εχθρός των αριστοκρατών και ως άτομο αδιάφθορος (Αριστ. Αθ. Πολ. 25 και Πολιτικά 1274α 8 εξ.). Οι πολιτικοί αυτοί ηγέτες συντάχτηκαν με το δήμο, γιατί κατάλαβαν ότι μόνο ισχυρή ναυτική δύναμη και ένωση των ελληνικών παραθαλασσίων κυρίως πόλεων και των νησιών μπορούσε να δημιουργήσει αντίπαλη για την Περσία δύναμη και συνάμα ν' ανοίξει νέους οικονομικούς ορίζοντες για τη διοχέτευση του τολμηρού, ανήσυχου και ενεργητικού πνεύματος που είχε αναπτύξει ο Αθηναίος πολίτης (Θουκ. Ι:70-71), που μεγάλωνε μέσα στο δημοκρατικό πολίτευμα και μορφώνονταν με τις νίκες των Μηδικών πολέμων.
10. Ακολουθεί ο πόλεμος ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη (Θουκ. I. 102-115.1), ο πρώτος λεγόμενος Πελοποννησιακός πόλεμος (458-445). Τ ο κράτος των Αθηνών αποχτάει τη μεγαλύτερη έκτασή του. Περιλαμβάνει τα Μέγαρα, τη Βοιωτία, τη Φωκίδα, τη Λοκρίδα ως τις Θερμοπύλες. Ο Περικλής δε θέλει τη συνέχιση του πολέμου εναντίον των Περσών, αλλά επιδιώκει να συντηρήσει και να ενισχύσει την «αρχή» των Αθηνών πάνω στους, «συμμάχους» της δηλιακής ομοσπονδίας, που βαθμηδόν έγιναν φόρου υποτελείς (Θουκ. 1.99.3). Με το τέλος του πολέμου κατά των Περσών έπαψε να υπάρχει ουσιαστικά ο λόγος, για τον οποίο συγκροτήθηκε η Συμμαχία της Δήλου και οι πόλεις μπορούσαν να ζητήσουν αποδέσμευση και αυτονομία. Αλλά ο Περικλής κατόρθωσε να συγκρατήσει ενωμένο το κράτος παλεύοντας συγχρόνως μέσα στην Αθήνα με τον ηγέτη των συντηρητικών Θουκυδίδη του Μελησία (πρβλ. Wade-Gery, Η.Τ.: "Thucydidis the son of Melesias", (JHS) 52, 1932, σ. 205-27), που ήταν εναντίον της ιμπεριαλιστικής πολιτικής του Περικλή, η οποία πλάταινε τη βάση της δημοκρατίας και έφερνε στο προσκήνιο νέα ισχυρή κοινωνική τάξη, τους εμπόρους και τους βιοτέχνες και το λαό που εργάζονταν στα πλοία. Εξάλλου ο Περικλής έβαλε μπρος το μεγάλο του πρόγραμμα για το χτίσιμο δημόσιων έργων στην Αθήνα. Οι αριστοκρατικοί τον κατηγορούσαν ότι ξοδεύει τα χρήμάτα των συμμάχων και ο Περικλής απαντούσε ότι η Αθήνα έχει αυτό το δικαίωμα, αφού εγγυάται την ασφάλεια των συμμάχων. Έτσι τα χρήματα που προορίζονταν για την ασφάλεια (Θουκ. 1.96, 99.3) μπορούσε η Αθήνα να τα διαθέτει κατά βούληση. Αλλά το πρόγραμμα αυτό έδινε δουλειά στο δήμο, πράγμα που σύμφωνα με το Θουκυδίδη ήταν βασικό ελατήριο για τις ενέργειες του δήμου (6.24.3), τα έργα άρεσαν στο λαό και οι πολιτικοί αντίπαλοι του Περικλή δεν μπορούσαν να αποκτήσουν πλειοψηφία στην εκκλησία του δήμου, για να ματαιώσουν το πρόγραμμά του.
11. Πολλοί Αθηναίοι, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, ήταν γεννημένοι με την ιμπεριαλιστική πολιτική της Αθήνας, που είχε ενώσει ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού κόσμου με κέντρο την Αθήνα. Αν ο ιστορικός Θουκυδίδης γεννήθηκε γύρω στα 460, καταλαβαίνουμε ότι άρχισε να μεγαλώνει. όταν η δημοκρατία είχε θριαμβεύσει και είχε εξουδετερώσει όλες τις εστίες πολιτικής δύναμης, που υπηρετούσαν την πολιτική των αριστοκρατών - ολιγαρχικών. Παντοδύναμο σώμα η εκκλησία του δήμου και η Ηλιαία. Στην πολιτική μάχη κερδίζει όποιος πείθει ότι εργάζεται για τα συμφέροντα της πλειοψηφίας. Αριστοκράτης και ο Θουκυδίδης ο ιστορικός, συγγενής του Κίμωνα και πιθανώς και του πολιτικού Θουκυδίδη του Μελησία, δηλ. συγγενής των πολιτικών που εχθρεύονταν θανάσιμα τον Περικλή, ενστερνίζεται την πολιτική του Περικλή και γίνεται θαυμαστής του, αλλά, οι ρίζες καταγωγής είναι βαθιές, δε φτάνει στο σημείο να ενστερνιστεί το ιδεώδες της πλατιάς δημοκρατίας για όλους τους πολίτες, και αυτό θα το δείξει μετά το θάνατο του Περικλή (8.97).
ΙΙ. Διαφωτισμός και Αμφισβήτηση
1. Ο Θουκυδίδης φαίνεται ότι επηρεάστηκε από την προσωπικότητα του Περικλή, ο οποίος διέθετε τη μεγάλη ικανότητα να χειραγωγεί και να πείθει το λαό, έμενε αδιάφθορος, ήταν πατριώτης και φωτισμένος οπαδός της πνευματικής και κοινωνικής πρωτοπορίας του καιρού του (Θουκ. 2.65). Επίσης ο Θουκυδίδης γοητεύτηκε από το δυναμισμό που ανέπτυξε το ελεύθερο πολίτευμα στους Αθηναίους πολίτες (1.70-71). Είδε ότι ο Περικλής χρησιμοποιούσε τη δύναμη για έργα πολιτισμού και επιδίωκε την επέκτασή του κράτους, αλλά μετά από ένα σημείο τη συντήρηση των κεκτημένων. Δεν αποκλείεται απώτερος στόχος του Περικλή, καθώς γράφει ο Πλούταρχος (Περικλής 17), να ήταν η ένωση όλων των Ελλήνων. 'Ετσι ο ιστορικός συμμερίζεται πλήρως το πρόγραμμά του, αδιαφορεί για τις κατηγορίες των ολιγαρχικών και δεν καταχωρίζει στο έργο του καμιά από τις κατηγορίες και συκοφαντίες των αντιπάλων του, που σώθηκαν από άλλες πηγές, όπως ο Αριστοφάνης, ο Διόδωρος Σικελιώτης, ο Πλούταρχος, μολονότι είχαν σχέση με το θέμα του, δηλ. τον πόλεμο, προφανώς γιατί τις θεωρούσε αναληθείς και συκοφαντικές.
2. Τα χρόνια μέσα στα οποία ζει ο Θουκυδίδης (460/55-400), δεν είναι μόνο χρόνια μέσα στα οποία ολοκληρώθηκε η δημοκρατία για όλους τους ελεύθερους Αθηναίους και εξουδετερώθηκε στην εκκλησία του δήμου η πολιτική δύναμη των ολιγαρχικών, αλλά είναι και χρόνια μέσα στα οποία η φιλοσοφία και η επιστημονική σκέψη, που άρχισε στην Ιωνία με την αμφισβήτηση της μυθικής εξήγησης της ζωής και τη διατύπωση των πρώτων επιστημονικών απόψεων για την αρχή των όντων, φτάνουν σε μια κορύφωση με το Λεύκιππο (440 περίπου) και Δημόκριτο (460 περίπου) με τους σοφιστές και το Σωκράτη (470-399).
3. Τα χρόνια που ακολουθούν τις νίκες εναντίον των Περσών είναι εποχή πίστης και αυτοπεποίθησης. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι ο Θεός τιμωρεί την αλαζονεία «υβριν», ταπεινώνει τα υπερέχοντα, φθονεί όσους ξεπερνούν ένα όριο δύναμης και ευτυχίας, προφανώς γιατί τους θεωρεί ανταγωνιστές του, δεν ανέχεται την υπερηφάνεια του ανθρώπου. Η ελληνική αντίληψη για την 'επέμβαση του Θεού στ’ ανθρώπινα συνοψίζεται χαρακτηριστικά από τον Ηρόδοτο στα λόγια του Αρτάβανου στον Ξέρξη: «ὁρᾷς τά ὑπερέχοντα ζῷα ὡς κεραυνοί ὁ Θεός οὐδέ ἐᾷ φαντάζεσθαι, τά δέ σμικρά οὐδέν μιν κνίζει· ὁρᾷ.ς δέ ὡς ἐς οἰκήματα τά μέγιστα αἰεί καί δέντρεα τά τοιαῦτα ἀποσκήπτει τά βέλεα. φιλέει γάρ ό Θεός τά ὑπερέχοντα πάντα κολούειν... οὐ γάρ ἐᾷ φρονέειν μέγα ὁ Θεός ἄλλον ἤ ἑωυτόν» (7 .10ε, πρβλ. 1.32, 3.40).
Την ίδια φιλοσοφία εκφράζει ο Αισχύλος στις τραγωδίες του, όπου τα πρόσωπα τα προγραμμένα από τη μοίρα δεν μπορούν να σωθούν. Το τραγικό στοιχείο και στον Ηρόδοτο και στον Αισχύλο βρίσκεται στο γεγονός ότι διαφαίνεται λιγότερο ή περισσότερο. η ευθύνη η προσωπική των θυμάτων της μοίρας, δηλ. αυτό που ονομάζουμε ελευθερία της βούλησης, η οποία όμως ποτέ δεν αλλάζει τις συντυχίες που δημιουργεί η «ειμαρμένη». Είναι χαρακτηριστικοί οι στίχοι με τους οποίους το φάντασμα του Δαρείου εξηγεί στους Πέρσες του Αισχύλου (472) την ήττα του γιου του στην Ελλάδα:
φεῦ ταχεία γ' ἦλθεν χρησμῶν πρᾶξις, ἐς δέ παῖδ'' ἐμόν
Ζεύς ἀπέσκηψεν τελευτήν θεσφάτων· ἐγώ δέ που
διά μακροῦ χρόνου τάδ'' ηὔχουν ἐκτελευτήσειν θεούς·
ἀλλ'' ὅταν σπεύδῃ τις αὐτός, χὠ ὁ θεός συνάπτεται.
νῦν κακῶν ἕοικε πηγή πᾶσιν ηὑρῆσθαι φίλοις.
παῖς δ'' ἐμός τάδ'' οὐ κατειδώς ἤνυσεν νέῳ θράσει·
ὅστις Ἑλλήσπονδον ἱρόν δοῦλον ὡς δεσμώμασιν
ἤλπισε σχήσειν ρέοντα, Βόσπορον 'ρόον θεοῦ..
θνητός ὤν θεῶν τε πάντων ᾤετ' οὐκ εὐβουλίᾳ,
καί Ποσειδῶνος κρατήσειν. πῶς τάδ'' οὐ νόσος
φρενῶν εἶχε παῖδ'' ἐμόν; (739 - 75Ι).
4. Βέβαια ο Ηρόδοτος ως ιστορικός και ταξιδευτής δεν μπορούσε παρά να διαπιστώσει και τις πραγματικές και λογικές δυνάμεις που συντελούν στις μεταβολές των ανθρωπίνων πραγμάτων, αλλά προβάλλει έντονα την παραδοσιακή θεοφιλοσοφική άποψη. Σίγουρα η θεοκεντρική και μοιρολατρική άποψη για την ιστορία, δηλ. για τη ζωή, αναπτύχθηκε με την παρατήρηση της μεταβολής από την ύψιστη ευτυχία στην έσχατη ταπείνωση, που συνέβαινε σε βασιλιάδες και τυράννους, αλλά συστηματοποιήθηκε βαθμηδόν από το ιερατείο και έγινε φιλοσοφία όλων των ανθρώπων (μολονότι το θείον δεν πειράζεται καθόλου από τα μικρά, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο), και πέρασε και σε μεταγενέστερες θρησκείες. Και στην Αθήνα στα χρόνια του διαφωτισμού οι ίδιες αντιλήψεις επέζησαν στους τραγικούς, χωρίς βέβαια να κατέχουν πρωταρχική θέση, καθώς και σε άλλους συγγραφείς. Ο Ευριπίδης (Απ. 964): «τῶν ἄγαν γάρ ἅπτεται Θεός, τά μικρά δ' εἰς τύχην ἀφείς ἐᾷ» και στο Σοφοκλή στον Αίαντα η ίδια άποψη διατυπώνεται από το φυσικό της φορέα, το μάντη Κάλχα στο λόγο του Αγαμέμνονα:
τά γάρ περισσά κἀνόνητα σώματα
πίπτειν βαρείαις πρός Θεών δυσπραξίαις
ἔφασχ' ὁ μάντις, ὅστις ἀνθρώπου φύσιν
βλαστών ἔπειτα μή κατ' ἄνθρωπον φροvῇ (758 - 76I),
δηλ. σύμφωνα με τον Pearson, οι θνητοί που η υπερβολική τους δύναμη και επιτυχία τους έκαμε να υβρίσουν και δεν μπορούν πια να υπηρετούν τους θεούς με την οφειλόμενη ευσέβεια είναι «περισσά κἀνόνητα σώματα» (AJAX σ. 128). Και ήταν τόσο βαθιά ριζωμένες αυτές οι απόψεις από το ιερατείο και τα μαντεία, ώστε ο διαφωτισμός, δηλ. οι σοφιστές και η επιστημονική σκέψη, που αναπτύσσεται στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα άσκησε περιορισμένη επίδραση και βασικά στην Αθήνα.
5. 'Οπως προκύπτει από τον Αριστοφάνη (Νεφέλες 423) η γενιά, που μεγάλωνε μέσα στον πόλεμο και σίγουρα και προ του πολέμου, βρισκόταν σε έντονη διάσταση με τις απόψεις των γονιών τους. Οι νέοι αμφισβητούσαν τους καθιερωμένους θεσμούς με λογικά επιχειρήματα, τη θρησκεία, τους συμβατικούς ηθικούς κανόνες, την παλιά μουσική. Αλλά και οι γυναικείες κωμωδίες του Αριστοφάνη και ορισμένες τραγωδίες του Ευριπίδη δείχνουν ότι το φιλελεύθερο και αναθεωρητικό πνεύμα είχε αφυπνίσει σε κάποιο βαθμό και τη συνείδηση της γυναίκας, η οποία ζητούσε συμμετοχή στην κοινή ζωή της πόλης και αναγνώριση του ρόλου της ως ισότιμου με το ρόλο του άντρα:
λέγουσι δ' ἡμᾶς (οἱ ἄνδρες) ὡς ἀκίνδυνον βίον
ζῶμεν κατ' οἴκους, οί δέ μάρνανται δορί·
κακῶς φρονοῦντες· ὡς τρίς ἄν παρ' ἀσπίδα
στῆναι θέλοιμ' ἄν μᾶλλον ἤ τεκεῖν ἅπας. (248-25l),
θα υποστηρίξει με πάθος η Μήδεια μπροστά στους Αθηναίους την άνοιξη του 431. Και στους Βατράχους του Αριστοφάνη (405) ο Ευριπίδης, όσο ο Αριστοφάνης τον διατηρεί ιστορικό, λέει ότι στα δράματά του «παίρνανε μέρος στο διάλογο όμοια και η γυναίκα κι ο δούλος και τ’ αφεντικό κι η κόρη κι η γριά... έπειτα λέει ότι δίδασκε τους θεατές να μιλούν ελεύθερα, να καταλαβαίνουν, να βλέπουν, v’ αγαπούν με πάθος, v’ ανατρέπουν τα επιχειρήματα του αντιπάλου και να επιvοούv τεχνάσματα και υπεκφυγές, το κακό να υποψιάζονται. να τα εξετάζουν όλα απ’ όλες τις μεριές» (949 εξ.). Το 405 η Αθήνα είναι εξαντλημένη από το μακροχρόνιο πόλεμο, ο Σωκράτης διδάσκει την αυτογνωσία, την ατομική ηθικοποίηση. Οι ολιγαρχικοί είναι ενωμένοι σε εταιρίες και επιδιώκουν να εκλέγονται στις καίριες θέσεις. Ανάτρεψαν το 411 το δημοκρατικό πολίτευμα, επιδίωξαν τη συνεννόηση με τη Σπάρτη, πρωτοστάτησαν στην καταδίκη των νικητών στρατηγών στις Αργινούσες. Όμως ο δήμος φανέρωσε δύναμη που εξέπληξε την αθηναϊκή αυτοκρατορία (Θουκ. 108.4), αλλά το εσωτερικό μέτωπο είχε επικίνδυνα διαρραγεί (Θουκ. 2.65.11). Πόσοι ήταν και πόση δύναμη είχαν οι νοσταλγοί της παραδοσιακής ηθικής και της «πατρίου πολιτείας», πόσοι είναι και τι δύναμη έχουν όσοι πιστεύουν στην πλατιά δημοκρατία και στο διαφωτισμό; Η διαπάλη υπάρχει και μαρτυρείται με αρκετή πειστικότητα. Το 406 πέθαναν και ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης. Η πόλη αισθάνθηκε απορφανισμένη. η δυνατή φαντασία του Αριστοφάνη μετέφερε το θέατρο του Διονύσου στον Άδη, όπου γίνεται ένας αγώνας ανάμεσα στον Αισχύλο και τον Ευριπίδη για την έδρα της ποίησης στον κάτω κόσμο και για το ποιος θα γυρίσει στον απάνω κόσμο να σώσει την Αθήνα. Ο συντηρητικός ποιητής αγαπάει την ποίηση του Ευριπίδη, αλλά στον απάνω κόσμο φέρνει το Αισχύλο και αυτό είναι ίσως δείγμα σημαντικό για τις δυνάμεις που υπερίσχυαν στην Αθήνα και έδωσαν την πρώτη νίκη στους Βατράχους του Αριστοφάνη. Ο ίδιος ο Αριστοφάνης θα υποδηλώσει ότι από το 423, που πήρε τρίτο βραβείο με θέμα πάλι την πνευματική πρωτοπορία (Νεφέλες), ως το 405 (Βάτραχοι) οι Αθηναίοι μορφώθηκαν περισσότερο, διάβασαν βιβλία και είναι ενημερωμένοι στη φιλολογία της εποχής τους κι έτσι τώρα τον κατάλαβαν και πήρε πρώτο βραβείο.
6. Είναι γεγονός ότι η πνευματική πρωτοπορία, ο διαφωτισμός και για τη συγκεκριμένη περίπτωση το κίνημα των σοφιστών και η καλλιέργεια της επιστημονικής σκέψης στο δεύτερο μισό του 50υ αι., κορυφώνονται και συμβαδίζουν με την έναρξη και την εξέλιξη της παρακμής του παλιού τρόπου ζωής. Και δεν μπορούν να γίνουν πραγματικότητα, νέος τρόπος ζωής, αν δεν συνοδευτούν με γενικότερες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές. Αλλά αυτό προσκρούει στην αντίδραση των ολιγαρχικών με αποτέλεσμα η περίοδος του διαφωτισμού ν’ ακολουθείται από περίοδο υποκριτικής συντήρησης στοιχείων της παράδοσης. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Ξενοφώντα (430-354), που κατάγονταν από πλούσια οικογένεια και υπηρέτησε ως ιππέας. Αν και συνεχίζει την ιστορία του Θουκυδίδη, την οποία είχε διαβάσει πολύ, όμως η θέση του απέναντι στους Θεούς και οι απόψεις του για την ιστορία είναι τυπικά πολύ κοντά στον Ηρόδοτο και καθόλου σχεδόν στο Θουκυδίδη. Και λέγω τυπικά, γιατί ο Ξενοφώντας είναι κλασικό παράδειγμα συμβατικού ανθρώπου, χωρίς καμιά βαθιά πίστη, όσο κι αν το θείο και η ηθικολογία δε λείπουν από τις σελίδες που μας άφησε.
7. Ο Θουκυδίδης μεγάλωσε στην εποχή του διαφωτισμού και έζησε και γνώρισε και την πτώση του μεγαλείου της πατρίδας του. Η εποχή μέσα στην οποία μεγάλωσε είναι ίσως η πιο πλούσια περίοδος στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού σε ιδέες για τον άνθρωπο, για την ελευθερία, για τη φύση της δύναμης και της εξουσίας, για το άτομο και την κοινωνία, για την πολιτική, την ηθική, τη θρησκεία την επιστήμη. Η Αθήνα αυτή την εποχή είναι το κέντρο του ελληνισμού και στην Αθήνα συγκεντρώνονται και οι άνθρωποι των γραμμάτων, που αναπτύχθηκαν στον αποικιακό Eλληνισμό. Ο Ηρόδοτος (485-424) επισκέφτηκε την Αθήνα πολύ προτού πάρει μέρος στην πανελλήνια αποικία στους Θουρίους ( 443). Οι σοφιστές Πρωταγόρας ο Αβδηρίτης (485-415), Ιππίας ο Ηλείος (481-411), ο συνομήλικος του Σωκράτη Πρόδικος ο Κείος, ο Γοργίας ο Λεοντίνος (485-376 περίπου), ο Αντιφώντας ο Αθηναίος ο σοφιστής κ.α. έζησαν και δίδαξαν στην Αθήνα. Επίσης ο Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος (500-428), φίλος και δάσκαλος του Περικλή, και πιθανώς ο Δημόκριτος ο Αβδηρίτης (470-370 περίπου) έζησαν και δίδαξαν στην Αθήνα. Στην ίδια εποχή αναπτύσσεται η ιατρική επιστήμη με κύριο εκπρόσωπο τον Ιπποκράτη τον Κώο (469-399), η οποία δημιουργεί επιστημονικές μεθόδους: την παρατήρηση και την περιγραφή της πορείας μιας αρρώστιας. Αυτή η μέθοδος και μαζί και ορισμένοι ιατρικοί όροι πέρασαν και στο έργο του Θουκυδίδη. Εξάλλου το δράμα, τραγωδία και κωμωδία μαζί με τα λαϊκά όργανα του δημοκρατικού πολιτεύματος, εκκλησία του δήμου και δικαστήρια κυρίως, αποτελούν σχολείο μέσα στο οποίο διαμορφώνεται ο Αθηναίος πολίτης.
8. Ο Θουκυδίδης είναι αριστοκράτης στην καταγωγή, που μεταστράφηκε κα.ι έγινε θαυμαστής της δημοκρατίας του Περικλή. Αυτό είναι βασικό στοιχείο για να κατανοήσουμε τις πολιτικές του θέσεις, όπως φαίνονται από τον Επιτάφιο του Περικλή ως την περιγραφή της ανατροπής της δημοκρατίας το 411, στην οποία πρωτοστάτησε (Θουκ, 8.68) και ο Αντιφώντας ο ρήτορας (480-411), που ίσως ήταν δάσκαλος του Θουκυδίδη, γιατί είναι αισθητή η επίδραση των λόγων του στον ιστορικό. Αλλά, εκτός από τα γεγονότα που συντέλεσαν στην πολιτική διαμόρφωση του Θουκυδίδη, το έργο του είναι προϊόν της εποχής του. 'Εχει φανερή την επίδραση των σοφιστών, του δράματος και της ιατρικής επιστήμης.
9. Η πίστη του Θουκυδίδη ότι ο νους (γνώμη, πρόνοια) έχει τη δύναμη να προβλέπει τις μελλοντικές εξελίξεις και η προσωποποίηση αυτής της ικανότητας του νου στον Περικλή, δεν μπορεί να μη συσχετιστεί με τη διδασκαλία του Αναξαγόρα «καί γνώμην γε περί παντός πᾶσαν ἴσχει καί ἰσχύει μέγιστον (νοῦς)·... πάντων νοῦς κρατεῖ καί ὁποῖα ἔμελλον ἔσεσθαι καί ὁποῖα ἔσται, πάντα διεκόσμησε νοῦς» (D + Κ, 2 σ. 38). Αλλά στην πορεία της μελέτης του πολέμου ο Θουκυδίδης κατανόησε και τους παράγοντες, που ανατρέπουν τις λογικές προδιαγραφές, όπως είναι αυτό που λέμε η τυχαιότητα ή οι αντιδράσεις του λαού κάτω από ορισμένες συνθήκες. Βέβαια ο Θουκυδίδης πλησίασε, όσο η εποχή του τού επέτρεπε, τις βασικές δυνάμεις που κινούν την ιστορία, αλλά έμεινε με την πίστη ότι η Αθήνα θα κέρδιζε τον πόλεμο, αν δεν είχε λείψει από το πολιτικό προσκήνιο ο νους του Περικλή και αυτή την πίστη μεταδίδει και στον αναγνώστη του. 'Ομως η αντίδραση των Αθηναίων στο λοιμό και στη δενδροτόμηση της Αττικής δείχνει καθαρά πόσο σχετική είναι η σημασία του νου και της σοφής στρατηγικής, αν αυτή δε στηρίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα και όχι μόνο στο νου ενός μεγάλου πατριώτη, που είχε την υπερφυσική σχεδόν δύναμη να συγκρατεί τις επιθυμίες και τις διαθέσεις του λαού (2.65.9).
10. Από την άλλη μεριά ο Πρωταγόρας ο Αβδηρίτης δίδαξε το γνωστό «πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος» δηλ. ότι η κάθε αλήθεια μετριέται από τον άνθρωπο ανάλογα με τις συνθήκες μέσα στις οποίες ζει και ανάλογα με το ρόλο που ο ίδιος παίζει στη διαμόρφωση αυτών των συνθηκών. Ακόμη ο Πρωταγόρας δήλωνε ότι δεν μπορεί να πάρει θέση για το αν υπάρχουν, ή όχι οι θεοί ούτε, αν υπάρχουν) τι λογής είναι η ύπαρξή τους «πολλά γάρ τά κωλύοντα εἰδέναι ἡ τ' ἀδηλότης καί βραχύς ὤν ὁ βίος τοῦ άνθρώπου» (D + Κ, 2. σ. 263, 265). Τις απόψεις αυτές συμμερίστηκε τόσο ο Θουδυδίδης, ώστε θέλησε να τις επαληθεύσει με τη σπουδή του πολέμου, δηλ. της πραγματικότητας. Και ενώ στον Ηρόδοτο και αργότερα στον Ξενοφώντα και σε μεταγενέστερους ιστορικούς το θείο αναγνωρίζεται ως καθοριστική δύναμη στην ιστορική εξέλιξη, ο Θουκυδίδης είναι προφανές ότι έχει θέση αγνωστικιστική για την ύπαρξη του θείου και, όχι μόνο δεν αναγνωρίζει τη δράση του, αλλά φαίνεται η έμμεση αλλά σαφής προσπάθεια του ιστορικού να καταλάβει ο αναγνώστης του ότι το θείο είναι έξω από τα ανθρώπινα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο έργο του Θουκυδίδη σε τρεις περιπτώσεις μόνο επικαλούνται τη βοήθεια του θείου άνθρωποι που έχουν φανερά το δίκιο με το μέρος τους ή που πιστεύουν ότι αρκετά τιμωρήθηκαν, αν προκάλεσαν το φθόνο του Θεού: οι Πλαταιείς (3.59.2, πρβλ. 2.71.4) που σε λίγη ώρα δολοφονούνται δικαστικά, οι Μήλιοι (5.104), οι οποίοι φονεύονται όλοι από την εφηβική ηλικία και άνω, και ο ευσεβής Νικίας (470-413) στη Σικελία, που περισσότερο από κάθε άλλο δικαιούνταν να ελπίζει στη βοήθεια του Θεού (7. 86.5). Και στο στάδιο που ελπίζει στην επιείκεια του θείου, γιατί είναι περισσότερο άξιος οίκτου παρά φθόνου (7. 77 .4), διαψεύδεται, αφού αργότερα θα κοκκινίσει ο Ασσίναρος από το αίμα των Αθηναίων και ο ίδιος θα εκτελεστεί. Επίσης η άποψη του Πρωταγόρα για τον άνθρωπο ως μέτρο όλων των πραγμάτων επαληθεύεται ιστορικά, κυρίως με την περιγραφή του λοιμού στην Αθήνα και της «στάσεως» στην Κέρκυρα.
11. Αλλά η διδασκαλία των σοφιστών, και ιδίως του Γοργία του Αθηναίου για την αντίθεση ανάμεσα στη φύση και στο νόμο, μπορούμε να πούμε ότι στάθηκε αποφασιστική για τη μέθοδο με την οποία ο Θουκυδίδης εξηγεί τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό και τη συμπεριφορά των ανθρώπων στον πόλεμο. Ειδικότερα η αντίθεση «νόμος - φύσις» φαίνεται στις συνέπειες του λοιμού στην Αθήνα (2.53) και στη στάση στην Κέρκυρα, αλλά και σε άλλα γεγονότα, όπως στη σφαγή στη Μυκαλησσό (7.29.30) κ.α. Ο νόμος, και με τη στενή του έννοια ως κανονιστική διάταξη για τη ρύθμιση σχέσεων των ανθρώπων, και με την πλατιά του που σημαίνει τρόπο ζωής μιας κοινωνίας, οι γραπτοί δηλ. και οι άγραφοι νόμοι, που οφείλει να τηρεί κάποιος, δεν είναι παρά έκφραση ορισμένων οικονομικοκοινωνικών και ηθικοπολιτικών σχέσεων, που ανάγουν την προέλευσή τους στο παρελθόν και συνέχεια εξελίσσονται. Αυτό κατάλαβαν οι σοφιστές και αμφισβήτησαν το κύρος του νόμου, το κύρος της συμβατικής ηθικής και διαπίστωσαν ότι ο νόμος είναι δέσμευση της φύσεως του ανθρώπου. Ο θεσμός της δουλείας, οι καθιερωμένες από την παράδοση ή τον πλούτο κοινωνικές διακρίσεις, παρείχαν φανερά στοιχεία για την αμφισβήτηση του κύρους του νόμου. Ο Αντιφώντας ο σοφιστής παρατηρεί: «τούς ἐκ καλῶν πατέρων ἐπαιδούμεθά τε καί σεβόμεθα, τούς δ' ἐκ μή καλοῦ οἴκου ὄντας οὔτε ἐπαιδούμεθα oὔτε σεβόμεθα. ἐν τούτῳ δέ πρός ἀλλήλους βεβαρβαρώμεθα, ἐπεί φύσει πάντα πάντες ὁμοίως πεφύκαμεν καί βάρβαροι καί Ἕλληνες εἶναι. σκοπεῖν δέ παρέχει τά τῶν φύσει ὄντων ἀναγκαίων πᾶσιν ἀνθρώποις πορίσαι τε κατά ταὐτά δυνατά πᾶσι. καί ἐν πᾶσι τούτοις οὔτε βάρβαρος ἀφώρισται δ' ἡμῶν οὐδείς οὔτε Ἕλλην· ἀναπνέομέν τε γάρ εἰς τόν ἀέρα ἅπαντες κατά τό στόμα καί κατά τάς ρῖνας καί ἐσθίομεν χερσίν ἅπαντες» (Ω + Κ, 2.352-53). Ο Αντιφώντας παρατηρεί την καθημερινή ζωή μεταξύ των Αθηναίων και βλέπει ότι ο σεβασμός και η εκτίμηση προς τους συνανθρώπους εξαρτιόνταν από την κοινωνική θέση των διαφόρων ανθρώπων (νόμῳ), δηλ. τεχνητή, συμβατική διάκριση. Οι αριστοκράτες και οι πλούσιοι είχαν ιδιαίτερη τιμή, οι παρακατιανοί όχι, Το είδος αυτό κοινωνικών σχέσεων συνεχίζεται σε ορισμένες χώρες μέχρι σήμερα, γιατί οι λόγοι που το δημιούργησαν εξακολουθούν να υπάρχουν και συνεπώς συντηρούν τον ίδιο τρόπο σχέσεων. Ο Αντιφώντας αυτό το θεωρεί αποβαρβάρωση των ηθών, αφού από τη φύση όλοι οι άνθρωποι: δούλοι, ελεύθεροι, 'Ελληνες, βάρβαροι, αριστοκράτες, πλούσιοι, φτωχοί, έχουν δημιουργηθεί όμοιοι. Παραπέρα ο Αντιφώντας διαπιστώνει ότι η αντίθεση νόμου-φύσης είναι αντίθεση του συμφωνημένου (συμβατικού) μεταξύ των ανθρώπων με τα εγγενή στοιχεία της φύσης του ανθρώπου: «τά μέν τῶν νόμων ἐπίθετα, τά δέ τῆς φύσεως ἀναγκαῖα· καί τά μέν τῶν νόμων ὁμολογηθέντα οὐ φύντ' ἐστίν, τά δέ τῆς φύσεως φύντα οὐχ ὁμολογηθέντα» (Ω + Κ, 2.346-47). Επομένως αν κάποιος παραβεί το νόμο (δηλ. την κοινή συμφωνία που ρυθμίζει τις κοινωνικές σχέσεις) αν την παράβασή του δεν την αντιληφθούν άλλοι άνθρωποι, ούτε τιμωρία ούτε ντροπή συνεπάγεται η παράβαση, αλλά αν κάποιος πιέσει πέρα από το δυνατό μια από τις εγγενείς στη φύση του ανθρώπου λειτουργίες, επιθυμία, ορμή, πείνα, δίψα, τότε, κι αν όλοι οι άνθρωποι ξέρουν αυτή την καταπίεση, δεν είναι μεγαλύτερο το κακό, κι αν κανένας δεν το ξέρει, δεν είναι μικρότερο «οὐ γάρ διά δόξαν βλάπτεται, ἀλλά δι' ἀλήθειαν». Είναι σαφής η θέση του Αντιφώντα ότι οι κανόνες που ρυθμίζουν την κοινωνική ζωή των ανθρώπων είναι συμβατικοί και έκφραση των συγκεκριμένων σχέσεων (δόξα-νόμος) και ότι η πραγματικότητα βρίσκεται στη φύση του ανθρώπου (ἀλήθεια-φύσις). Έτσι τα ωφέλιμα για τους ανθρώπους, που καθορίζουν οι νόμοι, και οι κρατούσες αντιλήψεις είναι δεσμά της φύσεως, ενώ τα ωφέλιμα, όπως τα καθορίζει η ίδια η φύση του ανθρώπου είναι ελευθερία. Η πειθαρχία στο δίκαιο, όπως εκφράζεται με τους νόμους, θα ήταν ωφέλιμη, αν εμπόδιζε εκείνον που παθαίνει κάτι να μην το πάθει και εκείνον που πράττει κάτι εναντίον άλλου να μην το πράξει. Αλλά στη δικαστική πρακτική ο παθών πρέπει v’ αποδείξει ότι έπαθε και ο δράστης μπορεί v’ αρνηθεί ότι έδρασε. Η σκέψη του Αντιφώντα και των άλλων σοφιστών είναι επιστημονική, αφού εδράζεται στην παρατήρηση του κοινωνικού χώρου μέσα στον οποίο ζούσαν. Είναι θαυμαστή η οξυδέρκεια και η σιγουριά, με την οποία διέκριναν τη συμβατικότητα του νόμου, με τη στενή και την πλατιά σημασία του, και βρήκαν την αλήθεια στη φύση, δηλ. στις ενστικτώδεις βιολογικές ορμές του ανθρώπου, οι οποίες ενεργοποιούνται συνέχεια ή περιοδικά για να βρουν πλήρωση.
12. Ο Θουκυδίδης επηρεάστηκε βαθιά από την ανακάλυψη αυτή των σοφιστών, αλλά όχι στον τομέα των κοινωνικών διακρίσεων. Τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό ο Θουκυδίδης σε βαθύτερη ανάλυση τον ανήγαγε στην εφαρμογή του φυσικού νόμου ότι ο ισχυρός υποτάσσει τον αδύνατο και ο αδύνατος υπακούει. Δηλ. τη βασική ενστικτώδη δραστηριότητα, που κάτω από την πίεση της ανάγκης και της ανασφάλειας «ὀρέγεται τοῦ πλέονος». Είναι αλήθεια ότι σε πολλές περιπτώσεις η πολιτική ανάλυση των σχέσεων μικρών κρατών και μεγάλων φτάνει στη διαπίστωση ότι εφαρμόζεται η αρχή ότι το δίκαιο ταυτίζεται με τη δύναμη. Αλλά ως αιτία της ιστορίας η τέτοια πολιτική είναι δευτερογενής, είναι δηλ. αποτέλεσμα της επιθυμίας για την εξασφάλιση συμφερόντων. Αv την ενεργοποίηση του ενστίκτου για την επιβολή του δυνατού στον αδύνατο την πάρουμε ως πρωτογενή αιτία, όπως ο Θουκυδίδης, τότε βάζουμε φραγμό στη σκέψη για την ανακάλυψη των πραγματικών πρωτογενών αιτίων, που δραστηριοποιούν τις ορμές των ατόμων και των λαών. Aλλά ο Θουκυδίδης προσπάθησε να παρακολουθήσει στην αρχαιολογία (1. 2-19) την εξέλιξη της κοινωνίας των ανθρώπων από το απώτατο παρελθόν. Έτσι παρατήρησε ότι η αυτοσυντήρηση είναι πρωταρχικό κίνητρο του ανθρώπου στη νομαδική φάση της ζωής του (1.2) και αργότερα η βελτίωση της ζωής του με συνθήκες ασφάλειας. Σ’ αυτό το στάδιο, οι μικρές πόλεις θυσιάζουν την ανεξαρτησία τους και υπομένουν την υποδούλωση στις μεγαλύτερες πόλεις (Θουκ. 1.8.3), οι οποίες ακριβώς επειδή είχαν αφθονία δύναμης προσεταιρίζονταν ως υπήκοες τις μικρές πόλεις. Aλλά, όταν οι μικρές πόλεις αισθανθούν δυνατές, θα διεκδικήσουν την ανεξαρτησία και ελευθερία τους, όπως έγινε με την αποστασία των πόλεων από τη συμμαχία των Αθηνών. Και καθώς η κοινωνική ζωή εξελίχτηκε και έφτασε στη δημοκρατία του Περικλή, ο άνθρωπος πραγματοποίησε, για ορισμένους, σ’ ένα βαθμό και οραματίστηκε μια ανώτερη μορφή ζωής με ελευθερία και ηθική αντίληψη, που δεν πηγάζει από το φόβο του νόμου (Επιτάφιος). Αλλά οι πολιτικοί οραματισμοί του Περικλή και το είδος ζωής που έχει γίνει πραγματικότητα και οι θεσμοί που ρυθμίζουν αυτή τη ζωή, δεν αντέχουν σε μια σύγκρουση με τις συνθήκες που μπορεί να δημιουργήσει ένας πόλεμος ή κάποια άλλη αιτία, ίσως γιατί υπάρχει κάποια βασική ανεπάρκεια. Μόλις τελειώνει ο Επιτάφιος, ο Θουκυδίδης αρχίζει την περιγραφή του λοιμού στην Αθήνα (2.47 εξ.), με την οποία αποδεικνύει στην πράξη την άποψη του Αντιφώντα «τά μέν τῶν νόμων ἐπίθετα τά δέ τῆς φύσεως ἀναγκαῖα». Στη διάρκεια του λοιμού ο νόμος, δηλ. ο καθιερωμένος τρόπος ζωής, εγκαταλείπεται σχεδόν απ’ όλους και το ένστικτο γίνεται κυρίαρχη δύναμη για τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Έτσι ο αναγνώστης του Θουκυδίδη αντιπαραθέτει το πολιτικό όραμα του Περικλή στη σκληρή πραγματικότητα, που δημιουργεί η δράση του ενστίκτου (φύσις - ἀλήθεια) στη σύγκρουσή τους με τη συμβατική ηθική ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συστήματος (νόμος - δόξα). Ακόμη ο Θουκυδίδης περιέγραψε με λεπτομέρεια, και με ειδική έμφαση στις ηθικές συνέπειες, τη στάση ανάμεσα στο δήμο και τους ολιγαρχικούς στην Κέρκυρα (3.82-83) με προφανή σκοπό να επαληθεύσει και σ’ αυτή την περίπτωση τη σύγκρουση του νόμου με τη φύση του ανθρώπου και τη συμβατικότητα του νόμου.
13. Παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την ανάλυση του Θουκυδίδη. Στην Αθήνα στη διάρκεια του λοιμού «πολλοί έπιδίδονταν σε αθέμιτες ηδονές πιο φανερά, ενώ προηγουμένως επιδίδονταν κρυφά... Και Kαvένας δεν ήταν πρόθυμος va αναλάβει επιπλέον ταλαιπωρίες για κάτι που θεωρούνταν τιμή, τῷ δόξαντι καλῷ, γιατί ο καθένας συλλογίζονταν ότι δεν ήταν βέβαιο ότι θα επιζήσει }'ια να αποκτήσει την τιμή. Αντίθετα η ηδονή της στιγμής και ό, τι κατά οποιοδήποτε τρόπο, βοηθούσε τις απολαύσεις, αυτό θεωρούνταν και τιμητικό και χρήσιμο συνάμα. Και φόβος των θεών ή νόμος των ανθρώπων κανείς δεν τους συγκρατούσε, γιατί έκριναν ότι είναι το ίδιο και να σέβεσαι και να μη σέβεσαι τους θεούς, αφού έβλεπαν ότι πέθαιναν όλοι κατά τον ίδιο τρόπο. 'Οσο για τις παρανομίες τους, κανείς δεν έλπιζε ότι θα ζήσει ως την ώρα της δίκης για να τιμωρηθεί, αλλά θεωρούνταν βαρύτερη τιμωρία αυτή στην οποία είχαν καταδικαστεί πλέον και κρέμονταν πάνω στα κεφάλια τους. Και προτού πέσει πάνω τους φυσικό είναι ν’ απολαύσουν κάτι από τη ζωή» (2.53). Αλλά στον εμφύλιο πόλεμο στην Κέρκυρα ο Θουκυδίδης φτάνει σε μια γενική διαπίστωση για τη βασική αιτία που αλλοιώνει τη συμπεριφορά των ανθρώπων. «Σε καιρό ειρήνης», παρατηρεί, «και στις περιστάσεις ευημερίας και τα άτομα και οι πόλεις έχουν ευγενικότερες διαθέσεις για τους συνανθρώπους τους, γιατί οι άνθρωποι δεν πέφτουν στη σκληρή δύναμη της ανάγκης. Αλλά ο πόλεμος, αποστερώντας τον εύκολο πορισμό των αναγκαίων για την καθημερινή ζωή, διδάσκει τη βία και εξομοιώνει τις διαθέσεις των περισσοτέρωv με τη σκληρότητα των συνθηκών που αντιμετωπίζουν» (3.82.2). ΄Ετσι αιτία των εκτροπών που θα περιγράψει είναι το γεγονός ότι ο πόλεμος στερεί τους ανθρώπους από την απαραίτητη καθημερινή τροφή με συνέπεια την επιστροφή στο ένστικτο, την αποκτήνωση και τη χρησιμοποίηση του νου για εκδίκηση, για τιμωρία των αντιπάλων. Συνακόλουθα κάθε κανόνας, που ίσχυε σε ειρηνικές περιόδους, παραβιάζεται και περιφρονείται. «Και αν σε κάποια περίπτωση γίνονταν τυχόν όρκοι συμφιλίωσης, ίσχυαν μόνο για λίγο διάστημα, γιατί δίνονταν από την κάθε παράταξη αξ αιτίας των δυσκολιών που αντιμετώπιζε εφόσον δεν είχε βοήθεια από ξένη δύναμη. Αλλά όταν το έφερνε η περίσταση, εκείνος που πρώτος αποκτούσε το θάρρος του, αν έβλεπε τον εχθρό του απροφύλακτο, τον χτυπούσε με μεγαλύτερη ευχαρίστηση, γιατί παραβίαζε τη συμφωνημένη πίστη, παρά αν τον χτυπούσε παλικαρίσια. Και υπολόγιζε, όχι μόνο τη μεγαλύτερη ασφάλεια του ύπουλου τρόπου εκδίκησης, αλλά και το γεγονός ότι επικρατώντας με απάτη κέρδιζε από πάνω και βραβείο εξυπνάδας» (3. 82.7). Δεν έχουμε λόγους ν’ αμφισβητήσουμε τις παρατηρήσεις του Θουκυδίδη και για το λοιμό και για τη στάση στην Κέρκυρα. Αντίθετα, γνωρίζοντας τη μέθοδο της έρευνάς του, είμαστε σχεδόν βέβαιοι ότι η πυκνή αυτή ανάλυση είναι συμπέρασμα μελέτης πολλών επιμέρους περιστατικών, Εκείνο που φαίνεται καθαρά είναι ότι και οι δυο κοινωνίες πρέπει να είχαν πολλά απωθημένα και ότι ο «νόμος» που ρύθμιζε τη ζωή τους δεν ήταν κοντά στις απαιτήσεις της φύσεως των ανθρώπων ή τουλάχιστον των πολλών ανθρώπων. Στην Κέρκυρα είναι φανερό ότι υπάρχει ταξικός αγώνας του δήμου και των ολιγαρχικών. Στην Αθήνα φαίνεται ότι η ηθική τάξη που ίσχυε ήταν μάλλον πουριτανική, γεγονός όχι αμάρτυρο και από την ηθική τάξη, που δημιουργήθηκε σε μεταγενέστερους χρόνους στα μητροπολιτικά κέντρα ιμπεριαλιστικών, χωρών.
14. Αλλά το θέμα μας είναι η επίδραση των σοφιστών στο Θουκυδίδη. Και εκτός από τις βασικές επιδράσεις, που φάνηκαν ως εδώ, θα μπορούσε κανείς να διακρίνει και την επίδραση άλλων σοφιστών. Φανερότατη, κυρίως στο ύφος των δημηγοριών , είναι η επίδραση του Γοργία του Λεοντίνου, που ήρθε στην Αθήνα το 427 ως πρεσβευτής των Λεοντίνων και κατέπληξε, κατά το Διόδωρο Σικελιώτη, τους Αθηναίους με τον περίτεχνο τρόπο της ομιλίας του. Οι αντιθέσεις, τα πάρισα, τα ισόκωλα, τα ομοιοτέλευτα, η φροντίδα για την κατασκευή του λόγου είναι στοιχεία, που θα χρειάζονταν πλατιά μελέτη και σύγκριση με τα σωζόμενα αποσπάσματα του Γοργία, για να φανεί σε ποιο βαθμό ο Θουκυδίδης δέχτηκε την επίδραση του Γοργία. Όμως, αν στο Γοργία, σήμερα και στα χρόνια του Διόδωρου Σικελιώτη (12.53) αυτά τα σχήματα «φαίνεται καταγέλαστα πλεονάκις καί κατακόρως τιθέμενα», στους λόγους του Θουκυδίδη και αισθητικά έχουν μια ξεχωριστή ποιότητα, αλλά κυρίως είναι μέσα, που βοηθούν την κατανόηση πολιτικών θέσεων, πολεμικών αρετών, αντίθετων τρόπων ζωής και συστημάτων. Και μολονότι είναι παρακινδυνευμένο να καθορίζει κανείς συγκεκριμένες σχέσεις και επιδράσεις σ’ έναν κόσμο, που οι βασικές ιδέες γίνονταν κοινό κτήμα των διανοουμένων και δεν ίσχυαν νόμοι προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν είναι ίσως περιττό να παραθέσουμε δυο χωρία, που έχουν κάποια ομοιότητα, και που πιθανώς ο Περικλής, πολύ δυνατός ο ίδιος, όπως ξέρουμε, σε εντυπωσιακές διατυπώσεις, ίσως δανείστηκε από το Δημόκριτο: «ἀνδρί σοφῷ γῆ βατή· ψυχῆς ἀγαθῆς πατρίς ὁ ξύμπας κόσμος» (D + Κ, 2. σ. 194), προβλ. «ἀνδρῶν ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος... καί τῇ μή προσηκούσῃ (γῆ) ἄγραφος μνήμη παρ' ἑκάστω τῆς γνώμης μᾶλλον ἤ τοῦ ἔργου ἐνδιαιταται» (2.43.3). Εξάλλου ο σύγχρονος του Σωκράτη Πρόδικος ο Κείος ασχολήθηκε με τη διάκριση των σημασιολογικών αποχρώσεων μεταξύ συνωνύμων λέξεων. Και στο Θουκυδίδη υπάρχουν τέτοια παραδείγματα, όπου για λόγους ρητορικούς και ύφους κυρίως συγκρίνονται συνώνυμες λέξεις (πρβ. 1.69.6, 2.62.4, 3.39.2, 82.4).
15. Αλλά και η επίδραση της μεθόδου της ιατρικής επιστήμης στο Θουκυδίδη φαίνεται καθαρά στην περιγραφή του λοιμού του 429 στην Αθήνα. Η περιγραφή είναι αυστηρά επιστημονική. στηρίζεται στην παρατήρηση ασθενών και στην εμπειρία του ίδιου του Θουκυδίδη, ο οποίος προσβλήθηκε από την άγνωστη και θανατηφόρα, για τους περισσότερους, αρρώστια (2.48.3). Στην περιγραφή αυτή φαίνεται επίσης η οικείωση του Θουκυδίδη με ιατρικούς όρους, πιθανώς γιατί είχε διαβάσει ιατρικά βιβλία. Ακόμη και ο αυστηρός καθορισμός του θέματος πόλεμος και συνέπειες του πολέμου, που βλέπουμε στο Θουκυδίδη, σ’ αντίθεση με τον προκάτοχό του Ηρόδοτο, πιθανώς οφείλεται σε επίδραση της ιατρικής. Αλλά και οι σοφιστές γράφουν πραγματείες με καθορισμένο θέμα (μονογραφίες). Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι ορισμένα γεγονότα, που αποδεικνύουν την υποχώρηση των καθιερωμένων στον καιρό της ειρήνης νομίμων, ο Θουκυδίδης τα περιγράφει πολύ εκτεταμένα, ενώ άλλα γεγονότα με ίση για τον πόλεμο σημασία τα παρουσιάζει περιληπτικά. Όπως τα Πλαταϊκά, τα Λεσβιακά, η πολιορκία της Μήλου με το γνωστό διάλογο, τα οποία περιγράφει διεξοδικά, ενώ με τον τρόπο που μεταχειρίστηκαν τους Μηλίους οι Αθηναίοι με τον ίδιο μεταχειρίστηκαν και τους Σκιωναίους «ἀπέκτειναν τούς ἡβῶντας, παῖδας δέ καί γυναίκας ἠνδραπόδισαν» (5. 32), αλλά ο Θουκυδίδης διαθέτει μόνο τρεις στίχους για την τύχη της Σκιώνης. Είναι πιθανό ότι αυτή η σκόπιμη δυσαναλογία στην περιγραφή γεγονότων με παρόμοια περίπου σημασία για την πορεία του πολέμου, πηγάζει από την αντίληψη, που φαίνεται ότι είχε ο Θουκυδίδης, ότι ο πόλεμος είναι μια παθολογική κατάσταση στο κοινωνικό σώμα και η περιγραφή χαρακτηριστικών καταστάσεων αυτής της παθολογίας οδηγεί στη «διάγνωση» των συνεπειών του πολέμου. ΄Ετσι, ενώ στο 3. 82.1 λέγει ότι έγιναν στάσεις σχεδόν σε όλο τον ελληνικό χώρο, διαλέγει και περιγράφει μόνο τη στάση στην Κέρκυρα και τις συνέπειές της. Και αυτά τα γεγονότα γίνονται έτσι τυπικά παραδείγματα για το Θουκυδίδη, τα οποία βοηθούν την κατανόηση των άλλων παρόμοιων γεγονότων, που απλώς αναφέρονται. Ούτε ξεφεύγει εντελώς από τη σκέψη του Θουκυδίδη ότι οι συνθήκες παραλλάσσουv και μεταβάλλονται (3.82.2), αλλά ακολουθεί τη γενική τάση του κλασικού ν' ανάγει το επιμέρους σε γενικό τύπο. Όμως και μια συγκεκριμέvη αρρώστια (αίτια, εμφάνιση, εξέλιξη, συνέπειες) δεν είvαι παρά ένας γενικός τύπος, μέσα στον οποίο εξετάζονται οι ατομικές περιπτώσεις ασθενών. Το 1929 ο Cohrance, C.N. Thucydides and the Science of History, Oxford, υποστήριξε ότι ο Θουκυδίδης διαμόρφωσε τις απόψεις του για τη μέθοδο της ιστορίας κάτω από την επίδραση της Σχολής του Ιπποκράτη. Γιατί χρησιμοποιεί για να δηλώσει τη βαθύτερη αιτία του πολέμου τη λέξη «πρόφασις», (1.23.6 πρβλ. 6.6.1), με την οποία οι γιατροί του 5ου αι δήλωναv την αιτία μιας αρρώστιας. Επίσης γιατί πιστεύει ότι η ιστορία στο σύνολό της χρησιμεύει για να βοηθήσει τους ανθρώπους ν ' αναγνωρίσουν επαναλαμβανόμενα γεγονότα στο μέλλον, όπως και η ιατρική μελετάει μια αρρώστια, για να την αναγνωρίσει, όταν ξαναεμφανιστεί. Και στην περιγραφή του λοιμού ο Θουκυδίδης λέει ότι θα περιγράψει την πορεία της νόσου και τα συμπτώματα της πιστεύοντας οτι από τη μελέτη της περιγραφής του θα έχει κάποιος μια γνώση να αναγνωρίσει την ασθένεια, αν ξαναεμφανιστεί στο μέλλον (2.48.3). Είναι φανερό ότι ο Θουκυδίδης έχει κάποια οικείωση με την ιατρική της εποχής του, αλλά δε φαίνεται τόσο καθοριστική η επίδραση της ιατρικής για τη διαμόρφωση της ιστορικής του μεθόδου, όπως πιστεύει ο Cohrance, ο οποίος όμως έδωσε ισχυρά κίνητρα στους μελετητές του Θουκυδίδη να εξετάσουν και αυτή την άποψη.
16. Ακόμη πρέπει να εξετάσουμε σύντομα την επίδραση του δράματος στο Θουκυδίδη. Κανένας ίσως δε θα μπορούσε ν’ αποφύγει την επίδραση του δράματος ζώντας στα χρόνια του Θουκυδίδη, αφού οι δραματικοί αγώνες ήταν η κυριότερη πνευματική εκδήλωση στην Αθήνα και στην ίδια εποχή έζησαν οι μεγαλύτεροι δραματικοί ποιητές της αρχαιότητας. Στα χρόνια του Θουκυδίδη ακμάζει ο Σοφοκλής (496-406) και ο Ευριπίδης (485-406), ο οποίος, όπως και ο Θουκυδίδης, ανήκει στην πνευματική πρωτοπορία. Τη σχέση ειδικά του έργου του Ευριπίδη με την ιστορία του Θουκυδίδη έχει μελετήσει ο John FinIey: Three Essays οη Thucydides, hup, 1968, Ι Euripides and Thucydides (σ. Ι-54). Το γενικό συμπέρασμα του FinIey (σ. 51) είναι ότι «Ο Ευριπίδης επιβεβαιιύνει τις ιδέες που από το Θουκυδίδη αποδίδονται σε διάφορους ομιλητές. Και από την εξέταση παραλλήλων χωρίων συμπεραίνει ότι οι ιδέες των λόγων του Θουκυδίδη δεν είναι αναχρονιστικές, αλλά είναι απόψεις, που ο ιστορικός γνώριζε ότι ήταν διαδομένες, όταν γίνονταν οι διάφορες δημηγορίες». ΄Ετσι ο FinIey, με τη συγκριτική του αυτή μελέτη, επαληθεύει, κατά κάποιο τρόπο, τη δήλωση του Θουκυδίδη για τον τρόπο που συνέθεσε τους λόγους, που καταχωρίζει στο έργο του (Ι .22).
17. Ο Θουκυδίδης ως το 424 βρίσκεται στην Αθήνα και παρακολουθεί την πνευματική, επιστημονική και πολιτική ζωή του άστεως. ΄Επειτα ακολουθεί η εικοσάχρονη εξορία του. αυτό δημιουργεί πρόβλημα για τους μελετητές του Θουκυδίδη. Σε τέτοιο δηλ. βαθμό ο Θουκυδίδης μπορούσε να παρακολουθεί τις εξελίξεις μέσα στην Αθήνα και συνεπώς σε ποιο βαθμό είναι αυθεντική η εικόνα της Αθήνας στην εκστρατεία στη Σικελία, στην ανατροπή της δημοκρατίας κ.α., που απαιτούσαν όχι μόνο συλλογή πληροφοριών, αλλά κάποια άμεση γνώση ενός παρόντος, που από το 424-411 και ως το 404 έχει υποστεί μεγάλες αλλαγές. Πάντως είναι φανερό ότι ο Θουκυδίδης είχε γνωρίσει βαθιά την ψυχολογία των συμπολιτών του και αυτή η γνώση συνεπικουρούμενη από την εξαντλητική αναζήτηση λεπτομερειών του επιτρέπει να συντάξει μια πειστική περιγραφή της κατάστασης στην Αθήνα στα χρόνια της απουσίας του. Οπωσδήποτε όμως οι αλλαγές στην πνευματική ζωή της πόλης, που φαίνονται στον Αριστοφάνη, δεν αντικατοπτρίζονται στο έργο του Θουκυδίδη, πράγμα που πιθανώς δεν θα απόφευγε ο Θουκυδίδης αν ζούσε στην Αθήνα.
18. Στην Αθήνα στα χρόνια του Θουκυδίδη το 438 παίζεται η τετραλογία του Ευριπίδη από την οποία σώθηκε μόνο η Άλκηστις, το 431 η Μήδεια, το 428 ο Ιππόλυτος (πρώτο βραβείο). Εξάλλου το 441 παίζεται η Αντιγόνη του Σοφοκλή, το 430 ο Οιδίπους Τύραννος και πιθανώς λίγο αργότερα οι Τραχίνιες. Στην κωμική σκηνή εξάλλου δεσπόζουν, όσο ξέρομε, ο Αριστοφάνης, ο Εύπολις, ο Κρατίνος, ο Αριστομένης, ο Αμειψίας, οι οποίοι, (Ι)ς το 424, που ο Θουκυδίδης ήταν στην Αθήνα, είναι μαρτυρημένο ότι συμμετείχαν στους δραματικούς αγώνες. Αλλά και έργα του Αισχύλου (525 -456) παίζονταν με ειδικό νόμο και μετά το θάνατο του ποιητή.
19. Η επίδραση του δράματος (κυρίως της τραγωδίας) στο Θουκυδίδη είναι διπλή: 1) Επηρέασε τον τρόπο παρουσίασης των γεγονότων και διqταξης των διαφόρων επεισοδίων του πολέμου. ΄Ετσι η περιγραφή των Κερκυραϊκών (3.70 εξ.) ξετυλίγεται στον αναγνώστη σε διαδοχικές δραματικές πράξεις και η ανάλυση του γεγονότος από τον ίδιο τον ποιητή (3.82-83) έχει θέση χορικού τραγωδίας. Στον Επιτάφιο (2.35-46) αντιπαρατίθεται ο λοιμός (2.47-53). Στο Μηλιανό Διάλογο (5.85-113) ανταποκρίνεται η πανωλεθρία στη Σικελία. Στη Μήλο οι Αθηναίοι «ἀπέκτειναν Μηλίων ὅσους ἡβῶντας ἔλαβον, παῖδας δέ καί γυναίκας ἠνδραπόδισαν» (5.116.4). Στη Σικελία οί ΄Αθηναίοι «κατά πάντα γάρ πάντως νικηθέντες καί οὐδέν ὀλίγον ἐς οὐδέν κακοαθήσαντες πανωλεθρίᾳ δή τό λεγόμενον καί πεζός καί νῆες καί οὐδέν ὅτι οὐκ ἀπώλετο, καί ὀλίγοι ἀπό πολλῶν ἐπ' οἴκου ἀπενόστησαν» (7. 87-6). Η περιγραφή της εκστρατείας στη Σικελία αρχίζει μ' ένα χαρούμενο πανηγυρικό ξεκίνημα που δείχνει την επιπολαιότητα της τυχοδιωκτικής επιχείρησης (6.3032) και η δράση αρχίζει να κλιμακώνεται από την αθυμία και τη στενοχώρια στην «περιπέτεια» (πρβλ. 7. 75.6) και την ολοκληρωτική καταστροφή. Αλλά και κάθε επιμέρους γεγονός, όπως η καταστροφή της Μυκαλησσού (7.29-30) ή τα γεγονότα στην Αιτωλοακαρνανία έχουν δραματικό χαρακτήρα και θέτουν τραγικά ερωτήματα για το δίκαιο καταλογισμό της ευθύνης. 2) Το δράμα επηρέασε το Θουκυδίδη στην εξήγηση των γεγονότων και στη διαγραφή των ιστορικών χαρακτήρων. Οι ρητορικοί λόγοι, που βρίσκονται σε ιστορικούς συγγραφείς, όπως ο Ηρόδοτος και που στο στο Θουκυδίδη έχουν μια ειδική λειτουργία, μπορούν ως τρόπος λογοτεχνικός ν’ αναχθούν στην επική ποίηση. Aλλά στα χρόνια του Θουκυδίδη ο Πρωταγόρας δίδαξε τα «ἀντιλογικά» επιχειρήματα, δηλ. επιχειρήματα με τα οποία αναιρούνται οι θέσεις ενός ομιλητή. Στο δράμα, και βασικά στον Ευριπίδη, τα πρόσωπα του έργου διαλέγονται πολλές φορές με μακρούς λόγους, με τους οποίους ο ένας προσπαθεί ν’ αναιρέσει αυτά που είπε ο άλλος. Σκοπός του ποιητή είναι να φανερώσει μια δραματική κατάσταση. Στο Θουκυδίδη τα ιστορικά πρόσωπα, πολιτικοί, στρατιωτικοί, με τις δημηγορίες αναπτύσσουν αντίθετες απόψεις πάνω στην ίδια θέση. Σκοπός του Θουκυδίδη είναι να κατανοηθεί πλήρως το γεγονός, που έγινε αιτία για τη διατύπωση αντίθετων απόψεων στην εκκλησία του δήμου ή σε δικαστήριο ή σε άλλη περίπτωση. Και μολονότι στο Θουκυδίδη έχουμε ιστορικά πρόσωπα και συζήτηση για συγκεκριμένο ζήτημα, όμως και ο ιστορικός γενικεύει το συγκεκριμένο και δίνει και στο γεγονός και στα πρόσωπα τυπικό χαρακτήρα, πράγμα που γίνεται και στο δράμα και είναι γενικό γνώρισμα του κλασικού. Ο Νικίας π.χ. είναι τυπικός εκπρόσωπος του συμβατικού, θρησκευόμενου και πετυχημένου συντηρητικού Αθηναίου, χωρίς όμως ν’ αντιμετωπίσει επικίνδυνες καταστάσεις. Προτού, φυσικά, σταλεί στη Σικελία, όπου τα στοιχεία αυτά του χαρακτήρα του τον οδηγούν στην καταστροφή, γιατί στην περίπτωση αυτή έπρεπε ν’ αναλάβει πρωτοβουλία, που θα συνεπάγονταν μείωση του προσωπικού του κύρους (Θουκ. 5.16). Ο Κλέωνας εξάλλου είναι τυπικός εκπρόσωπος μιας τάξεως πολιτικών, που είναι φανερό ότι δεν συμπαθούσε ο Θουκυδίδης.
20. Αλλά στο δράμα ορισμένοι ήρωες φτάνουν στην «ὔβριν» και ακολουθεί η πτώση και η καταστροφή. Τη δραματική εξέλιξη συνήθως κινούν έντονα πάθη: ιδιοτέλεια, πλεονεξία, υπερβασίες, φόβοι, φιλοδοξίες, έρωτες, καταπίεση του δυνατού, επιθυμία για εκδίκηση, που συγκρούονται με τη λογική και την καθιερωμένη ηθική τάξη. Και ο Θουκυδίδης βλέπει ότι στα διάφορα γεγονότα συγκρούονται η «γνώμη», η σωστή κρίση δηλαδή και η «οργή», τα πάθη και οι επιθυμίες των ατόμων και του λαού. Και δε νομίζω ότι είναι υπερβολή αν πούμε ότι ο Θουκυδίδης, αν και διαπίστωσε τη δράση των πρωτογενών αιτίων στην ιστορία, δηλ. των οικονομικών και κοινωνικών συγκρούσεων, όμως δίνει έμφαση στα ψυχολογικά κίνητρα (δευτερογενή αίτια) των ιστορικών προσώπων και του λαού, επειδή είναι επηρασμένος από την τραγική ποίηση και κυρίως από τον Ευριπίδη.
21. Το πρόβλημα της εξακρίβωσης των επιδράσεων σ’ ένα δημιουργό, όπως ο Θουκυδίδης, που έζησε σε μια εποχή από την οποία σώθηκαν ελάχιστα έργα, είναι πολύ δύσκολο και τα συμπεράσματα συνήθως όχι χωρίς επιφυλάξεις. ΄Ομως αυτός ο τρόπος μελέτης οδηγεί στη σωστή κατανόηση του δημιουργού και του καιρού του. Φάνηκε νομίζω, σε κάποιο βαθμό, ότι ο Θουκυδίδης και το έργο του είναι προϊόν της εποχής μέσα στην οποία έζησε. Πολιτικά διαμορφώθηκε στα χρόνια του Περικλή. Ο φωτισμένος αριστοκράτης έγινε ενθουσιώδης εκφραστής της δημοκρατίας του Περικλή και του πολιτικού του προγράμματος, αλλά δεν ξέχασε ποτέ την προέλευσή του. Από την άλλη μεριά η πνευματική κίνηση του καιρού του σε συνδυασμό με τα ατομικά στοιχεία του χαρακτήρα του, κλίσεις, φιλοδοξίες, που δυστυχώς σχεδόν καθόλου δεν αφήνει να φανούν στο έργο του, έδωσαν ένα αιώνιο ιστορικό μνημείο μέσα στο οποίο συνυπάρχει ο κλασικός τρόπος ερμηνείας της ανθρώπινης δράσης, αλλά και τα στοιχεία, που βοηθούν, τον αναγνώστη του Θουκυδίδη να φτάσει σε επιστημονική εξήγηση του πολέμου γενικά και των επιμέρους γεγονότων του.