Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Κοσμοπολίτης

Οι αρχαίοι Έλληνες σοφοί έδωσαν στον αστροφωτισμένο νυχτερινό ουρανό και στο έναστρο διάστημα το όνομα «Κόσμος», που σημαίνει κόσμημα ή διακόσμηση, επειδή τα άστρα μοιάζουν με λαμπερά κοσμήματα του ουρανού. Με την λέξη Κόσμος εννοούσαν τον έναστρο ουρανό.

Είναι παράξενο που στην πάροδο των αιώνων η λέξη Κόσμος στα νέα Ελληνικά κατέληξε να σημαίνει την Γη, τον «κόσμο μας», αλλά και την ανθρωπότητα, τους πολλούς ανθρώπους, τον κόσμο (όπως όταν λέμε ότι ένα μέρος έχει πολύ κόσμο), κι ακόμη και το επίθετο «κοσμικός» σημαίνει τον κοινωνικό άνθρωπο και όχι τον διαστημάνθρωπο. Μια λέξη που ξεκίνησε να σημαίνει το διάστημα, τα άστρα, το εξωανθρώπινο (το «εξωκοσμικό» όπως θα το λέγαμε σήμερα) και το θαυμαστό, κατέληξε να σημαίνει το γήινο, το ανθρώπινο, το κοινωνικό. (Ο «κοσμικός» είναι ο του κόσμου, ενώ η λέξη σημαίνει ότι είναι εξωκοσμικός, τι παράδοξη αναίρεση).

Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζουμε να ονομάζουμε τους αστροναύτες, κοσμοναύτες. (Η λέξη Cosmos και cosmic, στα αγγλικά, παραδόξως διατηρούν την αυθεντική Ελληνική έννοιά τους). Ο «γύρος του κόσμου», δεν σημαίνει πια την εξερεύνηση του ορατού Σύμπαντος που γυρίζει και περιστρέφεται από πάνω μας, αλλά τον γύρο της Γης, κι αυτό φανερώνει την εννοιολογική και γνωσιολογική πτώση του ανθρώπου, που έχει χάσει τον μακρόκοσμο και θεωρεί ως κόσμο τον μικρόκοσμο (και ενίοτε θεωρεί ως κόσμο τον εαυτό του και τους συνανθρώπους του).

Οι περισσότεροι αρχαίοι φιλόσοφοι κατέδειξαν με όλους τους τρόπους το γεγονός ότι είμαστε πολίτες της Πολιτείας του Σύμπαντος. Ανήκουμε παντού. Ερχόμαστε από παντού και πηγαίνουμε παντού. Είμαστε παντού. Και μακριά παντού υπάρχουν τα αγαπημένα αδέλφια μας, που η καρδιά μας τα επιθυμεί αλλά τα μάτια μας δεν τα αντικρίζουν.

Ο Επίκτητος έλεγε ότι «το Σύμπαν δεν είναι παρά μια μεγάλη πολιτεία, γεμάτη από αγαπημένους, θεούς και ανθρώπους, από τη φύση πολυαγαπημένους μεταξύ τους» Και τα άστρα είναι σύμβολα και ουρανογραφίες, οδοδείκτες προς τους ουρανούς, φώτα ουράνιων ανακτόρων, ο πίνακας του απόλυτου, το ουράνιο αρχιτεκτονικό σχέδιο, μια μυστική γλώσσα που γράφει ένα λαμπρό βιβλίο στον νυχτερινό ουρανό.

Ο Πλωτίνος υποστηρίζει ότι τα άστρα είναι ένα σύστημα συμβόλων και σημαδιών: «Σε ένα τέτοιο Σύνολο, η απόλυτη αναλογία μετατρέπει κάθε επιμέρους κομμάτι σε Σύμβολο, σε ένα Σημάδι που υπονοεί Μορφές άλλων πεδίων» Συμβολίζουν μια θεϊκή πραγματικότητα για τους ανθρώπους πάνω στην Γη.

Σύμφωνα με τις Νεοπλατωνικές απόψεις, τα ανθρώπινα όντα είναι στην πραγματικότητα κομμάτια από το βασίλειο των άστρων, που είναι και η σπορά των ανθρώπινων ψυχών. Οι ψυχές, επιλέγοντας μια ζωή στην Γη, αρχίζουν την κάθοδο τους ώσπου μορφοποιούνται στο πεδίο. Στη διαδικασία αυτή ξεχνούν την αστρική θεϊκότητα τους, αν και συνεχίζουν να έχουν κάποιες ακαθόριστες μνήμες της, που είναι και η πηγή του ισχυρού αγώνα μας για τελειότητα.

Έτσι, τα ανθρώπινα όντα είναι Μικρόκοσμοι που συνοψίζουν τον Μακρόκοσμο.
Κάθε ψυχή που κατεβαίνει στο πεδίο της Γης, προέρχεται από ένα συγκεκριμένο αστρικό σύστημα και περιέχει κάποιες όψεις του «Αστροθεού» που το κυβερνά. Αυτή είναι και η καταγωγή του όρου «Αστρικό Σώμα» που χρησιμοποιείται στην μεταφυσική φιλοσοφία (εξαιτίας των Θεοσοφιστών που την υιοθέτησαν) θέλοντας να περιγράψει το σώμα των ονείρων ή την ανθρώπινη ουσία που επιβιώνει μετά τον θάνατο. Εξ ου και ο «Αστρικός Κόσμος» η «Αστρική Προβολή» κ.ά. όλα τους εννοιολογικές μεταλλάξεις της Θεοσοφίας από αρχαίους Νεοπλατωνικούς όρους και μυστικιστικά νοήματα.

Υπάρχουν τα πάντα στον αιώνιο και απαράλλακτο κόσμο: όλες οι Μορφές που δημιουργούν τον κάθε τύπο έκφρασης και ζωής, ζουν «εκεί». Ακόμη και αφηρημένες αρχές, όπως οι γεωμετρικές φιγούρες, οι αριθμοί, οι ποιότητες, οι σχέσεις, ζουν «εκεί». Η ψυχή ενώνει τα δύο επίπεδα…

Αλλά οι Νεοπλατωνικοί λένε ότι πρέπει να αποδεσμευτούμε από τις έννοιες του χρόνου, του χώρου και της ύλης. Δεν υπάρχουν στο θεϊκό επίπεδο, εκτός από ένα υψηλότατο δίκτυο από ενότητες, μια ολιστική πραγματικότητα. Έτσι τα πράγματα του γήινου επίπεδου είναι αντίγραφα των τέλειων ενοτήτων του θεϊκού.

Σύμφωνα με τον Πλωτίνο, στο τελικό στάδιο της ανέλιξης της ψυχής, η ψυχή έρχεται να δει τον Θεό και τον εαυτό της, έναν εαυτό που έχει γίνει ακτινοβόλος και έχει πλημμυρίσει από φως, αληθινά, έχοντας γίνει ένα με αυτό το φως στην αγνότητά της, μην έχοντας καθόλου βάρος, μεταμορφωμένη από την θεότητα, όντας ένα με τη θεϊκή ουσία. Ο Πλωτίνος λέει ότι η ίδια η ψυχή ομοιάζει με ένα ακτινοβόλο άστρο. Μπορεί να ενώνεται με τον Θεό σε σύντομες περιόδους σ’ αυτήν την ζωή, αλλά αυτή η ένωση μπορεί να γίνει μόνιμη όταν ελευθερωθεί η ψυχή από το σώμα, έχοντας φτάσει στο τελικό στάδιο της ανέλιξής της προς το Σύμπαν, (Εννεάδες 6.9.9.).

Ο Πλωτίνος γράφει ότι τελικά θα κάνουμε όλοι μας «μια μοναχική πτήση προς την απέραντη μοναξιά» και ότι «υπάρχει μία πατρίδα για εμάς, από την οποία ήρθαμε, και ο Πατέρας μας είναι εκεί και μας περιμένει…» (Εννεάδες, 1.6.8.) Η ψυχή επιστρέφει στο άστρο από το οποίο προήλθε…

Ο κόσμος μας προήλθε από τα σπάργανα του Σύμπαντος, και η αστρική σπορά έστειλε στην Γη τα «αστρικά σώματα», τις ψυχές των ανθρώπων, μια έκπτωση την οποία ο άνθρωπος καλείται να επανορθώσει. Μια επιστροφή στα άστρα μοιάζει να είναι το πεπρωμένο των έμψυχων όντων, στον θεϊκό κόσμο από τον οποίο προήλθαν, στην «Βασιλεία των Ουρανών». Αυτό εξάγεται από τις πεποιθήσεις όχι μόνο των σοφών των αρχαίων λαών, αλλά διασώζεται και μέσα στις δοξασίες των πρώτων Χριστιανικών χρόνων. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Άγιος Αυγουστίνος, ο σημαντικότερος άγιος θεολόγος στην Δύση, ονόμασε το πιο φημισμένο και εξαιρετικό σύγγραμμά του Η Πολιτεία του Θεού.

Στους Νόμους του, ο Κικέρωνας –ίσως με στωική διάθεση– επιχειρηματολογεί ότι «όλο το Σύμπαν πρέπει να θεωρείται ως μία Κοινοπολιτεία στην οποία είναι μέλη και οι θεοί και οι άνθρωποι», διότι μοιράζονται την λογική (τον Λόγο) και άρα την ορθή λογική, και κατ’ επέκταση τον νόμο και την δικαιοσύνη.

«Όταν ο νους μας, που είναι η θεότητα μέσα μας, παρατηρεί και συλλογάται τους ουρανούς, την Γη, τις θάλασσες, την φύση του Σύμπαντος, και κατανοεί από πού πηγάζουν όλα αυτά και ότι κυβερνούνται από έναν θεϊκό κυβερνήτη, τότε αργά ή γρήγορα θα κατανοήσει επίσης ότι δεν είναι αποκλεισμένος από ψηλούς τοίχους σαν ένοικος ενός συγκεκριμένου μέρους, αλλά είναι πολίτης όλου του Σύμπαντος, σαν αυτό να είναι μία και μοναδική αστρική Πολιτεία»

Ο Κικέρωνας, επίσης, στο έργο Περί της Φύσης των Θεών, βάζει τον Στωικό φιλόσοφο Βάλβο να λέει: «Ο κόσμος είναι η κοινή κατοικία των θεών και των ανθρώπων, ή η πόλη (Urbs) που ανήκει και στους δυο, γιατί αυτοί κατέχουν την χρήση της λογικής και ζουν με δικαιοσύνη και με νόμους»

Η ίδια διδασκαλία παρατίθεται σε ένα απόσπασμα του Άριου Δίδυμου που διασώθηκε από τον Ευσέβιο: «Είναι εξαιτίας του γεγονότος ότι εμείς, οι άνθρωποι και οι θεοί, έχουμε κοινό τον λόγο ότι το Σύμπαν, η κοινή μας κατοικία, είναι μια αληθινή Πόλη, όπου οι θεοί είναι οι ηγεμόνες και οι άνθρωποι είναι οι ηγηθέντες»

Γνωρίζουμε ότι ο Χρύσιππος είχε επίσης την ιδέα ότι η «Κοσμική Πολιτεία» είναι κοινή για τους θεούς και τους ανθρώπους, εφόσον ο Φιλόδημος αποδίδει αυτήν την άποψη σε αυτόν. Αλλά, σύμφωνα με τον Φιλόδημο, μονάχα οι σοφοί είναι οι αληθινοί πολίτες της. Οι συνηθισμένοι άνθρωποι μπορούν να θεωρηθούν ως «επίδοξοι πολίτες» της.

Κατά την γνώμη μου, ο κάθε άνθρωπος είναι και πρέπει να νιώθει πολίτης του κόσμου, «Κοσμοπολίτης» και να ερευνά τα μυστήρια του κόσμου στον οποίον βρέθηκε, εμπνευσμένα, να ερευνά ο ίδιος προσωπικά και να παίρνει μονάχα ερεθίσματα γι’ αυτό από την μόρφωσή του, την συνεχή ενημέρωσή του και την θέαση της ίδιας του της εξελικτικής νοητικής πορείας. Και επειδή η λέξη «Κόσμος» που όπως ήδη είπα, πρωταρχικά στα Ελληνικά σημαίνει το «έναστρο διάστημα» (που στέκει σαν «κόσμημα» ψηλά στον ουρανό) δηλαδή το αχανές Σύμπαν, η λέξη «Κοσμοπολίτης» σημαίνει Πολίτης του Σύμπαντος, δηλαδή ενεργό μέλος της Πολιτείας του Σύμπαντος.

Κι επειδή η λέξη «κόσμος» κατέληξε να σημαίνει τον πλανήτη μας ή την ίδια την ανθρωπότητα (όπως όταν λέμε «πολύς κόσμος») αυτό έγινε επειδή οι ίδιοι οι άνθρωποι μπορούν να νοηθούν ως Κόσμοι, κάθε άνθρωπος και ένα έναστρο διάστημα, εφ’ όσον «ό,τι είναι πάνω είναι και κάτω».

Έτσι, εκτός από ταξιδιώτες του εξώτερου διαστήματος (είτε στα ταξίδια μας ανά τον «κόσμο», είτε στα διαστημικά μας ταξίδια, είτε διότι οι πρόγονοι ή τα γονίδιά μας ταξίδεψαν από το διάστημα για να έρθουν εδώ), εκτός από αυτά, είμαστε και ταξιδιώτες του εσωτερικού διαστήματος («inner-spacemen»), εξερευνούμε τον εαυτό μας για να γνωρίσουμε το Σύμπαν, αφού στην πραγματικότητα ποτέ δεν βλέπουμε το ίδιο το Σύμπαν αλλά αντιλαμβανόμαστε μόνο το μάτι μας να βλέπει το Σύμπαν, δεν ξέρουμε το Σύμπαν, ξέρουμε τις αισθήσεις μας για το Σύμπαν, κι ό,τι άλλο καταλάβουμε γι’ αυτό, είναι επίσης μέσα μας.

Το γράφημα του ουρανού και των άστρων είναι ένας ουράνιος άνθρωπος, ο Άνθρωπος των Ουρανών, σύμφωνα με τις αρχαίες αντιλήψεις του κόσμου μας.

Οι αρχαίοι ήταν «ουρανογράφοι»
Η «ουρανογραφία» ήταν ένας χάρτης των ουρανών. Ένας χάρτης σχεδιασμένος από τους παλαιούς σοφούς, που χαρτογραφούσε την πνευματική κατασκευή και φυσιολογία του ανθρώπου, τα ψυχικά κέντρα, τις περιοχές της πνευματικής δύναμης, και τα πάντα «σύμφωνα με τη μορφή των πραγμάτων στους ουρανούς». Ο άνθρωπος, ο μικρόκοσμος, είναι μια replica –ένα αντίγραφο– του ουράνιου ανθρώπου, του μακρόκοσμου, και του Σύμπαντος.

Από την ιστορία του ανθρώπου που είναι «γραμμένη» μ’ αυτόν τον τρόπο στους αστερισμούς του ουρανού, οι παλαιοί δημιουργοί των θρησκειών μετέφεραν την καταγραφή στην Γη, και διαμοίρασαν τα διάφορα φαινόμενα και τις τοπικότητες πάνω στους εθνικούς χάρτες σε πλήρη αντιστοιχία με τον ουράνιο χάρτη. Όλα τα έθνη προσπάθησαν να σχεδιάσουν την γεωγραφία τους και την ιστορία τους σύμφωνα με το μοτίβο των πραγμάτων στους ουρανούς. (Ειδικά οι Αιγύπτιοι, οι Έλληνες, οι Σουμέριοι, οι Ασσύριοι, οι Χαλδαίοι, οι Κινέζοι, οι Ρωμαίοι και οι Εβραίοι, έκαναν τέλεια αυτήν την αντικατάσταση, αυτήν την απόλυτη παραβολή).

Σύμφωνα με αυτήν την κατ’ αντιστοιχία ουρανογραφία, δόθηκε σε κάθε χώρα ένα άνω τμήμα και ένα κάτω τμήμα, ένας ποταμός που ρέει από το άνω τμήμα στο κάτω τμήμα, μία λίμνη ή θάλασσα, μια κεντρική πόλη (η πρωτεύουσα) που αναπαριστούσε την Αγία Πόλη, και μια πληθώρα παράλληλων χαρακτηριστικών. Στην αρχή υπήρχε ο διαχωρισμός σε επτά νομούς ή περιοχές της χώρας, αργότερα σε δώδεκα. Κάθε έθνος αγωνίστηκε να ερμηνεύσει την Ιστορία του ως μια εκπλήρωση της ιερής μεγάλης αλληγορίας, κι έτσι, η εθνική του Ιστορία, μετατρεμμένη στη μορφή του ουράνιου μύθου, γινόταν το εθνικό έπος.

Κι έτσι πολλά έθνη και φυλές της Γης πιστεύουν μέχρι σήμερα πως, αφού η Ιστορία τους εκπληρώνει το περίγραμμα της ιερής Ιστορίας, αυτό αποδεικνύει ότι είναι ο «εκλεκτός λαός» του Θεού.

Και οι θρησκευτικοί δημιουργοί του εθνικού έπους έδωσαν σε συγκεκριμένα μέρη ονόματα που προήλθαν από την ουρανογραφία ή τον πνευματικό χάρτη, (όπως ακριβώς οι Ευρωπαίοι εξερευνητές όταν έφτασαν στην Αμερική ονόμασαν τους τόπους με ιερές ονομασίες όπως Salem, Providence, New Haven, Canaan, Corpus Christi, Santa Fe, Santa Cruz, κλπ.) Έτσι πολλά ονόματα χωρών και πόλεων δεν είναι παρά πνευματικές ονομασίες μεταφερμένες από τον ουράνιο χάρτη στον γήινο χάρτη.

Κατ’ απόλυτη αντιστοιχία, όλα τα θρησκευτικά κείμενα ασχολούνται με μία και μοναδική κεντρική ιδέα: την ενσάρκωση του ανθρώπου, ή την κάθοδο και την τελική ανάσταση της ψυχής. Αυτό είναι το έπος της θρησκείας κι αυτή η ιστορία είναι το κλειδί για κάθε θρησκεία και φιλοσοφία και μ’ αυτό όλα τα περίπλοκα νοήματά τους μπορούν να ξεκαθαριστούν και να κατανοηθούν με τρόπο απλό:

Ο άνθρωπος είναι ένας θεός, ένα πνεύμα που εξέπεσε από τους ουρανούς στην Γη και κατοικεί εδώ σε ζωική μορφή, μέχρι κάποτε το πνεύμα αυτό να ανέλθει πίσω στην ουράνια πατρίδα. Σε μια νέα Γη, με ένα νέο «αστρικό» σώμα, συντροφιά με τον Ύψιστο Θεό. Το ότι ο άνθρωπος είναι ένας θεός που κατοικεί στην Γη σε ζωώδη μορφή, είναι το κεντρικό γεγονός κάθε θρησκείας. Αντίστοιχα, ο χάρτης των τόπων της Γης είναι μία ουρανογραφία μεταφερμένη στην Γη, για να συνηγορεί στο παραπάνω γεγονός. Ο άνθρωπος ζει πνευματικά στον ουρανό. Το πνεύμα του ζει εκεί, ενώ το σώμα του ζει στον γήινο χάρτη. Το πνεύμα του ανέρχεται και βαδίζει στην ουρανογραφία, ενώ το ζωώδες σώμα του είναι εδώ κάτω και βαδίζει στην γεωγραφία.

Αυτή είναι η θρησκευτική ερμηνεία της λέξεως Αιθεροβάμων.

Ο Ονειροπόλος νιώθει -και δεν μπορεί παρά να είναι- Κοσμοπολίτης. Είναι εκείνη η ευαίσθητη και καλή ψυχή που νιώθει παντού σαν στο σπίτι της, αλλά ταυτόχρονα νιώθει ότι το αληθινό της σπίτι είναι κάπου μακριά, απ’ όπου εξορίστηκε και τελικά επιθυμεί να επιστρέψει. Ο Ονειροπόλος είναι πολίτης ενός άλλου κόσμου. Και είναι ο ύστατος μετανάστης. Αυτό του προκαλεί και μια απέραντη θλίψη –και ταυτόχρονα μια παράξενη ελπίδα– διότι ενώ ταξιδεύει με τον νου του προς τον υπέροχο προορισμό, νιώθει και εξόριστος από το γήινο σπίτι του, μακριά από τους άλλους ανθρώπους, αλλά νιώθει την θεϊκή χαρά της αγάπης του απόμακρου, που του δίνει κατεύθυνση και κουράγιο.

Τελικά, όμως, αφού το σπίτι είναι εκεί που βρίσκεται η καρδιά, κι αφού η καρδιά είναι συνδεδεμένη –είναι το ένα και το αυτό– με την καρδιά του Σύμπαντος κι αφού όλοι μας ζούμε μέσα στην σκέψη μας, ο ονειροπόλος νους –αν και εξόριστος– νιώθει παντού ότι είναι στο σπίτι του, υπό το βλέμμα του Θεού.

Ο Σενέκας γράφει (Ad Helv. 11.7) ότι η συγγένεια του νου με τον Θεό είναι η εξήγηση πίσω από την ιδέα ότι ο νους νιώθει παντού σαν στο σπίτι του. Κι ο Κικέρων λέει ότι η πατρίδα κάποιου είναι εκεί που νιώθει καλά («Patria est, ubicumque est bene»). Και ένα dictum του Βρούτου επισημαίνει ότι εκείνοι που φεύγουν στην εξορία μπορούν να πάρουν μαζί τους τις αρετές τους.

Η ζωή του Κοσμοπολίτη είναι ένα είδος εξορίας, αυτό άλλωστε πίστευε και ο Διογένης. Γι’ αυτόν υπάρχει μια μοναξιά χωρίς όρια, λες και η απώλεια των συνηθειών και των τοπικών συνόρων αφήνουν την ζωή χωρίς θαλπωρή και αίσθηση ασφάλειας. Όμως, είναι σαν ο αυτοεξόριστος Κοσμοπολίτης να έχει εναποθέσει τις βλέψεις του στην Θεία Πρόνοια, ίσως με μία λαχτάρα αντίστοιχη του «παραδίδω εαυτόν εις Κύριον» και κανείς δεν δύναται να είναι μόνος του όταν συνδιαλέγεται με όλο το Πνεύμα του Κόσμου.

Παρ’ όλα αυτά, ο Σενέκας (Ad Helv. 8.5) υποστηρίζει ότι «μέσα στον κόσμο δεν μπορεί να υπάρχει τόπος εξορίας, διότι τίποτε που βρίσκεται μέσα στον κόσμο δεν είναι ξένο για τον άνθρωπο» («nullum inveniri exilium intra mundum potest; nihil enim, quod intra mundum est, alienum homini est»).

Ίσως η διδασκαλία του Διογένη για τον Πολίτη του Κόσμου να συνδεόταν με την εξορία του. Λέγεται ότι είπε σε κάποιον που τον χλεύασε για την εξορία του: «Ανόητε και φτωχέ άνθρωπε, επειδή εξορίστηκα έγινα φιλόσοφος»

Ο Αρίστιππος είναι, κατά κάποιον τρόπο, πιο ριζοσπαστικός από τον Διογένη: ενώ ο δεύτερος θεωρούσε τον εαυτό του Πολίτη του Κόσμου, ο πρώτος υποστήριζε ότι ήταν ξένος παντού.

Είναι πιθανόν να οφείλουμε την πρώτη φιλοσοφική ανάλυση της ιδέας του Κοσμοπολιτισμού στους Στωικούς. Είναι όμως οι Κυνικοί που την ανάπτυξαν και την διέδωσαν. Και οι Κυνικοί όφειλαν πολλά στον Ζήνωνα. Ο Ζήνων, στην Πολιτεία του, κατέθεσε τα σχέδια για μία κοινότητα σοφών χωρίς επίκεντρο, και ο Χρύσιππος ανέπτυξε την διδασκαλία της Κοσμικής Πολιτείας, δηλαδή μια παγκόσμια κοινότητα φωτισμένων σοφών που θα μπορούσε να εξισωθεί με τους θεούς. Ο Ζήνωνας, σε άλλα γραπτά του που χάθηκαν, όπως μας διηγούνται οι μεταγενέστεροι που τα διάβασαν, αναπτύσσει την ιδέα του ότι ολόκληρο το Σύμπαν είναι μια Πολιτεία. Ο Χρύσιππος υποστήριζε ότι οι άνθρωποι, επειδή είναι λογικά όντα, είναι πολίτες μιας Πολιτείας του Κόσμου.

Ο Πλούταρχος, στο έργο του για τον Αλέξανδρο, αναφέρει ότι η Πολιτεία του Ζήνωνα «στόχευε σε αυτήν την κεντρική ιδέα, ότι οι οικιακές μας τακτοποιήσεις δεν θα πρέπει να βασίζονται σε πολιτείες ή ενορίες, που η κάθε μια τους οριοθετείται από το δικό της νομικό σύστημα, αλλά θα πρέπει να θεωρούμε όλους τους ανθρώπους ως συμπολίτες μας και αυτόχθονες κατοίκους, και ότι θα πρέπει να υπάρχει ένας μόνο τρόπος ζωής και τάξης, κοινός για όλους. Ο Ζήνωνας το έγραψε αυτό, περιγράφοντάς το ως ένα όνειρο ή μια εικόνα του νου, μιας ευτυχισμένης κοινωνίας φιλοσόφων που βλέπουν σαν πατρίδα τους ολόκληρο τον Κόσμο, δηλαδή το Σύμπαν»

Ναι, τον Ζήνωνα δεν τον απασχολούσε τόσο πολύ η κατασκευή ενός αληθινού παγκόσμιου κράτους, αλλά τον ενδιέφερε η ιδέα της παγκόσμιας συγγένειας των ανθρώπων, μιας νοητικής συγγένειας, βασισμένη στην ευφυΐα που έχουν –ή θα έπρεπε να την έχουν– όλοι οι άνθρωποι.

Αν πιστέψουμε τον Πλούταρχο, αυτή την ιδέα της «παγκόσμιας λογικής» την προπαγάνδιζε ο Αλέξανδρος ως τη βάση μιας Κοσμοπολιτικής ιδεολογίας κι επιπλέον, ο Αλέξανδρος θεωρούσε ότι τού είχε ανατεθεί η θεϊκή αποστολή να ενοποιήσει όλον τον κόσμο υπό τον Ελληνισμό. Τελικά, όμως, είναι αμφίβολο αν ήταν αληθινά Κοσμοπολιτική η πρόθεσή του, αφού φαίνεται ότι στόχευε απλώς στην πολιτιστική ομοιογένεια.

Τα παραπάνω, για τον ονειροπόλο Κοσμοπολίτη συνήθως δεν έχουν τόση σημασία, και σαφώς συνήθως συμφωνεί –είτε το γνωρίζει είτε όχι– με τον Μάρκο Αυρήλιο, ο οποίος υποστηρίζει πως δεν υπάρχει καμία διαφορά στο αν ένα άτομο ζει εδώ ή εκεί, αρκεί, όπου και αν ζει, να βλέπει τον κόσμο ως μια μοναδική πολιτεία και τον εαυτό του ως πολίτη της και να ζει σύμφωνα με τον νόμο της Φύσης.

Ο Μάρκος Αυρήλιος, λοιπόν, ορθά επισημαίνει ότι η Κοσμοπολιτική Θέαση είναι αυτό που μετράει, χωρίς αυτή να περιορίζεται από τις πιθανότητες υλοποίησής της στην καθημερινή πραγματικότητα: η Πολιτεία του Κόσμου είναι υπόθεση του νου. Άρα μπορεί κάποιος να είναι Κοσμοπολίτης εντός του νου του, με την ονειροπόλα πρόθεση, με την ιδέα και μόνο.

Δηλαδή ο αληθινός Κοσμοπολίτης, δεν είναι κάποιος άπατρις, όπως νομίζουν πολλοί πλέον σήμερα, αλλά ο Κοσμοπολιτισμός είναι μία υπόθεση του νού. Ο αληθινός Κοσμοπολίτης προέρχεται από μία ευγενή πατρίδα, την οποία σέβεται και τιμά, (και την οποία εκπροσωπεί συνειδητά στα εξερευνητικά ταξίδια του), και επιθυμεί να προεκτείνει τον νου του σε σύνδεση με τον Συμπαντικό Νου, για να κατανοήσει όλο το Σύμπαν ως μία Πολιτεία, με κοινές αρχές, και να συμμετέχει έτσι ενεργά στην Θεϊκή Σκηνοθεσία, ως συνεργάτης του Θεού, συμπολίτης των θεών, και όλων των όντων όλων των αστρικών συστημάτων και γαλαξιών.

Σύμφωνα με τον Στωικό Κοσμοπολιτισμό, είναι μάλλον ξεκάθαρο ότι η ιδέα του Κοσμοπολίτη δεν πρέπει να νοείται ως πολιτική ιδέα. Αντιθέτως. Η οπτική είναι ότι βασικά ο Κοσμοπολιτισμός είναι μια ηθική θέση και σε πολλά στωικά κείμενα, δηλώνεται ότι οι άνθρωποι και οι θεοί είναι πολίτες της ίδιας Πολιτείας, επειδή έχουν κάτι κοινό: την διάνοια. Όσο ένας άνθρωπος έχει διάνοια, έχει λογική, έχει νου και ευγένεια, είναι συμπολίτης των θεών.

Ο Σενέκας ξεχωρίζει δύο κοινοπολιτείες (res publicae): «μία μεγάλη και αληθινά κοινή, στην οποία οι θεοί και οι άνθρωποι περιέχονται, στην οποία δεν κοιτούμε αυτήν ή την άλλη γωνία, αλλά μετρούμε τα όρια της Πολιτείας μας (civitas) με τον ήλιο. Και μία άλλη, που είναι εκείνη που οι συγκεκριμένες περιστάσεις και συνθήκες γεννήσεώς μας έχουν εναποθέσει, και στην οποία εναποθέτουμε την καρδιά μας»

Ο Σενέκας -και όχι μόνο- πιστεύει ότι αυτή η μεγαλύτερη κοινοπολιτεία είναι η αληθινή μας πατρίδα. Μπορούμε να την υπηρετήσουμε με το να ερευνούμε ποια είναι η φύση της αρετής.

Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς καταγράφει έναν Στωικό ορισμό της Πολιτείας, σύμφωνα με τον οποίο μονάχα το Σύμπαν (ο ουρανός) είναι μία πόλη με την ορθή έννοια, και ότι οι αντίστοιχες εδώ στην Γη δεν είναι. Λανθασμένα αποκαλούνται πόλεις, διότι μια πολιτεία είναι κάτι ηθικά καλό, μια οργάνωση ή ομάδα αγαπημένων ανθρώπων που κυβερνάται από τον νόμο που εκθέτει την λεπτότητα και την λογική. (Η πόλη των ουρανών είναι το αληθινό «άστυ», ενώ η πόλη στην οποία ζούμε εδώ είναι το «αστείον»).

Στη μεγάλη ουράνια κοινοπολιτεία είμαστε συμπολίτες με τους θεούς κι ο ηγεμόνας μας είναι ο Θεός του Σύμπαντος. Οι θεοί και οι άνθρωποι έχουν την διάνοια, αυτό το θεϊκό χαρακτηριστικό από το οποίο απορρέουν όλες οι αρετές, η λογική, και κατ’ επέκταση ο νόμος και η δικαιοσύνη, δηλαδή η ηθική κρίση.

Η ύψιστη αρετή, κατά όλους του αξιοσημείωτους αρχαίους Φιλοσόφους μας, είναι η Γενναιότητα και η μεγαλοθυμία, η μεγαλοψυχία, η ευγενής ανωτερότητα απέναντι στα πράγματα. Όταν ο νους μας –που δεν είναι παρά η ίδια η θεότητα μέσα μας, όταν είναι φωτισμένος– ονειροπολεί τους ουρανούς, την γη, τις θάλασσες, την ανθρωπότητα, τα ουράνια σώματα, την φύση του Σύμπαντος, και κατανοεί μέσα στην υψηλή ονειροπόλησή του ότι όλα αυτά προέρχονται και κυβερνώνται από έναν θεϊκό κυβερνήτη, τότε ο νους επίσης κατανοεί ότι δεν είναι έγκλειστος από στενούς τοίχους ως κάτοικος κάποιου συγκεκριμένου σημείου, αλλά ότι είναι πολίτης όλου του Σύμπαντος, σαν αυτό να ήταν μια τεράστια μοναδική Πολιτεία.

Παρ’ όλα αυτά, ο Φιλόδημος προσθέτει ότι μόνο οι σοφοί είναι αληθινοί πολίτες αυτής της Πολιτείας. Οι συνηθισμένοι άνθρωποι, όπως είπαμε, θεωρούνται εν δυνάμει πολίτες της, ή υποψήφιοι πολίτες. Σημειώνεται συχνά, επίσης, ότι στην Πολιτεία αυτοί δεν γίνονται δεκτοί οι Βάρβαροι.

Το Σύμπαν (Συν-Παν) είναι τα πάντα και κάτι παραπάνω από τα πάντα, είναι παντού κι ακόμη πιο πέρα. Αν εμείς είμαστε με κάποιο τρόπο ενωμένοι με το Σύμπαν, είμαστε ήδη κάτι παραπάνω από αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε. Ίσως στ’ αλήθεια, όπως το λέει ο Πλωτίνος, να «υπάρχει μία πατρίδα για εμάς, από την οποία ήρθαμε, και ο Πατέρας μας είναι εκεί και μας περιμένει»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου