Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Ύμνος στον Απόλλωνα

Γραμματολογικά στοιχεία

Μια αρχαία πληροφορία ονομάζει ως συγγραφέα του «Ύμνου στον Απόλλωνα» τον Κύναιθο από τη Χίο, αρχηγό μιας πετυχημένης ραψωδικής σχολής, μερικά έργα της οποίας αποδόθηκαν στον Όμηρο (βλ. τα αρχαία σχόλια στον δεύτερο Νεμεόνικο του Πινδάρου, στ. 1). Ο Κύναιθος, όμως, τοποθετείται χρονολογικά στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., καθώς παραδίδεται ότι ήταν ο πρώτος που απήγγειλε Όμηρο στις Συρακούσες κατά την 69η Ολυμπιάδα (504/1 π.Χ.). Εντούτοις, ο ύμνος θεωρείται ότι είναι παλαιότερος: δεν γίνεται λόγος σε αυτόν ακόμη για την Πυθία, για τους πυθικούς αγώνες και για άλλα σημαντικά στοιχεία της δηλιακής και δελφικής λατρείας. Το θέμα της χρονολόγησης περιπλέκεται, καθώς από πολλούς μελετητές αναγνωρίζονται δύο διακριτά τμήματα, τα οποία θεωρούνται χωριστές συνθέσεις σε διαφορετικές χρονολογίες· παρά τις επιμέρους διαφωνίες οι περισσότεροι συμφωνούν ότι η σύνθεσή του πρέπει να έγινε μέσα στον 7ο αι. ή στις αρχές του 6ου αι. π.Χ.
 
Στο ποιητικό αυτοσχόλιο στο τέλος του δηλιακού τμήματος του ύμνου (στ. 171-178) ο υμνωδός σκιαγραφείται ως ο τυφλός ποιητής που ο ίδιος εκτελεί τον «Ύμνο στον Απόλλωνα» σε μια θρησκευτική εορταστική συγκέντρωση στη Δήλο - αναπόφευκτο ήταν να διακρίνουν, ήδη από την αρχαιότητα, τον Όμηρο στο πρόσωπο του τυφλού Χιώτη (βλ. Θουκυδίδης 3.103.3-6). Μάλιστα παραδίδεται ότι ο Όμηρος απήγγειλε τον ύμνο όρθιος επάνω στον κεράτινο βωμό στη Δήλο και ότι οι κάτοικοι της νησιού τον έγραψαν επάνω σε έναν άσπρο πίνακα (λεύκωμα) και τον αφιέρωσαν στο ιερό της Άρτεμης.
 
Δομή και θέματα
 
Ο «Ύμνος στον Απόλλωνα» αρχίζει επιβλητικά με την εικόνα του θεού που προχωρεί και τεντώνει το τόξο, ενώ μπροστά του τρέμουν ακόμη και οι Ολύμπιοι. Στη συνέχεια ακούγεται η ιστορία για την περιπλάνηση της Λητώς, που τελικά βρίσκει καταφύγιο στο φτωχό νησί της Δήλου για τη γέννηση του αστραφτερού γιου. Θαυμαστά μεγαλώνει ο θεός, τριγυρνά όλες τις χώρες, η αγάπη του όμως μένει στον γενέθλιο τόπο, όπου οι Ίωνες γιορτάζουν το επιβλητικό πανηγύρι τους. Στο σημείο αυτό ο ποιητής απευθύνεται στον χορό των δηλιακών κοριτσιών και συστήνεται ως τυφλός ραψωδός από τη Χίο - ολοκληρώνοντας έτσι το "δηλιακό τμήμα" του ύμνου (στ. 1-181).
 
Ύστερα από μια σύντομη παρέκβαση, ο απειλητικός τοξότης δίνει τη θέση του στον θεό της λύρας ("πυθικό τμήμα" του ύμνου, στ. 182-546). Τον παρακολουθούμε να αναζητά τόπο για το μαντείο του και να τιμωρεί την πηγή Τελφούσα που προσπάθησε δολερά να τον αποτρέψει να εγκατασταθεί κοντά της. Ο Απόλλωνας ιδρύει στους πρόποδες του Παρνασσού το μεγάλο του ιερό. Στη συνέχεια, παίρνοντας τη μορφή δελφινιού, μπαίνει σε ένα εμπορικό πλοίο που ταξιδεύει από την Κρήτη προς την Πύλο. Στο λιμάνι των Δελφών φανερώνεται με θαυματουργικό τρόπο και εισάγει τους Κρητικούς για ιερείς στο μαντείο του.
 
Η καθαρή κατάληξη του πρώτου ("δηλιακού") μέρους μαζί με τη νέα εισαγωγή στο δεύτερο ("πυθικό") μέρος, αλλά και οι ιδιορρυθμίες της σύνδεσης, είχαν παλαιότερα οδηγήσει πολλούς μελετητές στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για δύο ύμνους που ενώθηκαν. Ωστόσο, πρόσφατες μελέτες υποστηρίζουν την ενότητα του ύμνου και ερμηνεύουν τα διακριτά τμήματά του ως διαδοχικά επεισόδια στην ευρύτερη ιστορία της εξέλιξης και της σταθεροποίησης της Ολύμπιας τάξης υπό την κυριαρχία του Δία. Στον «Ύμνο στον Απόλλωνα», αμέσως μετά τη γέννησή του ο νέος θεός διακηρύσσει την υποταγή του στον Δία, νικά τους εχθρούς της Ολύμπιας τάξης, αλλά και γίνεται, με την ίδρυση του μαντείου των Δελφών, ο προφήτης του πατέρα του - αυτός που ανοίγει ένα νέο χώρο για την επικοινωνία μεταξύ των θεών και των ανθρώπων, καθώς προσφέρει τη δυνατότητα θεραπείας της ανθρώπινης άγνοιας για το θείον καθιστώντας τη θέληση του υπέρτατου θεού γνωστή στην ανθρωπότητα (στ. 132).
 
Κείμενα
 
(α) Εισαγωγή στον "δηλιακό" ύμνο, στ. 1-29
 
Τον μακροβόλο Απόλλωνα θα μνημονεύσω και ούτε θα λησμονήσω,
αυτόν που κι οι θεοί τον τρέμουνε όταν πηγαίνει στου Διός τ' ανάκτορο·
κι ευθύς ανασηκώνονται καθώς σιμά τους έρχεται
όλοι απ' τα έδρανα, όταν τ' αστραφτερά τεντώνει τόξα.
Μόνο η Λητώ πλάι στον Δία τον κεραυνοβόλο έμεινε
το τόξο του χαλάρωσε και τη φαρέτρα κλείδωσε,
κι από τους ρωμαλέους του ώμους παίρνοντας με τα χέρια της
το τόξο εκρέμασε στον κίονα του πατέρα του
σε πάσσαλο χρυσό· και σε θρόνο τον πήγε να καθίσει.
Και τότε τού 'δωσε ο πατέρας νέκταρ σε κύπελλο χρυσό
το γιο του υποδεχόμενος, κι έπειτα οι άλλοι θεοί
τότε καθίσανε· και χάρηκε η σεβαστή Λητώ,
που τεκνοποίησε γιο πανίσχυρο και τοξοφόρο.
Χαίρε Λητώ μακάρια, που λαμπρά γέννησες τέκνα
τον άνακτα Απόλλωνα και την τοξότριαν Άρτεμη,
αυτήν στην Ορτυγία κι εκείνον στην πετρώδη Δήλο,
σαν είχες σε όρος υψηλό πλαγιάσει και μάλιστα στον Κύνθιο λόφο,
πολύ κοντά σε φοίνικα στα ρείθρα του Ινωπού.
Λοιπόν αλήθεια, εγώ πώς θα εξυμνήσω εσένα τον πολυύμνητον;
γιατί για χάρη σου ο θεσμός, ω Φοίβε, της ωδής παντού έχει επιβληθεί,
τόσο στη γη που τρέφει τα δαμάλια όσο και στα νησιά.
Σ' αρέσαν όλες οι βουνοκορφές και τα πανύψηλα ακρωτήρια,
και των ψηλών ορέων οι ποταμοί στη θάλασσα που κατεβαίνουν
κι οι ακτές στο κύμα που ακουμπούν και τα λιμάνια της θαλάσσης.
Ή θα εξυμνήσω πώς σε γέννησε η Λητώ χαρά για τους θνητούς,
σαν κατακλίθηκε στ' όρος του Κύνθου στο πετρόσπαρτο νησί
στη Δήλο την περίβρεχτη; τότε στις δυο πλευρές της μαύρο κύμα
ξεχύνονταν απ' τους ανέμους που σφυρίζαν στη στεριά·
από εδώ κινώντας βασιλεύεις σ' όλους τους θνητούς.
 
(β) Εισαγωγή στον "πυθιακό ύμνο", στ. 182-215
 
Τότε της ένδοξης Λητώς ο γιος πηγαίνει παίζοντας
με φόρμιγγα βαθύσκαφτη προς την πετρώδη την Πυθώ,
φορώντας μυρωμένα ιμάτια άφθαρτα· και η φόρμιγγά του
κάτω από πλήκτρο ολόχρυσο βγάζει πανέραστο ήχο.
Έπειτα προς τον Όλυμπο απ' τη γη ωσάν τον νου
πάει στ' ανάκτορο του Δία στην ομήγυρη των άλλων θεών
κι αμέσως οι αθάνατοι φροντίζουν για κιθάρα και τραγούδι.
Και τότε η μια μετά την άλλη μ' ωραία φωνή όλες οι Μούσες
υμνούνε τ' άφθαρτα χαρίσματα των θεών
και των ανθρώπων τις ταλαιπωρίες που υπομένοντας απ' τους αθάνατους θεούς
ζούνε άφρονες κι αμήχανοι και δε μπορούνε
να βρούνε του θανάτου τη γιατρειά και την προφύλαξη απ' το γήρας·
έπειτα οι καλλιπλόκαμες οι Χάριτες και οι ευφρόσυνες οι Ώρες
η Αρμονία και Ήβη και του Δία η θυγατέρα η Αφροδίτη
στα χέρια απ' τον καρπό η μια της άλλης κρατημένες χόρευαν·
κι ανάμεσά τους μια ούτε άσχημη ούτε κατώτερή τους τραγουδάει
αλλ' έξοχη πολύ στ' αντίκρισμα και θαυμαστή στο ανάστημα
η ομότροφη του Απόλλωνα η Άρτεμη η τοξότρια.
Κι επίσης μεταξύ τους ο Άρης κι ο εύστοχος Αργεϊφόντης
χορεύουνε· μα ο Απόλλων Φοίβος παίζει την κιθάρα
αγέρωχα κι ωραία βηματίζοντας, και λάμψη τον γυροφωτίζει
απ' των ποδιών του τα στραφτοβολήματα και απ' τον καλόϋφαντο χιτώνα.
Τότε με την ψυχή τους τη μεγάλη ευχαριστιούνται ως κοιτάζουν
η χρυσοπλόκαμη Λητώ κι ο Ζεύς ο πολυστόχαστος
το γιο τους με τους αθάνατους θεούς μαζί να διασκεδάζει.
Μα πώς λοιπόν εγώ να υμνήσω εσένα τον πολυύμνηστο;
ή να σε ψάλλω μέσα στους μνηστήρες, και πώς από έρωτα
πήγες να μνηστευθείς την κόρη Αζαντίδα
συγχρόνως με τον Ίσχυ τον ισόθεο Ελατιονίδη άξιον έφιππο;
ή με τον Φόρβαντα απ' του Τρίοπα τη γενιά, ή με τον Ερευθέα;
ή με τον Λεύκιππο και τη γυναίκα του Λευκίππου
πεζός εσύ κι εκείνος με τους ίππους; όμως ούτε κι ο Τρίοπος υστερούσε·
ή πώς πρώτη φορά εσύ χρηστήριο για χάρη των ανθρώπων
αναζητώντας, βάδισες πάνω στη γη ω μακροβόλε Απόλλων;
 
(γ)  ΟΜΗΡΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ: Ύμνος στον Απόλλωνα

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου