Ο Επίκουρος, στην Επιστολή προς τον Ηρόδοτο, αναφέρει τις τρεις κύριες αιτίες όπου βασίστηκε η ανθρωπότητα για να προοδεύσει δημιουργώντας τον ανθρώπινο πολιτισμό.
Οι κοινωνίες δεν προέκυψαν εκ του μηδενός, ούτε είναι δημιουργήματα κάποιων θεών, αλλά προήλθαν μέσα από μια φυσική εξελεγκτική διαδικασία. Αφού προσπάθησε αρχικά να αφαιρέσει τους μύθους που επικρατούσαν μέχρι τότε σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη, την επαναφέρει σε μια φυσική διάσταση, λέγοντας ότι τα διάφορα όντα, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, έχουν την προέλευσή τους από τον κόσμο όπου κατοικούν και όχι έξω από αυτόν.
«Πρέπει να δεχθούμε» λέει ο Επίκουρος «ότι στους ανθρώπους η εμπειρία και η αναγκαιότητα ήρθαν συχνά σε βοήθεια στη φύση. Ο λογισμός τελειοποίησε τα δεδομένα της Φύσης και πρόσθεσε νέες ανακαλύψεις, εδώ πιο γρήγορα, εκεί πιο αργά. Πότε διασχίζοντας τις περιόδους του χρόνου από την εποχή του απείρου, πότε σε περιόδους πιο σύντομες».
Η κύρια μαρτυρία μας για τις απόψεις του Επίκουρου σχετικά με την εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας είναι το ποίημα του Λουκρήτιου «De Rerum Natura», που, χωρίς καμία αμφιβολία, ακολουθούσε τις απόψεις του ίδιου του Επίκουρου, όπως εκείνος τις καταγράφει στο περίφημο έργο του «Περί Φύσεως» και σε άλλες πραγματείες.
Ο Λουκρήτιος, στο ποίημά του, αναλύει και μιλάει για την ανάγκη που μας ωθεί στην αναζήτηση μέσω των αισθήσεων, για την εμπειρία που συσσωρεύει στο πέρασμα του χρόνου τα αποτελέσματα αυτών των διαδοχικών αναζητήσεων, και για τη λογική που επεξεργάζεται ακατάπαυστα τα δεδομένα των αισθήσεων καταλήγοντας σε συμπεράσματα. Ο χρόνος, λέει ο Λουκρήτιος «φέρνει αργά στο φως όλες τις ανακαλύψεις», και η λογική είναι εκείνη που με τη βοήθεια του χρόνου «διδάσκει λίγο-λίγο και βήμα-βήμα τους ανθρώπους».
Οι άνθρωποι της πρώτης περιόδου, σύμφωνα με τον Λουκρήτιο, δεν διαθέτουν ούτε τα στοιχειώδη εργαλεία, δεν γνωρίζουν να καλυφτούν το σώμα τους ούτε με δέρματα ζώων, βγάζουν άναρθρες κραυγές τριγυρνώντας σε αγέλες, όπως τα ζώα, πίνουν νερό απ' τα ποτάμια και τρώνε κυρίως φρούτα και λαχανικά. Είναι όμως πιο συγκροτημένοι και σκληραγωγημένοι σε σχέση με τον σημερινό άνθρωπο, με δυνατό σκελετό και με μυς για να αντέχουν στις καιρικές συνθήκες, κάτι που τους βοήθησε σημαντικά στον αγώνα για την επιβίωσή τους
Παρ’ ότι ήσαν γυμνοί και χωρίς όπλα, με τα δυνατά τους χέρια και με τα επιδέξια πόδια υποστήριζαν και κάλυπταν τα μειονεκτήματά τους στη μάχη που έδιναν καθημερινά για την ίδια τους τη ζωή. Όταν έβλεπαν μεγάλα και δυνατά ζώα, λέει ο Λουκρήτιος, έφευγαν μακριά και τα πετούσαν πέτρες ή ανέβαιναν στα δένδρα να σωθούν, ενώ τα λιγότερα επικίνδυνα τα χτυπούσαν από κοντά με ρόπαλα και άλλα θανατηφόρα αντικείμενα. Το βράδυ ξεκουράζονταν και κοιμόντουσαν στο χώμα, μέσα σε σπηλιές και σε λαγκάδια όπου ένιωθαν προστατευμένοι απ’ τους κινδύνους.
Συνεχίζοντας την απολαυστική του αφήγηση, ο Λουκρήτιος λέει ότι «οι άνθρωποι εκείνης της εποχής δεν γνώριζαν την έννοια του κοινού σκοπού ούτε το καλό, δεν ήξεραν από νόμους ούτε από ηθικούς κανόνες στις μεταξύ τους σχέσεις. Ο καθένας άρπαζε από το αυθόρμητο της φύσης του, τη πρώτη λεία που έβρισκε μπροστά του, και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η επιβίωσή του, να φροντίζει μονάχα για τον εαυτό του».
Σε αυτό το άγριο περιβάλλον όπου επικρατούσε η δύναμη του πιο ισχυρού, σε μια διαρκή κατάσταση πολέμου και καθημερινής μάχης για την επιβίωση, για τον πρωτόγονο άνθρωπο τίποτα άλλο δεν είχε σημασία παρά μόνο η ίδια του η ζωή, ώσπου κάποια στιγμή, με την συνδρομή του χρόνου, και βασιζόμενος αρχικά στις δυο από τις τρεις κύριες αιτίες που αναφέρει ο Επίκουρος, στην ανάγκη και στην εμπειρία, προχώρησε στις πρώτες του σημαντικές ανακαλύψεις. Έμαθε να ντύνεται γδέρνοντας τα ζώα που σκότωνε, να κατασκευάζει καλύβες για να προφυλάσσεται από τη βροχή και το κρύο, αλλά το σημαντικότερο απ’ όλα ήταν πως ανακάλυψε να ανάβει φωτιά.
Η φωτιά τον έβγαλε από την κτηνώδη κατάσταση στην οποία ζούσε και αποτέλεσε «μέσο, χρησιμοποιώντας και τη λογική πλέον για νέες εφευρέσεις, όπου οι άνθρωποι με το πιο έξυπνο μυαλό και την πιο δυνατή νόηση, εισήγαγαν από μέρα σε μέρα αλλαγές στην τροφή και παλιό τρόπο ζωής». Έτσι, με την ανακάλυψη της φωτιάς, άρχισαν να μαζεύονται γύρω από αυτήν κάτω από κοινή στέγη, και ο άνδρας με τη γυναίκα που μέχρι τότε ενώνονταν κατά τύχη, δημιουργούν οικογένεια και συγκροτούν μια ομάδα, ξεκινώντας μια νέα περίοδο στην Ιστορία της Ανθρωπότητας.
Είναι η περίοδος που γεννιέται η κοινωνία με την αμοιβαία αποδοχή ισότητας, ανάμεσα στην γυναίκα και στον άνδρα και η εμφάνιση των πιο ευγενών συναισθημάτων για τα τέκνα. Σε αυτό το στάδιο, προκύπτει και η σύνδεση μεταξύ των οικογενειών που διέπεται από την αρχή της ωφέλειας, μιας και οι άνθρωποι ήταν σε θέση να ενωθούν για να αποτρέψουν φυσικούς κινδύνους, και να μεριμνήσουν συμμετέχοντας από κοινού στις διάφορες ασχολίες, ώστε να εξασφαλίσουν τα βασικά και αναγκαία αγαθά για την ασφαλή επιβίωση, την αναπαραγωγή και την ευθυμία των μελών τους.
Παράλληλα, καθώς τα ανθρώπινα όντα βιώνουν διαφορετικές επιδράσεις και λαμβάνουν διαφορετικές παραστάσεις και εικόνες, που ποικίλλουν από τόπο σε τόπο, ομοίως και οι ήχοι που παράγονται ως απάντηση σε οποιοδήποτε δεδομένο ερέθισμα είναι διαφορετικοί, και οι αρχικές κραυγές τους μετατρέπονται σε λέξεις, που είναι λίγο ή πολύ σύμφωνες με τα αρχικά ή τα πρωτόγονα αντικείμενά τους.
Οι πρωτόγονες λέξεις δεν αποτελούσαν ακόμη πηγή διανοητικής σύγχυσης, αλλά αυτό άλλαξε μετέπειτα με την πλήρη ανάπτυξη της γλώσσας, πράγμα που εξηγεί και το γεγονός της ύπαρξης πολλών γλωσσών.
Η επιστήμη της Ανθρωπολογίας σήμερα υιοθετεί σε αρκετά πράγματα τις υποθέσεις του Λουκρήτιου για την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους.
Οι κοινωνίες δεν προέκυψαν εκ του μηδενός, ούτε είναι δημιουργήματα κάποιων θεών, αλλά προήλθαν μέσα από μια φυσική εξελεγκτική διαδικασία. Αφού προσπάθησε αρχικά να αφαιρέσει τους μύθους που επικρατούσαν μέχρι τότε σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη, την επαναφέρει σε μια φυσική διάσταση, λέγοντας ότι τα διάφορα όντα, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, έχουν την προέλευσή τους από τον κόσμο όπου κατοικούν και όχι έξω από αυτόν.
«Πρέπει να δεχθούμε» λέει ο Επίκουρος «ότι στους ανθρώπους η εμπειρία και η αναγκαιότητα ήρθαν συχνά σε βοήθεια στη φύση. Ο λογισμός τελειοποίησε τα δεδομένα της Φύσης και πρόσθεσε νέες ανακαλύψεις, εδώ πιο γρήγορα, εκεί πιο αργά. Πότε διασχίζοντας τις περιόδους του χρόνου από την εποχή του απείρου, πότε σε περιόδους πιο σύντομες».
Η κύρια μαρτυρία μας για τις απόψεις του Επίκουρου σχετικά με την εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας είναι το ποίημα του Λουκρήτιου «De Rerum Natura», που, χωρίς καμία αμφιβολία, ακολουθούσε τις απόψεις του ίδιου του Επίκουρου, όπως εκείνος τις καταγράφει στο περίφημο έργο του «Περί Φύσεως» και σε άλλες πραγματείες.
Ο Λουκρήτιος, στο ποίημά του, αναλύει και μιλάει για την ανάγκη που μας ωθεί στην αναζήτηση μέσω των αισθήσεων, για την εμπειρία που συσσωρεύει στο πέρασμα του χρόνου τα αποτελέσματα αυτών των διαδοχικών αναζητήσεων, και για τη λογική που επεξεργάζεται ακατάπαυστα τα δεδομένα των αισθήσεων καταλήγοντας σε συμπεράσματα. Ο χρόνος, λέει ο Λουκρήτιος «φέρνει αργά στο φως όλες τις ανακαλύψεις», και η λογική είναι εκείνη που με τη βοήθεια του χρόνου «διδάσκει λίγο-λίγο και βήμα-βήμα τους ανθρώπους».
Οι άνθρωποι της πρώτης περιόδου, σύμφωνα με τον Λουκρήτιο, δεν διαθέτουν ούτε τα στοιχειώδη εργαλεία, δεν γνωρίζουν να καλυφτούν το σώμα τους ούτε με δέρματα ζώων, βγάζουν άναρθρες κραυγές τριγυρνώντας σε αγέλες, όπως τα ζώα, πίνουν νερό απ' τα ποτάμια και τρώνε κυρίως φρούτα και λαχανικά. Είναι όμως πιο συγκροτημένοι και σκληραγωγημένοι σε σχέση με τον σημερινό άνθρωπο, με δυνατό σκελετό και με μυς για να αντέχουν στις καιρικές συνθήκες, κάτι που τους βοήθησε σημαντικά στον αγώνα για την επιβίωσή τους
Παρ’ ότι ήσαν γυμνοί και χωρίς όπλα, με τα δυνατά τους χέρια και με τα επιδέξια πόδια υποστήριζαν και κάλυπταν τα μειονεκτήματά τους στη μάχη που έδιναν καθημερινά για την ίδια τους τη ζωή. Όταν έβλεπαν μεγάλα και δυνατά ζώα, λέει ο Λουκρήτιος, έφευγαν μακριά και τα πετούσαν πέτρες ή ανέβαιναν στα δένδρα να σωθούν, ενώ τα λιγότερα επικίνδυνα τα χτυπούσαν από κοντά με ρόπαλα και άλλα θανατηφόρα αντικείμενα. Το βράδυ ξεκουράζονταν και κοιμόντουσαν στο χώμα, μέσα σε σπηλιές και σε λαγκάδια όπου ένιωθαν προστατευμένοι απ’ τους κινδύνους.
Συνεχίζοντας την απολαυστική του αφήγηση, ο Λουκρήτιος λέει ότι «οι άνθρωποι εκείνης της εποχής δεν γνώριζαν την έννοια του κοινού σκοπού ούτε το καλό, δεν ήξεραν από νόμους ούτε από ηθικούς κανόνες στις μεταξύ τους σχέσεις. Ο καθένας άρπαζε από το αυθόρμητο της φύσης του, τη πρώτη λεία που έβρισκε μπροστά του, και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η επιβίωσή του, να φροντίζει μονάχα για τον εαυτό του».
Σε αυτό το άγριο περιβάλλον όπου επικρατούσε η δύναμη του πιο ισχυρού, σε μια διαρκή κατάσταση πολέμου και καθημερινής μάχης για την επιβίωση, για τον πρωτόγονο άνθρωπο τίποτα άλλο δεν είχε σημασία παρά μόνο η ίδια του η ζωή, ώσπου κάποια στιγμή, με την συνδρομή του χρόνου, και βασιζόμενος αρχικά στις δυο από τις τρεις κύριες αιτίες που αναφέρει ο Επίκουρος, στην ανάγκη και στην εμπειρία, προχώρησε στις πρώτες του σημαντικές ανακαλύψεις. Έμαθε να ντύνεται γδέρνοντας τα ζώα που σκότωνε, να κατασκευάζει καλύβες για να προφυλάσσεται από τη βροχή και το κρύο, αλλά το σημαντικότερο απ’ όλα ήταν πως ανακάλυψε να ανάβει φωτιά.
Η φωτιά τον έβγαλε από την κτηνώδη κατάσταση στην οποία ζούσε και αποτέλεσε «μέσο, χρησιμοποιώντας και τη λογική πλέον για νέες εφευρέσεις, όπου οι άνθρωποι με το πιο έξυπνο μυαλό και την πιο δυνατή νόηση, εισήγαγαν από μέρα σε μέρα αλλαγές στην τροφή και παλιό τρόπο ζωής». Έτσι, με την ανακάλυψη της φωτιάς, άρχισαν να μαζεύονται γύρω από αυτήν κάτω από κοινή στέγη, και ο άνδρας με τη γυναίκα που μέχρι τότε ενώνονταν κατά τύχη, δημιουργούν οικογένεια και συγκροτούν μια ομάδα, ξεκινώντας μια νέα περίοδο στην Ιστορία της Ανθρωπότητας.
Είναι η περίοδος που γεννιέται η κοινωνία με την αμοιβαία αποδοχή ισότητας, ανάμεσα στην γυναίκα και στον άνδρα και η εμφάνιση των πιο ευγενών συναισθημάτων για τα τέκνα. Σε αυτό το στάδιο, προκύπτει και η σύνδεση μεταξύ των οικογενειών που διέπεται από την αρχή της ωφέλειας, μιας και οι άνθρωποι ήταν σε θέση να ενωθούν για να αποτρέψουν φυσικούς κινδύνους, και να μεριμνήσουν συμμετέχοντας από κοινού στις διάφορες ασχολίες, ώστε να εξασφαλίσουν τα βασικά και αναγκαία αγαθά για την ασφαλή επιβίωση, την αναπαραγωγή και την ευθυμία των μελών τους.
Παράλληλα, καθώς τα ανθρώπινα όντα βιώνουν διαφορετικές επιδράσεις και λαμβάνουν διαφορετικές παραστάσεις και εικόνες, που ποικίλλουν από τόπο σε τόπο, ομοίως και οι ήχοι που παράγονται ως απάντηση σε οποιοδήποτε δεδομένο ερέθισμα είναι διαφορετικοί, και οι αρχικές κραυγές τους μετατρέπονται σε λέξεις, που είναι λίγο ή πολύ σύμφωνες με τα αρχικά ή τα πρωτόγονα αντικείμενά τους.
Οι πρωτόγονες λέξεις δεν αποτελούσαν ακόμη πηγή διανοητικής σύγχυσης, αλλά αυτό άλλαξε μετέπειτα με την πλήρη ανάπτυξη της γλώσσας, πράγμα που εξηγεί και το γεγονός της ύπαρξης πολλών γλωσσών.
Η επιστήμη της Ανθρωπολογίας σήμερα υιοθετεί σε αρκετά πράγματα τις υποθέσεις του Λουκρήτιου για την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου