Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Σαμ Χάρις: Μια Επιστήμη του Καλού και του Κακού

ΕΙΝΑΙ η διαφορά ανάμεσα στο καλό και στο κακό απλώς ζήτημα του τι λέει κάποια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων;
 
Σκεφθείτε ότι μία από τις μεγαλύτερες διασκεδάσεις στο Παρίσι του 16ου αιώνα, ήταν το να καίνε γάτες. Στο πανηγύρι της θερινής ισημερίας ένας διοργανωτής μάζευε δεκάδες γάτες σε ένα δίχτυ, τις ανέβαζε ψηλά στον αέρα από μία ειδική σκηνή, και έπειτα, προς μεγάλη αγαλλίαση όλων, κατέβαζε ολόκληρο το συστρεφόμενο αυτό δέμα επάνω σε μία πυρά. Οι συγκεντρωμένοι θεατές «έσκαγαν στα γέλια καθώς τα ζώα, ουρλιάζοντας από τον πόνο, καίγονταν, ψήνονταν και τελικώς απανθρακώνονταν». Σήμερα, οι περισσότεροι από εμάς θα αισθανόμασταν αποτροπιασμό με ένα τέτοιο θέαμα.
 
Αλλά θα ήταν σωστό να αντιδράμε με αυτόν τον τρόπο; Μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν ηθικές αλήθειες, τις οποίες αγνοούν όλοι οι ενθουσιώδεις βασανιστές αιλουροειδών; Πολύς κόσμος φαίνεται να πιστεύει ότι οι ηθικές αλήθειες είναι πολιτισμικά σχετικές, με έναν τρόπο που δεν ισχύει για τις επιστημονικές αλήθειες. Φαίνεται, μάλιστα, ότι αυτή η υποτίμηση των ηθικών αληθειών είναι ένα από τα κύρια μειονεκτήματα των αντιλήψεων κοσμικού χαρακτήρα. Το πρόβλημα είναι ότι, από τη στιγμή που εγκαταλείψουμε την πίστη μας σε έναν Θεό, ο οποίος ορίζει τους κανόνες, το ερώτημα του γιατί μία δεδομένη ενέργεια είναι καλή ή κακή χρήζει αναλύσεως. Και μία δήλωση όπως «ο φόνος είναι κάτι κακό», αν και γίνεται δεκτή χωρίς συζήτηση στους περισσότερους κύκλους, δεν φαίνεται να εδράζεται στις πραγματικότητες αυτού του κόσμου, όπως φαίνεται να ισχύει με τις δηλώσεις που αφορούν τους πλανήτες ή τα μόρια. Το πρόβλημα, σε φιλοσοφικούς όρους, έγκειται στο να εντοπίσει κανείς ακριβώς τι είδους «γεγονότα» μπορεί να πει ότι ανιχνεύουν οι ηθικοί μας θεσμοί -αν πράγματι ανιχνεύουν κάτι τέτοιο.
 
Μία λογική προσέγγιση στις ηθικές αξίες γίνεται δυνατή από τη στιγμή που συνειδητοποιήσουμε ότι τα ερωτήματα, που αφορούν το σωστό και το λάθος, είναι στην πράξη ερωτήματα που σχετίζονται με την ευτυχία και τη δυστυχία υπάρξεων που διαθέτουν αισθήσεις.
 
Αν είμαστε σε θέση να επηρεάσουμε την ευτυχία ή τη δυστυχία τρίτων, έχουμε ηθικές ευθύνες απέναντι τους -και πολλές από αυτές τις ευθύνες είναι τόσο σοβαρές, ώστε γίνονται ζητήματα που αφορούν την αστική και την ποινική νομοθεσία. Παίρνοντας την ευτυχία και τη δυστυχία ως αφετηρία, μπορούμε να δούμε ότι πολλά από αυτά που απασχολούν τους ανθρώπους, στο πλαίσιο της ηθικής δεν έχουν καμία σχέση με το θέμα. Είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι εγκλήματα χωρίς θύματα είναι κάτι ανάλογο με χρέη χωρίς πιστωτές. Ούτε καν υπάρχουν. Οποιοσδήποτε μένει άγρυπνος τη νύχτα σκεπτόμενος τις ιδιωτικές απολαύσεις άλλων συναινούντων ενηλίκων, έχει κάτι πολύ περισσότερο από υπερβολικό χρόνο στη διάθεσή του. Έχει κάποιες αστήρικτες πεποιθήσεις, σχετικώς με τη φύση του σωστού και του λάθους.
 
Το γεγονός ότι άνθρωποι διαφορετικών εποχών και πολιτισμών διαφωνούν επάνω σε ηθικά ζητήματα δεν θα πρέπει να μας ανησυχεί. Δεν παρέχει καμία απολύτως ένδειξη σε σχέση με το καθεστώς της ηθικής αλήθειας. Ας φαντασθούμε τι θα γινόταν, αν συμβουλευόμασταν τους μεγαλύτερους διανοητές των αρχαίων χρόνων επάνω σε βασικά ζητήματα της επιστήμης. Μπορεί να ερωτούσαμε «Τι είναι η φωτιά;» και «πώς αναπαράγονται οι ζωντανοί οργανισμοί;» και «τι είναι τα διάφορα φώτα που βλέπουμε στον ουρανό;» Είναι βέβαιο ότι θα αντιμετωπίζαμε μία ανησυχητική έλλειψη ομοφωνίας επάνω σε αυτά τα ζητήματα. Αν και δεν υπήρχε με κανέναν τρόπο έλλειψη λαμπρών πνευμάτων στην αρχαιότητα, οι άνθρωποι αυτοί απλώς δεν διέθεταν τα φυσικά και πνευματικά μέσα, για να δώσουν απαντήσεις σε ερωτήματα αυτού του είδους. Η έλλειψη ομοφωνίας αντανακλούσε την άγνοιά τους σε σχέση με κάποιες φυσικές αλήθειες, και δεν αποδείκνυε ότι δεν υπάρχουν τέτοιες αλήθειες.
 
Αν υπάρχουν σωστές και λανθασμένες απαντήσεις σε ηθικά ερωτήματα, αυτές οι απαντήσεις είναι καλύτερο να αναζητηθούν στο παρόν. Το αν η έρευνά μας μάς οδηγήσει σε κάποιο απομονωμένο σπήλαιο ή σε ένα σύγχρονο εργαστήριο, δεν παίζει κανέναν ρόλο ως προς την ύπαρξη των εν λόγω δεδομένων. Αν η ηθική αντιπροσωπεύει έναν αληθινό τομέα γνώσης, αντιπροσωπεύει μία σφαίρα δυνητικής προόδου (και οπισθοδρόμησης). Η όποια χρησιμότητα μπορεί να έχει η παράδοση για αυτόν τον χώρο συζήτησης, όπως για κάθε άλλον, θα έγκειται στη στήριξη της έρευνας στο παρόν.
 
Εκεί όπου οι παραδόσεις μας δεν έχουν υποστηρικτικό ρόλο, γίνονται απλώς οχήματα αμαθείας. Η κυρίαρχη αντίληψη ότι η θρησκεία είναι με κάποιον τρόπο η πηγή των βαθύτερων ηθικών μας διαισθήσεων είναι παράλογη. Η αίσθησή μας ότι η σκληρότητα είναι κακή, έχει τόση σχέση με τις σελίδες της Βίβλου όση έχει και ένα σχολικό βιβλίο αριθμητικής με την αίσθηση ότι δύο και δύο κάνουν τέσσερα. Όποιος δεν διαθέτει μέσα του κάποια στοιχειώδη αίσθηση ότι η σκληρότητα είναι κάτι κακό, είναι απίθανο να το μάθει διαβάζοντάς το -μάλιστα, τα περισσότερα ιερά κείμενα παραθέτουν μάλλον αμφιλεγόμενες απόψεις ως προς αυτό το ζήτημα, σε κάθε περίπτωση. Οι ηθικές μας διαισθήσεις πρέπει να έχουν τα προηγούμενά τους στον φυσικό κόσμο, διότι ενώ η φύση είναι πράγματι αιματοβαμμένη, δεν είναι απλώς και μόνο έτσι. Ακόμη και οι πίθηκοι κοπιάζουν ιδιαιτέρως για να αποφύγουν να προκαλέσουν βλάβη σε ένα άλλο μέλος της φυλής τους. Το ενδιαφέρον για τους άλλους δεν υπήρξε εφεύρεση κανενός προφήτη.
 
Το γεγονός ότι οι ηθικές μας διαισθήσεις έχουν τη ρίζα τους στη βιολογία αποκαλύπτει ότι οι προσπάθειες μας να θεμελιώσουμε την ηθική σε θρησκευτικές αντιλήψεις περί «ηθικού καθήκοντος» δεν έχουν σωστή βάση. Το να σώσει κανείς ένα παιδί από πνιγμό δεν αποτελεί μεγαλύτερης σημασίας ηθικό καθήκον από το να κατανοήσει έναν συλλογισμό. Απλώς, δεν χρειαζόμαστε θρησκευτικές ιδέες για να αποκτήσουμε το κίνητρο να ζήσουμε μία ηθική ζωή. Από τη στιγμή που αρχίσουμε να σκεφτόμαστε σοβαρά σε σχέση με την ευτυχία και με τη δυστυχία, ανακαλύπτουμε ότι οι θρησκευτικές μας παραδόσεις δεν είναι περισσότερο αξιόπιστες επάνω σε ζητήματα ηθικής, απ’ όσο είναι αναφορικά με επιστημονικά ζητήματα γενικότερα.
 
Ο ανθρωποκεντρισμός που είναι εγγενής σε όλες τις θρησκείες δεν μπορεί παρά να φαίνεται απίθανα παράξενος -και επομένως αδύνατος- με δεδομένα τα όσα γνωρίζουμε σήμερα σε σχέση με τον φυσικό κόσμο. Οι βιολογικές αλήθειες απλώς δεν είναι συμβατές με την αντίληψη για έναν δημιουργό Θεό, ούτε με έναν καλό δημιουργό.
 
Η «ανωμαλία» του θαύματος της εξέλιξης έγκειται στο εξής: Οι ίδιοι οι μηχανισμοί που δημιουργούν την απίστευτη ομορφιά και ποικιλία του ζωντανού κόσμου εγγυώνται ότι υπάρχουν συγχρόνως τέρατα και θάνατος. Το παιδί που γεννιέται χωρίς μέλη, η μύγα χωρίς μάτια, τα εξαφανισμένα είδη -αυτά δεν είναι τίποτε λιγότερο από τη μητέρα Φύση που συλλαμβάνεται να σπαταλά τον πηλό της. Κανένας τέλειος Θεός δεν θα μπορούσε να διατηρεί τέτοιες ανωμαλίες. Αξίζει να θυμόμαστε ότι, αν ο Θεός έπλασε τον κόσμο και όλα τα πράγματα που περιέχει, δημιούργησε επίσης την ευλογιά, την πανώλη και τη φιλαρίαση. Όποιο άτομο είχε εξαπολύσει σκοπίμως τέτοιες φρικαλεότητες επάνω στη γη, θα έπρεπε να είχε γίνει λιώμα για τα εγκλήματά του. 
 
Η θεότητα που καραδοκούσε στις ερήμους της Μέσης Ανατολής πριν κάποιες χιλιετίες -και η οποία φαίνεται ότι τις έχει έκτοτε εγκαταλείψει εν μέσω μίας συνεχούς αιματοχυσίας στο όνομά της-δεν είναι κάποιος που θα έπρεπε να συμβουλευθούμε επάνω σε ζητήματα ηθικής. Αν μάλιστα τον κρίναμε με βάση τα έργα του, αυτό θα ήταν ένα εξαιρετικά δυσάρεστο εγχείρημα. Ο Μπέρτραντ Ράσελ μάς πρόλαβε: «Πέρα από το ζήτημα της λογικής συνέπειας, μου φαίνεται ότι υπάρχει κάτι μάλλον περίεργο στις ηθικές αξιολογήσεις όσων πιστεύουν ότι ένας παντοδύναμος, παντογνώστης και πανάγαθος Θεός, αφού προετοίμασε το έδαφος επί εκατομμύρια χρόνια με κάποια άψυχα νεφελώματα, θα θεωρούσε τον εαυτό του αρκετά ικανοποιημένο με την τελική εμφάνιση του Χίτλερ, του Στάλιν και της βόμβας υδρογόνου». Αυτή είναι μία συγκλονιστική παρατήρηση, και δεν υπάρχει τίποτε που να μπορεί κανείς να της αντιτείνει.
 
Ενώπιον της προφανούς ανεπάρκειας του Θεού, οι ευσεβείς έχουν κατά καιρούς υποστηρίξει ότι δεν μπορεί κανείς να εφαρμόσει γήινα κριτήρια όσον αφορά τον Δημιουργό του σύμπαντος. Αυτό το επιχείρημα χάνει την αξία του, από τη στιγμή που παρατηρήσουμε ότι ο Δημιουργός που υποτίθεται ότι βρίσκεται επάνω από την κρίση των ανθρώπων, άγεται και φέρεται μονίμως από ανθρώπινα πάθη -φθόνο, οργή, καχυποψία και μανία κυριαρχίας. Μία προσεκτική μελέτη των ιερών μας κειμένων αποκαλύπτει ότι ο Θεός του Αβραάμ είναι ένας γελοίος τύπος -ιδιότροπος, οξύθυμος και σκληρός- και κάποιος με τον οποίο αν συνάψει κανείς μία συνθήκη, είναι αμφίβολο το κατά πόσον εγγυάται υγεία και ευτυχία.6 Αν αυτά είναι τα χαρακτηριστικά του Θεού, τότε οι χειρότεροι από εμάς είμαστε πλασμένοι πολύ περισσότερο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν απ’ όσο θα μπορούσαμε να ελπίζουμε.
 
Το πρόβλημα της υπεράσπισης ενός παντοδύναμου και παντογνώστη Θεού απέναντι στο κακό (αυτό που παραδοσιακά ονομάζεται «θεοδικία») είναι αξεπέραστο. Όσοι ισχυρίζονται ότι το έχουν ξεπεράσει, καταφεύγοντας σε αντιλήψεις σχετικώς με την ελεύθερη βούληση και σε άλλες ασυναρτησίες, απλώς έχουν επισωρεύσει μία κακής ποιότητας φιλοσοφία επάνω σε μία κακής ποιότητας ηθική. Είναι βέβαιο ότι πρέπει κάποτε να φθάσει μία εποχή, που θα αναγνωρίσουμε αυτό που είναι ολοφάνερο: στην ουσία, η θεολογία είναι τώρα πια ένας κλάδος της άγνοιας του ανθρώπου, και μάλιστα, μία άγνοια με φτερά. 
 
Σαμ Χάρις, Το τέλος της Πίστης

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου