ΗΛ. κῆρυξ μέγιστε τῶν ἄνω τε καὶ κάτω,
‹ἄρηξον,› Ἑρμῆ χθόνιε, κηρύξας ἐμοὶ
125 τοὺς γῆς ἔνερθε δαίμονας κλύειν ἐμὰς
εὐχάς, πατρῴων δωμάτων ἐπισκόπους,
καὶ γαῖαν αὐτήν, ἣ τὰ πάντα τίκτεται
θρέψασά τ᾽ αὖθις τῶνδε κῦμα λαμβάνει·
κἀγὼ χέουσα τάσδε χέρνιβας νεκροῖς
130 λέγω καλοῦσα πατέρ᾽· Ἐποίκτιρόν τ᾽ ἐμέ,
φίλον τ᾽ Ὀρέστην φῶς ἄναψον ἐν δόμοις.
πεπραμένοι γὰρ νῦν γέ πως ἀλώμεθα
πρὸς τῆς τεκούσης, ἄνδρα δ᾽ ἀντηλλάξατο
Αἴγισθον, ὅσπερ σοῦ φόνου μεταίτιος.
135 κἀγὼ μὲν ἀντίδουλος· ἐκ δὲ χρημάτων
φεύγων Ὀρέστης ἐστίν, οἱ δ᾽ ὑπερκόπως
ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα.
ἐλθεῖν δ᾽ Ὀρέστην δεῦρο σὺν τύχῃ τινὶ
κατεύχομαί σοι, καὶ σὺ κλῦθί μου, πάτερ·
140 αὐτῇ τέ μοι δὸς σωφρονεστέραν πολὺ
μητρὸς γενέσθαι χεῖρά τ᾽ εὐσεβεστέραν.
ἡμῖν μὲν εὐχὰς τάσδε, τοῖς δ᾽ ἐναντίοις
λέγω φανῆναί σου, πάτερ, τιμάορον,
καὶ τοὺς κτανόντας ἀντικατθανεῖν δίκῃ.
145ταῦτ᾽ ἐν μέσῳ τίθημι τῆς κακῆς ἀρᾶς,
κείνοις λέγουσα τήνδε τὴν κακὴν ἀράν·
ἡμῖν δὲ πομπὸς ἴσθι τῶν ἐσθλῶν ἄνω,
σὺν θεοῖσι καὶ γῇ καὶ δίκῃ νικηφόρῳ.
τοιαῖσδ᾽ ἐπ᾽ εὐχαῖς τάσδ᾽ ἐπισπένδω χοάς.
150 ὑμᾶς δὲ κωκυτοῖσ᾽ ἐπανθίζειν νόμος,
παιᾶνα τοῦ θανόντος ἐξαυδωμένας.
ΧΟ. ἵετε δάκρυ καναχὲς ὀλόμενον
ὀλομένῳ δεσπότᾳ,
πρὸς ἔρυμα τόδε κεδνῶν κακῶν τ᾽
155 ἀπότροπον, ἄγος ἀπεύχετον,
κεχυμένων χοᾶν. κλύε δέ μοι, σέβας,
κλύ᾽, ὦ δέσποτ᾽, ἐξ ἀμαυρᾶς φρενός.
ὀτοτοτοτοτοτοῖ,
160 ἰώ, τίς δορυσθενὴς ‹εἶσ᾽› ἀνήρ,
ἀναλυτὴρ δόμων, Σκύθην τ᾽ ἐν χεροῖν
[παλίντον᾽ ἐν ἔργῳ βέλη] πιπάλλων Ἄρη
σχέδιά τ᾽ αὐτόκωπα νωμῶν βέλη;
***
ΗΛΕΚΤΡΑ
Κήρυκα μέγιστε και τ᾽ ουρανού και του Άδη,
γενού μου επάκουος, χθόνιε Ερμή, και κήρυξέ μου
στου κάτω Κόσμου τους θεούς να τις ακούσουν
αυτές μου τις ευχές, που επάνω αυτοί αγρυπνούνε
στο αίμα του πατέρα μου· να τις ακούσει
κι η ίδια η μάνα μας Γη, που όλα γεννά και θρέφει
κι απ᾽ αυτά πάλι δέχεται το σπέρμα πίσω.
Κι ενώ εγώ χύνω στους νεκρούς τις χοές τούτες,
130 κράζω και λέω του πατέρα μου: Ελεήσου
και με και τον Ορέστη σου, για να γενούμε
κύριοι ξανά στα σπίτια μας· γιατ᾽ έτσι τώρα
σαν πουλημένοι από την ίδια μας τη μάνα
γυρνούμε αλήτες, κι άλλαξε άντρα αντίς εσένα
τον Αίγιστο, του φόνου σου συνένοχό της·
κι ενώ για δούλα εγώ περνώ κι ο Ορέστης είναι
απ᾽ τ᾽ αγαθά του εξόριστος, μες στα δικά σου
τα κόπια εκείνοι απόκοτα χαροκοπούνε.
Μ᾽ άκου, πατέρα, τις ευχές μου εσύ και κάμε
να φέρει τον Ορέστη εδώ κάποια μας τύχη.
140 Δώσε κι εγώ από τη μητέρα μου να γίνω
πιο ενάρετη πολύ κι αγνότερη στα χέρια.
Για μας είν᾽ οι ευχές αυτές· για τους εχθρούς μας
είθε ας φανεί, πατέρα μου, ο εκδικητής σου,
που να ᾽βρουν δίκαιο θάνατο με τη σειρά τους.
Αυτά στη μέση της καλής ευχής μου βάζω
λέγοντας τις κακές για κείνους τις κατάρες.
Μα στα παιδιά σου εμάς στέλλε καλά εδώ πάνω
με τη βοήθεια των θεών, της Γης και Δίκης.
Σε τέτοιες πάνω ευχές τις σπονδές τούτες χύνω·
150 και σεις, όπως ορίζει ο νόμος, ράνετέ τις
με θρήνους, ψάλλοντας του νεκρού τον παιάνα.
ΧΟΡΟΣ
Χύνετε δάκρυα μαύρα, γοερά
τ᾽ αδικοθάνατού μας βασιλιά
πάνω στον τάφο του που απαντοχή
μου είναι σε λύπη και χαρά·
και ξορκισμένες να ᾽ν᾽ αυτές
— όξ᾽ απ᾽ εδώ — πὄχουν χυθεί
στη γη του οι ανίερες οι χοές.
Μα εσύ άκουσέ μου, σεβαστέ,
άκου, που μεσ᾽ απ᾽ την πικρή
σου κράζω, αφέντη μας, καρδιά.
Οϊμένα, οϊμέ, οϊμένα οϊμέ!
160 Αχ και ποιός να ᾽ταν άντρας χεροδύναμος
να ᾽ρχόταν λυτρωτής των παλατιώ μας,
δίστροφα σειώντας τόξα σκυθικά σε πόλεμο
και στη δεξιά στεριόδετα μαχαίρια κυβερνώντας!
‹ἄρηξον,› Ἑρμῆ χθόνιε, κηρύξας ἐμοὶ
125 τοὺς γῆς ἔνερθε δαίμονας κλύειν ἐμὰς
εὐχάς, πατρῴων δωμάτων ἐπισκόπους,
καὶ γαῖαν αὐτήν, ἣ τὰ πάντα τίκτεται
θρέψασά τ᾽ αὖθις τῶνδε κῦμα λαμβάνει·
κἀγὼ χέουσα τάσδε χέρνιβας νεκροῖς
130 λέγω καλοῦσα πατέρ᾽· Ἐποίκτιρόν τ᾽ ἐμέ,
φίλον τ᾽ Ὀρέστην φῶς ἄναψον ἐν δόμοις.
πεπραμένοι γὰρ νῦν γέ πως ἀλώμεθα
πρὸς τῆς τεκούσης, ἄνδρα δ᾽ ἀντηλλάξατο
Αἴγισθον, ὅσπερ σοῦ φόνου μεταίτιος.
135 κἀγὼ μὲν ἀντίδουλος· ἐκ δὲ χρημάτων
φεύγων Ὀρέστης ἐστίν, οἱ δ᾽ ὑπερκόπως
ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα.
ἐλθεῖν δ᾽ Ὀρέστην δεῦρο σὺν τύχῃ τινὶ
κατεύχομαί σοι, καὶ σὺ κλῦθί μου, πάτερ·
140 αὐτῇ τέ μοι δὸς σωφρονεστέραν πολὺ
μητρὸς γενέσθαι χεῖρά τ᾽ εὐσεβεστέραν.
ἡμῖν μὲν εὐχὰς τάσδε, τοῖς δ᾽ ἐναντίοις
λέγω φανῆναί σου, πάτερ, τιμάορον,
καὶ τοὺς κτανόντας ἀντικατθανεῖν δίκῃ.
145ταῦτ᾽ ἐν μέσῳ τίθημι τῆς κακῆς ἀρᾶς,
κείνοις λέγουσα τήνδε τὴν κακὴν ἀράν·
ἡμῖν δὲ πομπὸς ἴσθι τῶν ἐσθλῶν ἄνω,
σὺν θεοῖσι καὶ γῇ καὶ δίκῃ νικηφόρῳ.
τοιαῖσδ᾽ ἐπ᾽ εὐχαῖς τάσδ᾽ ἐπισπένδω χοάς.
150 ὑμᾶς δὲ κωκυτοῖσ᾽ ἐπανθίζειν νόμος,
παιᾶνα τοῦ θανόντος ἐξαυδωμένας.
ΧΟ. ἵετε δάκρυ καναχὲς ὀλόμενον
ὀλομένῳ δεσπότᾳ,
πρὸς ἔρυμα τόδε κεδνῶν κακῶν τ᾽
155 ἀπότροπον, ἄγος ἀπεύχετον,
κεχυμένων χοᾶν. κλύε δέ μοι, σέβας,
κλύ᾽, ὦ δέσποτ᾽, ἐξ ἀμαυρᾶς φρενός.
ὀτοτοτοτοτοτοῖ,
160 ἰώ, τίς δορυσθενὴς ‹εἶσ᾽› ἀνήρ,
ἀναλυτὴρ δόμων, Σκύθην τ᾽ ἐν χεροῖν
[παλίντον᾽ ἐν ἔργῳ βέλη] πιπάλλων Ἄρη
σχέδιά τ᾽ αὐτόκωπα νωμῶν βέλη;
***
ΗΛΕΚΤΡΑ
Κήρυκα μέγιστε και τ᾽ ουρανού και του Άδη,
γενού μου επάκουος, χθόνιε Ερμή, και κήρυξέ μου
στου κάτω Κόσμου τους θεούς να τις ακούσουν
αυτές μου τις ευχές, που επάνω αυτοί αγρυπνούνε
στο αίμα του πατέρα μου· να τις ακούσει
κι η ίδια η μάνα μας Γη, που όλα γεννά και θρέφει
κι απ᾽ αυτά πάλι δέχεται το σπέρμα πίσω.
Κι ενώ εγώ χύνω στους νεκρούς τις χοές τούτες,
130 κράζω και λέω του πατέρα μου: Ελεήσου
και με και τον Ορέστη σου, για να γενούμε
κύριοι ξανά στα σπίτια μας· γιατ᾽ έτσι τώρα
σαν πουλημένοι από την ίδια μας τη μάνα
γυρνούμε αλήτες, κι άλλαξε άντρα αντίς εσένα
τον Αίγιστο, του φόνου σου συνένοχό της·
κι ενώ για δούλα εγώ περνώ κι ο Ορέστης είναι
απ᾽ τ᾽ αγαθά του εξόριστος, μες στα δικά σου
τα κόπια εκείνοι απόκοτα χαροκοπούνε.
Μ᾽ άκου, πατέρα, τις ευχές μου εσύ και κάμε
να φέρει τον Ορέστη εδώ κάποια μας τύχη.
140 Δώσε κι εγώ από τη μητέρα μου να γίνω
πιο ενάρετη πολύ κι αγνότερη στα χέρια.
Για μας είν᾽ οι ευχές αυτές· για τους εχθρούς μας
είθε ας φανεί, πατέρα μου, ο εκδικητής σου,
που να ᾽βρουν δίκαιο θάνατο με τη σειρά τους.
Αυτά στη μέση της καλής ευχής μου βάζω
λέγοντας τις κακές για κείνους τις κατάρες.
Μα στα παιδιά σου εμάς στέλλε καλά εδώ πάνω
με τη βοήθεια των θεών, της Γης και Δίκης.
Σε τέτοιες πάνω ευχές τις σπονδές τούτες χύνω·
150 και σεις, όπως ορίζει ο νόμος, ράνετέ τις
με θρήνους, ψάλλοντας του νεκρού τον παιάνα.
ΧΟΡΟΣ
Χύνετε δάκρυα μαύρα, γοερά
τ᾽ αδικοθάνατού μας βασιλιά
πάνω στον τάφο του που απαντοχή
μου είναι σε λύπη και χαρά·
και ξορκισμένες να ᾽ν᾽ αυτές
— όξ᾽ απ᾽ εδώ — πὄχουν χυθεί
στη γη του οι ανίερες οι χοές.
Μα εσύ άκουσέ μου, σεβαστέ,
άκου, που μεσ᾽ απ᾽ την πικρή
σου κράζω, αφέντη μας, καρδιά.
Οϊμένα, οϊμέ, οϊμένα οϊμέ!
160 Αχ και ποιός να ᾽ταν άντρας χεροδύναμος
να ᾽ρχόταν λυτρωτής των παλατιώ μας,
δίστροφα σειώντας τόξα σκυθικά σε πόλεμο
και στη δεξιά στεριόδετα μαχαίρια κυβερνώντας!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου